Σύνδεση με το προηγούμενο : http://www.ribandsea.com/main/index.php/travels/1367-i-kallipygos-stous-pente-okeanoys-vrazilia-ourougouai
Η περιπλάνηση του Γιώργου Γκρίτση, της γερμανίδας φίλης του Anne Marie Biedermann και της γάτας τους στις θάλασσες του πλανήτη συνεχίζεται...
Κείμενο : Γιώργος Γκρίτσης.
Φωτογραφίες (όπου υπάρχουν) : Anne Marie Biedermann.
10 Φεβρουάριου: Νιώθουμε ακόμη έντονα μέσα μας τις ισχυρές θύελλες των τελευταίων εβδομάδων, αλλά δεν το «βάζουμε κάτω». Ψημένοι πλέον - έτσι νομίζουμε - στις απάνθρωπες καιρικές συνθήκες, είμαστε και παραμένουμε αποφασισμένοι να καβατζάρουμε το ακρωτήριο των θυελλών. Να περάσουμε τον Κάβο Χορν.
Ενδιάμεσος σταθμός και μοναδικό σίγουρο λιμάνι όλης της αργεντίνικης ακτής προσφέρεται το Μαρ ντελ Πλάτα, 180 μίλια νότια του Μοντεβιδέο, στην άλλη όχθη του Ρίο ντε Λα Πλάτα.
Σιγά σιγά χάνονται τα φώτα του Μοντεβιδέο στην πρύμνη μας, ενώ πάνω από το μπαλόνι αστράφτει ο Σταυρός του Νότου. Σαν πυγολαμπίδες γύρω μας τα αμέτρητα φανάρια των βαποριών και των σημαντήρων.
Παρ’ όλο τον ελαφρύ άνεμο διατηρούμε καλή ταχύτητα, έτσι επισπεύδουμε το διάπλου της πάντα επικίνδυνης καραβογραμμής. Ύστερα από αυτό το κροσάρισμα, ο καθένας με τη σειρά του προσπαθεί να κοιμηθεί λίγο. Έως το μεσημέρι διανύσαμε 75 ν.μ., ενώ με τη θερμική μπουκαδούρα ο άνεμος γυρίζει ανατολικός και πλάγιος. Μάϊνα το μπαλόνι, βίρα ο φλόκος, πάρσιμο μιας μούδας.
Η «Καλλίπυγος» τρέχει με 6 κόμβους στην ατλαντική ρεστία. Καταχνιάζει και σταδιακά μας περιβάλλει ομίχλη. Μια ματιά στο θερμόμετρο επιβεβαιώνει ότι πιάσαμε το παγωμένο θαλάσσιο ρεύμα των Φόκλαντ. Απ’ ό,τι λένε τα δελτία, μόλις 100 μίλια ανατολικά μας πλέουν παγόβουνα! Σε μια στιγμή εμφανίζονται σκούρες, μακρόστενες σκιές στον ορίζοντα. Επιβραδύνουμε μπας και πρόκειται για χαμένη ξυλεία από την κουβέρτα κάποιου φορτηγού. Αλλά ευτυχώς συνειδητοποιούμε ότι στην επιφάνεια παίζουν μια παρέα θαλάσσιων λιονταριών: οι πρόξενοι των παγωμένων ωκεανών!
Η νύχτα φέρνει στεριανό κρύο αέρα που διαλύει την ομίχλη, επιτρέποντάς μας να... χαλαρώσουμε τις βάρδιες. Με το μπαλόνι, το μεσημέρι της 11 Φεβρουάριου, ζυγώνουμε τους πελώριους κυματοθραύστες του Μαρ ντελ Πλάτα. Επικρατεί «λατινικό» κομφούζιο ανάμεσα στα μεγάλα και μικρά αλιευτικά, φορτηγά γεμάτα με σιτάρι, γκαζάδικα, εκατοντάδες σκαφάκια αναψυχής. Εκτός από ναυτιλιακό κέντρο, η περιοχή φημίζεται για τις αμμουδερές παραλίες και το δροσερό της κλίμα, προσελκύοντας τα εκατομμύρια ιδρωμένων «πορτένιος» κατοίκων του Μπουένος Άϊρες.
Ο δραστήριοι ναυτικοί όμιλοι μας προσφέρουν τη γνωστή νοτιοαμερικανική φιλοξενία με μια βδομάδα ελλιμενισμό δωρεάν. Έτσι επωφελούμαστε για να τελειώσουμε τις προετοιμασίες μας.
Εάν η πρωτεύουσα Μπουένος Άϊρες αρέσκεται να χαρακτηρίζεται Παρίσι για την αρχιτεκτονική, Ρώμη για το ύφος και Μόσχα για το πολιτικό κλίμα, το Μαρ ντελ Πλάτα επιδεικνύει άσεμνα ένα απρόσωπο «καλαμπαλίκι» κι ένα ανούσιο μείγμα εθνοτήτων. Τα βράδια συναντάμε τους «ιστιοπλόους του νότου», όπως τους αποκαλούμε, που έχοντας τελειώσει τη «σεζόν» ναυλώσεων στην Ανταρκτική και στη Γη του Πυρός, επιστρέφουν προς τη φτηνή Βραζιλία για συντήρηση και επισκευές. Με ανοιχτό το στόμα τούς ακούμε να περιγράφουν τις συνθήκες του νότου, όπου χιονοθύελλες και λαίλαπες αποτελούν καθημερινές έγνοιες. Κάθε καλοκαίρι εκτελούν «τσάρτερ» με τα μεγάλα εξειδικευμένα και υπερεξοπλισμένα ατσάλινα ιστιοφόρα τους στις εντυπωσιακότερες περιοχές των παγωμένων γεωγραφικών πλατών. Μας συμβουλεύουν ως προς τους σίγουρους όρμους και τις ιδιάζουσες τεχνικές αγκυροβολίας. Επίσης, μας προειδοποιούν για τις δυσκολίες που θα συναντήσουμε με τις κατά τόπους Αρχές και τους παρανοϊκά καχύποπτους στρατιωτικούς της Χιλής και της Αργεντινής.
Το 1974, παραλίγο να κηρυχθεί πόλεμος μεταξύ των χουντικών κυβερνήσεων των δύο κρατών, με αφορμή την κυριαρχία τριών ξερόνησων όχι μόνο για το πλούσιο σε πετρέλαιο υπέδαφος τους, αλλά και για το ποσοστό επικρατείας στη μεγάλη «τούρτα» Ανταρκτική, που βρίσκεται μόλις 500 ν.μ. νοτιότερα! Επενέβη ο πάπας, προσφέροντας διαιτησία. Έτσι οι Αργεντινοί δικτάτορες έστρεψαν το ενδιαφέρον τους προς τα βρετανικά νησιά Φόκλαντ, με τα γνωστά γι’ αυτούς τραγικά επακόλουθα. Οι Χιλιανοί χουντικοί γελούν ακόμα... Πάντως, οι φανατικοί εθνικιστές συντηρούν τεχνητά την ένταση μεταξύ των δύο κρατών του «Νότιου Κώνου», ούτως ώστε οι στρατιωτικοί να διατηρούν το πάνω χέρι και να ελέγχουν τα πάντα... Δείγμα των ανθρώπινων δυσκολιών είχαμε στο λιμεναρχείο όπου ζητήσαμε απόπλου. Εν πλω πρέπει να δίνουμε αναφορά ανά τρεις ώρες! Τελικά, καταφέραμε να τους... παζαρέψουμε το ραδιοφωνικό παρόν δύο φορές ημερησίως, εάν το επιτρέπουν οι μπαταρίες... Εν τω μεταξύ, έχει φτάσει το ζεύγος των Γάλλων του «Μποέμ» και έχοντας τον ίδιο προορισμό, ετοιμαστήκαμε παρέα να σαλπάρουμε. Ο Βέλγος ραδιοερασιτέχνης φίλος μας προβλέπει ασθενείς ευνοϊκούς ανέμους για τις επόμενες μέρες.
17/2: Στις 8:00' το πρωί λύνουμε τους κάβους και αναχωρούμε. Αρχικά επικρατεί άπνοια, έτσι προχωρούμε με τη μηχανή έως ότου στρώσει το γρεγαλάκι (Β.Α.) και βιράρουμε το μπαλόνι. Αθόρυβα πλέον η «Καλλίπυγος» σκίζει την ήρεμη επιφάνεια. Στην πρύμνη μας χάνεται με την πάχνη η ακτή και μόνο ενθύμιο της στεριάς παραμένουν οι μύγες!
Ένα μίλι πιο πίσω βρίσκεται το «Μποέμ», που δυσκολεύεται να κρατήσει το ρυθμό στην μπουνάτσα. Η υπόλοιπη μέρα κυλάει ήσυχα: διάβασμα, μαγείρεμα, τάβλι και κάθε τόσο κουτσομπολιό στο ραδιοτηλέφωνο με το «Μποέμ».
18/2: Συνεχίζουμε με το μπαλόνι, πότε πότε τρέχουμε με 7 κόμβους. Το μεσημεριανό στίγμα: 39°54'Ν., 59°31'Δ. μας φέρνει κοντά στα «βρυχώμενα σαραντάρια» (roaring forties), όπως αποκαλούνται από τους ναυτικούς τα νότια πλάτη πάνω από 40°. Εδώ επικρατούν θυελλώδεις άνεμοι που περιστρέφονται ασταμάτητα γύρω από τη Γη, μη βρίσκοντας στεριές να τους ανακόψουν. Προς το παρόν, «τσουλάμε» ήσυχα με πορεία προς το νότο, τραβηγμένοι από το τεράστιο μπαλόνι. Από το Μοντεβιδέο όμως ο φίλος Ζαν μας προειδοποιεί ότι αυτή η καλοκαιρία είναι πρόσκαιρη: έως το βράδυ ο καιρός θα χαλάσει. Η πρόβλεψη επιβεβαιώνεται από την ακτοφυλακή μ’ ένα δελτίο θυελλωδών αντίθετων νοτιάδων. Σε λίγο ο γρέγος κοπάζει τελείως. Η μηχανή πρόσω.
Προετοιμαζόμαστε κοτσάροντας ένα φλοκάκι στο δεύτερο πρότονο και μαγειρεύοντας μια κατσαρόλα γιουβέτσι, συν μια «γαβάθα» ρυζόγαλο για να μην έχουμε αργότερα ακροβασίες με ζεματιστά σκεύη. Η νύχτα φέρνει συννεφιά και τον, δυστυχώς, αναμενόμενο νοτιά. Αρματώνουμε το ανεμοτίμονο και αρχίζουμε το ταξίδεμα στα όρτσα.
19/2: Ο αέρας ολοένα δυναμώνει. Πήραμε την τρίτη μούδα, ενώ το μεσημβρινό στίγμα είναι 40°46'Ν., 60°33'Δ. Επωφελούμενο από τη μακρύτερη ίσαλό του, το «Μποέμ» μας ξέφυγε κάπου 10 μίλια. Στο ραδιοτηλέφωνο μας δηλώνουν ναυτία και ότι διαβάζουν 45 κόμβους στο ανεμόμετρο. Ο απότομος τετράμετρος κυματισμός αναγκάζει όμως τους φίλους μας να ποδίσουν και να κόψουν ταχύτητα, με αποτέλεσμα να τους πλησιάσουμε πάλι. Το ανάβαθο πέλαγος προκαλεί «σκαστά» κύματα, με μια τεράστια ανισόρροπη πρασινόλευκη μάζα στην κορυφή τους, κουκουλώνοντας την «Καλλίπυγο», που στη συνέχεια τινάζεται στην επιφάνεια σαν φελλός. Στο εσωτερικό της καμπίνας, παρ’ όλες τις άτσαλες κινήσεις, επικρατεί ησυχία. Η γάτα έχει γαντζωθεί μέσα σ’ ένα ντουλάπι, ενώ εμείς προσπαθούμε, ο καθένας με τη σειρά, να ξεκουραστούμε σφηνωμένοι στη μικρή κουκέτα.
Η πορεία είναι αργή καθώς ταξιδεύουμε ζικ ζακ κόντρα στον άνεμο, κάνοντας τακ περίπου κάθε τέσσερις ώρες. Το βράδυ, αναλύοντας το δελτίο με τον Ζαν, ποντάρουμε ότι ο άνεμος θα στραφεί ανατολικός, οπότε κρατάμε Ν.Α. πορεία. Η κακοκαιρία μας απαγορεύει το τάβλι κι έτσι εφαρμόζουμε τη στρατηγική της στην τακτική ναυσιπλοΐας, περιμένοντας τι ζαριά θα ρίξει ο καιρός!
20/2: Η πρόβλεψη βγήκε σωστή. Η ένταση του αέρα μειώνεται σταδιακά, ενώ αρχίζει να στρέφεται ανατολικά. Μεσημεριανό στίγμα 41°38'Ν., 61°59'Δ. Το απόγευμα επιστρέφει η λιακάδα και σηκώνουμε όλη την ιστιοφορία. Κακά μαντάτα πάλι από το μετεωρολογικό δελτίο. Πλησιάζει νέα κακοκαιρία. Αποφασίζουμε να πάμε να κρυφτούμε στο Πουέρτο Μάδρυν, 80 ν.μ. νοτιοδυτικά, όπου ελπίζουμε, να φτάσουμε πριν χαλάσει ο καιρός.
21/2: Ξημερώματα αντικρίζουμε τις άνυδρες ακτές της Παταγονίας. Ο αέρας δυναμώνει για τα καλά. Μουδαρισμένοι πλαγιοδρομούμε, πλησιάζοντας τους 7 κόμβους. Ισχυρές σπιλιάδες σηκώνουν σύννεφα σκόνης και άμμου στα ξερά πετροβούνια. Γύρω μας επιπλέουν τα καστανόχρωμα γιγάντια φύκια «κελπ», που αναρριχώνται 20 μέτρα από το βυθό σαν υποβρύχιο δάσος. Με τρεις μούδες και φλοκάκι αναπλέουμε με αλλεπάλληλες βόλτες ανάμεσα στα φύκια και τις ξέρες για να μπούμε στον κόλπο Νουέβο. Είναι η ώρα της άμπωτης, τα νερά βγαίνουν από τον κόλπο με ρεύμα πέντε κόμβων. Έτσι αναγκαζόμαστε να πλέουμε σύρριζα στα βράχια για να επωφεληθούμε από τα αναρρεύματα. Το απόγευμα φουντάρουμε σταβέντο του μεγάλου μόλου στο Πουέρτο Μάδρυν. Παρ’ όλα αυτά, μας «δέρνει» η δυνατή ρεστία και χρειαζόμαστε όλο το έκταμα για να κρατηθούμε.
