Rib and Sea

Το σωσίβιο, το quick stop και η ζώνη σώζουν ζωές

Περί διαπόμπευσης ο λόγος...

O διαπομπευόμενος καθόταν ανάποδα στον γάϊδαρο...Στο Βυζάντιο τους κλέφτες, τους δειλούς, τους μέθυσους, τους μοιχούς, τους προδότες, τους συκοφάντες, τους ψεύτες και άλλους, είτε ήταν απλοί πολίτες είτε εξέχουσες προσωπικότητες, τους διαπόμπευαν. Η διαπόμπευση ήταν περιφορά του τιμωρούμενου καθισμένου ανάποδα σε ένα γάϊδαρο! Η περιφορά αυτή λεγόταν και συγύρισμα. Η έκφραση "θα σε συγυρίσω" σημαίνει θα σε διαπομπεύσω και όχι "θα σε τακτοποιήσω", όπως πιστεύουν οι περισσότεροι.

Στο μεσαίωνα, και ιδιαιτέρως στην Κρήτη, λεγόταν και "γιβέντισμα" (κατά μία εκδοχή από το γαλλικό μεσαιωνικό gibet = σταυρός, ενώ κατά μία άλλη από το τουρκικό güvenmek=εξευτελίζω). Η διαπόμπευση σε πλατείες και δρόμους ήταν από τα πιο αγαπημένα θεάματα των βυζαντινών. Είναι αυτό που λέμε "είδα τις πομπές σου", και ο χαρακτηρισμός κάποιου ως "πομπή" .

Πράξη πρώτη: Τα Προκαταρτικά.

Η διαπόμπευση είχε νομικό έρισμα. Οι ποινές που προέβλεπαν οι "Νεαρές" του Ιουστινιανού, και που τις βρίσκουμε και στην "Εξάβιβλο" του Αρμενόπουλου, ανέφεραν : "τυπτόμενος και κουρευόμενος, εξοριζέσθω" αλλά και "κουρά και πομπή σοφρωνίζεσθαι". Η καμπάνα της εκκλησίας σήμαινε για την συγκέντρωση του πλήθους ("του βάρεσαν" ή του "εριξαν καμπάνα"). Πολλές φορές η κλήση για συγκέντρωση του φιλοθεάμονος κοινού γινόταν με βούκινο ("το έκανε βούκινο"). Η πρώτη πράξη της "τελετής" διαπόμπευσης ήταν το κούρεμα, το οποίο ήταν πολύ μεγάλη προσβολή για τον ένοχο. Το «κουρεύω» οι βυζαντινοί το έλεγαν και «κουράζω». Είναι συνηθισμένη η φράση: "τον τάδε εκούρασαν μοναχόν".

Η διαπόμπευση, εκτός από εξευτελιστική διαδικασία ήταν και ιδιαιτέρως κοπιώδης, γιατί τον τιμωρημένο, κατα την διάρκεια της "τελετής", τον χτυπούσαν κι' όλας! Απο τότε το «κουράζω» έγινε συνώνυμο του «καταπονώ». Από κει βγαίνουν και οι φράσεις "άντε να κουρεύεσαι" ή «άσ'τον να κουρεύεται", που σημαίνουν ότι κάποιος είναι τόσο αχρείος ώστε του αξίζει το κούρεμα (δηλ. η διαπόμπευση). Ο τιμωρημένος γινόταν σαν "κουρεμένο γίδι"' ή "κουρόγιδο" που αργότερα ματατράπηκε σε κορό(γ)ιδο και μετα σε "κορόϊδο". Μην ξεχνάμε τους δικούς μας teddy boys και τον νόμο 4000 του 1958...

Όταν ο ένοχος είχε διαπράξει πολύ μεγαλύτερο παράπτωμα, όπως συνομωσία κατά του Αυτοκράτορα ή προδοσία, τότε, πριν την "πομπή" του, τον τύφλωναν! Δηλαδή είχε και μούτζες και τύφλες. Με μια λέξη ήταν "μουρτζότυφλος" ή "μούρτζουφλος" (παρατσούκλι και του Αυτοκράτορα Αλέξιου Ε' Δούκα επειδή τα μάτια του ήταν βαθειά μέσα στις κόγχες τους και σκεπάζονταν με πυκνά φρύδια και τον έκαναν να μοιάζει με τυφλωμένο. Ίσως και να ήταν άξιος του ονόματος). Συνήθως και σήμερα όταν μουντζώνουμε λέμε προς ενίσχυση "τύφλα!" ή "τύφλα στα μάτια σου!". Η έκφραση δεν κοιτάς την τύφλα σου (δηλ. τις δικές σου μπομπές=ντροπές) μοιάζει κυριολεκτικώς οξύμωρη. Με την παραπάνω μεταφορική όμως έννοια είναι απολύτως λογική.

Η "διακόσμηση" του τιμωρούμενου γινόταν με κουδούνια (κοπριά από πρόβατα) και από κει υπάρχει η έκφραση "τον πήραν με της μπομπής τα κουδούνια". Θυμηθείτε και αντίστοιχα αποκριάτικα ντυσίματα στα χωριά όπου κουδούνια κρεμασμένα στο λαιμό αυξάνουν την γελοιότητα.

