Rib and Sea

Το σωσίβιο, το quick stop και η ζώνη σώζουν ζωές

Η "Καλλίπυγος" στους πέντε ωκεανούς. Το ταξίδι συνεχίζεται στη Χιλή.

Σύνδεση με το προηγούμενο : http://www.ribandsea.com/main/index.php/travels/1372-i-kallipygos-stous-pente-okeanoys-apo-to-montevideo-os-ti-gi-tou-pyros

Η περιπλάνηση του Γιώργου Γκρίτση, της γερμανίδας φίλης του Anne Marie Biedermann και της γάτας τους στις θάλασσες του πλανήτη συνεχίζεται...

Βαλντίβια.

30 Ιουνίου: Πριν ξεμυτίσουμε στον ωκεανό, περιμένουμε τις κατάλληλες συνθήκες, όπως την άφιξη κάποιου αντικυκλώνα που θα μας χάριζε 2-3 μέρες σταθερό καιρό, αντί τα συνηθισμένα μέτωπα, τις τεράστιες θάλασσες και τα μαινόμενα ραγάνια. Υπομονή, λοιπόν, αλλά μέχρι πότε; Στο σίγουρο αγκυροβόλιο, στην ερημιά, μας τέλειωσε το κρασί και λιγόστεψαν τα τσιγάρα! Μόνη παρηγοριά όταν μας δέρνουν οι σπιλιάδες είναι ότι στροβιλίζουν την ανεμογεννήτρια, προσφέροντας αρκετό ρεύμα για κουβέντα στον πομποδέκτη.

Χθες το πρωί κόπασε ο μαΐστρος με μια βροχερή ανάπαυλα σηκώθηκε λεβαντίνι. Σαλπάραμε αμέσως. Δεν προλάβαμε όμως να παραλλάξουμε το βορειότερο φανάρι της Τσιλοέ. Σαν αγρίμι έπεσε πάνω μας ο μαΐστρος. Επιστροφή στην αφετηρία με φλόκο θυέλλης. Πάλι στο απάγκιο του Ελ Τίκε, φουνταρισμένοι με δυο σίδερα. Παρέα με ψαράδες, αποβιβαστήκαμε σε αναζήτηση ενός «οινοπαντοπωλείου», που τελικά βρήκαμε στη διασταύρωση δύο λασπωμένων μονοπατιών.

Τελικά, έφτασε ο αναμενόμενος αντικυκλώνας. Το βαρόμετρο ανεβαίνει σταθερά, μειώνονται οι όμβροι και ο άνεμος στρέφεται γαρμπινός. Μεσημεράκι αποπλέουμε και δευτερόπρυμα βάζουμε πλώρη προς βορρά. Η ρεστία παρέμεινε τεράστια, τα γκρίζα κύματα υψώνονται στα τέσσερα μέτρα. Πάνω στ’ απόνερα εξαφανίζονται αργά οι γλυκές πλαγιές της Τσιλοέ. Αντίο, φιλόξενο και πολύκολπο νησί με τους αγαθούς κατοίκους.

Ουριοδρομούμε ολοταχώς παράλληλα στην απόκρημνη ακτή. Περιέργως, τα σημάδια που βάλαμε δε φαίνονται να ζυγώνουν όσο γρήγορα έπρεπε. Λίγη βασική ναυτιλία και ανακαλύπτουμε ότι μας αντιτίθεται ρεύμα δύο κόμβων. Ανοιγόμαστε κι άλλο, ελπίζοντας ότι πρόκειται για παλιρροϊκό ρεύμα που θα μπατάρει σύντομα. Η ξάστερη νύχτα φέρνει μια παγερή μπουνάτσα που μας αναγκάζει να συνεχίσουμε μηχανοκίνητοι. Στο εσωτερικό της καμπίνας καίει η αερόθερμη σόμπα. Βρισκόμαστε πλέον τριάντα μίλια από την κόστα, αλλά το αντίθετο ρεύμα συνεχίζει να μας αγκαλιάζει. Έχουμε προφανώς να κάνουμε με μια γιγάντια αντίθετη δίνη του Χάμπολτ. Ας ελπίσουμε ότι θα φτάσουν τα καύσιμα! Το Χάμπολτ παίρνει τη δύναμή του από τους παγωμένους, θυελλώδεις δυτικούς ανέμους του νοτίου Ειρηνικού, που παρασύρουν τα κρύα νερά κατά μήκος των χιλιανών ακτών. Διανύουμε μόλις 8 από τα 15 αναμενόμενα μίλια σε 3 ώρες!

Το βαρόμετρο έφτασε στα ύψη, που σημαίνει ότι το υπόλοιπο της περαντζάδας θα συνεχιστεί με τη μηχανή. Όντως φτάνουμε την επομένη — ώρα μία το πρωί — στις εκβολές του ποταμού Κάγιε Κάγιε, που οδηγεί στη Βαλντίβια, 12 μίλια στ’ ανάντη. Μας έμειναν μόλις έξι λίτρα καύσιμα και, για να μην το ριψοκινδυνεύσουμε, αποφασίζουμε να περιμένουμε την πλήμμη αγκυροβολώντας στο λιμάνι Κορράλ.

Ξημερώνει λιακάδα. Χάρη στην πρωινή διαύγεια τα πάντα λάμπουν από το χειμωνιάτικο ήλιο. Με την αρχή της φουσκονεριάς παρατηρούμε την ελαχιστοποίηση της ροής του ποταμού. Λίγο αργότερα σαλπάρουμε και εισχωρούμε στους βαθύρροους μαιάνδρους. Δρυμώδης λαγκαδότοπος απλώνεται στις όχθες, δασύλλια ιτιών σημαδεύουν εκροές παραποτάμων. Όσο πλησιάζουμε την πόλη, η ζούγκλα αντικαθίσταται από άλση, αγρούς και φάρμες, ενώ όταν εμφανίζονται βιοτεχνίες και καρνάγια, ξέρουμε ότι πλέον φτάσαμε. Πράγματι, σε μια στροφή παρουσιάστηκαν καμπαναριά και πολυκατοικίες, ενώ μπροστά μας μια τεράστια γέφυρα μας φράζει τον ορίζοντα.

Οι ηλιόλουστες μέρες σπανίζουν σε τέτοιο πλάτος το χειμώνα. Έτσι, παραβάλλοντας τον κύριο μόλο της πόλης, βλέπουμε εκατοντάδες άτομα να ευχαριστιούνται την κυριακάτική τους βόλτα, χαμογελαστοί από τα χάδια της ηλιοβολής. Πιο πέρα, προς το γιοφύρι, σμήνη κορμοράνων και γκρίζων πελεκάνων συνωστίζονται θορυβωδώς γύρω από τα πολύχρωμα περίπτερα της ψαραγοράς. Πλαγιοδετήσαμε για τρεις μέρες στη χτιστή όχθη και εξερευνήσαμε την καταπράσινη μικρή πόλη και τη γύρω περιοχή. Όταν επέστρεψαν οι βροχεροί βοριάδες, με την επιτάχυνση της ροής των υδάτων και το κοντόκυμα, εγκαταλείψαμε το δωρεάν κεντρικό μόλο για ν’ απαγκιάσουμε στις εγκαταστάσεις του τοπικού ναυτικού ομίλου. Χειμερία νάρκη επικρατούσε εκεί. Όλα τα σκάφη ήταν κουκουλωμένα ή τραβηγμένα στην ξηρά μέσα σε υπόστεγα. Μοναδική ένδειξη ζωής δυο «ταξιδιάρικα» ιστιοφόρα από Ολλανδία και ΗΠΑ, που περίμεναν την άνοιξη για να συνεχίσουν την πορεία τους.

Ανακαλύπταμε σταδιακά τη Χιλή. Μια στενή λωρίδα 300 χμ. φάρδους στους δυτικούς πρόποδες των Άνδεων, άλλα 4.500 χμ. μήκους (όσο από τη Νορβηγία ως τη Μαυριτανία!) με αλλεπάλληλες εναλλαγές κλίματος. Η πρόσφατη εμπειρία των Χιλιανών με μια βάναυση, αλλά απροσδόκητα επιτυχή και απίστευτα λαοφιλή δικτατορία δεν έπαυε να μας θέτει ερωτηματικά. Τα συνήθη νοτιαμερικανικά πρότυπα δεν έχουν εδώ πέραση.