22/2: Όλη μέρα μεθορμίζουμε ανάμεσα στους δύο μόλους που αποτελούν το «λιμάνι», ψάχνοντας μάταια για ένα ήσυχο μέρος... Κάθε φορά πρέπει να βιράρουμε με το χέρι όλο το έκταμα. Είμαστε πτώματα από την κούραση και το τρελό μπότζι δε λέει να κόψει. Η επιτυχής επαφή με την Ελλάδα στα βραχέα μας τονώνει το ηθικό.
23/2: Τα στοιχεία της φύσης σήμερα ηρεμούν. Με το «Μποέμ» πλευρίζουμε το γοφό του πλοίου της ακτοφυλακής στο μικρό μόλο. Παίρνουμε καύσιμα, νερό και λίγα φρέσκα τρόφιμα, όλα στα γρήγορα μη χαλάσει ο καιρός. Κατόπιν όμως χασομεράμε τρεις ολόκληρες ώρες στο λιμεναρχείο, μέχρι να μας εκδοθεί νέος «απόπλους»... Έτσι τουλάχιστον μας δίνεται η ευκαιρία να παρατηρήσουμε πόσο διαφέρει το τοπίο με την οργιώδη βλάστηση στην οποία είχαμε συνηθίσει έως το Μαρ ντελ Πλάτα.
Εδώ συνδυάζονται πέτρες, άμμος, χαμηλά, γυμνά οροπέδια, ελάχιστο ξερό χόρτο, που και που ένας ανεμοδαρμένος μοναχικός θάμνος. Ελάχιστα βρέχει στην Παταγονία, καθώς οι πανύψηλες Άνδεις ανακόπτουν τις υγρές μάζες αέρα του Ειρηνικού. Με δυσκολία επιστρέφουμε στο σκάφος, καθώς χρειάζεται να κατεβούμε τα έξι μέτρα μόλου λόγω της ρηχίας! Υπό την απειλή σοροκάδας εγκαταλείπουμε το πλοίο της ακτοφυλακής. Περνάμε άλλη μία νύχτα στο αγκυροβόλιο - όπως το στραγάλι στη σφυρίχτρα - με το ανυπόμονο μπότζι.
24/2: Το δελτίο καιρού προβλέπει συνέχιση των νοτιάδων για άλλο ένα εικοσιτετράωρο. Μην έχοντας άλλη επιλογή, παραμένουμε στο Πουέρτο Μάδρυν. Σαν από μηχανής θεός, εμφανίζεται ένας ντόπιος με μια φουσκωτή βάρκα και πιάνουμε κουβέντα. Είναι κτηνοτρόφος και με παρέα φίλων του θα ψήσουν αρνιά, το βράδυ, στην παραλία. Δελεασμένοι από τον οβελία, αποδεχόμαστε ευγνώμονες την πρόσκληση. Στις τεράστιες ημιέρημες εκτάσεις του Νότου, οι μικρές κοινότητες ζουν απομονωμένες σαν νησιά σπαρμένα σε μια πετρωμένη θάλασσα και διακρίνονται από «νησιώτικη» φιλοξενία. Η πλειονότητα των κτηνοτρόφων κατάγεται από την Ουαλία. Συνηθισμένοι στις άσχημες συνθήκες, εφαρμόζουν την «αραιά» βοσκή των προβάτων: ένα ζώο ανά εκατό στρέμματα! Περνάμε μια ευχάριστη βραδιά, που δυστυχώς διακόπτεται γρήγορα από την άφιξη ενός μπουρινιού.
25/2: Σαλπάρουμε νωρίς με λιακάδα και πουνέντη. Περιμένοντας να σκαντζάρει το παλιρροϊκό ρεύμα, φουντάρουμε για 2 ώρες στην μπούκα του κόλπου. Προσεχής μας σταθμός, 130 μίλια νοτιότερα, ο κολπίσκος Σάντα Έλενα. Εκεί φτάνουμε το απόγευμα της επομένης, μετά τη γρήγορη περαντζάδα. Για πρώτη φορά μας δόθηκε η ευκαιρία να πλησιάσουμε τους βασιλείς των πελαγίσιων αιθέρων, τα τεράστια άλμπατρος και τα γιγάντια φαιά πετρέλ, χάρη στην αδυναμία τους να πετάξουν με λιγοστό αέρα. Στην είσοδο του όρμου λιάζονται στα βράχια δεκάδες πιγκουίνοι, κορμοράνοι και θαλάσσια λιοντάρια. Επικρατεί πλήρης ησυχία σ’ αυτό το νεκρό πέτρινο τοπίο. Για να φτάσουμε στο αγκυροβόλιο, διασχίζουμε ένα λαβύρινθο από «κελπ». Το λαμπάδιασμα της δύσης του ήλιου χρωματίζει απίθανα τα νεφελώδη εξογκώματα του βουρκωμένου ορίζοντα και προμηνύεται κακοκαιρία. Περνάμε τη νύχτα στο πόδι καθώς αγριεύει ο νοτιάς.
27/2: Πριν νυχτώσει, αφήνουμε τη Σάντα Έλενα και ξημερώματα παραλλάσσουμε το Ακρωτήριο Ντος Μπαΐας. Οι νότιες ακτές της Παταγονίας επιδεικνύουν υψομετρική διαφορά 13 μέτρων μεταξύ πλήμμης και ρηχίας. Έτσι, στην κορυφή του μεγάλου κόλπου Σαν Χόρχε, συναντούμε ισχυρότατα παλιρροϊκά ρεύματα. Καρκινοβατώντας, αποφεύγουμε μια στιχάδα αιχμηρών υφάλων όπου σκάει με μανία το κύμα και εισπλέουμε στο στενό, δαιδαλώδη ορμίσκο Χόρνος.
Περιστοιχισμένοι από κάθετες πλαγιές αμμόπετρας, νιώθουμε απόλυτα ασφαλείς. Με το βαρκάκι και παρέα τη γάτα αποβιβαζόμαστε για βόλτα στο χαμηλό, ξερό οροπέδιο. Απίστευτο, αλλά η έρημος σφύζει από ζωή. Συναντούμε μέσα στους θάμνους τεράστιους λαγούς, μια μακρύποδη αλεπού και λίγο πιο πέρα - πάντα κρατώντας ντροπαλή απόσταση - βόσκει ένα κοπάδι γουανάκος. Τα μεγάλα αυτά καμηλοειδή ζώα με το καστανοκόκκινο μαλλί, τη φουντωτή ουρά και το υπεροπτικό ύφος κινούνται με αφάνταστη χάρη και ταχύτητα στο δύσκολο έδαφος. Αντίθετα από τα «ξαδέρφια» τους των Άνδεων λάμα και αλπακά, τα γουανάκο δεν εξημερώθηκαν ποτέ. Τα άλλα μεγάλα άγρια ζώα της ισχνής περιοχής, το πούμα και η στρουθοκάμηλος, σπανίζουν. Όσο για τους αυτόχθονες κατοίκους: οι Ινδιάνοι Τεχουέλσε οδηγήθηκαν στον αφανισμό, όταν ο νομαδικός και πρωτόγονος τρόπος ζωής τους συγκρούστηκε, στις αρχές του περασμένου αιώνα, με το «δυτικό πολιτισμό» των νεοαφιχθέντων αποίκων. Το νοτιότερο άκρο της αμερικάνικης ηπείρου γνώρισε όμοια ιστορία με το εξιδανικευμένο «Φαρ Ουέστ». Η νεογέννητη Αργεντινή μοίραζε τις τεράστιες ημιάγονες εκτάσεις του Νότου σε κτηνοτρόφους, χωρίς φυσικά να ρωτηθούν ποτέ οι ιθαγενείς κάτοικοι. «Ντεσπεράδος» και «πιστολέρος» περιπλανιόντουσαν στις άγονες εκτάσεις, προσφέροντας την «τέχνη» τους στο κυνήγι των Ινδιάνων ή των αναρχικών ταραχοποιών, όταν δε λήστευαν κτηνοτρόφους! Ψιθυρίζεται ότι ο περίφημος Μπατς Κάσσιντυ ήρθε στην Παταγονία να τελειώσει τη σταδιοδρομία τού.
Όλες αυτές οι σκέψεις έρχονται στο νου καθώς χαζεύουμε την απεραντοσύνη της ερήμου, αλλά τα σύννεφα σκόνης που στροβιλίζονται από τις δυνατές σπιλιάδες μας ξαναφέρουν στη ναυτική πραγματικότητα. Ο καιρός αλλάζει συνεχώς σ’ αυτά τα πλάτη και πρέπει να είμαστε έτοιμοι να επωφεληθούμε από κάθε σκάντζα του ανέμου για να προχωρήσουμε.
2/3: Ξημερώματα, αποπλέουμε με ευνοϊκό μαϊστράλι. Η «Καλλίπυγος» πετάει στον αφρό των κυμάτων. Ο άνεμος κοπάζει όμως το απόγευμα και σε λίγο επικρατεί μπουνάτσα. Στο ράδιο μας επιβεβαιώνει ο φίλος Ζαν ότι η άπνοια θα διαρκέσει τουλάχιστον για τριάντα ώρες. Βάζουμε μπρος τη μηχανή. Θα χρειαστεί να καταπλεύσουμε στο Πουέρτο Ντεσεάντο την επόμενη για να συμπληρώσουμε καύσιμα, ενώ το «Μποέμ» συνεχίζει μόνο του.
Το μικρό αυτό λιμάνι, στις εκβολές ενός ξεροπόταμου, οφείλει το όνομά του (Ντεσεάντο=πόθος) στο Μαγγελάνο, που νόμισε ότι είχε επιτέλους βρει ένα σίγουρο απάγκιο να ξεχειμωνιάσει σ’ αυτή την επικίνδυνα αλίμενη ακτή. Εδώ πρωτοσυνάντησε τους ψηλόσωμους και ατρόμητους Τεχουέλσε, εξαιτίας των οποίων ονόμασε αυτή την άγονη περιοχή Παταγονία. «Πάτας» σημαίνει μεγάλα πόδια στα ισπανικά. Υπάρχει όμως και μια άλλη, πιο σοβαρή, εκδοχή: ότι το όνομα προέρχεται από το ελληνικό «πάταγος». Κατά τους «επιστήμονες» του 16ου αιώνα, οι τότε άγνωστοι αντίποδες ήταν σε όλα αντίθετοι του γνωστού κόσμου, γεμάτοι χίμαιρες, δράκους, υπερφυσικά φαινόμενα και... παράξενους θορύβους!
Αντί... για Ινδιάνους και... δράκους συναντήσαμε τους φιλόξενους ντόπιους που πραγματικά έκαναν ό,τι μπορούσαν να μας βοηθήσουν στον ανεφοδιασμό. Για πρώτη φορά φέτος ανάβουμε τη σόμπα μετά τη δύση του ήλιου. Η θερμοκρασία έχει πέσει κάτω από τους 12°C, κρύο που δε φαίνεται να ενοχλεί τους συμπαθητικούς πιγκουίνους στα γύρω βραχάκια!
4/3: Στις εκβολές του ποταμού τα παλιρροϊκά ρεύματα πλησιάζουν τους 7 κόμβους. Περιμένουμε το μεσημέρι να αποπλεύσουμε. Ο καιρός είναι πολύ ευνοϊκός, λιακάδα, μαΐστρος 6 μποφόρ, ψηλό βαρόμετρο. Γρήγορα τα ρεύματα μας ρουφάνε στο πέλαγος, ποδίζουμε και βάζουμε πλώρη για το νότο. Απ’ ό,τι λένε τα δελτία, σε τρεις μέρες θα έχουμε ένα χαμηλό βαρομετρικό στην περιοχή μας, έτσι κρατάμε πιο δυτική πορεία, καλύπτοντας την περίπτωση που οι άνεμοι γυρίσουν νότιοι. Βρισκόμαστε, πλέον, στη ζώνη των επικρατούντων θυελλωδών πουνέντηδων, οπότε καλό είναι να βρεθούμε σταβέντο της κόστας, ώστε να αποφύγουμε τους συνήθεις τεράστιους κυματισμούς. Μπήκαμε πάλι στη ρουτίνα της βάρδιας.
5/3: Ο αέρας μειώθηκε κάπως, γύρισε ανατολικός και μας τύλιξε πυκνή ομίχλη. Η ταχύτητα παραμένει καλή. Διανύουμε 135 μίλια το 24ωρο, αλλά το βαρόμετρο και το θερμόμετρο βρίσκονται σε πτώση. Μεσημβρινό στίγμα: 49°22'Ν., 67°10'Δ.
6/3: Το αγριοβόρι επέστρεψε. Η «Καλλίπυγος» προελαύνει με 2 μούδες και σταυρωμένο φλόκο. Το βαρόμετρο συνεχίζει να πέφτει ανησυχητικά: 27 ΗΡΑ σε μια μέρα. Επικρατεί πολύ συγκρατημένη αισιοδοξία! Την ώρα του μεσημβρινού στίγματος (51°26'Ν., 67°17'Δ.) περνάει ένα κρύο μέτωπο, ο άνεμος στρέφεται γαρμπής, η πίεση έφτασε τα 987 ΗΡ. Το δελτίο προβλέπει αέρηδες 9 έως 10 μποφόρ, οπότε αποφασίζουμε να ζυγώσουμε το σταβέντο του Κάβου Βιρχένες, την ανατολική μπούκα των Στενών του Μαγγελάνου. Προετοιμαζόμαστε για το χειρότερο.
7/3: Παραδόξως έκοψε ο άνεμος, σταθεροποιήθηκε το βαρόμετρο και φάνηκε η σπίθα του Ακρωτηρίου των Παρθένων (Βιρχένες) με την ενθαρρυντική του αναλαμπή. Βάζουμε πλώρη νοτιο-ανατολικά, προς το Στενό Λεμέρ. Κάτι έπαθε το πηνίο φόρτισης της μηχανής, οπότε αναγκαζόμαστε να τιμονεύουμε με το χέρι για να εξοικονομήσουμε ρεύμα. Ο πουνέντης επέστρεψε δριμύτερος. Το βαρόμετρο έφτασε το απίστευτο 977 ΗΡ. Ένας σταθμός, 150 μίλια πιο νότια, μας αναφέρει στο ραδιόφωνο δέκα μποφόρ. Σταβέντο των οροσειρών της Γης του Πυρός έχουμε μόνο ένα «οχτάρι»!
