Από το βιβλίο "Θαλασσινές Ιστορίες" του Ανδρέα Φουράκη.
Αφιερωμένο στους απλούς και ταπεινούς του μόχθου καπετάν-Μανώληδες και καραβομάστορες που διαιώνισαν τις πανάρχαιες ελληνικές τέχνες της θάλασσας χτίζοντας μια αλμυρή ανεκτίμητη, πολιτιστική κληρονομιά, αιώνιο βάρος για τις επόμενες γενιές.Τη σκάρωσε προ 90 χρόνους, ένας από τους δεκάδες ανώνυμους καραβομάστορες των Χανιών, παραγγελιά του Μανώλη του ψαρά. Κυνηγημένος από τους Τούρκους έφυγε από την Κρήτη ο πρόγονος του μάστορα και έμαθε τα μυστικά της τέχνης στα καρνάγια των Σπετσών, της Ύδρας και της Σύρας. Σαν το νησί ελευθερώθηκε γύρισε πίσω να δουλέψει την τέχνη του και να διηγάται νοσταλγικά πόσα μπρίκια, σκούνες, γολέτες, γαϊτες, τρεχαντήρια και βαρκαλάδες είχε σκαρώσει. Έτσι με τους χρόνους πέρασε η τέχνη γενιά τη γενιά, χέρι με χέρι και στο δικό μας μάστορα, μα τώρα χωρίς τα παλιά μεγαλεία. Πού μπρίκια και σκούνες πια! Καμιά ψαρόβαρκα και αραιά και πού καμιά τρεχαντήρα. Μα, ας πάμε στην παραγγελιά.
Πηγή : http://heraklion1.blogspot.gr/2012/12/blog-post_2063.html
Eχεις δύο επιλογές. Τι θα έκανες εσύ; Θα διάλεγες, σίγουρα. Μην κοιτάξεις για κάτι αστείο σ' αυτό το κείμενο, δεν υπάρχει, μα διάβασέ το. Η ερώτηση είναι: Θα έκανες την ίδια επιλογή;
Σε ένα δείπνο για φιλανθρωπικό σκοπό, ενός σχολείου για παιδιά με ειδικές ανάγκες, ο πατέρας ενός αυτιστικού παιδιού διηγήθηκε την παρακάτω ιστορία, που δεν θα την ξεχάσει κανείς από όσους την άκουσαν εκείνη τη μέρα.
Μετά την τελετή, έκανε μια ερώτηση. "Όταν η φύση δεν παρεμποδίζεται απο εξωτερικές επιρροές, όλα γίνονται τέλεια. Ακόμα ο γιος μου, ο Shay, δεν μπορεί να μάθει τα πράγματα όπως τα άλλα παιδιά. Δεν μπορεί να καταλάβει τα πράγματα όπως τα άλλα παιδιά. Πού είναι η φυσική τάξη των πραγμάτων στο γιο μου;". Όλοι στην αίθουσα αναρωτιόνταν σιωπηλά και γεμάτοι απορία. Ο πατέρας συνέχισε.
Άλλη μια αυτοτελής απολαυστική ιστορία από το βιβλίο του Ανδρέα Φουράκη "Θαλασσινές Ιστορίες".
Σαν τον τσίρο ήταν από όταν γεννήθηκε ο Αντώνης και κρέας δεν έπιανε πάνω του με τίποτα. Η μάνα του τον τάϊζε κουρασάνι με τις χούφτες μην έχει ταινία κι' ο καημός της ήταν να τονε παχύνει. Όλη μέρα τον κυνηγούσε από πίσω με ένα πιάτο φαγητό κι' αυτός όλο της ξέφευγε γιατί ντρεπόταν εμάς να τον ταίζει η μάνα του ακόμα και την ώρα που παίζαμε. "Να τρως παιδί μου", του έλεγε, "να παχύνεις", κι' εμείς τον πειράζαμε και του είχαμε κολλήσει τη φράση αυτή σαν παρατσούκλι. Όταν παίζαμε ποδόσφαιρο τον βάζαμε τερματοφύλακα γιατί ήταν ψηλός και αντεροπόδης μα συχνά αναγκαζόμαστε να κάνουμε ημίχρονο να τον μπουκώσει η κυρα Ευανθία γιατί αλλιώς κινδυνεύαμε να φάμε και καμιά φάβα κοροϊδίστικη, να χάσουμε και το πρωτάθλημα από την άλλη γειτονιά.