Κείμενο - Φωτογραφίες : Ιωσήφ Παπαδόπουλος.
Έχετε πάει ποτέ στη Γραμβούσα και τον Μπάλο; Αν όχι, μην πάτε ποτέ κατά την διάρκεια των καλοκαιρινών μηνών, γιατί απλώς θα διαπιστώσετε ότι οι παραλίες τους δεν διαφέρουν σε τίποτε από την πλαζ της Βουλιαγμένης! Εκτός και αν δεν σας ενοχλεί το γεγονός ότι μαζί με σας θα βρίσκονται εκεί άλλοι δύο χιλιάδες τουρίστες! Μου το έλεγαν κάποιοι φίλοι Κρητικοί και δεν τους πίστευα. Είπαμε λοιπόν, με την καπετάνισσα, με την ευκαιρία της μακροχρόνιας παραμονής μας, φέτος τον Ιούλιο, στην περιοχή των Χανίων, να επισκεφτούμε τη Γραμβούσα και τον Μπάλλο και να θυμηθούμε τα καλοκαίρια εκείνα που μοιραζόμασταν τη γαλήνη και τη μοναξιά του τοπίου, παρέα με τα θαλασσοπούλια και τους λίγους ψαράδες που έδεναν τα καίκια τους στο αραξοβόλι κάτω απ' τη σκιά του κάστρου.Είχαμε δύο επιλογές. Η πρώτη ήταν να φθάσουμε οδικώς μέχρι την άκρη της χερσονήσου της Γραμβούσας και από κει να περπατήσουμε μέχρι τη λιμνοθάλασσα του Μπάλου. Σ' αυτή την περίπτωση όμως δεν θα είχαμε την δυνατότητα να περάσουμε απέναντι, στη Γραμβούσα, παρά μόνο... κολυμπώντας. Με δεδομένο ότι δεν διαθέταμε δικό μας πλωτό μέσο, προτιμήσαμε την δεύτερη επιλογή. Να επιβιβαστούμε σε ένα από τα ημερόπλοια που φεύγουν από το λιμάνι του Καβονησιού Κισσάμου στο Καστέλλι Χανίων.
Αφήσαμε το αυτοκινούμενο στην παραλία του Πλατανιά και φθάσαμε με το παπί στο λιμάνι του Κισσάμου. Εντύπωση μας έκανε ότι μετά την έκδοση των εισιτηρίων (22 ευρώ το άτομο, χωρίς να περιλαμβάνεται το κόστος του φαγητού για όποιον θέλει να γευματίσει στο πλοίο), μας παρέπεμψαν σε ένα παρακείμενο γραφείο όπου "έπρεπε" να καταβάλλουμε άλλα δύο ευρώ (ένα ευρώ το άτομο) στο γραφείο του Δήμου Κισσάμου για τον καθαρισμό (υποτίθεται) της παραλίας! Στο ιδιόμορφο αυτό χαράτσι αντέδρασαν, όπως έμαθα, οι ναυτιλιακές εταιρείες και άρχισε έτσι μια δικαστική διαμάχη για την κατάργηση ή καθιέρωσή του.
Εμείς τα πληρώσαμε πάντως αυτά τα δύο ευρώ, μολονότι την επόμενη φορά (αν υπάρξει επόμενη φορά) δεν θα το ξανακάνουμε, και όχι μόνο γιατί ουδείς μπήκε στον κόπο να ελέγξει εάν τα δύο αυτά ευρώ πληρώθηκαν. Πόσα χρήματα αλήθεια απαιτούνται για τον καθαρισμό μιας παραλίας λίγων δεκάδων μέτρων στη Γραμβούσα και άλλης μιας έκτασης μερικών στρεμμάτων στον Μπάλλο; Αν αναλογιστεί κανείς ότι τα ημερόπλοια μεταφέρουν, καθημερινώς, πάνω από δύο χιλιάδες επισκέπτες στις δύο αυτές παραλίες, είναι πολύ εύκολο να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι δύο χιλιάδες ευρώ είναι μάλλον ένα υπερβολικό χρηματικό ποσό για τον καθαρισμό τους! Αν μάλιστα υπολογίσει ότι, κατά την διάρκεια μιας μέσης τουριστικής περιόδου ενενήντα ημερών, ο Δήμος Κισσάμου εισπράττει 180.000 ευρώ (!) για τον καθαρισμό των παραλιών της Γραμβούσας και του Μπάλου, τότε θα καταλήξει στο συμπέρασμα ότι προφανώς έχουν δίκιο οι ναυτιλιακές εταιρείες που διαμαρτύρονται.