Όταν ο Μαγγελάνος πρωταντίκρισε αυτές τις ακτές, εντυπωσιάστηκε από τις άφθονες στήλες καπνού - προφανώς των ινδιάνικων καταυλισμών - ονομάζοντας την ακτή Γη του Καπνού, Τιέρρα ντελ Χούμο. Με την επιστροφή του Ημερολογίου του Μαγγελάνου στην Ισπανία, ο βασιλιάς Κάρολος αποφάσισε σοφά ότι δεν υπήρχε καπνός χωρίς φωτιά, μετονομάζοντας το μεγάλο αυτό νησί σε Γη του Πυρός! Με τρεις μούδες και φλοκάκι σερφάρουμε στα μεγάλα κύματα, ενώ στην παγερή νύχτα οι μόνες φωτιές που βλέπουμε ανήκουν στις πετρελαιοπηγές του Ρίο Γκράντε.
8/5: Χαράματα ξυρίζει ο απόσπερος. Γύρω μας ζυγιάζουν τα τεράστια άλμπατρος με τις ατελείωτες φτερούγες. Κάθε φορά που βρισκόμαστε στην κορυφή των κυμάτων, αντικρίζουμε στον ορίζοντα δασώδη όρη και την απόκρημνη, αφιλόξενη ακτή. Ελέγχουμε την απόστασή μας από τη στεριά, συγκρίνοντας ενδείξεις βυθόμετρου και ισοβαθείς του χάρτη. Με τέτοιο παλιόκαιρο αποκλείεται να διαπλεύσουμε το επικίνδυνο Στενό Λεμέρ. Το 18ο και 19ο αιώνα, οκτώ πλοία το χρόνο ναυαγούσαν, κατά μέσο όρο, γύρω από τα στενά. Ακόμη και με μπουνάτσα συναντιούνται αντίθετα και ισχυρότατα ρεύματα πάνω στις ρηχοτοπιές, προκαλώντας δίνες και πελώρια, άτσαλα στροβιλίζοντα κύματα, που μπορούν να προκαλέσουν ζημιές στα μεγαλύτερα πλοία. Με το σημερινό ραγάνι θα ήταν αυτοκτονία να προσπαθήσουμε να περάσουμε. Στον όρμο Θέτις, μόλις 4 μίλια πριν από τον Κάβο Σαν Ντιέγκο, μας περιμένουν οι Γάλλοι φίλοι μας του «Μποέμ». Αποφασίζουμε να προσορμίσουμε αναμένοντας καλύτερες συνθήκες. Μας δυσκολεύει η αναγνώριση της μπούκας του όρμου: με το ευνοϊκό ρεύμα των 4 κόμβων, το παραμικρό σφάλμα θα μας ρίξει στα βράχια ή θα μας παρασύρει, ανήμπορους, προς τα θανάσιμα στενά. Παρ’ όλο το κρύο, η σκέψη αυτή μας φέρνει ιδρώτα.
Ευτυχώς, τσιμάρουμε έγκαιρα προς τον Κάβο Βικέντιο και ορμούμε στο απάγκιο του ακρωτηρίου. Αντί να χαρούμε όμως αναθεματίζουμε, γιατί μπλεκόμαστε σε μια συστάδα φυκιών κελπ. Σε ορισμένα σημεία είναι τόσο πυκνά, που τα θαλασσοπούλια στέκονται στα φύκια! Με σηκωμένες καρένες και τιμόνι, χάρη στο δυνατό αέρα «τσουλάμε» πάνω στο παχύ στρώμα και επιτέλους μπαίνουμε στο πολυπόθητο αγκυροβόλιο. Έχοντας φουντάρει σε 3 μέτρα βάθος, λίγο αργότερα, με την άμπωτη, καθόμαστε μαλακά στον πάτο και μπορούμε επιτέλους να χαλαρώσουμε.
Ο όρμος, σε σχήμα αμμοδείκτη, παρέχει προστασία απ’ όλους τους καιρούς. Βιγλάροντας τη δύση, οι χιονισμένες οροσειρές του νησιού μεταμορφώνονται σε χαμηλούς λόφους όπου εναλλάσσονται πυκνά δάση οξιάς και τελματώδη πεδία τύρφης ή βρυώνης. Μπροστά μας, στην ακρογιαλιά, διακρίνουμε τα χαλάσματα ξύλινων οικημάτων, μάρτυρες της ανθρώπινης παρουσίας στις αρχές του αιώνα. Εδώ έσφαζαν 30.000 θαλάσσια λιοντάρια ετησίως για τη γούνα και το λίπος τους έως το 1940, όταν εξέλειψε το είδος και βολικά απαγορεύτηκε το κυνήγι του. Σήμερα δε φαίνεται ούτε μια φώκια!
Στην ανατολή εξέχουν το Ακρωτήριο Σαν Ντιέγκο και τα απόκρημνα βουνά της νήσου Εστάδος, μαύροι κυνόδοντες στον ατλαντικό ορίζοντα. «Εκεί αναλάμπει μοναχός ένας φάρος που σημαδεύει την άκρη του κόσμου» (Ιούλιος Βερν). Περνάμε μια ήσυχη βραδιά στο «Μποέμ», πίνοντας κρασί και ανταλλάσσοντας απόψεις γύρω από τις εμπειρίες των τελευταίων ημερών. Η γάτα μας ευχαριστιέται τη φυρονεριά, καθώς βγαίνει για βόλτα στην παραλία χωρίς να κολυμπήσει!
Πραγματοποιήσαμε ένα μεγάλο μέρος των ονειρεμένων μας σχεδίων, φτάνοντας στη Γη του Πυρός, στα σύνορα των παγωμένων ωκεανών. Εκεί που δεν κυριαρχούν άνθρωποι, αλλά μαινόμενοι αέρηδες και το παντοδύναμο πέλαγος. Αλλά μας μένει ακόμα το δυσκολότερο...
Γη του Πυρός και Ακρωτήριο Χορν.
Μισό αιώνα μετά το Μαγγελάνο, οι Ολλανδοί Λεμέρ και Σάουτεν ανακάλυψαν ένα νοτιότερο ακόμη πέρασμα από τον Ατλαντικό στον Ειρηνικό, οριοθετώντας έτσι τις - έως τότε terrae incognitae - νότιες ακτές της Γης του Πυρός. Με τα μικρά βραδύπλοα ιστιοφόρα πλοία τους άνοιξαν έναν από τους σημαντικότερους ναυτιλιακούς δρόμους.
Έως τις αρχές του 20ού αιώνα, από τα περίπου 60 φορτηγά ιστιοφόρα που κάθε χρόνο τραβερσάρανε αυτές τις ταραγμένες θάλασσες 8 ή 9 ναυαγούσαν στην περιοχή γύρω από το Ακρωτήριο Χορν ή τη νήσο Εστάδος. Η μια σφοδρή θύελλα ακολουθεί την άλλη, καμιά στεριά δεν ανακόπτει τις γιγάντιες ρεστίες και τα ρεύματα που ασταμάτητα περιστρέφονται γύρω από τη Γη. Η ηλιοφάνεια σπανίζει, με τα αλλεπάλληλα μέτωπα να φέρνουν χαλάζι, βροχή ή χιόνι. Στο κρηπίδωμα του Χορν ο βυθός ρηχαίνει, δίνοντας κι άλλο ύψος στα υπερμεγέθη κύματα. Παράλληλα, τα ρεύματα επιταχύνονται, δημιουργώντας δίνες και ακμάζουσες συνθήκες.
«...Με τη θύελλα που μας βρήκε στ’ ανοιχτά του Λεμέρ, συναντήσαμε μια ατέλειωτη σειρά λαιλάπων που ξάφνιασαν και τους πιο πεπειραμένους ναυτικούς. Ομολογημένα, οτιδήποτε είχαμε γνωρίσει πρωτύτερα δεν ήταν παρά αύρες μπροστά σ’ αυτούς τους βίαιους ανέμους, προκαλώντας σ’ ελάχιστο χρόνο τρομακτικούς κυματισμούς. Καθένα από αυτά τα υγρά όρη, εάν μας “καβάλαγε”, αναμφισβήτητα θα μας έστελνε στο βυθό...» έγραφε το 1741 ο ναύαρχος Άνσον στο Ημερολόγιό του, βλέποντας την κατάσταση από την κουβέρτα ενός πλοίου 1.000 τόνων... Τι να πούμε εμείς με την «Καλλίπυγο» των 4 τόνων;
Καθημερινά περιπλανόμαστε στην άγρια αλλά όμορφη φύση του όρμου Θέτις, συλλέγοντας καρπούς ή μανιτάρια. Με καρδιοχτύπι περιμένουμε την ώρα της ερτζιανής επαφής με τον Ζάν, που μας αναμεταδίδει από το μακρινό Μοντεβιδέο μετεωρολογικά δελτία. Αλλά ο καιρός επιμένει ισχυρός γαρμπινός, αποκλείοντας τον απόπλου. Τα βράδια περνούν ευχάριστα, με μαγειρέματα και κρασάκι, ακούγοντας ραδιόφωνο, το γουργούρισμα της σόμπας και το μούγκρισμα του χιονιά.
Το περιβάλλον έχει κάτι το απάνθρωπο με το συνεχή αγέρα, την παγωνιά, τα απάτητα δάση οξιάς και τα τελματώδη πεδία τύρφης ή βρυώνης. Οι δύσκολες συνθήκες τονίζουν την ντροπαλή παρουσία μικρών, πολύχρωμων λουλουδιών ή καρπών.
15/3: Βαριά συννεφιά σήμερα, αλλά ο πουνέντης μειώθηκε στα 5 μποφόρ. Αποφασίζουμε να σαλπάρουμε. Περιμένοντας την ώρα της παλίρροιας, βιράρουμε τις τρεις άγκυρες και με επιμέλεια βάζουμε τάξη στο σκάφος. Καθώς το ευνοϊκό ρεύμα αρχίζει το μεσημέρι και νυχτώνει στις 17:00', αντί να περιπλεύσουμε τη ζώνη των δινών - περνώντας στη μέση του στρέτου - θα δοκιμάσουμε να «κόψουμε» σύρριζα στις ακτές, στα όρια του κελπ. Ο καιρός φυσάει στεριανός, στο απάγκιο της ξηράς η θάλασσα ηρεμεί. Με την ψυχή στο στόμα αφήνουμε το φιλόξενο όρμο και βάζουμε πλώρη για τα στενά. Μπροστά μας βλέπουμε την επιφάνεια να βράζει με μανία, σαν να έσκαγαν κύματα σε φανταστικούς υφάλους. Στις δύο το μεσημέρι καβατζάρουμε το Ακρωτήριο Σαν Ντιέγκο, ορτσάροντας για το νότο. Δύο ώρες αργότερα φουντάρουμε στον όρμο Μπουέν Σουξέσο, μπροστά στο σταθμό ελέγχου των στενών. Η πρώτη μας επαφή με τον «πολιτισμό» έπειτα από 11 μέρες μοναξιάς. Το αργεντίνικο πολεμικό ναυτικό, με αυστηρό ύφος, μας καλεί στο ραδιοτηλέφωνο να αποβιβαστούμε, φέρνοντας χαρτιά και έγγραφα! Ευτυχώς, με ανακούφιση ανακαλύπτουμε ότι δεν πέσαμε σε παρανοϊκούς γραφειοκράτες, αλλά σε απομονωμένους μοναχικούς φαντάρους που σ’ αυτή την ερημιά έχουν άλλον ένα μήνα να περάσουν, πριν από τη «σκάντζα». Μια καλή παρέα, ένα νοστιμότατο γεύμα και μπόλικο κρασί θα μας «αποζημιώσουν» για τον μπελά της βαρκάδας στα σκαστά κύματα της ακρογιαλιάς.
16/3: Χαράματα αφήνουμε το αγκυροβόλιο. Ο παγωμένος νοτιάς μας καλημερίζει. Παρ’ όλο το «καλοκαίρι», φοράμε γάντια και σκούφους όπως το Γενάρη στο Αιγαίο. Με χίλια ζόρια, κόντρα σε 2 κόμβους ρεύμα, φτάνουμε το βράδυ στον όρμο Αγκίρε. Εδώ πέθαναν από ασιτία και κρύο οι πρώτοι ιεραπόστολοι στη Γη του Πυρός, το 1851, ο Άλαν Γκάρντινερ και οι βοηθοί του.
17/3: Εισερχόμαστε σήμερα στο κανάλι Μπιγκλ με ούριο άνεμο αλλά συνεχή βροχή. Η ελάχιστη ορατότητα μας εμποδίζει να χαρούμε τη θέα του φιδωτού πορθμού, χωμένου μέσα στα πανύψηλα και δρυμώδη βουνά, αμφίγειο μεταξύ της Γης του Πυρός και της νήσου Ναβαρίνο. Ο δίαυλος φέρει το όνομα του πλοίου με το οποίο ταξίδεψε ο Δαρβίνος στον περίπλου όπου θεμελιώθηκε η πασίγνωστη θεωρία του. Το βράδυ φουντάρουμε στον όρμο Χάρμπερτον, μπροστά στην αρχαιότερη φάρμα της περιοχής. Ο Δαρβίνος αποκάλεσε «χαμένο κρίκο» μεταξύ ανθρώπου και πιθήκου τους Ινδιάνους Γιαμανά, επειδή ζούσαν γυμνοί - παρ’ όλο το κρύο - χωρίς αρχηγούς ή θρησκεία. Οι ιθαγενείς περιφέρονταν οικογενειακώς σε μικρές βάρκες από φλοιό οξιάς, αλλάζοντας καταυλισμούς ανάλογα με την εποχή και το ψάρεμα. Πρωταρχικός στόχος των ιεραποστόλων Μπρίτζες του Χάρμπερτον αποτέλεσε η μάθηση της γλώσσας των Γιαμανά, ώστε να τους φέρουν εύκολα στο χριστιανισμό. Εντυπωσιάστηκαν αφάνταστα καταγράφοντας ένα λεξιλόγιο άνω των 35.000 λέξεων και εννοιών, με πολύπλοκη γραμματική, χωρίς την παραμικρή αναφορά όμως σε θεούς ή πίστη.
Το λεξικό αυτό βρίσκεται σήμερα στο Βρετανικό Μουσείο. Ένα μνημείο του «πρωτόγονου» λαού που για τουλάχιστον τέσσερις χιλιετίες αψήφησε τις χειρότερες θάλασσες του κόσμου, για να σβήσει ολοκληρωτικά, σε εξήντα μόλις χρόνια, από ξενόφερτες επιδημίες όπως η ιλαρά.
