Ο σύζυγος της αδελφής της μητέρας μου, Κώστας Κατσάλης, ήταν ένας πολύ καλός άνθρωπος και ένας πραγματικός κομμουνιστής. Ναι, Κομμουνιστής, με κάπα κεφαλαίο! Παιδί, σχεδόν, ήμουν όταν τον γνώρισα και λίγα πράγματα καταλάβαινα τότε περί Κομμουνισμού. Ο Κατσάλης όμως δεν μπορούσε να είναι κάτι άλλο. Η ίδια του η ζωή ήταν η επιτομή του Κομμουνιστή. Χωρίς ταμπέλλες όμως και κόμματα. Δεν είχε στο κάτω κάτω ανάγκη ούτε από εφφέ, ούτε από αναγνώριση, ούτε από βουλευτιλίκι, ούτε από παράσημα. Ήταν και δύσκολα άλλωστε τα χρόνια εκείνα για τους αριστερούς...
Είχε ένα υπόγειο κουτούκι, απέναντι απ' το εργοστάσιο της ΧΡΩΠΕΙ, σε ένα παράδρομο της οδού Πειραιώς, στο ύψος των Κάτω Πετραλώνων. Δρύϊνα βαρέλια με κρασί, στη μια πλευρά, μερικά στρογγυλά σιδερένια τραπέζια και καρέκλες στην άλλη, μερικές φωτογραφίες από παλιές ελληνικές ταινίες και μεθυσμένα σκίτσα στους τοίχους. Ο χώρος είχε μια περίεργη μυρωδιά που πάλευε να ισορροπήσει μεταξύ ρετσίνας, καλομαγειρεμένου σπιτικού φαγητού και ροκανιδιού, που έστρωνε ο θείος στο πάτωμα για να τραβάει την υγρασία. Και έξω στην αυλή οι δεκάδες γλάστρες της θείας μου που μεθούσαν τον αέρα με τη μυρωδιά των λουλουδιών τους. Γαρδένιες, βασιλικοί, γαρύφαλλα, νυχτολούλουδα, γιασεμιά...
Την εποχή που εγώ βάφτιζα τον γιο μου, ο θείος με πλησίασε και μου έδωσε ένα βιβλίο, με τίτλο "Το ημερολόγιο της στρατιωτικής μου ζωής", και την ακόλουθη αφιέρωση :
"Αφιερώνεται στον δισέγγονό μας, Ιωάννη Ιωσήφ Παπαδόπουλον, στα βαφτίσια του (29.4.1981). Ο προπάππους του Κώστας Κατσάλης".
Κράτησα εκείνο το βιβλίο όλα αυτά τα χρόνια, συνοδεία όμως του αυθεντικού χειρόγραφου, που είναι γραμμένο με πέννα, πολυτονικό και καλλιγραφικά γράμματα, μέχρι χθες που το έβγαλα απ' το ράφι των αναμνήσεων. Λες και κάτι ήθελε να μου ζητήσει ο θείος όταν μου το εμπιστεύτηκε.
Καθώς ξεφύλλιζα το ημερολόγιο της στρατιωτικής ζωής του Κώστα Κατσάλη και διάβαζα τις περιπέτειές του στα πολεμικά πεδία της Μακεδονίας, της Ρωσίας και της Μικράς Ασίας, μεταξύ των ετών 1916-1922, σκέφτηκα να το μεταφέρω εδώ, σε τεύχη έστω, όπως ακριβώς έκανα με την θαλασσινή περιπέτεια του καλού μου φίλου και θαλασσοπόρου Γιώργου Γκρίτση, ο οποίος έκανε τον περίπλου της γης με την Καλλίπυγο. http://www.ribandsea.com/travels/1325-i-kallipygos-stous-pente-okeanoys
Εύχομαι στους αναγνώστες μου να νοιώσουν το ίδιο ρίγος που ένοιωσα κι' εγώ όταν περιπλανήθηκα στις σελίδες του ημερολογίου του Κώστα Κατσάλη...
