Γράφει και φωτογραφίζει ο Ιωσήφ Παπαδόπουλος.
Ο Πρίωνας (ή Βούναρης) στεκόταν πάντα εκεί, μπροστά μου, από τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του '80, τότε που κατηφόριζα με τα φουσκωτά σκάφη εκείνης της εποχής από το Καλαμάκι μέχρι την Αστράβη του νοτιοανατολικού Αιγαίου. Τη δική μου "Ιθάκη". Τότε δεν υπήρχε gps και οι αμφιβολίες για το αν η πορεία που είχα χαράξει και κρατήσει ήταν σωστή, στο πέρασμα της μεγάλης θαλασσινής αγκαλιάς των 92 ναυτικών μιλίων από τη Σαντορίνη μέχρι την Κάσο, ήταν συχνά βασανιστικές. Δεν είχε άλλωστε κερδίσει άδικα το προσωνύμιο "Αλός Άχνη" η φωτεινή αυτή πέτρα του Καρπάθιου, που η αλμύρα της θάλασσας και η υγρασία της στεριάς καλύπτουν πάντα τις κορυφές της με τα μπαμπάκια του ουρανού που κάνουν το νησί αόρατο θαρρείς από το ανθρώπινο μάτι.
Αυτά τα συγκεντρωμένα μπαμπάκια του ουρανού έβλεπα, όταν πια πλησίαζα σε απόσταση ελάχιστων μιλίων, για να ανακουφίσω την ανασφάλειά μου πως μπορεί κάτι να μην είχα υπολογίσει σωστά. Από τότε ήθελα να περπατήσω σ' εκείνη την κορυφογραμμή του Πρίωνα, του ψηλότερου βουνού της μικρής Κάσου που φορούσε πάντοτε εκείνο το λευκό καπέλλο στο κεφάλι του. Επιθυμία που έμελλε ωστόσο να μείνει ανεκπλήρωτη επί 33 χρόνια...
Φέτος όμως τον Αύγουστο το πήρα απόφαση. Σηκώθηκα λοιπόν νωρίς ένα πρωί, έβαλα ένα μπουκάλι νερό στην ισοθερμική θήκη, κρέμασα τη φωτογραφική στο λαιμό και πήγα με το παπί μέχρι τη Σκάφη. Έτσι αποκαλούν οι ντόπιοι τη φυσική γήϊνη λεκάνη που συγκεντρώνει το νερό της βροχής στο μικρό οροπέδιο του Πρίωνα. Στο πέρασμα του "Αγέρα" τρόμαξα να σταθώ επάνω στο παπί! Πλήρης δικαίωση του ονόματος αυτού του τεχνητού διάσελου, που ανοίχτηκε από ανθρώπινα χέρια για να δοθεί οδική πρόσβαση στα μιτάτα της Σκάφης. Εκεί ξεσπάει θαρρείς όλος ο αέρας του Καρπάθιου, προσπαθώντας να στριμώξει το "κορμί" του στο στενό βραχώδες πέρασμα.
Το χώμα στην περιοχή της Σκάφης στεγνό, το εκκλησάκι του Αγίου Χαράλαμπου χωρίς την παρέα των αγριολούλουδων της άνοιξης, τα λιγοστά χόρτα ξερά, η γήϊνη λεκάνη στεγνή κι' αυτή, με τα ζώα να προσπαθούν απεγνωσμένα να βρουν κάτι να χορτάσουν την πείνα τους. Και είναι πολλά γαμώτο! Πέρασα από δω τη Μεγαλοβδομάδα και δεν πίστευα στα μάτια μου βλέποντας την απίστευτη αλλαγή του τοπίου! Μαργαρίτες, παπαρούνες, αγριολούλουδα και το νερό της βροχής των προηγούμενων μηνών να παραμένει ακόμη στη Σκάφη για να χορτάσει τη δίψα των ζώων.
Καθώς αναζητούσα κατάλληλο σημείο για να αφήσω το παπί, εμφανίστηκε μπροστά μου ένας Κασιώτης κτηνοτρόφος.
"Καλημέρα. Πώς μπορώ να φθάσω στην κορυφή;", τον ρώτησα.
"Εύκολο είναι Σήφη. Ακολούθησε το μονοπάτι που έχουν χαράξει τα ζώα. Μόλις φθάσεις στο ύψος εκείνης της πλαγιάς, θα δεις την κορυφή. Καλο δρόμο!", μου είπε, και με χαιρέτησε χαμογελώντας.