Η άλλη σημαντική φυλή της Γης του Πυρός ήταν οι Όνας. Δασόβιοι, νομάδες, ψηλόσωμοι κυνηγοί, γνώρισαν έναν, ίσως, τραγικότερο αφανισμό από τους γειτονικούς Γιαμανά. Εξαίρετοι σκοπευτές με τα τόξα και ταχύτατοι δρομείς στα δύσβατα εδάφη ζούσαν αποκλειστικά από το κυνήγι, ενώ, ως νομάδες, αναγνώριζαν την έννοια της ιδιοκτησίας μόνο για ό,τι μπορούσε να κουβαλήσει στις περιπλανήσεις της μια οικογένεια. Η δημιουργία μεγάλων περιφραγμένων «ενστάνσιας» (αγροκτημάτων) με δεκάδες χιλιάδες πρόβατα, στα τέλη του 19ου αιώνα, έφερε γρήγορα σε σύγκρουση τους «πρωτόγονους» κατοίκους με τους νέους αφέντες. Για μερικά φαγωμένα πρόβατα άρχισε ένας αμείλικτος πόλεμος που ολοένα χειροτέρευε, καθώς οι Όνας ήταν ιδιαίτερα εκδικητικοί και καβγατζήδες. Οι κυβερνήσεις της Χιλής και της Αργεντινής έβαλαν τέρμα στη σφαγή των Ινδιάνων με μια θλιβερή τακτική. Εγκλώβιζαν τους Όνας σε ιεραποστολές με τον «ευγενή» σκοπό του ευαγγελισμού. Σαν τα χελιδόνια στο κλουβί, οι αδάμαστοι Ινδιάνοι αποδεκατίστηκαν από την ανία και την πλήρη έλλειψη ελευθερίας. Οι υπόλοιποι, καθώς βρίσκονταν βολικά συναθροισμένοι, υπέκυψαν στις επιδημίες. Το 1925 δεν είχαν απομείνει παρά μερικές δεκάδες Όνας, στην πλειονότητα μιγάδες.
Βγήκαμε για μια βόλτα στο αγρόκτημα όπου οι απόγονοι των Μπρίτζες είχαν φτιάξει ένα καφενείο για επισκέπτες και τουρίστες. Όπως μάθαμε, με τις πολύ χαμηλές διεθνείς τιμές αρνιού και μαλλιού, παραμένουν βιώσιμες μόνο οι ενστάνσιας που έχουν πάνω από 20.00 ζώα. Έτσι το «μικρό» Χάρμπερτον, των 8.000 προβάτων, τη «βγάζει» με τις αποδοχές του τουρισμού. Το μέρος μαγεύει με την ηρεμία του τοπίου. Λες και πλανώνται οι ψυχές των χαμένων φυλών.
18/03: Βρισκόμαστε 35 μίλια από την Ουσουάγια. Η λιακάδα μας δίνει τη δυνατότητα να πλεύσουμε βόρεια της νήσου Γκαμπλ μέσα σ’ ένα δαίδαλο βράχων, αντί για την κύρια ναυτιλιακή οδό στα νότια του νησιού. Αργά πρόσω με τη μηχανή, ελέγχοντας μονίμως το βυθόμετρο, ακολουθούμε τον υγρό λαβύρινθο. Πραγματικά, απολαμβάνουμε το θέαμα των χιονισμένων οροσειρών και της πυκνής βλάστησης που καθρεφτίζονται στα ήρεμα νερά, ενώ φώκιες και κορμοράνοι λιάζονται στα γύρω βράχια. Η γαλήνη είναι πλήρης, άριστη η ποιότητα του φωτός. Δυστυχώς όμως δε θα διαρκέσει.
Επινοήσαμε ένα «ρητό» για την αλλαξοκαιριά της περιοχής αυτής: «Εάν τον ήλιο δεις, σε λίγο θα βραχείς!». Όντως, πριν ακόμα βγούμε στον κύριο δίαυλο, συσσωρεύεται μια απειλητική συννεφιά και συναντάμε ένα φρέσκο μαϊστροπουνέντη. Για λίγο σκεφτόμαστε αν θα συνεχίσουμε, αλλά με το δυνατό αντίθετο αέρα δε θα φτάσουμε στην Ουσουάγια πριν από τα μεσάνυχτα, οπότε αποφασίζουμε, τελικά, να φουντάρουμε σ’ έναν παραπλήσιο ορμίσκο.
Όπως κάθε φορά που αλλάζουμε δρομολόγιο, ειδοποιούμε υποχρεωτικά την ακτοφυλακή με το VHF. Σαν να μην έφταναν οι, Αργεντίνοι, έχουμε συνάμα τον πονοκέφαλο των Χιλιανών που ελέγχουν τις νότιες και δυτικές πλευρές των στενών. Η επιστροφή στη δημοκρατία χαλάρωσε την ένταση ανάμεσα στις δύο χώρες, αλλά οι στρατιωτικοί παραμένουν αντιμέτωποι και ανταγωνίζονται ζηλιάρικα σ’ αυτές τις παραμεθόριες περιοχές. Οι συνεχείς «αναφορές» με το ράδιο μας σπάνε τα νεύρα. Δυσανασχετούμε για την επιβαλλόμενη παρεμβολή της γραφειοκρατίας.
Ξεμπαρκάρουμε παρέα με τη γάτα για μια βόλτα στη στεριά με τη φουσκονεριά αποδεικνύεται νησόπουλο! Λόγκοι τόσο πυκνοί σκεπάζουν τη γη, ώστε σε ορισμένα σημεία καλύπτονται με βρυώνη και πατιούνται σαν μεγάλα στρογγυλεμένα, βελούδινα βράχια. Στη δυτική ακτή συναντάμε τα τεράστια ασπρισμένα κόκαλα μιας προ ετών προσαραγμένης φάλαινας. Τα παλιότερα χρόνια, πριν σπανίσουν τα κήτη, συνήθιζαν να κρύβονται στα ρηχά στενά όταν τα κυνηγούσαν οι αδηφάγες όρκες, με αποτέλεσμα συχνά να εξοκέλλουν. Σαν... σκυλί η γάτα μας ακολούθησε παντού και πρώτη σαλτάρισε στο βαρκάκι, σημαίνοντας την επιστροφή στην «Καλλίπυγο».
Κουρασμένοι και πεινασμένοι από το περπάτημα, ανοίγουμε ένα «γυαλί» βοδινό κρασάτο, το συνοδεύουμε μ' ένα «γρήγορο» πιλάφι και πέφτουμε για ύπνο.
19/3: Οι παγωμένες μάζες του γαρμπινού έφεραν χιόνι και οι γύρω λόφοι θυμίζουν... κουραμπιέδες. Βιράρουμε τις άγκυρες και αναπλέουμε. Με αμέτρητες βόλτες προχωράμε κόντρα στο φρέσκο αέρα και στον απότομο κυματισμό. Με σβηστή τη σόμπα, στο εσωτερικό της καμπίνας η θερμοκρασία έπεσε στους 6°C, ενώ έξω τουρτουρίζουμε, οι μύτες έχουν παγώσει, τρέχουν τα μάτια μας. Περιττό να πω ότι είμαστε ντυμένοι σαν «αρκούδες»! Απογευματάκι, με κάποια δυσκολία λόγω του ισχυρού πλάγιου ανέμου, δένουμε στην προβλήτα της Ουσουάγια. Η πόλη απλώνεται στις όχθες ενός κολπίσκου, καθώς αναρριχάται στους ομαλούς πρόποδες των γύρω οξύκορφων και χιονοστεφών βουνών. Στα βαθιά δερβένια φέγγουν οι γαλάζιες ανταύγειες των αιώνιων πάγων. Η παραλία βρίσκεται σταβέντο μιας χαμηλής χερσονήσου, έτσι δεν ανησυχούμε για το άραγμα. Άλλωστε, η τοπωνυμία στα γιαμανά σημαίνει: «καλό λιμάνι του πουνέντη».
Πρώτη μας δουλειά να τρέξουμε - ως συνήθως - στο ταχυδρομείο, όπου δυστυχώς δε μας περιμένει τίποτα, έτσι γυρνάμε άπρακτοι χαζεύοντας την πόλη. Αυτό που πριν από 130 χρόνια δεν ήταν παρά ένας πρόχειρος καταυλισμός ιθαγενών με λίγες τσαρδάκες, σήμερα, χάρη στην οικονομική άνθηση, ξεπερνά τους 32.000 κατοίκους. Τα πετρέλαια της Γης του Πυρός, μαζί με το «αφορολόγητο», βοήθησαν στην ίδρυση μεταποιητικών βιομηχανιών και δομών υποστήριξης ωκεάνιας αλιείας ή Ανταρκτικής έρευνας.
Παράλληλα, αναπτύχθηκε γοργά ο τουρισμός χάρη στη θεαματική φύση, με αποτέλεσμα ο κεντρικός δρόμος να θυμίζει περισσότερο ελβετικό θέρετρο χειμερινών σπορ, με ακριβά εστιατόρια και πολυτελείς μπουτίκ, παρά την πολίχνη σκαπανέων με τις τρώγλες από αυλακωτά πάμφυλλα όπως ήταν πριν από μερικά χρόνια. Τέτοια κτίσματα συναντιούνται σήμερα μόνο στην περιφέρεια κι εκεί μένουν φτωχοί Χιλιανοί μετανάστες. Μένουμε δέκα μέρες στην Ουσουάγια για επισκευές και ανεφοδιασμό.
29/3: Μαζί με τους Γάλλους του «Μποέμ» τρέχουμε στο λιμεναρχείο για τον απόπλου και την έξοδο από τη χώρα. Αυτές οι απλές διαδικασίες μάς «τρώνε» όλο το πρωινό. Τελικά, σαλπάρουμε το μεσημέρι, με μισό αρνί κρεμασμένο στον επίτονο, που παίζει το ρόλο ψυγείου σ’ αυτές τις θερμοκρασίες. Ο μαΐστρος επιτρέπει καλή ταχύτητα. Φτάνουμε το σούρουπο στο Πουέρτο Γουίλλιαμς, προπύργιο της χιλιανής στρατιωτικής μηχανής. Ο ντόκος όπου πλευρίζουμε αποτελείται από ένα μισοβουλιαγμένο πολεμικό πλοίο. Βρισκόμαστε στο νοτιότερο οικισμό του κόσμου (54°56'Ν. ακριβώς). Παρ’ όλη τη χαλάρωση της έντασης μεταξύ Χιλής και Αργεντινής, που θυμίζει τις σχέσεις Ελλάδας-Τουρκίας, όλη η επικράτεια νοτίως των μαγγελανικών στενών παρέμεινε υπό τον έλεγχο του ναυτικού και όλες οι κινήσεις πλοίων σ’ αυτή την περιοχή χρειάζονται έγκριση από το επιτελείο. Στα δαιδαλώδη κανάλια, ανάμεσα στα εκατοντάδες νησιά, επιτρέπεται μόνο ένα δεδομένο δρομολόγιο και περιορισμένος αριθμός αγκυροβολίων. Απαγορεύεται η εισχώρηση στο εσωτερικό των νησιών, όπως και η παρεκτροπή του δρομολογίου. Αποτέλεσμα για μας; Θα αναγκαστούμε να περιμένουμε καμιά δεκαριά μέρες την «άδεια»... Κι εγώ νόμιζα ότι είχα ξεμπλέξει με τις στρατιωτικές άδειες όταν απολύθηκα από το ναυτικό! Κου¬βεντιάζοντας με τον - κατά τ’ άλλα - συμπαθητικό λιμενάρχη, ανακαλύπτουμε ότι αυτός μπορεί να μας εγκρίνει έναν περίπλου του Ακρωτηρίου Χορν, αλλά θα πρέπει να επιστρέψουμε στο Πουέρτο Γουίλλιαμς να εφοδιαστούμε με την «ευλογία» του ναυαρχείου για να συνεχίσουμε το ταξίδι μας προς το βορρά. Αποφασίζουμε να ακο¬λουθήσουμε τη συμβουλή του και προετοιμαζόμαστε για την «επίσκεψη» σ’ αυτό το μνημείο της φύσης, τον Κάβο Χορν, ελπίζοντας ότι στην επιστροφή τα χαρτιά μας θα είναι έτοιμα.
31/3: Περνάμε μια ήσυχη μέρα σεριανίζοντας στο χωριό και στον ινδιάνικο οικισμό Ουκίκα όπου μένουν λίγοι ηλικιωμένοι μιγάδες, οι τελευταίοι επιζώντες της φυλής Γιαμανά.
1/4: Επικρατεί λιακάδα όταν σαλπάρουμε. Ο δυνατός πουνέντης, σαν θυμωμένος τσέλιγκας, σπρώχνει τα αφρογενή προβατάκια στο Μπιγκλ. Ομοπλέουμε πρύμα με το «Μποέμ» προς το Πουέρτο Τόρο: ο επόμενος σταθμός μας στο νοτιοανατολικό άκρο της νήσου Ναβαρίνο. Καταμεσής στο πέλαγος συννεφιάζει απότομα, ο άνεμος δυναμώνει σταδιακά και αρχίζει το χιόνι, οι νιφάδες πετούν οριζοντίως, παρασυρμένες από τις σπιλιάδες, και όταν κοτσάρουμε την τρίτη μούδα, όλη η προσήνεμη πλευρά του σκάφους και της αρματωσιάς καλύφτηκαν από μια σκληρή κρούστα χιονιού. Η ορατότητα μειώθηκε στο ελάχιστο. Ανησυχούμε, γιατί ενώ ο αέρας μαίνεται, πλέουμε ταχύτατα χωρίς να βλέπουμε πού πάμε! Ελαττώνουμε το δρόμο μαϊνάροντας τη μαΐστρα και ποδίζοντας, έως ότου «πιάσουμε» ισοβαθή με το «ηχοσκαντάγιο». Καθώς ερχόμαστε σταβέντο των βουνών της Ναβαρίνου, συναντάμε καλύτερες συνθήκες. Δύο ώρες αργότερα φτάνουμε στον προορισμό μας, διασκεδάζοντας το νιφετό. Πλησιάζουμε το σαραβαλιασμένο μόλο, όπου χτυπιέται ένα τσακισμένο αλιευτικό και με δυσκολία βρίσκουμε ένα στέρεο μέρος να δέσουμε. Γύρω μας επικρατεί «χριστουγεννιάτικη» ατμόσφαιρα. Το ριζοχώρι και το υπερκείμενο δάσος σκεπάστηκαν μ’ ένα παχύ άσπρο στρώμα, ενώ ισχυρές ριπές στροβιλίζουν τις κατάλευκες τολύπες. Εξωτερική θερμοκρασία 2°C πάνω από το μηδέν, ενώ στην καμπίνα μόλις 6°C. Περιττό να πω ότι ανάβουμε τη σόμπα και φτιάχνουμε ένα ρόφημα από ζεματιστό κακάο με πολύ ρούμι!