Επιβιβαστήκαμε, τέλος πάντων, σε μια ευμεγέθη "παντόφλα" γεμάτη από τουρίστες διαφόρων χωρών και παραπλεύσαμε την χερσόνησο της Γραμβούσας χαζεύοντας και φωτογραφίζοντας τους βραχώδεις σχηματισμούς και τις σπηλιές των ακτών. Ο άνεμος κατηφόριζε από τις πλαγιές του βουνού, σχηματίζοντας μικρές σπηλιάδες, χωρίς ωστόσο να δημιουργεί αξιόλογο κυματισμό. Μόλις όμως καβατζάραμε το ακρωτήρι Βούξα και μπήκαμε στον αστερισμό του πουνέντη, τα πράγματα άλλαξαν. Ο καπετάνιος της "παντόφλας", με την οποία ταξιδεύαμε, αναγκάστηκε να ορθοπλωρήσει για λίγο, αφήνοντας την Γραμβούσα αριστερά, για να μην πάρει τον καιρό στο πλάϊ και αρχίσει ο έντονος διατειχισμός του ρηχόγαστρου σκάφους και οι επιβάτες αρπάξουν τις... σακκούλες. Κάποια στιγμή, το τιμόνι πήρε όλο αριστερά και η "παντόφλα", αφού ταλαιπωρήθηκε για λίγα δευτερόλεπτα από την πολιορκία του μεγάλου σουέλ στα πλευρά της, έβαλε τον πουνέντη δευτερόπρυμα και κρύφτηκε πίσω από τον ορεινό όγκο της ήμερης Γραμβούσας.
Ο επιβλητικός όγκος του κάστρου δεν άργησε να φανεί, με το θαλασσοδαρμένο κουφάρι του ναυαγισμένου "Δημήτριος" να δείχνει ό,τι έχει απομείνει από τα πλευρά του. Θυμάμαι, πριν από κάμποσα χρόνια, το 1992 ήταν νομίζω, το πλοίο αυτό, αν και είχε ξαπλώσει πάνω στα βράχια της παραλίας, ήταν ανέπαφο, με το όνομά του να διακρίνεται ακόμη στη σκουριασμένη πλώρη του. Σήμερα κοντεύει πια να εξαφανιστεί, ανήμπορο να τα βάλει με τη θάλασσα και τον άνεμο...
Καθώς οι στροφές των μηχανών της "παντόφλας" άρχισαν να πέφτουν, εγώ άρχισα να αναρωτιέμαι πώς θα αποβιβαστεί όλος αυτός ο κόσμος στη Γραμβούσα. Η απάντηση ήρθε λίγα λεπτά αργότερα. Οι κάβοι έδεσαν στις πίντες του μικρού μώλου και στα βράχια, με την πλώρη του σκάφους να "ερωτοτροπεί" με τον βυθό και τον καταπέλτη να ξαπλώνει στη βραχώδη παραλία. Όλος εκείνος ο κόσμος, με τα σακκίδια επ' ώμου, άρχισε να αποβιβάζεται και να ακολουθεί το μονοπάτι προς την παραλία και το κάστρο. Απόβαση σωστή! Εικόνα απίστευτη, που δεν μπορούσε να χωρέσει στο μυαλό μου! Αν μου έλεγαν, τη δεκαετία του '80, ότι η Γραμβούσα σε τριάντα χρόνια θα γινόταν... Βάρκιζα, θα στοιχημάτιζα και το σπίτι μου για το αντίθετο!Το ανθρώπινο κονβόϋ ξεκινούσε από τον καταπέλτη του πλοίου και έφθανε μέχρι την παραλία, τις παρυφές του βουνού και την είσοδο του κάστρου! Κοιτούσα το πολύχρωμο εκείνο ανθρώπινο "μελίσσι", που βούϊζε καθώς ανηφόριζε ασθμαίνοντας στο μονοπάτι, και νόμιζα πως ονειρευόμουν!
