Ταξίδευσε και φωτογράφισε ο Ιωσήφ Παπαδόπουλος.
Θυμάμαι ακόμη με νοσταλγία, δεν λέω, τα πρώτα εκείνα χρόνια που κατασκηνώναμε στις ερημιές, παρέα με το ταίρι μας, άντε και μερικούς «ομοϊδεάτες» φίλους, μεταφέροντας με τα μικρά αυτοκίνητά μας όλα εκείνα τα «απαραίτητα» μπαγκάζια των διήμερων αποδράσεών μας. Θυμάμαι, ακόμη, με πόση ζήλεια κοιτούσαμε τους δυτικο-ευρωπαίους να περνούν με τα χλιδάτα και θεόρατα (έτσι μας φαινόντουσαν τότε) αυτοκινούμενα τροχόσπιτά τους και να κάνουν περιστασιακά δική τους όποια παραλία τους άρεσε! Εμείς όμως δεν μπορούσαμε να τα αποκτήσουμε τότε. Αρκούμασταν απλώς να τα θαυμάζουμε! Θες επειδή δεν έβγαιναν τα «ψιλά», θες επειδή δεν μπορούσαμε να δικαιολογήσουμε το αψυχολόγητο τεκμήριο, έμεναν ένα όνειρο θερινής νυκτός και ένας ευσεβής πόθος που φώλιαζε με υπομονή στο πίσω μέρος του κεφαλιού μας…
Και όταν πια η υπομονή μας εξαντλήθηκε, μαζί και οι άπειροι περιορισμοί που είχαν φροντίσει να βάλουν οι διαχειριστές της εξουσίας στην ταλαίπωρη αυτή γωνιά του πλανήτη (τεκμήρια, φόρος πολυτελείας κ.λπ.), ώστε να μην πάρουν ποτέ σάρκα και οστά οι ευσεβείς πόθοι μας, εμείς είχαμε αρχίσει πια να διανύουμε την πέμπτη δεκαετία της ζωής μας… Πενήντα πέντε εγώ, πενήντα ένα η καπετάνισσά μου. Κάλλιο αργά παρά ποτέ, είπαμε τότε αποφασιστικά. Και το πήραμε, καταθέτοντας όλες τις οικονομίες τριάντα χρόνων, συν το μπαξίσι του μακαρίτη του θείου, που το άφησε στην γυναίκα μου, επειδή λέει τον κοίταξε τις ύστατες στιγμές του. Θεός σχωρέσ' τον...
Το camper, ή αυτοκινούμενο τροχόσπιτο στα καθ’ ημάς, δεν είναι απλώς ένα αυτοκίνητο που μεταφέρει, όπως ακριβώς η χελώνα και το σαλιγκάρι, ένα σπίτι στους ώμους του. Το camper περιλαμβάνει ένα πλήρες νοικοκυριό που δεν του λείπει τίποτε. Ζεστό νερό, ψυγείο, φούρνος, θέρμανση, μουσική, τηλεόραση, ενίοτε και κλιματισμός. Ενα εποχούμενο σπίτι που μπορεί να καταλάβει οποιοδήποτε ελεύθερο οικόπεδο στο βουνό ή στη θάλασσα, στο κέντρο μιας πόλης ή στη μικρή μαρίνα ενός παραλιακού οικισμού, χωρίς να κινδυνεύει να εκδιωχθεί από τους εξαγριωμένους ντόπιους ή την αστυνομία, και χωρίς ο ιδιοκτήτης του να λαμβάνει σοβαρά υπ’ όψιν τις πινακίδες για απαγόρευση ελεύθερου camping.