2/4: Ο καιρός παραμένει ο ίδιος χιονιάς, θυελλώδης γαρμπινός. Παρ’ όλη τη μόνωση και την ξύλινη γάστρα, η διαφορά θερμοκρασίας μεταξύ της εξωτερικής ατμόσφαιρας και της καμπίνας δημιουργεί απόσταγμα. Όλες οι εσωτερικές επιφάνειες του πετσώματος ρετζελούν νερό, βρέχοντας τα πάντα. Ο αγέρας ξυρίζει, μόλος και κατάστρωμα καλύφθηκαν από ολισθηρό πάγο, κάβοι και σκότες κοκάλωσαν. Σήμερα γιορτάζουμε: πριν από ένα χρόνο ακριβώς ανοιγόμασταν στο Ιόνιο, αφήνοντας τις ακτές της Πελοποννήσου στην πρύμνη μας. Δέκα χιλιάδες μίλια, ογδόντα μέρες εν πλω κι ένα σωρό συναρπαστικές εμπειρίες αποτελούν το μερικό απολογισμό ενός έτους ταξιδιού. Το γλεντάμε αναλόγως. Αρνίσια παιδάκια στη σκάρα κι ένα καλό μπουκάλι κρασί που μοιραζόμαστε με τους φίλους του «Μποέμ».
3/4: Με ευνοϊκή πρόβλεψη και μαϊστράλι αποπλέουμε. Ρότα του νότου. Σε λίγο εγκαταλείπουμε το σταβέντο της Ναβαρίνου, βγαίνοντας στον κόλπο Νάσσαου. Στην πλώρη μας διακρίνουμε το Αρχιπέλαγος των Γουόλαστον, τελευταία βράχια της Νότιας Αμερικής: η άκρη του κόσμου. Αισθανόμαστε ήδη τα ρεύματα των πα¬γωμένων ωκεανών, πλαγιολισθαίνοντας προς ανατολάς με δυόμισι κόμβους. Σοφρανίζουμε ανάλογα και για ν’ αυξήσουμε την ταχύτητά μας, βιράρουμε το μπαλόνι. Η «Καλλίπυγος» προελαύνει, το κοράκι αφρισμένο μοιάζει σαν θηρίο με άσπρο κόκαλο στα δόντια. Ζυγώνοντας τα πρώτα νησιά, οι απόκρημνες, γυμνές και ανεμοδαρμένες πλαγιές μας προμηνύουν «καπελωτές» σπιλιάδες. Μαϊνάρουμε το μπαλόνι, συνεχίζοντας με μειωμένη ιστιοφορία, εισερχόμαστε στην πολύνησο. Το σεληνιακό τοπίο μας εντυπωσιάζει. Φανταστείτε μια αυστηρή, παγωμένη Αμοργό, με το χιόνι να έχει παραμείνει σε κλεισούρες και χαράδρες. Έχοντας διαπλεύσει ένα λαβύρινθο διακοφτών, φουντάρουμε διπλά σίδερα στον όρμο Μαρσιάλ, 12 μίλια από τον Κάβο Χορν, στην ανατολική πλευρά της νήσου Χέρσελ. Η σημερινή βραδιά αφιερώνεται σε συλλογισμούς, έχοντας πλέον φτάσει σ’ ένα σημαδιακό σκέλος του ταξιδιού, έμβλημα της ναυτιλίας των ηρωικών χρόνων.
4/4: Σαλπάρουμε χαράματα, περνώντας βορείως της νήσου Χέρσελ. Υψηλή συννεφιά και μαΐστρος 5-6 μποφόρ. Θα μπορούσε να' ταν χειρότερα. Με φλόκο και δύο μούδες πλαγιοδρομούμε προς τη νήσο Χορν, η εσχάτη των Γουόλαστον. Μπροστά μας και σοφράνο το ατέλειωτο πέλαγος με την απέραντη ρεστία. Στα διάραχα χάνουμε τον άνεμο, καθώς τα κύματα ορθώνονται κάπου τρία μέτρα. Παντού επικρατεί το γκρίζο χρώμα. Βράχια, θάλασσα κι ουρανός φόρεσαν μια μουντή, πένθιμη απόχρωση. Βούρκωσε ο ορίζοντας, φάνηκε το μαύρο τείχος των σύννεφων, προμηνύοντας ένα μέτωπο. Πρέπει να βιαστούμε. Στις 11:00' το πρωί παραλλάσσουμε τον κάβο, αποφεύγοντας τα μυτερά, αφρισμένα χτένια. Διοπτεύουμε το φάρο του Χορν, δίπλα του η τεράστια ατσάλινη δομή σε σχήμα άλμπατρος, τοποθετημένη από τη διεθνή ένωση «Καπχορνιέρηδων», μνημείο στον Άγνωστο Ναυτικό. Ορτσάρουμε πάλι προς τ’ απάγκιο των Γουόλαστον. Με πολλαπλές βόλτες καρκινοβατούμε λόγω ρεύματος προς το σίγουρο αγκυροβόλιο. Επαναπλέουμε στον κόρφο, έχοντας ετοιμάσει τα σίδερα: η καδένα της πρώτης άγκυρας συνδεμένη στον αγκώνα της δεύτερης. Φούντο η πρώτη, καλουμάρισμα, παρασύρεται και ακολουθεί η επικρεμής δεύτερη, με όλο το έκταμα καδένας και κάβου. Μ’ αυτό το σύστημα «δουλεύουν» τα δύο σίδερα μαζί, αγαντάροντας σαν μια σπεράντζα. Τα καταφέραμε, περάσαμε το Χορν! Χαρούμενος αναγγέλλω το γεγονός στους ραδιοερασιτέχνες φίλους μας, που δυσκολεύονται να μ’ ακούσουν από τη μακρινή Ελλάδα. Εν τω μεταξύ, εκδικείται ο ωκεανός. Σαν αγρίμι πέφτει πάνω μας ο γαρμπινός του μετώπου, φέρνοντας χιονόνερο και κουπαστάροντας απότομα την «Καλλίπυγο». Γύρω μας η θάλασσα αχνίζει. Το «Μποέμ», που φουντάρισε μόνο ένα μεγάλο σίδερο, ξεσέρνει, παίρνοντας κατεύθυνση προς τη... Νότιο Αφρική. Τους ειδοποιούμε στο ραδιοτηλέφωνο και με δυσκολία βιράρουν και ξαναποντίζουν. Το βραδάκι κόπασε η θύελλα, μας επιτρέπει να χαρούμε το εορταστικό λεμονάτο αρνάκι και τη μηλόπιτα που μόλις ξεφούρνισε η Άννα Μαρία.
5/4 και 6/4: Χάλια ο καιρός, παραμένουμε αποκλεισμένοι.
7/4: Μαύρα χαράματα αποπλέουμε. Μια γρήγορη και ήσυχη πλαγιοδρομία θα μας φέρει έως το Πουέρτο Τόρο, όπου η επόμενη κακοκαιρία θα μας «δέσει» πέντε μέρες.
12/4: Επιστροφή στο Πουέρτο Γουίλλιαμς με ατέλειωτες βόλτες κόντρα στον «εξάρι» μαΐστρο, το κοντό κύμα και το ρεύμα. Έφτασε το φθινόπωρο, οι μέρες μίκρυναν, το ηλιόφως απόκτησε μια ψυχρή ποιότητα. Παρατηρούμε το σταδιακό ξεθώριασμα των απέραντων δασών με το ξάνθισμα και το πορφύρισμα στις φυλλωσιές. Ήρθε ο καιρός να εγκαταλείψουμε τα κρύα, ακολουθώντας τα αποδημητικά πουλιά. Οι άδειές μας υπογράφτηκαν, δε μας μένει παρά να ανεφοδιαστούμε για να σαλπάρουμε προς το βορρά.
22/4: Πανέτοιμοι πια, αποχαιρετούμε συγκινημένοι τους Γάλλους φίλους με τους οποίους συμπλεύσαμε σχεδόν τέσσερις μήνες. Μας λύνουν τους κάβους και αποπλέουμε. Δεν πήγαμε όμως μακριά. Ένα κρύο μέτωπο έστρεψε το βοριά σε γαρμπή. Ανάπλωρα ο καιρός με «εφτάρι» και κοντόκυμα μείωσε την ταχύτητά μας στους 2 κόμβους. Η παλίρροια δε μας έκανε τη χάρη να αντιστραφεί και έτσι η πορεία μας μηδενίζεται! Αφού παίρνουμε τη σχετική άδεια με το VHF για την αλλαγή ρότας, κρυβόμαστε σ’ ένα βολικό ορμίσκο.
Πριν νυχτώσει, αποβιβαζόμαστε για να επισκεφθούμε το νεκροταφείο Γιαγκάν, το μοναδικό μάρτυρα της αφανισμένης αυτόχθονης φυλής. Οι συμπίπτουσες ημερομηνίες στους απλούς οικογενειακούς τάφους πληροφορούν ότι πιθανότατα επρόκειτο για θύματα μιας από τις ξενόφερτες επιδημίες που αποδεκάτισαν μέσα σ’ έναν αιώνα τους «πρωτόγονους» κατοίκους της περιοχής.
23/4: Μας ξυπνάει ο ελαφρύς λεβάντες. Υπό το αστρικό φως βιαζόμαστε να επωφεληθούμε από τον ευνοϊκό μπάτη. Εκτός από τα επιπλέοντα φύκια, μας δυσκολεύει η ολισθηρότητα της παγόστρωτης κουβέρτας. Το μεσημέρι, με μια θεαματική λιακάδα και πρυμιό αέρα, εγκαταλείπουμε τον κύριο κορμό του Μπιγκλ, εισχωρώντας στο Β.Δ. βραχίονα που οδηγεί στα Στενά του Μαγγελάνου. Όταν ο ήλιος χάθηκε πίσω από τις χιονισμένες οροσειρές, ψάχνουμε το αγκυροβόλιο για τη νύχτα. Μόνιμα κριτήρια στην περιοχή αυτή είναι η προστασία από τους επικρατούντες Ν.Δ.-Β.Δ. ανέμους, ο αμμουδερός βυθός για τις άγκυρες και η παρουσία μεγάλων δέντρων που αποκλείει τις «καπελωτές» σπιλιάδες και διευκολύνει το δέσιμο κάβων στη στεριά. Όπως μας το είχε επισημάνει ένας «πράτικος» της περιοχής: «Εδώ πέρα, όταν πέφτουν τα “γουιλιγουό” (οι καπελωτές) από τα βουνά, δεν υπάρχει άγκυρα που μπορεί να αγαντάρει την ξαφνική βία των 60 κόμβων, μόνη λύση αποτελεί το δέσιμο στα δέντρα...».
Συναντάμε το κελεπούρι πριν νυχτώσει, σταβέντο μιας δρεπανόμορφης, δεντρόφυτης χερσονήσου. Απέναντι διακρίνουμε τη γαλάζια ανταύγεια του παγετώνα Ολλάνδα, στο δασώδες διάραχο. Η επιφάνεια του όρμου όμως καλύπτεται από μια λεπτή κρούστα πάγου, προκαλώντας έναν απαίσιο κρότο όταν τη θρυμματίζει η πλώρη της «Καλλίπυγου». Φουντάρουμε την πρυμιά άγκυρα με σηκωμένα πτερύγια και τιμόνι, ακουμπάμε στην παραλία όσο χρειάζεται για να σαλτάρω και να δέσω στον πλησιέστερο κορμό και μετά οπισθοχωρούμε, ώστε να αποφύγουμε την παγίδα της φυρονεριάς... Τελειώσαμε για σήμερα!
24/4: Αποπλέοντας, παρατηρούμε έναν τεράστιο όμβρο που φράζει, σαν μελανή αυλαία, τον πορθμό. Άρον άρον επαναπλέουμε στο αγκυροβόλιο για να προλάβουμε το ραγάνι. Μόλις δέσαμε, έπεσε πάνω μας η λαίλαπα σαν άγριο θηρίο, δέρνοντας το δάσος, κονιορτοποιώντας τον αφρό της θάλασσας, στροβιλίζοντας τα χιόνια. Η «Καλλίπυγος» κλυδωνίζεται πέρα δώθε από τις ισχυρότατες ριπές.
25 έως 27/4: Είμαστε ακόμη αποκλεισμένοι από τη χιονοθύελλα. Μας κουφαίνουν τα ουρλιαχτά του ανέμου, ενώ οι κύριες ασχολίες μας είναι το σφουγγάρισμα της μόνιμης υγρασίας στο εσωτερικό του πετσώματος και φυσικά το τάβλι!
28/4: Ο πουνέντης κόπασε επιτέλους. Ανακαλύπτουμε ένα ήσυχο τοπίο, αλευρωμένο από τα χιόνια και με τα χλωμά χαμόκλαδα να καθρεφτίζονται στα ήρεμα πλέον νερά της αγκάλης. Με αλλεπάλληλα κοντοβόλτια αναπλέουμε το στρέτο. Δεξιά μας ορθώνεται η πανύψηλη οροσειρά Ντάρβιν, που προφυλάσσει από τις κακοκαιρίες την ανατολική πλευρά της Γης του Πυρός. Αφήνοντας το σταβέντο των βουνών, βρισκόμαστε τώρα στην μπούκα των αγρίων ανέμων του νοτίου Ειρηνικού. Συναντάμε πολλά φιόρδ που αποβάλλουν αιχμηρούς ογκόπαγους διαφόρων διαστάσεων. Καμιά δεκαριά παγετώνες βρίσκουν διέξοδο σ’ αυτό το κανάλι και μας αναγκάζουν σε συχνές μανούβρες αποφυγής. Η θερμοκρασία του νερού έφτασε τον 1°C. Φουντάρουμε το σούρουπο σ’ έναν ορμίσκο δίπλα σ’ ένα χείμαρρο, μακριά από τους πάγους. Τη νύχτα έχουμε επιτυχή επικοινωνία με τους φίλους μας της Αθήνας. Λίγα τα λόγια, αλλά μας ζεσταίνουν την καρδιά.