Άρχισα να ακολουθώ την περπατησιά των αιγοπροβάτων που θα με οδηγούσαν στον προορισμό μου. Ο ήχος της κουδούνας στον λαιμό τους έδενε αρμονικά με τον ήχο του αέρα, που σφύριζε καθώς κατρακυλούσε από τις πλαγιές του Πρίωνα προς το Λιβυκό, και τη δική μου αναπνοή που όσο περνούσε η ώρα και ανέβαινε ο ήλιος στον ορίζοντα, γινόταν πιο γρήγορη, πιο αγχώδης.
Το μπλουζάκι είχε αρχίσει να κολλάει πάνω μου από τον ιδρώτα, το καπέλλο μετά βίας αντιστεκόταν στη δύναμη του μαίστρου, ενώ η μυρωδιά των ανθισμένων θυμαριών τρυπούσε τα ρουθούνια μου. Κάποια στιγμή καμμιά δεκαριά μεγαλόσωμες πέρδικες ενοχλήθηκαν από την παρουσία μου και απογειώθηκαν τρομαγμένες σφυρίζοντας στον αέρα.
Στο "άκουσμα" των 180 κτύπων της καρδιάς μου - καϋμένα μου νειάτα! - αποφάσισα να ξαποστάσω για λίγο στη θέα μιας ρημαγμένης πέτρινης κατασκευής πριν συνεχίσω για την κατάκτηση της κορυφής. Έβγαλα τη βρεγμένη μπλούζα μου και την άφησα για λίγο να στεγνώσει στον καυτό ήλιο και στον αέρα που μαστίγωνε το βουνό. Η κορυφή του Πρίωνα στεκόταν εκεί, μπροστά μου, και με καλούσε θαρρείς να την πατήσω! Ξεχώριζε από το κολονάκι της Γεωγραφικής Υπηρεσίας Στρατού που σηματοδοτεί το ψηλότερο σημείο της Κάσου.
Έχω περπατήσει αρκετές φορές στο βουνό των θεών, τον Όλυμπο, αλλά ο Πρίωνας της Κάσου είναι πολύ διαφορετικός. Αρχέγονη κατασκευή που έμεινε αναλλοίωτη στο πέρασμα των αιώνων. Με μόνη βλάστηση θυμάρια και αγκάθια. Με τα αιγοπρόβατα να περπατούν μέχρι σχεδόν την κορυφή του σε αναζήτηση λίγης υγρασίας και κάποιου χόρτου που ξέχασε να πεθάνει. Με τον αέρα σήμα κατατεθέν του και παντοτινή συντροφιά.
Όταν έφθασα στην κορυφή και στάθηκα δίπλα στο τσιμεντένιο κολονάκι της Γεωγραφικής Υπηρεσίας Στρατού, άφησα το σώμα μου να πέσει εμπρός. Μάταιος κόπος! Ο αέρας σήκωνε το βάρος μου και με έσπρωχνε προς τα πίσω! Απίστευτη αίσθηση! Στο βάθος διαγράφονταν θαμπά, λόγω της ζέστης και της υγρασίας της ατμόσφαιρας, όλοι οι οικισμοί της Κάσου, το αεροδρόμιο και το λιμάνι. Το αεροπλάνο που προσεγγίζει στο νησί πετάει σίγουρα σε πολύ χαμηλότερο ύψος! Έμεινα κάμποση ώρα απολαμβάνοντας την απίστευτη αίσθηση και ευεξία που μου είχε χαρίσει το περπάτημα και η συνύπαρξή μου με τη Φύση.
Όταν πήρα τον δρόμο της επιστροφής, το "καπελλάκι" του σύννεφου άρχισε να καλύπτει σιγά σιγά την κορυφή του Πρίωνα. Καθώς άρχισα να κατηφορίζω στην πλαγιά είδα τα ερείπια ενός μιτάτου, λίγο πιο πέρα το πέτρινο περίγραμμα ενός αλωνιού και πιο κάτω ό,τι απέμεινε από μια τεχνητή λιμνοδεξαμενή. Αδιάψευστα σημάδια ανθρώπινης δραστηριότητας στο βάθος του χρόνου, λίγα μέτρα πιο χαμηλά από την ψηλότερη κορυφή της Κάσου, τον Πρίωνα...