Το πρώτο σκέλος του ταξιδιού, μέχρι την... "σύλληψή" μας στην Civitavecchia!
(Πρώτο μέρος : http://www.ribandsea.com/memo/276-2010-02-20-11-44-26.html )
Η προετοιμασία καλά κρατούσε, με τον καθένα από μας να έχει αναλάβει και ένα τομέα. Ο Παραδεισιάδης γέμισε ένα κιβώτιο με εργαλεία, εφεδρικές προπέλλες (τρία ζευγάρια πήραμε μαζί μας, αφού το πόδι της μηχανής ήταν duo prop), λάδια για το κάρτερ, εξολκέα για τα φίλτρα, στουπί, εφεδρικά φίλτρα για την υδατοπαγίδα και πάει λέγοντας. Ο Θανάσης κάτι ετοίμαζε, αλλά τα δικά μου τρεξίματα δεν με άφησαν να δω τι ακριβώς. Του είχα άλλωστε απόλυτη εμπιστοσύνη πως θα κάνει ό,τι το καλύτερο στον τομέα που είχε αναλάβει. Αργότερα διαπίστωσα ότι μέχρι κατσαρόλα, τρίφτη για το τυρί, μπαχαρικά, μπρίκι, καφέ, τρίκιλη μπουκάλα αερίου, τσάϊ, μούσλι και ένα σωρό άλλα φαγώσιμα και παρελκόμενα μαγειρικής είχε τοποθετήσει με τάξη σ' ένα μεγάλο χαρτοκιβώτιο!
Η "μασκώτ" της συντροφιάς, με την βοήθεια της μητέρας του, που δεν μπορούσε να χωνέψει ότι ο κανακάρης της θα έφτανε με το φουσκωτό μέχρι το βόρειο άκρο της Ευρώπης, ετοίμαζε τα προσωπικά του είδη. Συνεπής ο νεαρός στην υπόσχεση που είχε δώσει στον δάσκαλό του, δεν ξέχασε να πάρει μαζί του στυλό και ημερολόγιο. Όσο για μένα; Ήμουν γενικών καθηκόντων και, κυρίως, υπεύθυνος για την σωστή πορεία, τους ανεφοδιασμούς, την βιντεοσκόπηση του ταξιδιού και τις δημόσιες σχέσεις. Kατάλογος τηλεφώνων πρώτης ανάγκης, καλιμπράρισμα της πυξίδας, αγορά των ναυτικών χαρτών ολόκληρης της διαδρομής (και δεν ήταν λίγοι!), κουμπάσο, διπαράλληλος και αδιάβροχες θήκες για όλα αυτά. Για g.p.s. ούτε κουβέντα φυσικά. Δεν το είχαν δώσει ακόμη στην κυκλοφορία οι Αμερικανοί. Θα το έδιναν δύο χρόνια αργότερα, αφού θα είχε πρώτα ολοκληρωθεί το "κόλπο" του... Κόλπου και η "καταιγίδα της ερήμου". Δεν ξέραμε μάλιστα καν το όνομα του νέου "ρουφιάνου", για να πω την αλήθεια. Γι' αυτό και δεν μας έλειψε. Πώς να σου λείψει άλλωστε κάτι που δεν γνωρίζεις ότι υπάρχει;
Τα αυτοκόλλητα γράμματα με τα λογότυπα των εταιρειών του μοναδικού χορηγού μας τοποθετήθηκαν πάνω στην τέντα πλεύσης, μαζί με το λογότυπο του ΑΝΤ1 και το μήνυμα "Let us keep our seas clean" (ας διατηρήσουμε τις θάλασσές μας καθαρές). Συμπληρωματικώς μπήκαν και τα λογότυπα του αντιπροσώπου της "Silva Marine" (πυξίδες), της "Kodak", που μας έδωσε αρκετές αδιάβροχες φωτογραφικές μηχανές μιας χρήσης, και βεβαίως του καλού μου φίλου Μάκη Παυλάτου, που είχε ράψει αφιλοκερδώς εκείνη την εκπληκτική τέντα-δωμάτιο.