Είχα βρεθεί μάλλον τυχαία, την πρώτη εκείνη ευλογημένη φορά, στην εντυπωσιακή και για πολλούς (τότε) άγνωστη αυτή ελληνική γωνιά, αλλά δεν ήταν καθόλου τυχαία η επιθυμία μου να μείνω εκεί... εκούσια ναυαγός! Η Άγρια και Ήμερη Γραμβούσα είναι ένα ζευγάρι βραχονησίδων, σε απόσταση αναπνοής από το βορειοδυτικό άκρο της Κρήτης, που απέχει 27 ναυτικά μίλια απ' το λιμάνι των Χανίων και μόλις 8 απ' το λιμάνι Κισσάμου. Δεν θα αναλωθώ στην περιγραφή της πρώτης, γιατί όπως μαρτυρεί και ο επιθετικός προσδιορισμός της, είναι απρόσιτη και γι' αυτό αφιλόξενη. Το "ήμερο" ζευγάρι της όμως αντίθετα είναι (μόνο τους χειμερινούς πια μήνες) ένας ύμνος στη μοναξιά της Φύσης, ένα φυσικό καταφύγιο για πλοία και ναυτικούς, είτε αυτοί προσέγγιζαν στις ακτές της για να ξαποστάσουν είτε για να ... ναυαγήσουν!
Στο νησί της Γραμβούσας, που οι αρχαίοι ονόμαζαν Κόρυκο ή Κίμαρο, οι Ενετοί κατασκεύασαν ένα απόρθητο φρούριο. Στην Κρήτη η μία επανάσταση διαδεχόταν την άλλη. Η κυριαρχία των Ενετών γινόταν ολοένα και πιο επισφαλής, ενώ ο μεγάλος εχθρός της Ανατολής πύκνωνε συνεχώς τις επιδρομές του. Η ανάγκη οχύρωσης της Γραμβούσας κρίθηκε από τους Ενετούς απαραίτητη προκειμένου να προστατεύσουν το νησί από τους χωρίς τέλος ξεσηκωμούς του καταπιεσμένου λαού και από τις αρπακτικές διαθέσεις των Τούρκων.
Η ολοκλήρωση του κάστρου συντελέστηκε το 1584. Κτισμένο στην κορυφή της απόκρημνης εκείνης νησίδας περιβαλλόταν από τείχη 370 βημάτων και από γκρεμούς άλλων 180 βημάτων, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει στις σημειώσεις του ο μηχανικός των δημοσίων έργων Φραντσέσκο Βασιλικάτα, που συμπλήρωνε πως το φρούριο "είναι τέλειο και απρόσιτο και μπορεί να πέσει μόνο από προδοσία". Το φρούριο διέθετε δεξαμενές νερού, η δε δύναμη πυρός του ήταν 24 μεγάλα και μικρά πυροβόλα. Η μεγάλης σπουδαιότητας στρατηγική του θέση και τα αξιόλογα οχυρωματικά του έργα υπήρξαν η αιτία να καταστεί το φρούριο της Γραμβούσας θέατρο μακροχρόνιων επιχειρήσεων.
Το κάστρο της Βούζας, όπως το έλεγαν οι Βενετσιάνοι, παρέμεινε στα χέρια τους, μαζί με το κάστρο της Σούδας και της Σπιναλόγκας, σύμφωνα με τους έντιμους όρους της συνθήκης που κατάφερε να συνάψει ο Μοροζίνι όταν παρέδιδε το Ηράκλειο. Η Σούδα και η Σπιναλόγκα άντεξαν μισό αιώνα ακόμη. Μα η Γραμβούσα, το 1692, για να δικαιωθεί θαρρείς η γραφή του Βασιλικάτα, πατήθηκε όντως με προδοσία! Ο φρούραρχός της κατέφυγε στην Κων/πολη και έγινε συνταξιούχος του Τουρκικού Δημοσίου. Οι Ενετοί φαίνεται πως προσπάθησαν πολλές φορές να τον τιμωρήσουν και ο λαός, για να του δείξει τη μεγάλη του περιφρόνηση, τον φώναζε όσο ζούσε με το ατιμωτικό παρατσούκλι "καπετάν Γραμβούσας".