Φανταστείτε ότι οι Ισπανοί κατακτητές, αφού ταχύτατα κατέστρεψαν τους μεγάλους πολιτισμούς των Αζτέκων και των Ίνκας, με χίλια ζόρια κατάφεραν να κρατηθούν σε λίγα στρατηγικά σημεία τούτης της χώρας. Οι ατρόμητες φυλές των ιθαγενών Μαπότσε δεν το έβαλαν ποτέ κάτω, καταστρέφοντας επανειλημμένα τις οχυρωμένες αποικίες. Ο ίδιος ο Βαλντίβια, γνωστός ως ιδρυτής του Σαντιάγκο, της σημερινής πρωτεύουσας, πέθανε στα χέρια των Μαπότσε. Όταν τον αιχμαλώτισαν, είχαν φροντίσει να μάθουν ότι οι Ισπανοί διψούσαν για χρυσάφι, έτσι τον έδεσαν σ’ ένα δέντρο και του έχωσαν το λιωμένο μέταλλο στο στόμα! Οι Μαπότσε δεν έδιναν σημασία στο χρυσό, αλλά μόνο στο ασήμι και αποδεδειγμένα τους άρεσε το μαύρο χιούμορ!

Μόνο στα τέλη του 19ου αιώνα κατάφερε το πλέον ανεξάρτητο κράτος να ελέγξει τον «άγριό» του Νότο και να τον αποικίσει με Γερμανούς μετανάστες. Κέντρο της «γερμανικής Χιλής» η Βαλντίβια, όπου το αρχιτεκτονικό ύφος των κτιρίων έως και οι φάτσες της πλειονότητας των κατοίκων προδίδουν κεντροευρωπαϊκή προέλευση. Σταδιακά, με την πάροδο του χρόνου, Γερμανοί και Μαπότσε αφομοιώθηκαν. Σήμερα θεωρείται ότι το 70% του συνολικού πληθυσμού έχει αίμα Μαπότσε, αποτελώντας τη χαμηλότερη κοινωνική βαθμίδα. Παραδόξως, ενώ δεν υπάρχουν φυλετικές διακρίσεις στη Χιλή μεταξύ των διαφόρων εθνοτήτων, οτιδήποτε έχει σχέση με τους πραγματικούς ιθαγενείς θεωρείται κατώτερο. Μόνο τα τελευταία χρόνια αναγνωρίστηκαν σαν εθνικώς σημαντικές οι παραδόσεις, τα έθιμα αλλά και τα δικαιώματα των «πρωτόγονων» κατοίκων. Όσους ρωτήσαμε πάντως φάνηκαν ν’ απαρνιούνται τους ιθαγενείς προγόνους τους με τον ίδιο τρόπο που προσπαθούσαν να ξεχάσουν τις κτηνωδίες της χούντας, κοιτάζοντας με παρωπίδες προς το αβέβαιο μέλλον.

Τα τεράστια προβλήματα, οι απαρχαιωμένες αποικιακές δομές είχαν οδηγήσει τη χώρα στη χρεοκοπία και η συνταγματική απάντηση δεν είχε καμιά δυνατότητα να βρει λύση στο αδιέξοδο. Το αιματηρό πραξικόπημα που ακολούθησε έφερε στο προσκήνιο τον Πινοσέτ, ο οποίος δοκίμασε για αρκετά χρόνια να ανορθώσει με «πατέντες» την οικονομία, μέσα σε μια καταπιεστική και παρανοϊκή ατμόσφαιρα. Η ανάκαμψη ήρθε ύστερα από δεκαπέντε χρόνια και με την ντροπαλή επιστροφή στη δημοκρατία. Η Χιλή έγινε πλέον μοναδικό παράδειγμα επιτυχίας και οικονομικής άνθησης ανάμεσα στα άλλα νοτιοαμερικανικά κράτη με δικτατορικά καθεστώτα. Οι χαρακτηριστικοί τομείς, εξαγωγές και οικοδομή, γνωρίζουν αλματώδη  ανάπτυξη, οι δημόσιες υπηρεσίες λειτουργούν υποδειγματικά, με ανύπαρκτη διαφθορά. Φυσικά το κόστος είναι μεγάλο, η στρατιωτική μηχανή στοιχίζει 30% του προϋπολογισμού, αφήνοντας ψίχουλα για παιδεία και υγεία. Πάντως, για του «στραβού το δίκιο», είναι αλήθεια ότι η μεγάλη πλειονότητα των Χιλιανών ζει καλύτερα και με καλύτερες προοπτικές από τους κατοίκους των γειτονικών χωρών.

Για να αντιμετωπίσουμε τη χειμωνιάτικη ανία — λόγω κρύου και συνεχούς βροχής — ο καθένας μας βρήκε μικροασχολίες. Η Άννα Μαρία κατασκεύασε ράφια για δύο ντουλάπες της καμπίνας και βερνίκωσε — στο υπόστεγο — το βαρκάκι, ενώ εγώ έγραφα ή δούλευα στο μηχανουργείο όπου κατασκευάζονταν τα καινούρια διπλά τιμόνια που θα αντικαθιστούσαν το σημερινό πτερύγιο. Είχαμε προγραμματίσει να μεταβάλουμε την πρύμη, προσθέτοντας μια «σέσουλα» στον καθρέφτη και εγκαθιστώντας στο κέντρο την εξωλέμβια μηχανή. Με την υπερφόρτωση του σκάφους, είχαμε παρατηρήσει πως «έβραζαν» τ’ απόνερα στην παπαδιά και η εύκολη λύση της σέσουλας μας ήρθε στο νου, με κύριο ερώτημα τι θα βάζαμε στη θέση του εξωτερικού — πτυσσόμενου — πηδαλίου. Η λύση των μόνιμων διπλών φτερών, αν κόστιζε λίγο περισσότερη βρεχόμενη επιφάνεια, μας εγγυούταν τουλάχιστον καλύτερο έλεγχο και λιγότερη δουλειά για τον αυτόματο πιλότο. Εξαιτίας του μεταβλητού βυθίσματος της «Καλλίπυγου», δεν έπρεπε το συνολικό βάθος του τιμονιού να ξεπερνάει τα εξήντα εκατοστά. Με το σκεπτικό αυτό προέκυψαν τα διπλά πτερύγια, η επιφάνεια των οποίων υπολογίστηκε από το παράρτημα ναυπηγικής του τοπικού πολυτεχνείου. Οι άξονες των δύο φτερών συνδέονται, μέσω πολύσπαστων, με μια κεντρική λαγουδέρα. Παρ’ όλο που τα εξαρτήματα ήταν ανοξείδωτα, το συνολικό κόστος παρέμεινε πολύ χαμηλό και αυτός ήταν ο κύριος λόγος που μας ώθησε να πραγματοποιήσουμε τη μετασκευή της πρύμης.

Κάθε βράδυ κουβεντιάζαμε στα βραχέα με τον Παναγιώτη, ένα ραδιοερασιτέχνη ελληνικής καταγωγής, ο οποίος μετέφερε — χάρη στα πανίσχυρα μηχανήματά του — προς την Ελλάδα μηνύματα σε φίλους και γνωστούς. Από την πλευρά του, ο Παναγιώτης — επιφανές μέλος της μικρής ελληνοχιλιανής παροικίας του Σαντιάγκο — περίμενε πώς και πώς να μας γνωρίσει από κοντά, όταν θα πλησιάζαμε τα λιμάνια της Κεντρικής Χιλής. Εν τω μεταξύ, παραμέναμε σε επαφή με τον παγωμένο Νότο όπου βρίσκονταν οι Γάλλοι φίλοι μας, ο Πατρίς και η Άννα, προετοιμάζοντας το μεγάλο τους αλουμινένιο σκάφος για ένα ταξίδι στην Ανταρκτική. Κάθε φορά μας ρωτούσαν εάν θέλαμε να πάμε μαζί τους, καθώς χρειάζονταν πλήρωμα. Όλα όμως εξαρτιόνταν από την τοποθεσία όπου θα εκτελούσαν τη μετασκευή της πρύμης και, αν γινόταν, να αφήσουμε την «Καλλίπυγο» ασφαλή στην ξηρά. Η περίοδος των κυκλώνων του νοτίου Ειρηνικού λήγει το Μάρτιο, οπότε έχουμε, θεωρητικά, αρκετό χρόνο να βρούμε ένα μέρος με φτηνή ναυπήγηση και ξηρό κλίμα για τις ρητίνες και τις μπογιές.

15/9: Εμφανίστηκαν τα πρώτα άνθη, ζυγώνει η άνοιξη. Έχασαν την ανάσα τους οι θυελλώδεις βοριάδες, έφτασε επιτέλους ο καιρός να ξανασαλπάρουμε. Κοντεύουμε έξι μήνες στη Χιλή και θα πρέπει να κάνουμε μια εκδρομή — περνώντας τις Άνδεις — στη γειτονική Αργεντινή για να ανανεώσουμε τις βίζες μας.