Ιωσήφ Παπαδόπουλος
Το ημερολόγιο της στρατιωτικής μου ζωής.
1916-1922 Μακεδονία, Ρωσσία, Μικρασιατική εκστρατεία.
Πρόλογος.
Θυμούμαι, ναι καλά, παιδάκι 12 χρόνων κει κάτω στο χωριό, εις το σχολείο που πάγενα, με μάθαινε ο δάσκαλος το τί θα πει "Πατρίς". Θυμούμαι όταν μας δίδασκε την ξακουστή ανδρεία του Αθανάση Διάκου, του Οδυσσέα Ανδρούτσου εκεί στην Αλαμάνα, με τί κρυφή χαρά μες στην ψυχή μου έλεγα : "Θα μεγαλώσω και εγώ να πάω στρατιώτης το θάνατο στους άπιστους αλύπητα να στείλω". Μα θά' χουμε και τότε πόλεμο;
Σ' αυτή τη σκέψη βούλιαζα, κι' απελπισμένα έτρεχα κάπου να ξεθυμάνω. Έπρεπε να δοξασθώ και γω και να γυρίσω πίσω με το χρυσό παράσημο στο στήθος κολλημένο. Για να περνώ στην αγορά περήφανα να στέκομαι κι' όλοι να χαιρετούνε. Κι' αν σκοτωθώ; Αρκεί ένα παράσημο, αρκεί να μνημονεύομαι και στην πλατεία του χωριού τριγύρω τα παιδάκια στο άγαλμα θα στέκονται, θα βγάζουν τα καπέλλα, θα ρένουν μ' άνθη και με δάκρυα το κρύο εκείνο μάρμαρο. Ο δάσκαλος στο λόγο του θα λέει με συγκίνηση : "Ηρωϊκοί νεκροί. Για την Πατρίδα πέσατε στης μάχης τα πεδία. Και όλως ιδιαίτερα ετίμησε το φτωχικό χωριό μας ο Κώστας ο Κατσάλης. Τετιμημένε εσύ νεκρέ, αιώνια η μνημη σου".
Κι' αν σκοτωθώ; Ποιος σκέπτεται τον θάνατο μπροστά σε τέτοια δόξα. Άλλως η ψυχή μου πάνω εκεί τις δόξες δεν θα παίρνει;
Στον πόθο μου αυτό, π' ο δάσκαλος μού φύτεψε, άρχισα πετροπόλεμο με τ' άλλα τα παιδιά. Πόσες φορές δεν έσπασα ποδάρια, μύτες, χέρια; Κατατσακισμένος γύριζα στο σπίτι μου να φάω. Και έτρωγα με τί χαρά οσάκις είμαστε εμείς οι άνθρωποι της νίκης...
Εμάθαινα σκοποβολή. Γιατί; Έτσι μας είπε ο δάσκαλος. Αλλοίμονο στον φλώρο που μπρος στο μάθημα θά' χε την τόλμη νά' ρθει. Αλλοίμονο και τρεις αλλοίμονο σε σκύλλο που περνούσε στο φρένιασμα αυτό. Μήπως και σκύλλους δεν μας έλεγε ο δάσκαλος τους Τούρκους; Έτσι κι' αυτους θα χτύπαγα αλύπητα με το ντουφέκι όταν στρατιώτης πήγαινα. Και τί χαρά αισθανόμουν τον σκύλλο όταν έβλεπα να τρέχει φοβισμένος. Κάτι μεσ' την ψυχή μου είχε μπει.
Μεγάλωσα. Σε ηλικία δεκατεσσάρων χρόνων επήγαμε με τον δάσκαλο στ' απέναντι βουνό, μια εκδρομή να κάνουμε. Γυρίζαμε αργά. Κάτι στην άγρια ρεμματιά σαν ουρλιαχτό ακούστηκε, και φοβισμένα μαζευτήκαμε γύρω στον δάσκαλό μας. Τί είναι κύριε αυτό; Είναι το αίμα, είπε, των αδελφών που έπεσαν για την ελευθερία μας. Φωνάζει τώρα σε σας, σάς χαιρετά και λέει : "Εμπρός να μεγαλώσετε το αίμα μου να πάρετε εσείς σαν τα λιοντάρια".