Αλλά το κάστρο της Γραμβούσας, όπως και το γειτονικό της Κισσάμου, θα διαδραματίσει πολύ σπουδαίο ρόλο στην έκβαση του αγώνα των Κρητικών για την αποτίναξη της σφαδάζουσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Άπειρες πολιορκίες, πολλές απώλειες από αποτυχημένες προσπάθειες. Στα 1823, οι Τούρκοι έντρομοι από τον ξεσηκωμό των κατοίκων, κλείνονται στο φρούριο. Την πρώτη Αυγούστου του 1825 το νησί πέφτει επιτέλους στα χέρια των επαναστατών. Πρώτη φροντίδα τους να θάψουν τους νεκρούς και να κτίσουν εκκλησία και σχολείο. Η οχυρωμένη Γραμβούσα μετατρέπεται γρήγορα σε ορμητήριο επιδρομών. Οι επιδρομείς "δουλεύουν" μάλιστα σε συνεταιριστική βάση! Θεωρούν πως κι' ο Θεός είναι μαζί τους και ονομάζουν έτσι την εκκλησία του κάστρου "Παναγία η Κλεπταποδόχα", προσδίδοντας στη μητέρα του Ιησού ανθρώπινα ελαττώματα!
Δυστυχώς η Γραμβούσα δυσφημίζεται γρήγορα σαν κέντρο πειρατείας που βλάπτει τα συμφέροντα των Μεγάλων Δυνάμεων. Ο Θωμάς Στέϊν, βομβαρδίζει με ευρωπαϊκά πολεμικά το κάστρο και τα ελληνικά καράβια που βρίσκονται στο λιμάνι του νησιού. Το νησάκι τελικώς παραδίδεται και οι Αγγλογάλλοι κατεδαφίζουν τα περισσότερα κτίσματα.
Θα έλεγε κανείς πως η Γραμβούσα είναι ο ιδεώδης τόπος για ερημίτες και "ναυαγούς"! Αν εξαιρέσουμε τους καλοκαιρνούς μήνες αιχμής, που ο ασυνήθιστος συνωστισμός πλεούμενων και ανθρώπων "μολύνει" την γαλήνη του τοπίου, τον υπόλοιπο χρόνο μπορεί να είναι κανείς απολύτως βέβαιος πως ο ήχος της θάλασσας και τα "γέλια" των γλάρων θα είναι η μόνη απάντηση στους δικούς του ήχους! Πράγματι στην Γραμβούσα υπάρχει όλο εκείνο το "απαραίτητο" σκηνικό που θα ονειρευόταν ένας ναυαγός! Καλά προφυλαγμένη από τη μανία της τραμουντάνας παραλία, πολύτιμη σκιά από το μοναδικό τεράστιο αλμυρίκι του νησιού, μεγάλο ξύλινο τραπέζι και πάγκοι στη ρίζα του, πηγάδι με γλυκό νερό και μικρός ξενώνας δίπλα στο μικρό ξωκκλήσι για στεγνές και ζεστές διανυκτερεύσεις! Όσο για την τροφή; Ο υπέροχος βυθός που περιβάλλει το νησί θα έχει πάντα κάτι να προσφέρει στον ψαρά, αρκεί αυτός να έχει μαζί του τα στοιχειώδη.
Η προσέγγιση στις ακτές του νησιού πρέπει να γίνει με ιδιαίτερη προσοχή εάν ο επισκέπτης διαθέτει δικό του πλεούμενο. Οι πολυάριθμες ξέρες και οι ύφαλοι μετέτρεψαν το φυσικό λιμάνι της Γραμβούσας σε εφιάλτη για όσους το αψήφισαν. Όταν όμως το πλεούμενο καταφέρει να εισχωρήσει στην πρασινογάλανη λίμνη, τότε το πλήρωμά του έρχεται αντιμέτωπο με ένα θαύμα της Φύσης, που ευτυχώς η ανθρώπινη (καλοκαιρινή) λαιμαργία δεν έχει μετατρέψει (ακόμη) σε κρανίου τόπο. Τα αβαθή νερά νομίζαμε παλαιότερα ότι δεν θα επέτρεπαν σε μεγάλα σκάφη να αποβιβάσουν κόσμο στην παραλία. Οι ρηχές "παντόφλες" μας διέψευσαν!