Κάναμε ένα ωραίο εξάωρο ταξίδι, με υπεραστικό λεωφορείο, από τη Βαλντίβια έως το Μπαριλότσε, θέρετρο χειμερινών διακοπών των πλουσίων της Αργεντινής. Όλα θύμιζαν... Ελβετία: τα ξύλινα σπίτια, οι λίμνες όπου καθρεφτίζονται τα χιονοστεφή όρη. Η παραμεθόρια πόλη βρίσκεται σε υψόμετρο 2.000 μέτρων, τα γύρω βουνά ξεπερνούν τις 4.000! Δυστυχώς οι τιμές ακολουθούν ελβετικά πρότυπα και, ζηλεύοντας τα όρη, έφταναν κι αυτές στα ύψη. Έτσι τη βγάλαμε «τσολιάδικα» με ψωμοτύρι από το σουπερμάρκετ! Επιστροφή την άλλη μέρα - πάλι οι εκατοντάδες μαίανδροι του παγωμένου χωματόδρομου στις πλαγιές των Άνδεων και η κάθοδος προς τα απέραντα δάση στα βουνοκάμπια της Χιλής. Χάρη στην καλή ορατότητα ξεμύτισαν οι τέλειοι κώνοι των ηφαιστείων που κοσμούν τις παράκτιες οροσειρές.

Ετοιμάζουμε την «Καλλίπυγο» για τη συνέχεια του ταξιδιού. Ρουτίνα ελέγχων στο τιμόνι, στη μηχανή, στα πανιά και, φυσικά, στην αρματωσιά. Εφοδιαστήκαμε με τα απαραίτητα τρόφιμα και καύσιμα. Τα καινούρια τιμόνια και τα εξαρτήματά τους επιτέλους ετοιμάστηκαν, δε μας μένει παρά να κάνουμε υπομονή για τα έγγραφα του απόπλου!

25/9: Κατεβαίνουμε νωρίς το ποτάμι για να προλάβουμε την ευνοϊκή φυρονεριά στις εκβολές. Βιράρουμε τα πανιά, βάζοντας πλώρη για το Αλγκαρρόμπο, 450 μίλια μακριά. Ο μουντός γαρμπινός μετατρέπεται σε βροχερό μαΐστρο καθώς ζυγώνει ένα αδρανές κρύο μέτωπο. Ο αντίθετος αέρας δεν ξεπερνάει τα 4 μποφόρ. Με πολλαπλές «βόλτες» παραπλέουμε την αμμώδη αλίμενη ακτή. Μες στη νύχτα εμφανίστηκε η ανταύγεια μιας πόλης, εκεί που κατά το χάρτη βρίσκεται το ανοιχτό πέλαγος. Πλησιάζοντας, ανακαλύπτουμε έναν τεράστιο στόλο ανεμότρατων να σαρώνει το βυθό.

Η επόμενη μέρα φέρνει μπουνάτσα και προσορμίζουμε για λίγη ώρα στο πολύ βρόμικο λιμάνι Σαν Βισέντε, συμπληρώνοντας καύσιμα για την περίπτωση που θα συνέχιζε η άπνοια. Άσκοπη τελικά η κίνηση, γιατί μόλις ξεμυτίσαμε από τους κατραμιασμένους κυματοθραύστες, συναντούμε τις πρώτες σπιλιάδες από το νοτιά. Έως να μεσημεριάσει, το ούριο αεράκι έστρωσε γύρω στα πέντε μποφόρ. Δύο σταυρωμένοι φλόκοι αντικατέστησαν το μπαλόνι και η «Καλλίπυγος» τρέχει με έξι κόμβους, υπό την επιτήρηση του αυτόματου πιλότου. Ευχαριστιόμαστε τη λιακάδα.

Με τον ίδιο ρυθμό συνεχίζουμε τη νύχτα, μοναδική απασχόληση της βάρδιας να φυλαγόμαστε από τυχόν βαπόρια. Υπολογίζοντας την ώρα άφιξης στο Αλγκαρρόμπο, αποφασίζουμε να κόψουμε ταχύτητα μειώνοντας την ιστιοφορία, ώστε να φτάσουμε ξημερώματα της επομένης. Η σταθερότητα των αληγών επιτρέπει προγραμματισμό απίστευτο σε μεσογειακούς ιστιοπλόους, συνηθισμένοι στις συνεχείς εναλλαγές των κεφιών του Αιόλου. Μουδαρισμένοι οι φλόκοι, «τσουλάμε» ανέμελα προς το βορρά χαζεύοντας, χάρη στην πλήρη αιθρία, το θέαμα των χιονισμένων Άνδεων που αστράφτουν στο μακρινό ορίζοντα. Με το ραδιόφωνο ανακοινώνουμε στο φίλο Παναγιώτη ότι φτάνουμε την επομένη και μας απαντά ενθουσιασμένος ότι θα έρθει από το Σαντιάγκο ως το λιμανάκι για να μας προϋπαντήσει.

Το ευνοϊκό ρεύμα του Χάμπολτ άρχισε λογικά να γίνεται αισθητό από τη στιγμή που το χρειαζόμαστε λιγότερο (ο νόμος του Μέρφυ!), με αποτέλεσμα να υπολογίζουμε πλέον την άφιξή μας γύρω στις τρεις το πρωί. Επικίνδυνο να πλησιάσει κανείς νυχτιάτικα αυτή την υφαλοσπαρμένη κόστα, οπότε, μόλις σιγουρέψαμε το στίγμα μας, κάνουμε αντιμονή. Η πλεύση αυτή, μάλλον στάση θα ήταν πιο ακριβές — αντήνεμος ο φλόκος, τελείως λάσκα η μαΐστρα και άλα μπάντα σταβέντο η λαγουδέρα — επιτρέπει αργές, απαλές κινήσεις, καθώς ξεσέρνοντας το σκάφος, «σιδερώνει» τη θάλασσα, αφήνοντας μια προσήνεμη λαδιά όπου ξεθυμαίνουν τα κύματα. Δέκα μίλια από την ακτή διακρίνουμε τα φώτα της πόλης Σαν Αντόνιο. Καραβοφάναρο, η νύχτα περνάει ήσυχα. Η χαρά της βάρδιας όταν φωσφορίζουν τα κύματα και λάμπουν τ’ άστρα σαν μαργαριτάρια πάνω σε μαύρο βελούδο. Πριν καλά ροδίσει η ανατολή, παίρνουμε νέο στίγμα και βάζουμε πλώρη για τον όρμο. Η πελώρια ωκεανική ρεστία σκάει στην ακτή, σηκώνοντας σύννεφα ομίχλης όπου χορεύουν οι πρωινές ηλιαχτίδες.

Σκαρφαλώνω στο κατάρτι για την αναγνώριση των υφάλων και κατευθύνω την Άννα Μαρία που τιμονεύει την «Καλλίπυγο» στο δαίδαλο των ξερών. Με ανακούφιση καβατζάρουμε την τελευταία πούντα, πλέοντας επιτέλους σε ήρεμα νερά.

Το Αλγκαρρόμπο, καλοκαιρινό θέρετρο διασημοτήτων όπως ο Πάμπλο Νερούδα, έχει να επιδείξει δύο ναυτικούς ομίλους: ο πρώτος φιλοξενεί τους περαστικούς ιστιοπλόους σε μια φυσική και ασφαλή λεκάνη περιστοιχισμένη από ξέρες, ο δεύτερος εδρεύει σε μια ολοκαίνουργια και πολυτελή μαρίνα (με τιμές Κυανής Ακτής). Άσκοπο να πούμε γιατί προτιμήσαμε τον πρώτο όμιλο, όπου γίναμε αμέσως ευπρόσδεκτοι! Το απόγευμα μας επισκέφθηκε ο Παναγιώτης με τη γυναίκα του Κατίνα και κουβεντιάσαμε παρέα ως το βράδυ. Κανονίσαμε για την επομένη να πάμε με λεωφορείο στην πρωτεύουσα, όπου θα μας φιλοξενούσε για δυο μέρες και θα μας ξεναγούσε στα αξιοθέατα.

Σαντιάγκο.