Οι μέρες περνούσαν γρήγορα και δεν άργησε να φθάσει η 15η Μαίου, που είχε οριστεί σαν ημέρα απόπλου. Όπως ακριβώς και στο ταξίδι στο Γιβραλτάρ, σύσσωμη η "Olympic" ήταν παρούσα, μαζί με το τηλεοπτικό συνεργείο του ΑΝΤ1 και πολλούς φίλους και συγγενείς οι οποίοι είχαν έρθει για να μας κατευοδώσουν. Την παράσταση έκλεψε, όπως ήταν φυσικό, ο μικρός Γιάννης, που πνίγηκε στις αγκαλιές της μητέρας και της αδελφής του λίγο πριν επιβιβαστεί στο "Αρμάθια". Οι σχετικές βεβαίως φανφάρες δεν έλειψαν, με τον τότε δήμαρχο Πειραιά κ. Λογοθέτη να μας προσφέρει αναμνηστικά δώρα και να υπόσχεται μπροστά στον τηλεοπτικό φακό ότι θα μας δεξιωθεί όταν επιστρέψουμε. Μια δεξίωση που ποτέ δεν είδαμε, λόγω και των γνωστών προβλημάτων που αντιμετώπιζε τότε ο συγκεκριμένος δήμαρχος. Λόγια πολιτικού άλλωστε ήταν και πέταξαν. Δεν βαριέσαι, συνηθισμένα πράγματα...
Η παρουσία του Λιμενάρχη Πειραιά, η αναφορά μας στο ταξίδι και, κυρίως, η παρουσία στο σκάφος ενός δεκάχρονου παιδιού, έμπλεξε τα πράγματα και λίγο έλειψε να ακυρωθεί ο απόπλους μας! Την εποχή εκείνη, βλέπετε, υπήρχε η απαγόρευση της απομάκρυνσης πέραν του ενός μιλίου από την ακτή και, εντάξει, να ξεπεράσεις το πρόβλημα και να φτάσεις μέχρι την Σαλαμίνα, μέχρι την Σκωτία πώς να το ξεπεράσεις; Είπαμε όμως, εδώ είναι Βαλκάνια, δεν είναι παίξε γέλασε. Έτσι, η λύση δεν άργησε να βρεθεί. Κάτι η παρουσία του τηλεοπτικού μέσου, κάτι ο Μιχάλης Γκιόλμαν, κάτι η "Olympic", που ήταν ο βασικός προμηθευτής των ειδικών δυνάμεων εκείνη την εποχή, έκαναν το θαύμα τους. Υπέγραψα λοιπόν μια υπεύθυνη δήλωση ότι θα πάμε μέχρι... την διώρυγα της Κορίνθου και από κει είχε ο Θεός! Το θέμα ήταν να βγάλει την ευθύνη από πάνω του ο Λιμενάρχης ο οποίος, κατά κακή του τύχη, ήταν παρών! Αθάνατο ελληνικό κράτος, αθάνατη γραφειοκρατία, αθάνατη ευθυνοφοβία, αθάνατη υπεύθυνη δήλωση-πανάκεια για πάσα νόσο και πάσα μαλακία...
Ο καιρός πάντως ήταν βροχερός! Το μόνο που δεν περιμέναμε εκείνη την ημέρα! Θυμήθηκα τα λόγια της μακαρίτισας της γιαγιάς μου. "Στον καταραμένο τόπο Μάη μήνα βρέχει"! έλεγε. Εκείνη η βροχή όμως δεν ήταν ικανή να μας σταματήσει. Επιβιβαστήκαμε στο φουσκωτό, αφού φορέσαμε τις νιτσεράδες και τα ευλογημένα κράνη, και λύσαμε τα σχοινιά. Χέρια κουνιόντουσαν, κόρνες σφύριζαν, μαντήλια σκούπιζαν τα δακρυσμένα μάτια και μερικά φουσκωτά, με μέλη και υπαλλήλους της "Olympic", μας συνόδευσαν για λίγο έξω απ' τη μαρίνα της Ζέας. Ήταν οι τελευταίες σκηνές που πέρασαν μπροστά απ' τα μάτια μας, προτού ανοιχτούμε στο πέλαγος με κατεύθυνση τα Περιστέρια της Σαλαμίνας και την διώρυγα της Κορίνθου. Ξεκινούσαμε για ένα ταξίδι, το οποίο κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί τι εξέλιξη θα είχε...