Το λεγόμενο ασθενές φύλο είχε μεγαλύτερο ποσοστό συμμετοχής στις διαπομπεύσεις, ιδίως λόγω της μοιχείας. Έτσι η διαπομπευθείσα ονομαζόταν μπομπεμένη ή βαρύμπομπη (διαισθάνομαι ότι το αττικό τοπωνύμιο "Βαρυμπόμπη" θα δόθηκε απο κάποια τέτοια δυστυχισμένη που αποφάσισε μετά την διαπόμπευσή της να καταφύγει στην ερημιά ως κοινωνικώς απόβλητη. Η διαπόμπευση της μοιχαλίδας φαίνεται ότι επέζησε και μετά την πτώση του Βυζαντίου και την Τουρκοκρατία.Υπάρχει παροιμία που λέει : "Όποια δεν κάθεται καλά και κάνει εργολαβία, στο γάϊδαρο και στον παπά και την αστυνομία". Που σημαίνει : Όποια πηγαίνει με άλλους άντρες (η εργολαβία σήμαινε ερωτοτροπία, αφού προέβλεπε συχνή περιδιάβαση από το σπίτι του εραστή ή της ερωμένης, σαν τον εργολάβο που κάνει επιμέτρηση για την επισκευή σπιτιού), ο γάϊδαρος σήμαινε την διαπόμπευση, ο παπάς την ηθικο-θρησκευτική τιμωρία (επιτίμια, αφορισμός) και η αστυνομία την ποινική δίωξη.

Άλλη ηπιότερη ποινή ήταν το σημάδεμα με πυρωμένο σίδερο (δια πυρός και σιδήρου). Ο τιμωρούμενος εκαυτηριάζετο για την κακή ή ανάρμοστη διαγωγή ή συμεριφορά του. Λέξη που την χρησιμοποιούμε και σήμερα. Μια πιο σπάνια έκφραση (βλ. Π. Δέλτα : "Ο Τρελαντώνης") "μούτρο για σιδέρωμα" και ίσως και το σκέτο μούτρο να έχουν τη ρίζα τους σ' αυτή τη μορφή τιμωρίας.

Άλλες ποινές που προηγούντο της διαπόμπευσης ήταν η ρινοκοπία (κόψιμο της μύτης) εξ ου και τα επώνυμα "ασημομύτης" και "κηρομύτης" που έπαιρναν οι ρινότμητοι επειδή αντικαθιστούσαν αργότερα με τεχνητή την κομμένη μύτη τους, ή καυλοκοπία για τους αλογευόμενους άνδρες (κτηνοβάτες), που δεν ξέρουμε αν είχε τεχνική αντικατάσταση...

Πράξη δεύτερη - Διαδικασία.

Για να διασκεδάσουν το κοινό που παρακολουθούσε την διαπόμπευση και να γελοιοποιήσουν τον τιμωρούμενο, άλειφαν το πρόσωπό του με ένα είδος καπνιάς (φούμο), την "ασβόλη". Τον "αποσβόλωναν". Το ρήμα "αποσβολώνω" είναι αντίστοιχο του αρχαίου "προπηλακίζω". Σύμφωνα με το λεξικό Σουίδα, "προπηλακισμός : "ύβρις είρηται δε από τον πηλόν επιχρίεσθαι τα πρόσωπα των ατιμίαν και ύβριν καταψηφιζομένων". Σχετικές φράσεις το "έμεινε αποσβολωμένος", "έφυγε αποσβολωμένος" κ.λπ.

Η διαπόμπευση γινόταν στα φόρα δηλ. στις αγορές (από το λατινικό forum και πληθυτικος fora) αλλά και στο αμφιθέατρο-ιππόδρομο, και στους δρόμους και τις πλατείες. Δεν βγάζουμε λοιπόν κάτι (πχ. άπλυτα) ή άνθρωπο στη φόρα αλλά "στα φόρα". Επομένως η συνηθισμένη έκφραση "θα τα βγάλω όλα στη φορα" είναι λάθος.

Κατά το συγύρισμα ο διαπομπευόμενος καθόταν ανάποδα σε γάϊδαρο (απο εκεί το "θα σου χέσω το γάϊδαρο") και οι θεατές του πετούσαν περιττώματα ζώων και παλαιά ράκη (πατσαβούρες). Όπου πατσαουριάζω = συνώνυμο του γιβεντίζω). Γινόταν μια διακωμώδηση της γαμήλιας τελετής όπου χόρευαν οι θεατές τον χορό των μανδηλιών (έκφραση : της μπομπής τα μαντήλια). Ο κουρεμένος διαπομπευόμενος (κουτρούλης = με κούτρα ως τρουλός) ήταν ο γαμπρός, και η όλη "παράσταση" λεγόταν του κουτρούλη ο γάμος. Οι σοβαρές διαπομπεύσεις μεγαλόσχημων γίνονταν στο (αμφι) θέατρο. Ο διαπομπευόμενος τότε έλεγαν ότι εθεατρίζετο. "Γίναμε θέατρο" σημαίνει : "βγήκαμε στο αμφιθέατρο", δηλ. ρεζιλευτήκαμε.