Κεντρική Κοιλάδα, όπως λέγεται εδώ. Πραγματική Γη της Επαγγελίας, όπου τεράστιοι μπαξέδες γειτονεύουν με φυτείες και αμπελώνες, με φόντο, στον ανατολικό ορίζοντα, τις μεγαλοπρεπείς Άνδεις, που επέπλεαν σε μια θάλασσα νέφους. Όπως στην Ελλάδα, ο μισός πληθυσμός της χώρας ζει γύρω από την πρωτεύουσα για τους γνωστούς λόγους και με τα γνωστά επακόλουθα, ιδίως όταν η «συνταγή» συμπεριλαμβάνει τις μεσογειακές τάσεις για χάος και άναρχη ανάπτυξη. Ευτυχώς δεν υπάρχει μεγάλο συγκοινωνιακό πρόβλημα χάρη στο υπερσύγχρονο μετρό. Εκτός από την πανοραμική άποψη της μεγαλούπολης και του νέφους της, από την κορυφή του λόφου Κριστόμπαλ, το Σαντιάγκο δεν έχει να επιδείξει θεαματικές ιδιαιτερότητες, καθώς ελάχιστα είχαν επενδύσει οι Ισπανοί σ’ αυτή τη φτωχή τους αποικία. Λίγα κτίρια επέζησαν από τις επιθέσεις των ιθαγενών και του Εγκέλαδου! Όσο για τα μουσεία, λίγα πράγματα, εκτός από το μικρό αλλά πλούσιο Ίδρυμα Προκολομβιανής Τέχνης. Η βασιλική φιλοξενία του Παναγιώτη μας αποζημίωσε για το άκαρπο — αν και ενδιαφέρον — διήμερο. Επιστρέφοντας στο Αλγκαρρόμπο, επισκεφθήκαμε την κατοικία του Πάμπλο Νερούδα, σήμερα ένα αξιοπρόσεκτο μουσείο γύρω από την προσωπικότητα και το έργο του μεγάλου ποιητή.

Οκτώβριος. Το ταξίδι συνεχίζεται, αποχαιρετούμε τους φιλικότατους υπαλλήλους του ναυτικού ομίλου και βάζουμε πλώρη για το γειτονικό Βαλπαραΐσο, το επώνυμο και υμνημένο λιμάνι της Χιλής από την εποποιία των ιστιοφόρων φορτηγών πλοίων. Η πόλη απλώνεται στη βόρεια πλευρά μιας χερσονήσου περιστοιχισμένης από κατσάβραχα, όπου κυριολεκτικά κρεμιούνται σαν πολύχρωμα τσαμπιά οι φτωχότερες συνοικίες. Σύντομοι, μικροί οδοντωτοί σιδηρόδρομοι συνδέουν την άνω πόλη με το κέντρο. Τεράστιοι κυματοθραύστες απαγκιάζουν τους ντόκους από το μαΐστρο, ενώ πιο βόρεια εκτείνεται πάνω από μια αστραφτερή αμμουδιά η αριστοκρατική δίδυμη αδερφή πόλη, η Βίνια ντελ Μαρ. Δεν υπήρχε μέρος για να δέσουμε την «Καλλίπυγο» μέσα στο εμπορικό λιμάνι, ενώ είχαμε αποκλείσει την ιδέα να φουντάρουμε στη ράδα. Τα συντρίμμια δύο ναυαγίων, καρφωμένα στην παραλία, αποδείκνυαν πως ο μαΐστρος ρημάζει την περιοχή.

Λίγο πιο βόρεια υπάρχουν τα ρεμέτζα του τοπικού ναυτικού ομίλου που προσφέρονται όσο επικρατεί γαλήνη. Ο πολυτελέστατος σύλλογος παρέχει στα εξήντα μέλη του κυρίως κοινωνικές δραστηριότητες, με πισίνες, τένις κ.ά. Όπως παρατηρήσαμε, η ράδα δεν είναι ασφαλής, έτσι τα είκοσι κότερα — ανεξαρτήτως μεγέθους — στέκονται στη στεριά και καθελκύονται μ’ έναν τεράστιο γερανό κάθε φορά που τα χρειάζονται οι ιδιοκτήτες τους! Όταν επισκεφθήκαμε με λεωφορείο το Βαλπαραΐσο, συναντήσαμε έναν πολύ καλό και φιλικό Χιλιανό ελληνικής καταγωγής, ο οποίος μας συνέστησε να πάμε στο παραπλήσιο λιμάνι του Κιντέρο. Εκεί υπήρχε ένας όχι ιδιαίτερα εξοπλισμένος αλλά συμπαθητικός όμιλος με απλές εγκαταστάσεις και φτηνές υπηρεσίες, αν θέλαμε ν’ ανελκύσουμε την «Καλλίπυγο». Με ανακούφιση εγκαταλείψαμε τη ράδα του Βαλπαραΐσο, όπου όχι μόνο η ρεστία αλλά και ο συνεχής θόρυβος στον παράκτιο αυτοκινητόδρομο δε μας άφηναν να ησυχάσουμε. Πάλι πορεία προς το βορρά, δεκαπέντε μίλια μόνο ως το Κιντέρο.

Το πάλαι ποτέ αριστοκρατικό θέρετρο του μεσοπολέμου, με την ατελείωτη λευκή αμμουδιά και τα καθαρά νερά, είχε εξευτελιστεί από τα φουγάρα της βαριάς βιομηχανίας και τους μινεραλάδικους ντόκους. Το Κιντέρο είχε μεταμορφωθεί σ’ ένα ευχάριστο ψαρολίμανο με παράγκες, χωματόδρομους και ξερούς, σκονισμένους κήπους. Ξεχώριζε το κτίριο του ναυτικού ομίλου, αφού επρόκειτο για τη σαραβαλιασμένη υπερκατασκευή ενός πριτσινωτού ατμόπλοιου! Αυτό έδινε τον τόνο και το ύφος του συλλόγου που τελικά μας φιλοξένησε τους επόμενους μήνες, θυμίζοντας μας κάπως τον εγκάρδιο ΝΟΤΚ των ερασιτεχνών ναυπηγών και των μεγαλοφυών πατενταδόρων με τα ιδιόμορφα πλεούμενά τους! Αρχικά αναζητήσαμε κάποιον μάστορα για να μας βοηθήσει στα πιο δύσκολα στάδια της μετασκευής. Όταν όμως είδαμε τις πρόχειρες μαραγκοδουλειές και τις τσαπατσούλικες πλαστικοποιήσεις στα γύρω σκάφη, αποφασίσαμε να κάνουμε μόνοι μας την εργασία.

Μεγάλη εντύπωση έκανε η αναζήτηση του τέλειου και η λεπτομέρεια με την οποία εργαζόταν η Άννα Μαρία. Πότε με σκαρπέλα, πότε με πλάνες ή σιγάτσες η γερμανική ακρίβεια αναδυόταν σε όλη της τη μεγαλοπρέπεια. Στον όμιλο πρώτη φορά έβλεπαν «γιότμεν» να δουλεύουν με τα χέρια τους! Σχεδόν κάθε βράδυ οι υπάλληλοι του ομίλου και η παρέα τους συγκεντρώνονταν γύρω από μια τεράστια καζανιά «κουράντο» που σιγόβραζε σε άσπρο κρασί, κρατώντας ένα ποτήρι κοκκινέλι στο χέρι. Αξέχαστες θα παραμείνουν αυτές οι νύχτες κουβέντας, καλαμπουριών, σχολίων και καντάδων στη ζέστα της θράκας, υπό την υψηλή επίβλεψη του Σταυρού του Νότου.

Τα Σαββατοκύριακα έκαναν την εμφάνισή τους τα μέλη και, για να κρατάμε τους «τύπους», δεν είχαμε φαγοπότια. Επίσης, αποφεύγαμε εργασίες με εποξικές ρητίνες. Όλο και κάποιος έξυπνος άγγιζε τη φρέσκια κόλλα ή μας απασχολούσε με κουβέντες σε κάποια κρίσιμη στιγμή! Έτσι πολλές φορές κάναμε αγώνες τριγώνου με κάποια σεβαστή αντίκα «ανοιχτής θάλασσας», λαμβάνοντας κατόπιν μέρος στις επακόλουθες σπονδές κι απονομές...

Χάρη στα ηλεκτρικά εργαλεία που μας δάνεισαν διάφορα μέλη, η δουλειά προχωρούσε γοργά. «Χτίσαμε» τα ύφαλα της σέσουλας, την τρυπήσαμε να περάσουν τα πλαστικά χιτώνια των αξόνων και οι ευθυγραμμισμένες ενισχύσεις τους, μετά γεμίστηκε η κοιλότητα της σέσουλας με αφρό πολυουρεθάνης, πριν τελικά κουβερτωθεί. Βαθύναμε το κεντρικό μόνιμο πτερύγιο ανάλογα με το μήκος των πηδαλίων και χτίσαμε τη νέα βάση της εξωλέμβιας.