Ενώ λοιπόν η καπετάνισσα παρέμεινε στην παραλία, κοντά σε όλο εκείνο το ανθρώπινο μελίσσι, εγώ πήρα το μονοπάτι για το κάστρο, προσπερνώντας τους ηλιοκαμμένους τουρίστες που αγκομαχούσαν στην ανηφόρα. Πρώτη φορά συνάντησα τόσους ανθρώπους ανεβαίνοντας στο κάστρο της Γραμβούσας! Το μαρμάρινο λιοντάρι ήταν πάντως ακόμη εκεί, ξαπλωμένο στην είσοδο, το ίδιο και ο θυρεός. Το βάρος τους σίγουρα τα έσωσε και όχι το ενδιαφέρον της αρχαιολογικής υπηρεσίας. Η Ελληνική σημαία - όση τουλάχιστον είχε απομείνει - κυμάτιζε στο υψηλότερο σημείο, ενώ οι ξένοι τριγυρνούσαν στα χορταριασμένα καλντερίμια του κάστρου, προσπαθώντας να μαντεύσουν την ιστορία του και φωτογραφίζοντας ο ένας τον άλλον...
Επιστρέψαμε στην "παντόφλα" και, μέχρι να επιστρέψουν σ' αυτήν όλοι οι ξένοι επιδρομείς, ξεγελάσαμε την πείνα μας στο self service. Μερικές εκατοντάδες μέτρα μας χώριζαν πια από τη λιμνοθάλασσα του Μπάλου. Το ένα πλοίο έφευγε από τη Γραμβούσα, το άλλο ερχόταν! Δεν αργήσαμε να προσεγγίσουμε τις ακτές του Μπάλου και αναρωτιόμουν με ποιο τρόπο θα αποβιβαζόταν όλος αυτός ο κόσμος σε μια αβαθή παραλία που δεν είχε λιμάνι. Η "παντόφλα" έφθασε μέχρις ενός σημείου, αγκυροβόλησε και έριξε τον καταπέλτη. Δύο λάντζες ανέλαβαν την επιβίβαση και αποβίβαση των επιβατών από το πλοίο στην παραλία, με έναν τρόπο τόσο απλό και ευρηματικό, ώστε να επιβεβαιωθεί η άποψη πως, όταν ο άνθρωπος θέλει να βγάλει χρήματα, θα βγάλει, ο κόσμος να χαλάσει!
Το σκηνικό της ευρύτερης περιοχής του Μπάλου, πάντως, και της λιμνοθάλασσας θυμίζει, δίχως αμφιβολία, τροπικά νησιά! Ρηχά, τυρκουάζ, ζεστά νερά και χιλιάδες κοχύλια σπαρμένα στον βυθό! Η αμμουδιά αναρριχάται στους πρόποδες του βουνού, με μια (μοναδική) ταβέρνα και δυο τρεις ξύλινες παράγκες, καμουφλαρισμένες πίσω από τους κέδρους, να συμπληρώνουν το τοπίο. Και οι άνθρωποι να περπατούν, να συζητούν, να παίζουν, να ξαπλώνουν στο νερό ή απλώς να χαζεύουν. Δεν αποτελέσαμε εξαίρεση, αν και καταβάλλαμε φιλότιμες προσπάθειες για να διασχίσουμε τη λιμνοθάλασσα καθέτως, χωρίς να βρέξουμε τα μαγιώ μας. Κάτι που φυσικά ήταν αδύνατον...
Επιστρέψαμε στο λιμάνι του Καβονησιού, αργά το απόγευμα, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, ενώ κάποιοι ανηφόριζαν στο μονοπάτι πάνω απ' τον Μπάλο για να επιστρέψουν οδικώς στα Χανιά. Θα πρέπει, ίσως, την επόμενη φορά, να επιχειρήσουμε κι' αυτή την προσέγγιση μια και, σύμφωνα με τις πληροφορίες αυτών που πήγαν οδικώς, η θέα του Μπάλου και της Γραμβούσας από ψηλά είναι μοναδική.