29/4: Έχουμε μακρύ δρόμο σήμερα μέχρι το επόμενο αγκυροβόλιο. Ευτυχώς ο καιρός βοηθάει, εγκαταλείπουμε τη χερσόνησο των παγετώνων και ύστερα από μια σειρά στενωπών, βγαίνουμε στην Μπαΐα Ντεσολάδα (Παντέρημος Κόλπος) με την τελευταία στιχάδα νήσων, πριν από το φουρτουνιασμένο ωκεανό. Ο βολικός καιρός δεν κράτησε πολύ, οι όμβροι καραδοκούν και προσορμίζουμε υπό βροχή σε μια αγκάλη της νήσου Λοντοντέρυ.
3/4: Ο ανάπλωρος μαΐστρος μάς αναγκάζει να διασχίσουμε με κοντοβόλτια τον κόλπο. Όταν κόβει η βροχή και διακρίνουμε την ακτή, συγκρίνουμε τα απόκρημνα, ανεμοδαρμένα ξερονήσια με την Κάλυμνο! Η νύχτα, μας βρίσκει να πολεμάμε ένα πεδίο φυκιών για να ζυγώσουμε την προστατευμένη ακρογιαλιά. Αφού δέσαμε, μας νανουρίζουν οι αντιλαλιές των τρεχούμενων νερών στα φαράγγια.
1/5: Άσχημα αρχίζει ο μήνας. Αφού ανοιχτήκαμε για δύο ώρες, ο μαινόμενος μαΐστρος μας αναγκάζει να σταβεντώσουμε σ’ ένα μακρύ φιόρδ. Οι πανίσχυρες καπελωτές όμως δε μας αφήνουν να σταθούμε πουθενά. Σε μια γωνιά ανακαλύπτουμε τη σωτηρία με τη μορφή μιας δασοπερίβλητης αγκάλης. Πάνω στην ώρα που εισπλέουμε, μας σταματούν τα φύκια. Κόβεται η ντίζα κινήσεων της μηχανής κι ένα γερό φυσομάνημα μας ξεσέρνει προς τα βράχια. Φουντάρουμε επιτόπου. Τουλάχιστον δεν εξοκείλαμε, αλλά έπρεπε οπωσδήποτε να βρούμε ένα ασφαλές απάγκιο για να επισκευάσουμε τη μηχανή και να περιμένουμε να περάσει η κακοκαιρία. Με ανοιχτό καπάκι κι ένα κλειδί αντί μανέλας, χωνόμαστε σε μια σχισμή του γκρεμού. Σιγουρέψαμε τη θέση μας δένοντας τριγύρω ένα πλεμάτι κάβων.
2/5: Το φιόρδ αποδεικνύεται αληθινός εφιάλτης. Τριγύρω μας πέφτουν σαν βόμβες οι σπιλιάδες, σφυρίζοντας, σκάζοντας, κονιορτοποιώντας και στροβιλίζοντας τους αφρούς. Πού να πάμε; Δε θέλουμε να γυρίσουμε πίσω, η επόμενη σίγουρη ράδα βρίσκεται 30 μίλια στ’ ανάντη του μαΐστρου. Τα νεύρα μας κοντεύουν να σπάσουν. Δεν έχουμε όμως εναλλακτικές λύσεις. Αν μπουνατσάρει τη νύχτα, είναι αδύνατον να ταξιδέψουμε σ’ αυτό τον υφαλοσπαρμένο δαίδαλο νησιών με ελλιπή σήμανση. Σκεφτήκαμε επίσης ν’ ανοιχτούμε στο πέλαγος, αλλά για τα επόμενα 400 μίλια τα ρεύματα έρχονται αντίθετα και θα έχουμε σταβέντο μια αλίμενη, απόκρημνη ακτή. Δε μας μένει παρά να σφίξουμε τα δόντια και να βιαστούμε, πριν πλησιάσει ο πραγματικός «μπαμπούλας», ο χειμώνας.
3/5: Ησύχασε κάπως ο καιρός, κουλουριάζουμε τους κάβους κι αναχωρούμε. Μερικές ώρες αργότερα συννεφιάζει για τα καλά, ο ορίζοντας βουρκώνει απειλητικά. Βροχή ή μπουρίνι; Φυσικά μπουρίνι, με ριπές που ξεπερνούν τα δέκα μποφόρ. Παρ’ όλο το προληπτικό μουδάρισμα, κουπαστάραμε ως τα μπούνια. Μες στο χαλασμό η Άννα Μαρία διακρίνει ένα νησόπουλο με, ίσως, κάποιο απάγκιο. Αποφεύγουμε μια παχιά λωρίδα φυκιών, σταβεντώνοντας πίσω από το νησάκι, η πλώρη στην αμμουδιά.... Τη γλιτώσαμε πάλι, ενώ ο μαΐστρος κάνει επίδειξη ισχύος, συνοδευόμενος από χαλάζι. Εδώ που βρισκόμαστε πλέον, δεμένοι προς όλες τις κατευθύνσεις, δε φοβόμαστε τίποτα! Σε αναγνώριση της συντρόφου που το «ανακάλυψε», βαφτίζουμε το μέρος «καλέτα Άννα Μαρία», ενώ επειδή πάτησε πρώτη στη στεριά η γάτα μας, ονομάζουμε το νησάκι «Γατονήσι»! Είναι, βλέπετε, οι μικρές ικανοποιήσεις που έχουμε σε τούτες τις απομονωμένες, ακατοίκητες και ελάχιστα χαρτογραφημένες περιοχές.
4/5: Παραμένουμε αποκλεισμένοι από την κακοκαιρία.
5/5: Το απόγευμα άρχισε να καλυτερεύει ο καιρός, αλλά είναι πολύ αργά για να φτάσουμε οπουδήποτε εγκαίρως. «Κουρεύω» μια διέξοδο στα φύκια, ενώ η Άννα Μαρία φουρνίζει τρία κιλά ψωμί. Απόψε τα παράσιτα καθιστούν αδύνατη την επικοινωνία με την Ελλάδα.
6/5: Τέσσερις το πρωί. Φυσάει λεβαντίνι και έχουμε πανσέληνο. Επωφελούμαστε από τις ιδανικές συνθήκες και μαζεύουμε τους κάβους για να καβατζάρουμε την κακόφημη χερσόνησο Μπρέκνοκ, που ούτε οι αυτόχθονες νομάδες δεν κατάφεραν να αποικήσουν. Το δυτικό κράσπεδο της Γης του Πυρός αποτέλεσε φυσικό σύνορο μεταξύ των κύριων θαλάσσιων νομάδων. Νότια οι Γιαμανά, βόρεια οι Αλακαλούφ. Εισερχόμαστε πλέον στο δίαυλο, τελευταία ευθεία, που οδηγεί στα Στενά του Μαγγελάνου. Με το γνωστό ρυθμό χαλάει ο καιρός. Σε λίγο πιάνουμε ταχύτητα 9 και 10 κόμβων και πλέουμε δευτερόπρυμα μόνο με το φλόκο θυέλλης! Νωρίς έρχεται το σούρουπο με την πυκνή συννεφιά και τους αλλεπάλληλους χιονοφόρους όμβρους. Κατευθυνόμενοι προς τον ασφαλή κόρφο, τσιμάρουμε σταβέντο ενός ισθμού, σύρριζα στην κρημνώδη ακτή, για να αποφύγουμε τις «καπελωτές». Το άγριο ραγάνι κάνει την επιφάνεια του νερού να αχνίζει. Τρελές σπιλιάδες ρουφάνε στροβιλίζοντας τον αφρό των κυμάτων. Η «Καλλίπυγος» μένει ακυβέρνητη και κινδυνεύουμε να τσακιστούμε στα βράχια. Με χίλια ζόρια βρίσκουμε τη σπιάτζα, απαγκιασμένη από μια δεντροστοιχία, στην μπούκα ενός χειμάρρου. Φούντο η πρυμιά άγκυρα, γρήγορα κάβους στα δέντρα, αγάντα πριν μας ξεφυσήξει η επόμενη ριπή... Πάλι τη γλιτώσαμε... Τα σκληραγωγημένα μας χέρια - έπειτα από ένα χρόνο συνεχούς ναυτικής «δουλειάς» - έχουν αιματώματα και κρυοπαγήματα ανάμεσα στους ρόζους. Είμαστε τόσο κουρασμένοι, που αφήνουμε το σκάφος να καθίσει, με την άμπωτη, στην άμμο.
7/5: Το φλοίσβισμα της φουσκονεριάς μας ξυπνάει. Ο άνεμος γύρισε βόρειος. Μόλις επιπλέουμε πάλι, πρέπει να σκαντζάρουμε πριν φρεσκάρει. Μαύρα χαράματα μεθορμίζουμε, αναζητώντας νέο αγκυροβόλιο, στο παρακείμενο μικρό φιόρδ. Φτάνουμε σε μια καμπή του ταξιδιού, στην εσχατιά της σωματικής και ψυχικής μας αντοχής. Οι κακουχίες από τις συνεχείς μανούβρες με παγωνιά και φυσομάνημα, το απελπιστικό κλίμα και η μόνιμη ανασφάλεια των όρμων συντελούν να μας απογοητεύσουν. Το σκαφάκι μας έδειξε τα όριά του, η μηχανή του αποδείχτηκε υπερβολικά αδύναμη να μας ωθήσει κόντρα σε έστω και μέτριους καιρούς, η έλλειψη ραντάρ μάς απαγορεύει το ταξίδεμα τη νύχτα ή με κακή ορατότητα. Τι να κάνουμε όμως; Δεν έχουμε πού να πάμε. Διαλέγοντας αυτή τη ζωή, είμαστε υπεύθυνοι των εαυτών μας. Δεν μπορούμε να κατεβάσουμε τα χέρια και να κλάψουμε! Στο κάτω κάτω, δε φοβάται ο παστουρμάς τ’ αλάτι!
Προς στιγμήν διερωτηθήκαμε να επιστρέφουμε στο Πουέρτο Γουίλλιαμς, που σημαίνει ξεχειμώνιασμα με θερμοκρασία -20°C και επανάληψη του βασανιστικού διάπλου το επόμενο καλοκαίρι. Μια άλλη λύση αποτελεί το Πούντα Αρένας. Η πρωτεύουσα της Νότιας Χιλής δεν προσφέρει όμως σίγουρο λιμάνι, οπότε η παραμονή εκεί σημαίνει τοποθέτηση της «Καλλίπυγου» στη στεριά. Αυτές οι επιλογές έχουν μόνο μειονεκτήματα. Ο Μαγγελάνος έχασε δύο από τα πέντε πλοία του σε τούτη την καταραμένη περιοχή. Πρέπει ν’ ανασυγκροτηθούμε, γιατί αλλιώς θα αφήσουμε εδώ τα κόκαλά μας! Έτσι αποφασίζουμε να πάμε για ανεφοδιασμό στο Ελ Χάμπρε.
Ο καιρός ευνοεί την απόφαση μας. Την επομένη αντικρίζουμε τον Κάβο Φράουαρντ, ακρογωνιαίο λίθο της αμερικανικής ηπείρου ανάμεσα στους βραχίονες του Ατλαντικού και του Ειρηνικού των μαγγελανικών στενών. Το μεγαλειώδες αμφίγειο, πραγματική αβυσσαλέα χοάνη, περιβάλλεται από χιονισμένα κατάραχα και οροσειρές. Η μοναδική βλάστηση που επιβιώνει στους πρόποδες είναι λειχήνες και μούσκλια. Οι πρεσβευτές της Ανταρκτικής...
Παραλλάσσουμε τη νήσο Ντόσον όπου εξορίστηκαν βίαια εκατοντάδες αυτόχθονες Ινδιάνοι και - πριν από μερικά χρόνια - οι αντίπαλοι του δικτατορικού καθεστώτος Πινοσέτ. Αφήνοντας τους φαιούς ορίζοντες της δύσης, ερχόμαστε γρήγορα στο απάγκιο της άνυδρης παταγονικής χερσονήσου. Αγκυροβολούμε νύχτα στη μικρή αγκάλη Ελ Χάμπρε (Λιμάνι της Πείνας).
Η πάλαι ποτέ ιβηρική υπερδύναμη, θέλοντας να εξασφαλίσει τον έλεγχο και την αποκλειστικότητα των στενών, δοκίμασε εδώ να «στήσει» αποικία. Εκ των 3.000 που αποχαιρέτησαν την Ανδαλουσία σώθηκαν μόνο 200 από τα ναυάγια και τις κακουχίες του θυελλώδους Νότου. Οι επιζώντες αποβιβάστηκαν σ’ αυτόν το μοναδικό όρμο των στενών, όπου, απροετοίμαστοι και ακατάλληλα εφοδιασμένοι, πέθαναν όλοι πλην ενός από ασιτία... Στο κοντινό ακρωτήριο, σαν μνημείο, στέκεται το αναπαλαιωμένο Φουέρτε Μπούλνες.
12/5: Αφού ανεφοδιαστήκαμε οδικά από το Πούντα Αρένας, είμαστε έτοιμοι για τη συνέχεια του ταξιδιού. Αποπλέουμε παραλλάσσοντας με λεβάντε τον αυστηρό Κάβο Φράουαρντ. Επωφελούμενοι από τα σιγόντα και το σεληνόφως, συνεχίζουμε περνώντας το δαιδαλώδες κανάλι ανατολικά της νήσου Κάρλος, την ώρα της σκάντζας των παλιρροϊκών ρευμάτων. Δυο μεγάλα βαπόρια μας αντιπλέουν και αναγκαζόμαστε να ταξιδέψουμε σύρριζα στα βράχια. Τα μαύρα νερά είναι τόσο βαθιά, που ευτυχώς δεν υπάρχει κίνδυνος από τα φύκια. Νυχτιάτικα ο αέρας ξυρίζει, η κουβέρτα παγώνει και τιμονεύουμε χοροπηδώντας για να μην ξυλιάσουμε! Το βαρόμετρο δείχνει σταθερή πτώση. Υποψιαζόμαστε ότι πλησιάζει κάποιο ζεστό μέτωπο, παρέα με μαΐστρο. Καιρός να βρούμε κάποιο αγκυροβόλιο πριν χαλάσουν οι συνθήκες. Με τις νησίδες Ευαγγελιστές και τον απέραντο Ειρηνικό στην πλώρη μας πάμε να φουντάρουμε στο βαθύ, διχαλωτό φιόρδ Γουέρντσγουερθ, στη νήσο Ντεσολασιόν. Πλάϊ μας ένας καταρράκτης πέφτει κάπου 150 μέτρα από τον υπερκείμενο παγετώνα, όλη η περιοχή αντιλαλεί το ρόχθο των ορμητικών νερών.