Ήταν η τέταρτη φορά που θα περνούσα την διώρυγα με φουσκωτό. Η πρώτη ήταν το 1986, όταν πήγαμε στο Γιβραλτάρ, η δεύτερη το 1989, στη μεγαλειώδη εκείνη θαλασσινή εκδήλωση του Ο.Φ.Σ.Ε. και η τρίτη το 1990, όταν πήγαμε με τον Μηλιώρη εν πλω στο Λουτράκι για τις ανάγκες της παρουσίασης ενός "Zodiac Pro" στο "Θάλασσα και Γιώτιγκ". Ενώ το τριμελές πλήρωμά μου απολάμβανε το εντυπωσιακό πέρασμα του καναλιού, εγώ κοιτούσα ανυπόμονα το ρολόϊ. Ο καιρός δεν ήταν πολύ ευνοϊκός και έπρεπε, προτού νυκτώσει, να δέσουμε στο Αργοστόλι. Ο χρόνος θα μας κυνηγούσε σε όλη την διάρκεια εκείνου του ταξιδιού. Στο Αργοστόλι, όπου φθάσαμε το απόγευμα της ίδιας ημέρας, δεν είχαμε να κάνουμε τίποτε άλλο παρά να πάρουμε καύσιμα, να φάμε και να πέσουμε νωρίς για ύπνο. Σε ένα τέτοιο ταξίδι οι μέρες είναι μεγάλες και οι νύκτες μικρές...
Την επομένη σηκωθήκαμε απ' τα άγρια χαράματα και, αφού ήπιαμε το τσάϊ με το μούσλι που ετοίμασε ο "chef" (λέγε με Θανάση) για να "στανιάρουμε" και να έχουμε δυνάμεις, βγήκαμε στο πέλαγος. Από κει και μετά το απέραντο γαλάζιο, με τον υγρό ορίζοντα να θέλει να ενωθεί θαρρείς με τον ουρανό! Το είχα ξαναδεί εκείνο το έργο και δεν μου έκανε πια τρομερή εντύπωση. Η χολή μου είχε σπάσει προ πολλού. Το πλήρωμα πάντως ήταν στα "χάϊ" του. Ο Παραδεισιάδης με αντικαθιστούσε (όσο τον... άφηνα) στο τιμόνι και ο Θανάσης το απολάμβανε, μιας και ήταν η πρώτη φορά που έκανε ένα τόσο μεγάλο ταξίδι με φουσκωτό. Όσο για τον νεαρό της παρέας; Αυτός είχε κρεμάσει ένα μόνιμο χαμόγελο αγαλλίασης στο πρόσωπό του και αγνάντευε το πέλαγος.