Απαραίτητη προϋπόθεση βεβαίως να τηρεί τις Κοινοτικές Οδηγίες που απαγορεύουν την χρήση ενσωματωμένης τέντας, καρέκλες και τραπεζάκια έξω, σταθερά πέλματα στήριξης και άδειασμα των «γκρίζων νερών» οπουδήποτε. Και αν φαίνεται, εκ πρώτης όψεως, ότι το camper έχει κάποια κοινά με ένα συμβατικό ρυμουλκούμενο τροχόσπιτο, είναι εξ ίσου φανερό ότι έχει συγχρόνως τεράστιες διαφορές από αυτό. Διαφορές που συνίστανται στην εύκολη επιλογή του χώρου στάθμευσης, στην αυτονομία, στην ευκολία μετακίνησης και άμεσης πρόσβασης στους χώρους ενδιαίτησης, ακόμη και όταν το αυτοκίνητο βρίσκεται εν κινήσει. Η επιλογή της τοποθεσίας για την στάθμευσή του δεν αποτελεί πια πρόβλημα. Αυτός είναι και ο λόγος που, τις περισσότερες φορές, οι ιδιοκτήτες τους εγκαταλείπουν το κλεινόν άστυ και φεύγουν προς άγνωστη κατεύθυνση. Όπου γης και πατρίς...
Εκείνη την Παρασκευή βγήκαμε αργά στην Αττική Οδό και ακολουθήσαμε τις πινακίδες προς Ελευσίνα και Πελοπόνησο. Ήταν ήδη εννέα το βράδυ όταν φτάσαμε στο ύψος της Αιγείρας. Πρώτη επιλογή μας ήταν το εκπληκτικό δάσος της Στροφυλιάς και η αχανής παραλία της Καλογριάς, ενώ για την δεύτερη μέρα του Σαββατοκύριακου αφήσαμε το αλπικό τοπίο της λίμνης Τσιβλού, 28 χιλιόμετρα απόσταση από την Ακράτα. Θέλαμε όμως να απολαύσουμε την διαδρομή και έτσι αποφασίσαμε να διανυκτερεύσουμε στο μικρό λιμανάκι της Αιγείρας.
Στο τελείωμα του μώλου προς δυσμάς, το πλάτεμα ήταν υπερ-αρκετό για να φιλοξενήσει το επτάμετρο camper μας, ενώ ευχάριστη έκπληξη ήταν η αναμονή ενός ελεύθερου σωλήνα γλυκού νερού που εξυπηρετεί τους ψαράδες της περιοχής, και η οποία θα μπορούσε να εξυπηρετήσει και τις δικές μας ανάγκες. Τι άλλο να ζητήσει κανείς; Το πρόχειρο φαγητό, η σαλάτα και η παγωμένη μπύρα, συνοδεία κεριών και αγαπημένης μουσικής, με θέα τα μικρά σκάφη και τις ψαρόβαρκες, που λικνίζονταν στα νερά της μικρής μαρίνας, ήταν τα απλά πράγματα που απολαύσαμε εκείνο το βράδυ. Το χλιαρό ντους, κάποιο πρόγραμμα στην τηλεόραση και ο γλυκός ύπνος στο αυτοκρατορικό διπλό κρεββάτι της σοφίτας του Granduca, με το ένα από τα δύο πλευρικά παράθυρα να αγναντεύουν το πέλαγος, ήταν απλώς τα κερασάκια στην τούρτα...
Η αχανής αμμουδερή παραλία της Καλογριάς βρίσκεται στα πόδια ενός εκπληκτικού δάσους. Του δάσους της Στροφυλιάς. Εύκολα θα μπορούσε να χάσει κανείς τον προσανατολισμό του, αν αρχίσει να εξερευνά τα μονοπάτια του κάτω από τα πυκνά φυλλώματα των δένδρων. Στήσαμε το Granduca στα όρια της αμμουδιάς και ανοίξαμε την τέντα. Το ήξερα ότι απαγορεύεται εκτός οργανωμένου camping, αλλά ποιος να μας ενοχλήσει εκεί; Συμπλήρωμα; Τι άλλο; Το μεγάλο τραπέζι του σαλονιού, το οποίο χάρις στην εφεδρική μπάρα αλουμινίου, που είναι μονίμως βιδωμένη στο εξωτερικό τοίχωμα του αμαξώματος, γίνεται και τραπέζι υπαίθρου, με τις αναπαυτικές καρέκλες, που υπάρχουν πάντοτε στον μεγάλο αποθηκευτικό χώρο κάτω από τις κουκέτες, να συμπληρώνουν το σκηνικό.