Την "ασβόλη" την έλεγαν και "μούτζα", που σημαίνει μουντό χρώμα αλλά και παλάμη μουτζουρωμένη από στάχτη. Προέρχεται ίσως από το "μούζα = μαυρίλα" ή από το μούντα, μουντός.Την ασβόλη την έπιαναν με όλη την παλάμη και την άλειφαν στο πρόσωπο με ανοιχτά τα δάχτυλα. Έτσι προέκυψε η παλάμη με ανοιχτά δάχτυλα να είναι υβριστική χειρονομία. Σχετικές φράσεις είναι "κοίτα μη με μουτζουρώσεις = κοίτα μη με προσβάλεις" ή "έφυγε μουτζουρωμένος= έφυγε ντροπιασμένος". Όσοι την γλύτωναν, οι αθωούμενοι, έβγαιναν (από το δικαστήριο) ασπροπρόσωποι.

Πράξη τρίτη - Ο επίλογος.

Ήταν άραγε σωφρωνιστικός ο χαρακτήρας των διαπομπεύσεων; Ο Ιουστινιανός ο Β΄, 669-711, γνωστός ως Ρινότμητος, Βυζαντινός Αυτοκράτορας της Δυναστείας του Ηρακλείου, βασίλεψε από το 685 μέχρι το 695 και ξανά από το 705 μέχρι το 711, δεν φαίνεται να ντράπηκε από την διαπόμπευσή του αλλά μάλλον αποθρασύνθηκε! Δεν μας παραξενεύει γιατί οι Βυζαντινοί είχαν σωρεία αυτοκρατόρων με αρκετά εξευτελιστικά παρωνύμια, όπως Μονομάχος, Μέθυσος, Κοπρώνυμος.

Μετά την διαπόμπευση ο διαπομπευθείς ή εξοριζόταν de jure, γιατί ο νόμος το προέβλεπε, ή de facto, γιατί καταντούσε περίγελως των συντοπιτών του, ή μεταλλιζόταν (στα μεταλεία σε καταναγκαστικά έργα) ή κλεινόταν σε μοναστήρι ή καταδικαζόταν σε καταναγκαστική κωπηλασία (κάτεργο) στις γαλέρες του πλωίμου (του στόλου). Τότε λεγόταν κατεργάρης. Η κωπηλασία ήταν σε βάρδειες με κάποια ολιγόλεπτα διαλείμματα. Μετά ακουγόταν η φωνή του ναυκλήρου "καθε κατεργάρης στον πάγκο του".

Τα επιζήσαντα επώνυμα Κηρομύτης, Ασημομύτης, Κουλοχέρης (Χειρότμητος), Σιδερωμένος (καυτηριασθείς δια σιδήρου) δηλώνουν ότι πολλοί, οι οποίοι υπέστησαν την τιμωρία και τον εξευτελισμό, εξακολούθησαν να ζουν "εν κοινωνία" η οποία τους έδωσε και το παρατσούκλι. Ένας από τους μεγάλους του Ρεμπέτικου, ήταν και ο Στέλιος Κηρομύτης. «Άρχοντας» στο ντύσιμο και στους τρόπους, ο οποίος έγραψε ιστορία στο ρεμπέτικο και υπήρξε θρυλική μορφή του! Ο Κηρομύτης γεννήθηκε στον Πειραιά το 1903. Ο πατέρας του έπαιζε μπουζούκι για το κέφι του, και ήταν φυσικό να ακολουθήσει τα χνάρια του πατέρα και ο γιος.

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ - ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

greeksurnames.blogspot.com

Κυριάκου Σιμόπουλου, "Βασανιστήρια και εξουσία. Από την Ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα, το Βυζάντιο και την Τουρκοκρατία ως την εποχή μας", Αθήνα 1987.
Φαίδωνος Κουκουλέ, "Βυζαντινών βίος και πολιτισμός", Τομ. Γ Σελ 184 - 208 ,
Κωνσταντίνου Αρμενόπουλου, "Πρόχειρον Νόμων ή Εξάβιβλος", Εκδ. ΔΩΔΩΝΗ, Αθήνα 1971
Ανδριώτη, "Ετυμολογικό Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής".
Αντώνιος Ξανθενάκης - "Λεξικό ερμηνευτικό και Ετυμολογικό του Δυτικοκρητικού Ιδιώματος", Πανεπιστημιακες εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2001

Για σκεφθείτε πόσοι από αυτούς που συχνάζουν σήμερα στα έδρανα της Βουλής, στα τηλεοπτικά πράθυρα, στις υψηλές καρέκλες της δημοσιογραφίας και στα fora - διαδικτυακά καφενεία θα έπρεπε να έχουν μια "περίοπτη" θέση καθισμένοι ανάποδα στην πλάτη του γαϊδάρου, με κουδούνια να κρέμονται στον λαιμό τους, και αφημένοι στο έλεος των περιττωμάτων και της χλεύης του κόσμου...