Ο Αίολος, αρχικώς, ήταν στις καλές του κι' αυτό έκανε τα πρώτα μίλια να φύγουν γρήγορα κάτω απ' τη γάστρα του "Αρμάθια". Με την πάροδο της ώρας όμως ο πουνέντης θυμήθηκε να μας κάνει την επίσκεψή του και να μας δημιουργήσει το πρώτο πρόβλημα. Το ένα από τα τέσσερα στηρίγματα της τέντας πλεύσης τίναξε τα πέταλα λίγο έξω απ' τη Σικελία! Ο Θανάσης ανέλαβε να το επιδιορθώσει πρόχειρα, τοποθετώντας κομμάτια αφρολέξ, στο σημείο όπου ο μεταλλικός σύνδεσμος ερχόταν σ' επαφή με τον αεροθάλαμο, και δένοντάς το καλά με σχοινί. Πρόχειρος μεν ο "γύψος" για το σπασμένο "πόδι", έμεινε όμως εκεί μέχρι το τέλος του ταξιδιού! Ουδέν μονιμώτερον του προσωρινού. Το "προφητικά" οξύμωρο είναι ότι την ώρα που ο Θανάσης μπαντάριζε το τραυματισμένο πόδι της μεταλλικής αψίδας, εγώ σχολίασα : "Σαν σπασμένο πόδι στον γύψο δεν μοιάζει αυτό το πράγμα;" Ποιος να μας έλεγε ότι μερικές ημέρες αργότερα ο Παραδεισιάδης θα έσπαγε το πόδι του στη Σκωτία και θα επέστρεφε στην Ελλάδα αεροπορικώς!
Πέραμα-Παλούκια είχε καταντήσει πια το πέρασμα των 210 ναυτικών μιλίων της Αδριατικής, από το Αργοστόλι μέχρι τον Κάβο Spartivento! Με το βλέμμα καρφωμένο στο "μάτι" του Πουνέντη και τη στρογγυλή γυάλινη θεά να δείχνει τις 266 μοίρες, αργά το απόγευμα καταφέραμε να μπούμε και να δέσουμε στο λιμάνι της Messina. Γνώριμες εικόνες, γνωστά "στέκια" για camping on board και ανεφοδιασμό με καύσιμα, από την τελευταία φορά που είχα περάσει από το λιμάνι της Σκύλλας και της Χάρυβδης, τον Ιούλιο του 1986 επιστρέφοντας απ' το Γιβραλτάρ. Η μόνη διαφορά ήταν ότι οι τρόμπες των καυσίμων είχαν μεταφερθεί στην ξηρά.
Ο καιρός, φεύγοντας απ' τη Messina, άρχισε να δείχνει τα δόντια του. Όσο ανηφορίζαμε προς τις ακτές της δυτικής Ιταλίας, έχοντας ευτυχώς τον καιρό δευτερόπρυμα, τόσο τα πράγματα χειροτέρευαν! Η θάλασσα, ανατολικά του Στρόμπολι, "έβραζε" σε έναν εφτάρη πουνέντη. Εκείνη τη στιγμή, με μένα να τιμονεύω προσεκτικά, για να μην έχουμε άσχημες εξελίξεις και ζημιές, και τους υπολοίπους να προσπαθούν να προστατευθούν από τα κτυπήματα και το βρέξιμο, ακούστηκε η φωνή του μικρού Γιάννη. "Μπαμπά, πρέπει να σταματήσεις, θέλω να πάω στην τουαλέτα"! "Έλα τώρα βρε Γιάννη", του απάντησα. "Βρες ένα τρόπο να κατουρήσεις στην τρύπα της αποστράγγισης"! "Μα δεν κατουριέμαι", επέμεινε ο νεαρός. "Κακά μου θέλω"! Τώρα μάλιστα, μονολόγησα. Όλα τα είχε η Μαριωρή, ο φερετζές της έλειπε! Είχε δίκιο πάντως ο πιτσιρικάς. Δεν είχε στείλει "τηλεγράφημα" από την ημέρα που φύγαμε απ' τον Πειραιά και το πράγμα ήταν επείγον! Ήταν όμως πολύ δύσκολο να σταματήσω μ' εκείνες τις καιρικές συνθήκες στη μέση του πουθενά, σχεδόν αδύνατο. Ο Παραδεισιάδης, που κατάλαβε το πρόβλημά μου, με καθησύχασε. "Συνέχισε Ιωσήφ, κράτα μόνο όσο πιο σταθερή πορεία και ταχύτητα μπορείς και θα βοηθήσω εγώ τον γιο σου να στείλει το τηλεγράφημα..."