Δυο μέρες παραμένουμε αποκλεισμένοι από την κακοκαιρία. Ο μαΐστρος ουρλιάζει, τραντάζοντας όλο το σκάφος. Ευτυχώς οι κάβοι στα βράχια και οι άγκυρες αγαντάρουν καλά.
15/5: Σαν μια ανάσα του αποκαλόκαιρου, ένας τεράστιος αντικυκλώνας θα μας επιτρέψει να αφήσουμε πίσω μας τα Στενά του Μαγγελάνου και να φτάσουμε ανέλπιστα γρήγορα στο μικρό ψαρολίμανο Πουέρτο Έδεν. Έξι μέρες μόνο μας χρειάστηκαν για τα 280 ν.μ. έως το μοναδικό καταυλισμό των τελευταίων επιζώντων ιθαγενών Αλακαλούφ. Στο φόρτε της χούντας, η μοναχική πολίχνη αποτέλεσε τόπο εξορίας για πολιτικούς αντιπάλους του δικτάτορα Πινοσέτ. Αυτό συνέπεσε με μια θανατηφόρα αρρώστια των μυδιών και άλλων θαλασσινών, απαγορεύοντας έτσι στους Ινδιάνους την παραδοσιακή τους ασχολία και ρίχνοντάς τους στον αλκοολισμό. Η θέα των αποβλακωμένων από το ρακί φουκαράδων, συν η αγωνία μας να επωφεληθούμε από τις ευνοϊκές συνθήκες μας έδιωξαν από το λιμανάκι, αφού βέβαια συμπληρώσαμε τον ανεφοδιασμό σε καύσιμα για μηχανή και σόμπα.
23/5: Με το «μαντεμένιο πανί» διαπλέουμε, υπό βροχή, το Στενό Αγκοστούρα Ιγκλέζα, όπου καταμεσής της θάλασσας, σ’ ένα βράχο, ορθώνεται το τεράστιο άγαλμα μιας Παναγιάς. Ακολουθώντας το κανάλι Μεσσιέρ, φτάνουμε την επομένη στην - «καλονομαζόμενη» νήσο - Ζήλος, όπου ίσα ίσα προλαβαίνουμε να σταβεντώσουμε πριν ξεσπάσει μια ισχυρότατη θύελλα. Πάλι τη γλιτώσαμε. Βρισκόμαστε φουνταρισμένοι στην παρυφή του κακόφημου Γκόλφο ντε Πένιας, ένα από τα χειρότερα μπουγάζια της Νότιας Χιλής. Στο μονοπάτι των χαμηλών βαρομετρικών, αυτή η αβαθής περιοχή δέχεται συνήθως όλο το βάρος των κακοκαιριών που σβαρνίζουν το άκρο της ηπείρου. Στο ράδιο μαθαίνουμε ότι ο φάρος Σαν Πέδρο δηλώνει σπιλιάδες που ξεπερνούν τα 100 χμ./ώρα. Από τα «σκαμπίλια» που δεχόμαστε στο μικρό και σίγουρο ορμίσκο, καταλαβαίνουμε ότι έξω ο πουνέντης δεν αστειεύεται. Μόνιμη έγνοια μας η τυχόν φθορά των αγκυρόσκοινων στα όκια. Κάθε 2 ή 3 ώρες ελέγχουμε τους πλαστικούς σωλήνες που έχουμε βάλει για προφυλακτήρες των κάβων και διοπτεύουμε τα βράχια για τυχόν ξέσερμα. Τον υπόλοιπο καιρό σφουγγαρίζουμε την υγρασία στην καμπίνα ή παίζουμε ατέλειωτες παρτίδες τάβλι. Είπε κανείς τίποτα για κρουαζιέρα αναψυχής; Πρέπει να ’μαστε ζουρλοί! Ευτυχώς, ο Βέλγος φίλος μας έχει καλά μαντάτα στο ράδιο, καθώς μας πληροφορεί ότι η λαίλαπα θα κοπάσει σύντομα και προβλέπονται γαρμπινοί για τις επόμενες μέρες.
28/5: Αφήσαμε τον καιρό να μαλακώσει, να περάσει η μεταβατική περίοδος των συχνών όμβρων και να εγκατασταθεί ένας μέτριος γαρμπής. Ελπίζουμε ότι ημέρευσαν κάπως τα κύματα της τελευταίας κακοκαιρίας. Πριν ξημερώσει, βάζουμε επιμελώς τάξη στην κουβέρτα και σαλπάρουμε. Ο κόλπος Πένιας τιμάει τη φήμη του. Μας υποδέχεται με μια απίστευτα κατακόρυφη, τετράμετρη ρεστία. Με το ανεμοτίμονο στη λαγουδέρα ταξιδεύουμε πλαγιοδρομία. Μεσημβρινό στίγμα: 47°21'Ν., 75°18'Δ. Νωρίς το απόγευμα ανάβουμε τη σόμπα. Στις 20:30' παραλλάσσουμε το φανάρι του Κάβο Ρέιπερ (Βιαστής!) και έχοντας πλέον βγει από τον κόλπο, ποδίζουμε πα-ράλληλα στην ακτή. Έπειτα από δύο μήνες στα σχετικά ήσυχα κανάλια, δυσκολευόμαστε να συνηθίσουμε πάλι το απότομο μπότζι.
29/5: Ίδιος καιρός, ούριος αλλά παγωμένος. Η σόμπα δουλεύει συνεχώς! Μεσημβρινό στίγμα: 45°22'Ν., 75°11'Δ. Το βράδυ παραλλάσσουμε το ερημονήσι Γουαμπλίν. Στο αποψινό μενού έχουμε φασολάδα. Η μέρα πέρασε όμορφα, παρ’ όλο το κρύο, χάρη στη θέα των παγωμένων οροσειρών που άστραφταν στη λιακάδα. Χαλαρώσαμε κάπως, γιατί από δω, εάν χαλάσει ο καιρός, έχουμε πάμπολλες δυνατότητες να κρυφτούμε στις ευλίμενες ακτές του Αρχιπελάγους των Χόνος.
30/5: Νωρίς παραλλάσσουμε τις νήσους Γουάφο και Γουαϊτέκα, ποδίζοντας προς τα ήσυχα νερά σταβέντο της μεγαλονήσου Τσιλοέ. Μεσημέρι φάνηκε στην πλώρη μας το χιονισμένο όρος Κορκοβάντο, που ορθώνεται κατάλευκο στις όχθες του ομώνυμου κόλπου. Ο άνεμος μειώθηκε αισθητά, προφανώς πλησιάζει το κέντρο του υψηλού βαρομετρικοί) που μας είχε νωρίτερα «τροφοδοτήσει» με το σωτήριο γαρμπινό. Αποφασίζουμε να μη σταματήσουμε στην Τσιλοέ, αλλά επωφελούμενοι από την καλοσύνη να συνεχίσουμε έως το Πουέρτο Μοντ, όπου μας περιμένουν αλληλογραφία και ανταλλακτικά. Η νύχτα φέρνει, μπουνάτσα και βάζουμε τη μηχανή. Οι υψομετρικές διαφορές της παλίρροιας φτάνουν τα πέντε μέτρα ανατολικά της Τσιλοέ, προκαλώντας πανίσχυρα ρεύματα, ιδίως στα μπουγάζια απ’ όπου μεταφέρονται οι παγιδευμένες υγρές μάζες. Αρχικά τα ρεύματα μας ευνοούν, έτσι γρήγορα καβατζάρουμε το κανάλι Απιάο και μπαίνουμε στα ήρεμα νερά του κόλπου Αγκούδ.
1/6: Μια λαμπρή λιακάδα και θάλασσα λάδι στέφουν τις προσπάθειές μας, καθώς ζυγώνουμε επιτέλους το Πουέρτο Μοντ. Απογευματάκι φάνηκαν τα σπίτια της πόλης και στο βόρειο ορίζοντα οι τέλειοι κώνοι των χιονισμένων ηφαιστείων. Όσο πλησιάζουμε, συνειδητοποιούμε ότι η άφιξη σ’ αυτό το πολυπόθητο λιμάνι σημαίνει κάτι το ιδιαίτερο. Αισίως έκλεισε για μας το κεφάλαιο του παγωμένου Χορν και των μαινόμενων ωκεανών. Από δω και πέρα επιστρέφουμε στην «εύκολη» ναυσιπλοΐα των εύκρατων περιοχών της Γης. Με ανακούφιση καταπλέουμε στο ψαρολίμανο, απαγκιασμένοι από τη νήσο Τέγκλο.
Μετά το κουραστικό ταξίδι από το άκρο της αμερικανικής ηπεί¬ρου, ξεκουραστήκαμε μια βδομάδα και προετοιμαστήκαμε για τη συνέχεια.
Η Νότια Χιλή δεν είχε ποτέ περιέλθει υπό την πλήρη κυριαρχία των Ισπανών. Όσον καιρό ελεγχόταν από την ατρόμητη και πολεμοχαρή φυλή των Μαπότσε, το δύσκολο έδαφος, τα απέραντα πυκνά δάση, οι πανύψηλες χιονισμένες οροσειρές και οι βάλτοι απαγόρευαν τις κινήσεις των ιβηρικών στρατευμάτων, ενώ διευκόλυναν τις «αντάρτικες» τακτικές των αεικίνητων ιθαγενών. Οι Μαπότσε κατέρρευσαν στα τέλη του 19ου αιώνα, που συνέπεσε με την ανακάλυψη της επαναληπτικής καραμπίνας και την άφιξη χιλιάδων εποίκων από τη Γερμανία.
Στη στρατηγική νήσο Τσιλοέ, που ήλεγχε το θαλάσσιο δρόμο ανάμεσα στα μαγγελανικά στενά και στα μυθώδη πλούτη του Περού, οι Ισπανοί «κονκισταδόρες» έγιναν ευπρόσδεκτοι από τη φυλή Χουέλσε, που είχε καταφύγει εκεί, διωγμένη από τους Μαπότσε του Βορρά. Το 17ο αιώνα η φρουρά της Τσιλοέ βρέθηκε πλήρως αποκομμένη από τις υπόλοιπες αποικίες και αφομοιώθηκε σταδιακά από τον αυτόχθονο πληθυσμό. Τότε δημιουργήθηκε μια νέα ράτσα Ισπανοχουέλσε, οι σημερινοί Τσιλότες. Η εμπειρία των ιθαγενών, οι δύσκολες συνθήκες επιβίωσης λόγω του τραχιού κλίματος και η πλήρης έλλειψη ευρωπαϊκών ευκολιών προκάλεσαν τη δημιουργία μια πλήρους αλλά ιδιόμορφης κοινότητας. Αν και όλοι ήταν πλέον χριστιανοί, το παγανιστικό υπόβαθρο παρέμεινε γερά ριζωμένο. Σήμερα ακόμα ψιθυρίζεται η τρομακτική ύπαρξη μιας «Εταιρείας μάγων» που χρησιμοποιεί ένα δαιμονισμένο πλοιάριο για το βασκανισμό ή την κατακρεούργηση ανύποπτων θυμάτων. Πέρα από τους τραγικούς μύθους, οι Τσιλότες δείχνουν ένα πολύ ενδιαφέρον πρόσωπο με τη συνεχιζόμενη αυτάρκειά τους. Ζουν σε πολύ μικρές κοινότητες στο κύριο νησί ή στο γύρω αρχιπέλαγος. Οτιδήποτε χρειάζονται το φτιάχνουν μόνοι τους σχεδόν εξ ολοκλήρου από ξύλο, το μόνο υλικό που βρίσκουν σε αφθονία!
Μετακινούνται στη θάλασσα με κομψούς ιστιοκίνητους βαρκαλάδες και στη στεριά με βοϊδάμαξες μεσαιωνικού τύπου ή με αυτοσχέδια έλκηθρα, λόγω του βαλτώδους εδάφους. Κάθε οικογένεια εκτρέφει μερικά γουρούνια, πρόβατα, κότες και δύο τρεις αγελάδες προς πώληση, όταν μια φορά το χρόνο πάνε στην αγορά για να ψωνίσουν τα πιο δυσεύρετα είδη, όπως αλεύρι, ζάχαρη κτλ. Πέρα από κάθε «ροβινσονικό» ρομαντισμό, βρίσκω αξιέπαινη την επιμονή των Τσιλότες να παραμείνουν δεμένοι στον τρόπο ζωής τους, στη γη τους και στο περιβάλλον, με το οποίο έχουν μια τόσο αρμονική σχέση. Παρ’ όλα αυτά, ο περιορισμένος χώρος και η δίψα για υλικό πλούτο οδήγησε τα τελευταία χρόνια πολλούς νέους στην ξενιτιά και στους μαχαλάδες των μεγάλων πόλεων της κεντρικής Χιλής.
Έχοντας διεκπεραιώσει αλληλογραφίες, ανεφοδιασμούς και τις αναπόφευκτες «χαρτούρες» του λιμεναρχείου, σαλπάρουμε το πρωί στις 6 Ιουνίου για το κοντινό Καλμπούκο. Τα 20 μίλια της ήσυχης διαδρομής μας οδηγούν μέσα από ένα σχεδόν ποταμίσιο τοπίο, όπου οι αγροί και τα δασύλλια των αμέτρητων νησιών αγγίζουν την επιφάνεια των φιδωτών διαύλων. Χάρη στη λιακάδα και στην τέλεια ορατότητα, αναγνωρίζουμε στον ανατολικό ορίζοντα τις χιονοστεφείς οροσειρές των Άνδεων. Σε κάθε ορμίσκο συναντάμε πλωτά διβάρια των ιχθυοκαλλιεργειών. Πλησιάζοντας το Καλμπούκο, παρατηρούμε αμέτρητες βάρκες δυτών, εξοπλισμένες με τα χαρακτηριστικά «κομπρεσέρ», που ξεφορτώνουν βουνά από αχιβάδες και γυαλιστερές στα τοπικά εργοστάσια κονσερβοποίησης. Οι ποσότητες των οστράκων είναι τόσο μεγάλες, ώστε τα σοκάκια του χωριού επιδεικνύουν φαιό οδόστρωμα από θρυμματισμένα κελύφη. Τα σπίτια, όλα ξύλινα, φέρουν την παραδοσιακή τσιλότικη εμφάνιση. Μικρές σανίδες από ερυθρό κυπαρίσσι καλύπτουν το εξωτερικό των οικισμάτων, που μοιάζουν να έχουν «λέπια». Παραμένουμε δύο μέρες στο ψαροχώρι, απορροφημένοι από τη νησιώτικη ατμόσφαιρα, χαζεύοντας τους «σκυλοπνίχτες» που παλινδρομούν ανάμεσα στο Καλμπούκο και στα γύρω νησιά, βαρυφορτωμένοι με ζώα, τσουβάλια και νταμιτζάνες.