Το καλοκαίρι πλησίαζε. Οι νοτιάδες δυνάμωσαν, σηκώνοντας τεράστια σύννεφα σκόνης στα γύρω ξερά χωράφια και στους χωματόδρομους του Κιντέρο. Ανέμου και σκόνης επιτρέποντος, σφραγίσαμε όλες τις επιφάνειες με εποξικό, πριν τις χρωματίσει η Άννα Μαρία με τη μοναδική της τεχνική στο ρολό και στο πινέλο. Ελέγχοντας τα πτερύγια των καρενών, ανακαλύψαμε ένα ράγισμα κατά μήκος της δεξιάς, μάλλον αποτέλεσμα της βίαιης προσάραξης στον κόλπο Έντουαρτς της Γης του Πυρός. Ευτυχώς ο πλαστικός άξονας είχε παίξει σωστά το ρόλο του ελαστικού συνδέσμου, αποφεύγοντας ζημιές στη γάστρα. Η επισκευή της καρίνας μας στοίχισε μια βδομάδα εργασίας.

Πού και πού κάναμε ημερήσιες επισκέψεις στο Σαντιάγκο ή στο Βαλπαραΐσο για υλικά, συναντώντας τους κατά τόπους Ελληνοχιλιανούς μας φίλους. Στην πρωτεύουσα έδρευε ο μέγας ραδιοερασιτέχνης Παναγιώτης, που καθημερινά αναμετάδιδε μηνύματά μας από και προς την Ελλάδα χάρη στα πανίσχυρα μηχανήματα και την πελώρια κεραία του. Με τη σύζυγό του όλο και κάποια λιχουδιά ετοίμαζαν για να μας τρατάρουν και μια φορά μάλιστα μας εξέπληξαν με μια στοίβα σπιτικό φύλλο για να φτιάξουμε μπακλαβά και σπανακόπιτα! Στο λιμάνι, από την πλευρά του, ο Νίκος ίδρωνε για να στήσει μια επιχείρηση τροφοδοσίας πλοίων και αρκετές φορές βοηθούσα στη σύνταξη της ελληνικής αλληλογραφίας. Καημένε Νίκο, μαθημένος στη χιλιανή ευθύτητα και επαγγελματική ηθική ζοριζόσουν με τα χίλια κόλπα και τις κομπίνες ορισμένων πολυμήχανων Ελλήνων αετονύχηδων. Χιλιανός δεύτερης γενεάς, ιδανικοποιούσε την Ελλάδα και δυσκολευόταν να την αντιμετωπίσει σαν χώρο ασυδοσίας!

Ο καιρός περνούσε, κάθε μέρα η ζέστη γινόταν πιο έντονη, κιτρινισμένα χόρτα αντικαθιστούσαν πλέον τον πολύχρωμο τάπητα των ανοιξιάτικων λουλουδιών. Από το παγωμένο άκρο της ηπείρου, ο Πατρίς μας περιέγραφε καθημερινά από το ραδιόφωνο την άφιξη της ντροπαλής φουσκοδεντριάς και ρωτούσε αν τελικά αποφασίσαμε να πάμε στην Ουσουάγια για να ταξιδέψουμε παρέα προς την Ανταρκτική. Η προσφορά ήταν δελεαστική, γνωρίζαμε καλά το  γαλλικό ζευγάρι και το «Μποέμ», το γερό και γρήγορο αλουμινένιο τους σκαρί. Για κάθε ιστιοπλόο ανοιχτής θάλασσας μια άγνωστη ήπειρος αποτελεί πειρασμό και όταν πρόκειται για την απρόσιτη κι ανέπαφη Ανταρκτική, τότε το θέμα σηκώνει συζήτηση. Με τη μικρή και ξύλινη «Καλλίπυγο» δε θα μπορούσαμε ποτέ να πλησιάσουμε τους Πολικούς Κύκλους με τις ύπουλες ομίχλες, τους πάγους και τις θύελλες. Το κλειδί για έναν τέτοιο πλου είναι σκάφος με μεγάλη μηχανή, τέσσερις μήνες αυτονομία, ραντάρ, μεταλλική γάστρα για να επιζήσει από τράκους με τυχόν κομμάτια πάγου και φυσικά κινητή καρένα για να μπορεί να χώνεται σε ρηχούς ορμίσκους όπου δεν κινδυνεύει από παγόβουνα. Με άλλα λόγια η περιγραφή του «Μποέμ», σχεδιασμένο από το θρυλικό Χαρλέ.

Ο κύριος ανασταλτικός παράγοντας παραμένει όμως το κακόφημο Πέρασμα Ντρέικ, πραγματικό μπουγάζι μεταξύ του Ακρωτηρίου Χορν και της Ανταρκτικής χερσονήσου. Ένα πέρασμα 600 ν.μ. πλάτους, σαρωμένο από μια σειρά χαμηλών βαρομετρικών, όπου επικρατούν θυελλώδεις συνθήκες το λιγότερο είκοσι μέρες το μήνα. Ατέλειωτος ο κατάλογος των πλοίων που χάθηκαν στα παγωμένα νερά του Ντρέικ... Απ’ ό,τι λένε οι πλοηγοί, οι καιροί αναμένονται πιο ήπιοι στην Ανταρκτική χερσόνησο, που στέκεται στη νότια πλευρά των χαμηλών βαρομετρικών, σε μια ζώνη με μικρότερες διαφορές πιέσεως, εξ ου η μεγάλη ανάγκη για μηχανή και μπόλικα καύσιμα!

Από το Αρχιπέλαγος των Νοτίων Σέτλαντ και πέρα αρχίζει η έκτη παγωμένη ήπειρος, μοναδική μέχρι πρότινος που παρέμενε άγνωστη στον άνθρωπο και ανέπαφη από κάθε δραστική επέμβαση του πολιτισμού μας. Πετρέλαιο, ουράνιο, γαιάνθρακες, χρυσός, φάλαινες και ψάρια έγιναν στόχοι λεηλασίας με τη φιλοσοφία του Καραγκιόζη: «τα δικά μου δικά μου και τα δικά σου δικά μου!». Ευτυχώς επενέβη ο ΟΗΕ, χαρακτηρίζοντας την Ανταρκτική «κληρονομιά της ανθρωπότητας», με σκοπό να παραμείνει παρθένα η ήπειρος.

Από τη μια πλευρά υπήρχε αυτή η τεράστια έλξη προς το άγνωστο, το καινούριο, το ανέπαφο, ενώ από την άλλη ορθώνονταν τα φυσικά σύνορα του «Ντρέικ», μαζί με τις τεράστιες λογιστικές  δυσκολίες ενός τέτοιου ταξιδιού. Άλλο πράγμα αποτέλεσε το δικό μας «γρήγορο» πέρασμα του Χορν και άλλη ιστορία ν’ αψηφήσει κανείς για μέρες τις θηριώδεις και παγωμένες λαίλαπες του Μεγάλου Νότου. Η Άννα Μαρία χάρη στο — γερμανικό ή θηλυκό της — ρομαντισμό οραματίζεται μόνο τη μαγεία της αποκάλυψης. Εγώ δίσταζα — σαν μεσογειακός επικούρειος — προ των δυσχερειών.

Τελικά, επικράτησε η Άννα Μαρία, αφού μου εμφύσησε τον ερεθισμό της πρόκλησης. Έτσι ανακοινώσαμε τελικά στον Πατρίς την απόφασή μας να πάμε οδικώς να τον συναντήσουμε στην Ουσουάγια γύρω στις 15 Δεκεμβρίου. Ως τότε είχαμε αρκετές δουλειές να ολοκληρώσουμε. Έπρεπε η «Καλλίπυγος» να βρίσκεται έτοιμη για καθέλκυση, ώστε να μας απομένει μόνο ο χρωματισμός των υφάλων στην επιστροφή μας από την Παταγονία. Τελευταία σπαζοκεφαλιά, η επιβίωση της γάτας κατά τη δίμηνο απουσία μας, πρόβλημα που λύθηκε χάρη στην μπεκροπαρέα, αφού υποσχέθηκαν να της δίνουν όσο θα λείπαμε το «μερίδιό» μας σε θαλασσινά από την καθημερινή καζανιά! Η τετράποδη φίλη μας είχε ξανασυνηθίσει στη στεριανή ζωή, έκανε τις νυχτερινές της τσάρκες, κυνηγώντας ποντίκια και κάνοντας «κόντρες» με τα σκυλιά-φύλακες!