Ήλθε και το 1912. Με τί χαρά εδιάβαζα τις ώρες της ανάπαυσης κάθε εφημερίδα που έγραφε τις νίκες και τί καμάρι έπαιρνα για τον βασιλιά τον Κώστα που με ανδρεία μόνος του έτρεπε τους Τούρκους εις φυγήν.
Εγίνηκε ειρήνη. Έτρεχα στους δρόμους, στους στρατιώτες που εγύρισαν, και ρώταγα να μάθω τις θαυμαστές εκείνες λεπτομέρειες που είδαν με τα μάτια τους. Όλοι όμως μου έλεγαν τα αντίστροφα εκείνων που στις εφημερίδες διάβαζα. Θα είναι, έλεγα, δειλοί. Μα έλα πάλι που είναι νικηταί. Και τώρα ήρθε η σειρά να εκπληρωθεί ο πόθος. Μέσα σε φτωχικό χαρτί θα παίρνω σημειώσεις απ' του στρατιώτου τη ζωή, που τώρα πάω εγώ, και αν γυρίσω καμμιά μέρα θα δω, διαβάζοντας, μου έλεγαν αλήθεια οι κληρωτοί του 1912; Θα δω τί δόξα θε να πάρω μετά τον πόλεμο απ' την Πατρίδα μου αυτή που στο σχολειό την λέγαμε "Μητέρα μας Ελλάς".
15.8.1916
Κώστας Ι. Κατσάλης
Κεφάλαιον Α΄
16.8.1916
Ο ήλιος πρωί πρωί τις ρόδινες ακτίνες του σε μένα ρίχνει, λες και ήθελε στην όμορφη εκείνη αναλαμπή να ζωγραφίσει το κλάμμα εκείνης που δίπλα μου στεκόταν. Να και φτάνει η στιγμή. Με βουρκωμένα τα μάτια χαιρετώ τον δύσμοιρο πατέρα μου και τους λοιπούς μου φίλους. Στη δόλια τη μανούλα μου, που αδιάκοπα το κλάμμα την ταράζει, γέρνω στα μάτια τη φιλώ και την ευχή επίμονα ζητώ για να γυρίσω πάλι. Μα θα γυρίσω, ναι, κάτι μου λέγει μέσα μου. Από βουνά και λίμνες περνώ και προσπαθώ τη θλίψη που' χα στην ψυχή να την σκορπίσω μέσα εκεί. Αγαπημένο μου χωριό, Κόμιτο σε είπαν, θα σε ξαναδώ ή σε ξένους τόπους και ρουμάνια το δόλιο μου κορμί θ' αφήσω για την τιμή και την Πατρίδα;
Κόπος ναι, μα το Θεό, μα έφθασα στην Κάρυστο. Φιλοσοφία τί θα πεί; Λόγια που σβύνουν χωρίς πόνο. Μα πόνος τί θα πεί; Εκείνο που αισθάνομαι. Γι' αυτό με λόγια πολύ πεζά θα γράψω εκείνα που θα δω και αν γυρίσω θα θυμούμαι πώς πέρασα από το μακελειό για την Τιμή και την Πατρίδα, για την αδελφή.
Επιβιβάσθημεν σ' ένα καράβι και μέσω του Λαυρίου εφθάσαμε μέσα στην Αθήνα. Σαράντα οκτώ μονάχα ώρες πέρασαν και τώρα στο σιδηρόδρομο για τη Χαλκίδα πάμε.
Συνεχίζεται... http://www.ribandsea.com/face/3217-to-imerologio-tis-stratiotikis-mou-zois-meros-v