8/6: Με ελαφρά σοροκάδα αναπλέουμε προς ένα λιμενίσκο στην ανατολική πλευρά της Τσιλοέ, το Κέμτσι. Μοιάζει σαν να ταξιδεύουμε σε λίμνη, καθώς ακούμε το φλοίσβισμα της πλώρης στη ρυτιδωμένη επιφάνεια και είμαστε περικυκλωμένοι από κατάλευκα, οξύκορφα βουνά. Το απογευματάκι αγκυροβολούμε σταβέντο μιας αγκιστρόμορφης «χηλής», πλάϊ σε πέντε μεγάλες σχεδίες ιχθυοκαλλιέργειας.
Κορμοράνοι και πιγκουίνοι στέκονται στην αμμουδερή πούντα, εποπτεύοντας τις κινήσεις των εργατών στους πάκτωνες με τις ψαροτροφές. Πάντα μας ενδιέφερε αυτή η έξυπνη «αλιεία» επειδή διαχειρίζεται τους φυσικούς πόρους χωρίς να καταστρέφει την - λιγοστή πλέον - άγρια πανίδα. Η Χιλή κατέχει τη δεύτερη θέση στον κόσμο, μετά τη Νορβηγία, σε εξαγωγές σολομού που προέρχεται από ιχθυοκαλλιέργειες. Στους ήσυχους όρμους εκτρέφονται επίσης όστρακα και μύδια. Η ασχολία αυτή επιτρέπει στους Τσιλότες να αυξήσουν το βαλάντιό τους, αλλά και να διατηρήσουν τον πατροπαράδοτο τρόπο ζωής τους.
Την επόμενη μεθορμίσαμε στο λιμενίσκο Κέμτσι όπου ψωνίσαμε τεράστια καπνιστά μύδια, τα οποία ετοιμάζουν σε υπόγειους φούρνους, και εξαίσιο σολομό, επίσης καπνιστό. Ας σημειωθεί ότι ιδιαίτερα τον τελευταίο τον λιγουρεύτηκε πολύ η γάτα μας, που είχε πρωτοδοκιμάσει σολομό στο Βανκούβερ το 1986, όταν γυρνούσαμε στην Ελλάδα από την Ιαπωνία.
9/6: Προορισμός μας η παλιά πρωτεύουσα Κάστρο. Αλλά πριν φτάσουμε ως εκεί, καταπλέουμε στο «μίνι αρχιπέλαγος» Μετσούκε, ένα πυκνό σύμπλεγμα νησιών και νησίδων. Το πανόραμα των στενότατων διαύλων με φόντο τα καταπράσινα μάγουλα και τα λευκά όρη μας συναρπάζει. Εκτός από τα μεμονωμένα οικήματα, το μικρό κεντρικό χωριό έχει κάτι το μοναδικό. Είναι χτισμένο στις όχθες ενός ξεροπόταμου και τα σπίτια του, ντυμένα με τα πα-ραδοσιακά «λέπια», στέκονται σαν πελαργοί πάνω σε ψηλούς ξύλινους πασσάλους όταν πιάνει η άμπωτη. Το σκηνικό αλλάζει με τη φουσκονεριά, όταν οι σπιτονοικοκύρηδες δένουν τις βάρκες τους στα μπαλκόνια! Οι κάτοικοι εργάζονται στα χωράφια τους, ψαρεύουν ή απασχολούνται στα γύρω ιχθυοτροφεία.
10-11/6: Ξέσπασαν θυελλώδεις πουνεντομαΐστροι. Παραμένουμε στο Μετσούκε με υπόκρουση τις σπιλιάδες και τη συνεχή βροχή που χτυπάει στο κατάστρωμα. Η Άννα Μαρία φτιάχνει ένα γλύκισμα, ενώ επισκέπτομαι χωρίς αποτέλεσμα τα δύο «μαγαζιά» προς ανεύρεση κανέλας. Ψιλικά, κρασί και λίγες κονσέρβες αποτελούν τα κύρια προϊόντα στα ράφια τους. Στο πάτωμα στοιβάζονται τσουβάλια αλεύρι και βαρέλια πετρελαίου, θυμίζοντας τα καταστήματα «γενικού εμπορίου» της άγονης γραμμής των Κυκλάδων!
12/6: Μειώθηκε η ένταση του αέρα, δε βρέχει παρά σταδιακά. Σαλπάρουμε νωρίς και χωνόμαστε σε... πορθμούς μεταξύ Τσιλοέ και μια στιχάδας νησιών. Ανάμεσα στους όμβρους εμφανίζονται ουράνια τόξα και ο ντροπαλός ήλιος φωτίζει τις καλλιεργημένες ακτές, όπου «κυματίζουν» οι διάφοροι μικροί τετράγωνοι αγροί σαν δειγματολόγιο υφασμάτων. Σε στενές απαγκιασμένες αγκάλες παρουσιάζονται χωριουδάκια με την παραδοσιακή τεράστια εκκλησία. Μόλις 13 μίλια από το Κάστρο, φουντάρουμε σε έναν ορμίσκο πλάϊ στις σχεδίες μιας οστρακοκαλλιέργειας. Κοντά στην παραλία έχει αγκυροβολήσει ένα μεγάλο καΐκι που ξεφορτώνει δαμάλια. Με μια χειροκίνητη μπίγα το πλήρωμα βιράρει τα ζώα από το αμπάρι έξω από την κουπαστή και τα ρίχνει στη θάλασσα! Τα ζώα στη συνέχεια φτάνουν κολυμπώντας στην αμμουδιά, όπου τα παραλαμβάνει ένας έφιππος γελαδάρης. Αν εξαιρέσουμε το μηχανοκίνητο βαρκαλά, αυτή η σκηνή μας φέρνει έναν αιώνα πίσω!
13/6: Νωρίς εισπλέουμε στο φιόρδ που οδηγεί στην πρωτεύουσα Κάστρο. Ο ευλίμενος και παλιότερος οικισμός του νησιού, παρ’ όλο το όνομά του, αποδείχθηκε εύκολη λεία για τους Εγγλέζους και Ολλανδούς κουρσάρους το 18ο αιώνα, όταν η Τσιλοέ βρισκόταν απομονωμένη από τις υπόλοιπες ισπανικές αποικίες. Ύστερα από μια ιδιαίτερα καταστροφική σειρά επιδρομών, η πρωτεύουσα μεταφέρθηκε στον ευκολοχύρωτο βόρειο κόλπο Αγκούδ. Εκεί παρέμεινε έως το μεγάλο καταστροφικό σεισμό του 1964. Μετά το σεισμό, ένα εξάμετρο τσουνάμι έπνιξε όσους επέζησαν από τον Εγκέλαδο, ξαναδίνοντας την πρωτιά στο Κάστρο.
Παραμένουμε πέντε μέρες στο Κάστρο, ανακαλύπτοντας την κωμόπολη που ανθεί οικονομικά χάρη στην καλλιέργεια των θαλασσών της πολύκολπης Τσιλοέ. Το μικρό μουσείο παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς είναι αφιερωμένο κυρίως στο «σβησμένο» νομαδικό λαό των Χόνος. Όπως και οι υπόλοιποι υδρόβιοι θαλασσινοί νομάδες του Νότου, Γιαμανά και Αλακαλούφ, οι Χόνος ζούσαν περιπλανώμενοι με τα κανό τους. Είχαν την ατυχία να φι-λοξενήσουν στην πατρίδα τους - το Αρχιπέλαγος Γουαϊτέκα - Ολλ ανδούς και Εγγλέζους κουρσάρους, με αποτέλεσμα να «πληρώσουν τη νύφη», πέφτοντας θύματα των ισπανικών αντεπιθέσεων. Σημειωτέον ότι μόλις πριν από λίγα χρόνια αναγνώρισε το χιλιανό κράτος ειδικά δικαιώματα στους εναπομείναντες αυτόχθονες λαούς της χώρας. Η επίσκεψή μας στην ενδοχώρα κατέληξε στο αλίμενο Αγκούδ, ο τόπος της τελευταίας ισπανικής αντίστασης στη Νότιο Αμερική μπρος στα «απελευθερωτικά» κινήματα του 19ου αιώνα.
Κάθε πρωί παρατηρούμε την κατοχική άφιξη του χειμώνα, όταν ο παγετός καλύπτει σαν σάβανο το ομαλό τοπίο. Έφτασε ο καιρός να σαλπάρουμε για το ποτάμι της Βαλντίβια, το μοναδικό μέρος της Νότιας Χιλής που είναι σίγουρο και συνάμα ευχάριστο για διαχείμαση. Τελευταία βραδιά στη μικρή πόλη. Πάμε να γευτούμε την τοπική σπεσιαλιτέ, το «κουράντο». Πρόκειται για μια σούπα από θαλασσινά, κότα, λουκάνικα, ψάρι και βραστές πίτες καλαμποκάλευρου.
22/6: Φτάνουμε επιτέλους, με αλλεπάλληλα κοντοβόλτια υπό συνεχή βροχή και παγωνιά, στο σίγουρο δρεπανόμορφο ορμίσκο Λινάο, στο βορειοανατολικό άκρο της Τσιλοέ. Ο καιρός δεν αφήνει περιθώρια να επιχειρήσουμε το διάπλου του πορθμού Τσακάο με τα ισχυρά ρεύματα των 8 και 9 κόμβων, πραγματική Χάρυβδη του Νέου Κόσμου. Θα χρειαστεί να περιμένουμε μερικές μέρες σ’ αυτό το αγκυροβόλιο, μέχρι να «στρώσουν» οι μετεωρολογικές συνθήκες. Τριγύρω το σύνηθες σκηνικό, λίγα μικρά αγροκτήματα κι ένα οστρακοτροφείο. Βλέποντας τους ντόπιους να συλλέγουν μύδια και γυαλιστερές στην παραλία, δεν περιμένουμε πολύ να πάμε να τους μιμηθούμε! Καλόκαρδοι οι Τσιλότες μάς υποδεικνύουν πού θα μαζέψουμε τα καλύτερα θαλασσινά.
Παρατηρώντας τις κιόλας «φαφούτισσες» νεαρές γυναίκες, συλλογιζόμαστε ότι αυτοί οι άνθρωποι ζουν όπως ακριβώς οι πρόγονοί τους, χωρίς τρεχούμενο νερό, ηλεκτρικό ρεύμα ή τηλέφωνο. Μοναδική εξαίρεση αποτελεί η εισβολή της τηλεόρασης. Με δωδεκάβολτη συσκευή και μια μπαταρία αυτοκινήτου, παρακολουθούν καθημερινά τις ειδήσεις και φορτώνουν το συσσωρευτή με τη μηχανή του καϊκιού σε κάθε εβδομαδιαίο ταξίδι τους στο χωριό!
Έτσι εξηγούνται οι δεκάδες μπαταρίες σε ξύλινα κουτιά που είχαμε δει σε έναν ηλεκτρολόγο στο Κάστρο...
27/6: Βροχερό βοριαδάκι σήμερα που μας επιτρέπει να δια πλεύσουμε το περιβόητο κανάλι Τσακάο. Το στενό αμφίγειο χωρίζει τις βόρειες ακτές της Τσιλοέ με την υπόλοιπη Χιλή. Μπουγάζι ανοιχτό στον απέραντο Ειρηνικό, λειτουργεί επιπλέον σαν ακροφύσιο αντλίας με τις τεράστιες παλίρροιες της περιοχής. Υπολογίσαμε να καβατζάρουμε το στενό με το ευνοϊκό ρεύμα της φυρονεριάς, που μας επιτρέπει να καλύψουμε τα 12 μίλια σε μόλις μια ώρα κι ένα τέταρτο. Σαν καζάνι αναβράζει η επιφάνεια της θάλασσας, λες και κάποιο θεριό ρουφάει τον αφρό, σηκώνοντας σκαστά, τρελά κύματα ενάμισι μέτρο ύψος. Η πρόβλεψη δίνει ενισχυμένους μαΐστρους για τις επόμενες δύο μέρες, έτσι ποδίζουμε προς τον όρμο του Αγκούδ, φουντάροντας 3 μίλια δυτικά της ομώνυμης πόλης, απαγκιασμένοι πίσω από μια χαμηλή χερσόνησο.
Με τρεις (!) άγκυρες κρατιόμαστε γαντζωμένοι στο Ελ Τίκε τις επόμενες δύο μέρες. Ο μαΐστρος βγάζει «φίδια» και το μόνο ευχάριστο συμβάν είναι η πανίσχυρη φόρτιση των μπαταριών από την ανεμογεννήτρια, που μας επιτρέπει πάμπολλες επαφές με άλλους ραδιοερασιτέχνες. Ο Βέλγος φίλος μας από το Μοντεβιδέο, με τα καλά δελτία, επέστρεψε από τις διακοπές του και έτσι έχουμε πάλι αξιόπιστες προγνώσεις. Το δεύτερο βράδυ έκοψε ο μαΐστρος και βγήκαμε στην παραλία για να κουβεντιάσουμε με τους ψαράδες. Στην πλειονότητά τους ασχολούνται με την αλιεία και τη γεωργία, τα δε καλοκαίρια οι κάτοικοι της χερσονήσου καλλιεργούν φύκια για εξαγωγή στην Ιαπωνία. Ακούγοντας τις τιμές που πιάνουν τα θαλάσσια φυτά στις αγορές της Άπω Ανατολής, συμπεραίνουμε ότι μερικές φορές τα φύκια αξίζουν πιο πολύ από τις μεταξωτές κορδέλες!
Ο χειμώνας ζύγωνε. Κάθε πρωί ο παγετός πουδράριζε τα τοπία. Έπρεπε να καταπλεύσουμε στο σίγουρο λιμάνι Βαλντίβια, όπου επιλέξαμε να διαχειμάσουμε.
Στο επόμενο : Βαλντίβια, Σαντιάγκο http://www.ribandsea.com/main/index.php/travels/1396-i-kallipygos-stous-pente-okeanoys-to-taksidi-synexizetai-sti-xili