Κατά τα άλλα, όσο η κυρία Άννα φρόντιζε για την διακόσμηση (τα κρινάκια της άμμου αφθονούσαν άλλωστε στην περιοχή) και το μεσημβρινό μας γεύμα, εγώ δεν έχασα την ευκαιρία να περιπλανηθώ με το ορεσίβιο ποδήλατο στα δασικά μονοπάτια της Στροφυλιάς. Λίγο μετά το φαγητό, ξαπλώσαμε στη σοφίτα και περιεργαζόμασταν όλο εκείνο το πλήθος που χαιρόταν την υπέροχη παραλία, έχοντας αφήσει ανοικτά τα αντικρυστά παράθυρα και την απογευματινή αύρα ελεύθερη να δροσίζει τον χώρο. Σκέφτηκα, ξαφνικά, πως κάτι τέτοιο ήταν αδιανόητο την εποχή που κατασκηνώναμε στις σκηνές και ο ήλιος τις μετέτρεπε, κυριολεκτικώς, σε χαμάμ, κάνοντας τη μεσημβρινή σιέστα αδύνατη.
Αποφασίσαμε να φύγουμε από την παραλία της Καλογριάς κατά τις 6 το απόγευμα, θέλοντας να φτάσουμε νωρίς στον επόμενο προορισμό μας, και να απομονωθούμε, για λίγο έστω, στην απίστευτη γαλήνη του αλπικού τοπίου της λίμνης Τσιβλού. Και δεν πέσαμε έξω! Στον «Παράδεισο» βρήκαμε μόνο τον Κώστα, που κι’ αυτός ετοιμαζόταν να κοιμηθεί νωρίς γιατί έπρεπε να σηκωθεί χαράματα το επόμενο πρωί. Η Κατερίνα έλειπε κι’ αυτή, κι’ έτσι οι περιστάσεις δεν συνηγορούσαν για φαγητό στο όμορφο ταβερνάκι τους με την σπιτική κουζίνα. Κρατήστε το πάντως στα υπ’ όψιν, γιατί αν η οικοδέσποινα του camper δεν έχει διάθεση να μαγειρέψει, η Κατερίνα και ο Κώστας δεν θα σας αφήσουν παραπονεμένους (τηλ. 6974 630908).
Έπεσε το σκοτάδι και μόνο τα άστρα λαμπύριζαν στον ουρανό και στα ακίνητα νερά της λίμνης. Πού και πού ακουγόταν το παράπονο ενός σκύλλου, και ο ήχος κάποιου τρυζονιού που έκανε καντάδα στ’ άστρα. Τέτοιο δείπνο και ύπνο δεν θα μπορούσαμε να απολαύσουμε ούτε στο ακριβότερο εστιατόριο, ούτε στο πολυτελέστερο ξενοδοχείο! Οι Κασιώτικες μακαρούνες με την σιτάκα, η παγωμένη μπύρα, τα κεριά, η απόλυτη υσυχία να διακόπτεται μόνο από κάποια ξενύχτισα κουκουβάγια, και μετά ο γλυκός Μορφέας να μας παίρνει στην αγκαλιά του...
Συχνά αναλογιζόμαστε ότι τα χρόνια που πέρασαν στερηθήκαμε πολλές παρόμοιες στιγμές χωρίς αυτό το θαυματουργό όχημα. Ελπίζουμε να έχει μείνει αρκετός χρόνος ακόμη μπροστά μας, ώστε να μπορέσουμε να τις αναπληρώσουμε. Καλά να είμαστε...