1/12: Μπήκαμε στην τελική ευθεία των προετοιμασιών, μέχρι πόρτες και καμάρια δέχτηκαν είκοσι τέσσερα χέρια βερνικιού, οπότε, τελειώνοντας, αποφασίσαμε να κάνουμε μια βδομάδα «διακοπών» έπειτα από αυτό το δίμηνο πυρετώδους εργασίας. Ένα στεριανό ταξίδι βόρεια, στα σύνορα Βολιβίας-Χιλής όπου απλώνεται η πιο «τέλεια» έρημος. Το βαλάντιό μας δεν επέτρεπε πολυτέλειες, αλλά τα υπεραστικά λεωφορεία ήταν πολύ φτηνά και με τη γνωστή συνταγή, φρούτα, ψωμί, ελιές και τυρί, θα τη «βγάζαμε» χωρίς εστιατόρια. Πολλές εταιρείες μεταφορών έδιναν μάχη στο καλοοργανωμένο οδικό σταθμό του Σαντιάγκο για να γεμίσουν τα λεωφορεία τους και επωφεληθήκαμε έτσι από τις απίθανες τιμές σε άνετο όχημα με τουαλέτες και βίντεο!

Χαζεύοντας από το παράθυρο τα «στεριανά τοπία», γρήγορα ξετυλίγονταν εικόνες μιας συνεχούς ξηρότερης φύσης. Από τις απέραντες φυτείες οπωροκηπευτικών στην εύφορη κοιλάδα του Σαντιάγκο, ακολούθησαν ολοένα πιο άνυδρες εκτάσεις, όπου οι ελαιώνες έκαναν αργά τόπο σε στεπώδη πεδία κάκτων, αθάνατων και σκονισμένων δρόμων, χαραγμένα από πετρώδεις γκρεμούς. Πριν από τη δύση του ήλιου, προλάβαμε να δούμε τα πρώτα ερημικά υψίπεδα. Περιοχές σκισμένες βαθιά από χειμάρρους, στις όχθες των οποίων ευδοκιμούν αμπελώνες όπου παράγεται το περιβόητο πίσκο, η χιλιανή ρακί. Χάρη στο περίφημο αυτό ποτό κοιμηθήκαμε τέλεια, χωρίς να μας ενοχλήσει το πιστολίδι της καουμπόϊκης βιντεοταινίας!

Τα ξημερώματα μας βρήκαν στη μέση της ερήμου, ομαλές αμμώδεις επιφάνειες σπαρμένες με φυσικούς μεγάλιθους, αποτέλεσμα της αιολικής διάβρωσης. Ο αυτοκινητόδρομος, σαν μαύρος χάρακας, εκτεινόταν ολόϊσια και χανόταν στον ορίζοντα. Τρέχαμε πλέον στην έρημο της Ατακάμα, ένα από τα λίγα μέρη του κόσμου που δε γνώρισε ποτέ βροχή και όπου δεν έχουν βρεθεί οποιαδήποτε ίχνη φυτικής ή ζωτικής ύπαρξης: η τέλεια έρημος. Παρά το συναίσθημα του οπτικού κενού που μας προκαλούν τα αδειανά, φαλακρά τοπία, γνωρίζουμε τον πλούτο που έκρυβε στα σπλάχνα του αυτό το κομμάτι της Χιλής: χαλκός, νίτρο, θειάφι, σίδερο, ασήμι και αλάτι εξορύσσονται εδώ και αποτελούν περίπου το 40% του Α.Ε.Π. Με τον ειρωνικά αποκαλούμενο «πόλεμο του Ειρηνικού» (!) το 1880, οι Χιλιανοί επωφελήθηκαν από το πολιτικοοικονομικό χάος στις γειτονικές χώρες Βολιβία και Περού για να αρπάξουν την Ατακάμα, μια ερημική παράκτια λωρίδα 300 χμ. πλάτους, μεταξύ Άνδεων και ωκεανού, αλλά μήκους 1.300 χμ.! Στα λιμάνια Αντοφαγκάστα και Ικίκε έρχονταν τον περασμένο αιώνα μεγάλα ιστιοφόρα να φορτώσουν νίτρο καβατζάροντας το Χορν. Οι περιορισμοί του Πρώτου Παγκοσμίου πολέμου προκάλεσαν την αφάνιση των μυθικών κλίπερ και την αντικατάσταση του νίτρου με τα φτηνότερα τεχνητά λιπάσματα. Τότε έφτασε η ώρα του χαλκού και των γιγάντιων υπαίθριων ορυχείων, που έκαναν τη Χιλή την υπ’ αριθμόν ένα παραγωγό χαλκού στον κόσμο.

Μετά το ολιγόωρο διάλειμμα στην πολύχρωμη Αντοφαγκάστα, αφήσαμε τις παραλίες του Ειρηνικού για ν’ αρχίσουμε τη μακρά ανάβαση της παράκτιας οροσειράς. Οι μαίανδροι του δρόμου αναρριχώνται στα γιγάντια σκαλιά, στα οροπέδια της ερήμου, παράλληλα με το μοναδικό υδραγωγό που τροφοδοτεί την Αντοφαγκάστα. Πού και πού εμφανίζονται ερείπια, χωριά-φαντάσματα, εγκαταλειμμένα ορυχεία νίτρου, σκονισμένα από τον τρελό αέρα που σταθερά σβήνει τα σημάδια της ανθρώπινης παρουσίας. Άλλος ένας αιώνας και όπως έπλασε τους γύρω λόφους, ο άνεμος θα επιστρέφει στη φύση τα καταπατημένα της εδάφη.

Στην Καλάμα (2.000 μ. υψόμετρο) αχνίζουν οι τσιμινιέρες του μεγαλύτερου ορυχείου χαλκού στον κόσμο. Τέρμα των λεωφορείων. Η μικρή πόλη, άμεσα συνδεμένη με το γιγάντιο λατομείο, δεν έχει πολλά να δείξει: στρατιές ολοκαίνουριων, ομοιόμορφων σπιτιών, «ζόρικα» μπαρ όπου ξεδίνουν οι πιο σπάταλοι των μεταλλωρύχων και το τέρμα της μοναδικής σιδηροδρομικής γραμμής που συνδέει τη Χιλή με τη Λα Παζ της Βολιβίας, όλα ψημένα στον πύρινο ήλιο του τροπικού. Ο κονιορτός της ερήμου αλεύρωσε τις παράγκες του σταθμού και το ηρωικό τρενάκι, που κατά την εβδομαδιαία του διαδρομή δεινοπαθεί στις ορεινές διόδους των 4.500 μέτρων.

Από την Καλάμα, φτάνουμε μ’ ένα τοπικό πούλμαν στον προορισμό μας — το Σαν Πέδρο Ατακάμα — μικρή παρόχθια όαση μιας μεγάλης, αποστραγγισμένης αλμυρής λίμνης. Φτάσαμε πλέον σε υψόμετρο 2.500 μέτρων και με δέος αντικρίζουμε, στον ανατολικό ορίζοντα, τα μεγαλοπρεπή ηφαίστεια των Άνδεων. Το πλινθόχτιστο χωριό περιβάλλεται από κήπους και μποστάνια χάρη σ’ ένα ανδικό ρυάκι. Σ’ αυτό το ύψος η νυχτερινή υγρασία επαρκεί στην ανάπτυξη μεγάλων «κάκτων κηροπήγια» (cactus candelabra) και προφανώς όσο ανεβαίνει κανείς τις πετρώδεις πλαγιές τόσο θα συναντά μορφές χλωρίδας. Πράγμα που επιβεβαιώθηκε σε μια εκδρομή την επόμενη μέρα, όταν επισκεφθήκαμε τους θερμοπίδακες στα σύνορα της Βολιβίας.

Παρ’ όλο το θέαμα της διάθλασης των ηλιαχτίδων στις κολόνες ατμού, μεγαλύτερη εντύπωση μας έκανε η ντροπαλή ανάπτυξη ζωής στα 4.500 μέτρα: μικρές λειχήνες και μούσκλια, που επιβίωναν χάρη στην υγρασία και στα υποτυπώδη χιονογενή ρυάκια, επαρκούσαν να στηρίζουν αγέλες βικούνια (μικρά καμηλοειδή, άγρια λάμα), αλεπούδες, ροζ φλαμίγκο, αγριόπαπιες και φυσικά το πτηνό σύμβολο της περιοχής και μεγαλύτερο όρνεο στον κόσμο, τον κόνδορα.

Οι ίδιες συνθήκες που επέτρεψαν στο ζωϊκό βασίλειο να νικήσει το κενό της ερήμου ανέχτηκαν και την ανθρώπινη παρουσία: στο περιθώριο των μεγάλων νοτιοαμερικάνικων πολιτισμών, αναπτύχθηκαν μικρές κοινότητες κυνηγών-συλλεκτών τροφής, φτωχοί γείτονες και υποτελείς του βασιλείου (του Ήλιου) Τιβανάκου και αργότερα της αυτοκρατορίας των Ίνκας. Λείψανα αυτών των λαμπρών εποχών τα καλοδιατηρημένα ερείπια της Πουκάρα (ακρόπολη) και οτιδήποτε διασώθηκε από τον ισπανικό «οδοστρωτήρα»: μικρά κοσμήματα, μπρούντζινα όπλα και περίτεχνα καλαμπαλίκια για το ρουθούνισμα ναρκωτικών, παρατεταγμένα σ’ ένα ενδιαφέρον μουσείο.

Έπειτα από τρεις μέρες στην έρημο έφτασε πλέον ο καιρός να επιστρέφουμε στη βάση μας, το Κιντέρο. Μας περίμεναν οι τελευταίες προετοιμασίες για το επόμενο ταξίδι στη λευκή έρημο, την Ανταρκτική.

Στις 13 Δεκεμβρίου φτάσαμε με λεωφορείο στην Ουσουάγια, η αργεντίνικη πρωτεύουσα της Γης του Πυρός. Ενώ η υπόλοιπη ήπειρος έλιωνε από τις καλοκαιρινές ζέστες, εδώ τουλάχιστον τα Χριστούγεννα πλησίαζαν την οικεία και για μας φυσιολογική χιονισμένη ατμόσφαιρα. Ο Πατρίς και η Άννα μας περίμεναν στο «Μποέμ» με αρκετές δουλίτσες της τελευταίας ώρας. Δέκα μέρες αργότερα ήμαστε πλέον πανέτοιμοι για την αναχώρηση. Είχαμε θυσιάσει μια από τις πρυμιές καμπίνες, γεμάτη με καφάσια «μαναβικής», στοιβαγμένα πάνω από δοχεία πετρελαίου, η μισή χαβούζα του «κόκ-πιτ» επίσης γεμάτη με μπιτόνια. Στους επιτόνους κρέμονταν δυο αρνάκια (με εξωτερική θερμοκρασία +5°C, βρίσκονταν στη «συντήρηση»!).

Στο «Μποέμ», πλήρες σαν αυγό, δεν έπεφτε καρφίτσα. Ενώ δουλεύαμε πυρετωδώς, είχαμε τη σπάνια τύχη να πετύχουμε αίθριο καιρό την 21η Δεκεμβρίου (η μακρύτερη μέρα του έτους στο Νότο), παρατηρήσαμε τον ήλιο να δύει στις 23:00'• η κρυμμένη πλέον πηγή φωτός να μετακινείται προς το νότο για να επανεμφανιστεί στην ανατολή γύρω στις 02:30'! Ξενυχτήσαμε απολαμβάνοντας το θέαμα της συνεχούς μεταβολής των ροζ, μαβιών και πράσινων ανταυγειών στις παγωμένες πλαγιές του όρους Ολίβια. Ας σημειωθεί ότι για να αντιμετωπίσουμε το έντονο ψύχος, καταναλώσαμε μια ολόκληρη μπουκάλα τσικουδιά.

Είχαμε καταστρώσει την εξής τακτική για την περαντζάδα: να πάμε να κρυφτούμε στο Αρχιπέλαγος των Ουόλαστον, δίπλα στο Ακρωτήριο Χορν, περιμένοντας τις συνθήκες που θα μας επέτρεπαν να διαπλεύσουμε το Πέρασμα Ντρέικ ως την Ανταρκτική χερσόνησο. Χάρη στο δέκτη μετεωρολογικών χαρτών (μετέο φαξ), απεικονίσαμε διάφορα «καιρικά» σενάρια και ετοιμάσαμε τις ανάλογες στρατηγικές απαντήσεις μας. Λαμβάναμε χάρτες τρεις φορές την ημέρα από τη Χιλιανή Μετεωρολογική Υπηρεσία. Χωρίς να καυχηθώ, πετυχαίναμε τις προγνώσεις μας με την ίδια ευστοχία των επαγγελματιών του Σαντιάγκο, όχι φυσικά γιατί ήμασταν καλύτεροι, αλλά απλώς επειδή είναι σχεδόν αδύνατον να πραγματοποιήσει κανείς προβλέψεις σ’ αυτά τα πλάτη (λόγω ανεπάρκειας στοιχείων).

Πάντως, η βολική λύση των Ουόλαστον μας ανάγκαζε να πρατικάρουμε στη Χιλή, περνώντας από το Πουέρτο Γουίλλιαμς, όπου αποφασίσαμε να γιορτάσουμε τα Χριστούγεννα μαζί με άλλα πέντε επαγγελματικά ιστιοφόρα. Δε θα κουράσω τον αναγνώστη με περιγραφές του καναλιού Μπιγκλ, της Ουσουάγια ή του Πουέρτο Ουίλλιαμς, μέρη που «φάγαμε με το κουτάλι» πριν από ένα χρόνο, όταν περάσαμε με την «Καλλίπυγο». Κρασί και κρέας ανήκουν στα πολύ φτηνά είδη στη Νότιο Αμερική, οπότε είναι εύκολο να συμπεράνει κανείς πώς γιόρτασαν τα Χριστούγεννα είκοσι πεινασμένοι και (χρόνια) διψασμένοι ιστιοπλόοι! Εφοδιασμένοι με τις κατάλληλες άδειες και έγγραφα απόπλου, αφήνουμε το Πουέρτο Ουίλλιαμς στις 29 Δεκεμβρίου, με ενδιάμεσο προορισμό τα Ουόλαστον. Η πρόωρη άφιξη ενός μετώπου και το κατοπινό χαμηλό βαρομετρικό μας ανάγκασαν να κλειστούμε στον ορμίσκο Πουέρτο Τόρο. Για τρεις συνεχείς μέρες σπιλιάδες άνω των πενήντα κόμβων κλυδώνιζαν την αρματωσιά, ενώ τα βροχερά ραγάνια χτυπούσαν το κατάστρωμα.

Περάσαμε μια νησιώτικη Πρωτοχρονιά, παίζοντας χαρτιά! Νέα παρτέντζα με καλές προοπτικές: 24 ώρες μπουνάτσα, με ακολουθία βοριάδες μιας αντικυκλωνικής «ράχης». Μηχανοκίνητοι, πλησιάζουμε το Χορν και εισερχόμαστε στο Ντρέικ. Στο γκριζωπό σύμπαν μας προϋπαντούν τα γιγάντια πετρέλ και άλμπατρος, που σαν βαρκούλες ανεβοκατεβαίνουν στη μεγάλη ρεστία. Το απόγευμα φέρνει κακά μαντάτα ο μετεωρολογικός χάρτης: ένα θηριώδες χαμηλό γεννήθηκε νοτιοδυτικά μας, η δε διαφορά πίεσης ανέρχεται στα σαράντα μιλιμπάρ, δημιουργώντας ανέμους άνω των εξήντα κόμβων (12 μποφόρ). Επειδή σε τούτες τις περιοχές καμιά πρόβλεψη δεν είναι σίγουρη, αποφασίζουμε να συνεχίσουμε, αναβάλλοντας τυχόν αλλαγή τακτικής για αργότερα τη νύχτα, όταν λάβουμε τον επόμενο χάρτη επιφανείας.

Το μεγαλειώδες λυκόφως του Νότου ρίχνει την πρασινωπή του ακτινοβολία στη σπάνια παράσταση μιας παιχνιδιάρικης παρέας φαλαινών Σέϊ. Ένα άλλο θέαμα μας κρατάει επίσης με κομμένη την ανάσα: λίγο αργότερα μπροστά στην οθόνη του φαξ βλέπουμε το χαμηλό «μας» να βαθαίνει κατά άλλα είκοσι μιλιμπάρ και να επιταχύνει στην καταστρεπτική του πορεία. Χωρίς κουβέντες και παλικαρισμούς, αποφασίζουμε ομόφωνα να επιστρέψουμε, να κρυφτούμε στον ασφαλή όρμο Μαρσιάλ, δεκαπέντε μίλια βορειότερα του Χορν. Ρίχνοντας μια τελευταία ματιά προς το ημίφως της Ανταρκτικής που φαίνεται να μας ξεφεύγει άλλη μια φορά, βάζουμε πλώρη για τα Ουόλαστον. Φυσικά, από την έναρξη του ταξιδιού η σόμπα του «Μποέμ» λειτουργεί ασταμάτητα, όσο γι’ αυτούς που έχουν βάρδια έξω είναι ντυμένοι σαν... αρκούδες!

Φτάνοντας στον όρμο Μαρσιάλ, πλησιάζουμε όσο το δυνατόν περισσότερο την παραλία και έχοντας φουντάρει δύο πρυμιές άγκυρες, δένουμε δυο κάβους στα βράχια. Είμαστε έτοιμοι για το χειρότερο.

Η ψυχολογική πίεση αρχίζει να ανεβαίνει λόγω της απραξίας και της συγκατοίκησης σε τόσο μικρό χώρο. Τα συναισθήματα της αναποτελεσματικότητας και της ανικανοποίησης γίνονται ολοένα πιο έντονα, καθώς οι μέρες περνούν και η αναμενόμενη λαίλαπα τελικά ξεφουσκώνει και χάνεται σ’ ένα βαρομετρικό τέλμα. Κάνουμε συμβούλιο, αποφασίζοντας τον άμεσο απόπλου. Αρκετά χασομερήσαμε, πρέπει πάση θυσία να προσπαθήσουμε να περάσουμε το Ντρέικ. Καβατζάρουμε πάλι το Χορν, αυτή τη φορά με τρεις μούδες στη μαΐστρα και ολόκληρο τουρκέτο. Το «Μποέμ» έχει τρεις προτόνους: στον πλωριό βρίσκεται τυλιγμένη η τζένοα, στο δεύτερο κοτσαρισμένος ο αράπης και στον τρίτο ο τσουβαλιασμένος φλόκος θυέλλης. Σε λίγο ο αέρας αγγίζει τα όρια των οκτώ μποφόρ και προνοητικά παίρνουμε μια μούδα στο τουρκέτο. Το υποβρύχιο αβαθές «πεζούλι» που προεκτείνει την ήπειρο, σε συνδυασμό με τα ισχυρά ρεύματα σηκώνουν έναν έντονο απότομο κυματισμό. Σ’ αυτό το πλάτος δυτικά ή ανατολικά δεν υπάρχουν στεριές να ανακόψουν τα «κύματα βουνά» που περιζώνουν τη Γη. Το σκάφος άλλες φορές χώνεται ολόκληρο στην υγρή μάζα και άλλες τινάζεται σαν δελφίνι. Ξαφνικά, σ’ ένα από τα σκαμπανεβάσματα κόβεται η ξαρτόριζα του αράπη. Συγκρατημένο από τη σκότα και την τσούντα το βαρύ πανί κοπανάει σαν τρελό την αρματωσιά, κουρεύοντας τις κεραίες από το πρυμιό αλμπουρέτο. Μισή ώρα λυσσώδους μάχης θα χρειαστεί στους τέσσερις μας για το μάϊνα κάτω από πολύ δύσκολες συνθήκες, αφού σύρμα και καλώδια είχαν γίνει «κοκορέτσι»...

Αντίο, όνειρο Ανταρκτικής, αδύνατον να συνεχίσουμε μόνο με τζένοα σε «roller reefing». Επιστροφή στον όρμο Μαρσιάλ κάτω από το συνοφρυωμένο βλέμμα του Χορν, που μας φιλοδωρεί με μερικά από τα γνωστά φοβερά του μπουρίνια. Θα χρειαστούμε δύο μέρες για να βάλουμε τάξη στην αρματωσιά, επισκευάζοντας προσωρινά το στραβό πλέον πρότονο, το σκισμένο πανί και για να αντικαταστήσουμε τα καλώδια των κεραιών. Φυσικά, ο καιρός είναι χάλια- το Χορν τιμάει τη φήμη του.

Συνειδητοποιούμε πλέον ότι δεν πρόκειται πια να αντικρίσουμε τη λευκή ήπειρο, αλλά δεν αποκαρδιωνόμαστε τελείως γιατί τη γλιτώσαμε: μόνο η Άννα τραυματίστηκε ελαφρά στο χέρι — πρησμένος και μελανιασμένος καρπός — σε μια αβαρία που μπορούσε να είχε πάρει τραγικές διαστάσεις, αν συνέβαινε στ’ ανοιχτά ή αν έπεφτε ένας από μας στην παγωμένη θάλασσα... Ο ωκεανός ποτέ δε χάνει. Πρέπει ο καθένας να αναγνωρίζει τα όριά του, αυτό άλλωστε αποτελεί το σκοπό και συνάμα το νόμο του σεβαστού παιχνιδιού «στα νύχια της φύσης».

Λόγω του τραυματισμού της Άννας, προσφερόμαστε να συνεχίσουμε το ταξίδι με το «Μποέμ» έως το Πουέρτο Νατάλες, στη χιλιανή Παταγονία, αντί να ξεμπαρκάρουμε στην Ουσουάγια. Έτσι θα διαπλεύσουμε για δεύτερη φορά τα κανάλια του Νότου, περιπλέοντας τη Γη του Πυρός με τις γνωστές συνθήκες ανέμου, κρύου και βροχής. Εκτός από ένα 24ωρο αιθρίας με ούριο λεβάντε (που μας επέτρεψε να γευτούμε το μεγαλειώδες περιβάλλον και να διασχίσουμε μονομιάς τα δυτικά μαγγελανικά στενά), το ταξίδι ήταν σκληρό. Βεβαίως, χάρη στις ανέσεις (μεγάλη μηχανή, ραντάρ και υδραυλικό βίντσι) δεν ταλαιπωρηθήκαμε όσο με την «Καλλίπυγο!».

Στις 6 Φεβρουάριου αφήνουμε τους φίλους μας στο μικρό λιμάνι του Νατάλες και αφού υποσχεθήκαμε να ξανασυναντηθούμε σε ηπιότερα πλάτη του Ειρηνικού, πήραμε το δρόμο της επιστροφής για το Κιντέρο. Βρήκαμε την «Καλλίπυγο» όπως την είχαμε αφήσει, μόνο αρκετά πιο σκονισμένη, και τη γάτα να μας κάνει «μούτρα» λόγω της δίμηνης απουσίας μας. Μέσα στην κάψα του καλοκαιριού, το Κιντέρο είχε μεταμορφωθεί σε λαϊκό θέρετρο και υπαίθριο λούνα παρκ, οι αμμουδιές μαύρες από κόσμο και μέγας συνωστισμός στα σοκάκια από τους πλανόδιους πωλητές. Ριχτήκαμε με μανία στη δουλειά, τοποθετώντας στην καινούρια του θέση το ανεμοτίμονο και χρωματίζοντας δύο φορές τα ύφαλα. Σημειωτέον ότι η μαύρη βαπορίσια μουράβια, που μας είχε δώσει στην Ελλάδα ο κ. Κατρούγκαλος, αποδείχτηκε πολύ τοξική ύστερα από δύο συνεχή χρόνια στη θάλασσα: ούτε ένα φύκι ούτε μια στρειδώνα!

Η καθέλκυση έγινε στις 20 Δεκεμβρίου και από εκείνη τη στιγμή άρχισαν οι δοκιμές του νέου συστήματος τιμονιών, που αποδείχτηκε πολύ αποτελεσματικό σε όλες τις συνθήκες και πλεύσεις. Παράλληλα, προετοιμαζόμασταν για το επόμενο μακρύ σκέλος από τη Χιλή έως την Πολυνησία. Χάρη στο φίλο μας τροφοδότη, Νίκο Μπεργάλια, εφοδιαστήκαμε πλήρως σε τροφές για την αναμενόμενη τετράμηνη «κουμπάνια». Συγχρόνως, κάναμε κονσέρβες έτοιμων φαγητών, σφραγίζοντας σε γυαλιά κρέας με σάλτσα, επίσης βάλαμε ελιές στην άλμη και σε ξεχωριστά πλαστικά βαρελάκια τοποθετήσαμε κρέας καπνιστό και κατσικίσιο κεφαλοτύρι στο λάδι. Πρέπει να θυμηθεί κανείς τις παραδοσιακές μεθόδους συντήρησης τροφών, εάν δεν διαθέτει ψυγείο! Η μπεκροπαρέα του Κιντέρο, φίλοι και υπάλληλοι του ομίλου μας, οργάνωσαν ένα μεγαλειώδες αποχαιρετιστήριο φαγοπότι και με δάκρυα στα μάτια αφήσαμε τις φιλόξενες ακτές για να συνεχίσουμε το ταξίδι μας!

Συνεχίζεται με την άφιξη και περιπλάνηση στην Πολυνησία : http://www.ribandsea.com/main/index.php/travels/1415-i-kallipygos-stous-pente-okeanoys-to-taksidi-synexizetai-stin-polynisia