Δεν έβλεπα τι γινόταν πίσω μου, έχοντας αφοσιωθεί στην διακυβέρνηση του σκάφους, όταν μετά από λίγα λεπτά ακούστηκε η φωνή του Παραδεισιάδη. "Ιωσήφ, γύρισε σε παρακαλώ να δεις κάτι, αξίζει τον κόπο. Πάρε και το βίντεο". "Τι λες μωρέ τώρα, παλάβωσες; Τι βίντεο να τραβήξω μ' αυτόν τον καιρό;" του απάντησα. "Γύρισε που σου λέω να δεις κάτι, προτού το πετάξω και πάει χαμένο!", επέμεινε εκείνος. Αναγκάστηκα να γυρίσω, όσο πιο προσεκτικά μπορούσα, προσπαθώντας συγχρόνως να μη χάσω τον έλεγχο του σκάφους. Ο μικρός είχε ιδρώσει και στο πρόσωπό του είχε αποτυπωθεί ένα γαλήνιο ύφος ανακούφισης, ο Θανάσης κρατούσε την κοιλιά του απ' τα γέλια, ενώ ο Παραδεισιάδης μου έδειχνε με καμάρι το... πάνινο καπελλάκι της "ΕΒΓΑ", με ένα αφύσικο σε πάχος και ύψος "κατασκεύασμα" να στέκεται ολόρθο και αγέρωχο μέσα του, από αυτά που είναι να απορεί κανείς πώς μπορεί να βγει από ένα μικρό ανθρώπινο κορμί! Βίντεο δεν τράβηξα βεβαίως, ήταν φύσει αδύνατον άλλωστε. Αν όμως είχα καταφέρει να αποθανατίσω εκείνη την σκηνή, είναι βέβαιο ότι θα έπαιρνα το πρώτο βραβείο σε διαγωνισμό για την πιο απίθανη αποστολή "τηλεγραφήματος"! Όσο για τον Βασίλη Γεωργόπουλο; Αν μπορούσε να φανταστεί τι τύχη θα είχαν και, συγχρόνως, πόσο εναλλακτικώς χρήσιμα θα ήταν τα καπελλάκια της "ΕΒΓΑ" (απομεινάρια των μεγάλων εκδηλώσεων του Ο.Φ.Σ.Ε. το '89) θα τα έβαζε κι' αυτά στο χρηματιστήριο αξιών...
Ο πουνέντης, εν τω μεταξύ, έδινε τα ρέστα του, με την βροχή και τα ξαφνικά ανοιξιάτικα μπουρίνια να οργιάζουν στα ενδιάμεσα! Τα κράνη δεν έλεγαν να βγουν απ' τα κεφάλια μας! Τρομερή εφεύρεση! Εκείνο το απόγευμα αναγκαστήκαμε να τρυπώσουμε σε ένα μικρό αλιευτικό καταφύγιο της δυτικής ακτής (κάπου μέσα στον κόλπο Policastro), κατάκοποι απ' την ολοήμερη πάλη μαζί Της, έχοντας καταφέρει να καλύψουμε μόλις 120 ν. μίλια από την Messina. Λέω "μόλις", γιατί αυτή ήταν περίπου η μέση ημερήσια απόσταση που καλύπταμε, σε όλη την διάρκεια εκείνου του ταξιδιού, συνυπολογιζομένων και των οκτώ συνολικώς ημερών "αναγκαστικής" ξεκούρασης στη Σκωτία, το Grimsby της Αγγλίας και την Besancon της Γαλλίας. Δεν έχει παρά να διαιρέσει κανείς την συνολική απόσταση των 6.500 περίπου ν. μιλίων με τον συνολικό χρόνο του ταξιδιού μας (54 ημέρες) για να καταλάβει τι εννοώ...
Τις επόμενες δύο ημέρες, ο πουνέντης, κουρασμένος απ' τις υπερωρίες, αποφάσισε να πάει για ύπνο. Πήραμε λοιπόν κι' εμείς τα πάνω μας και αρχίσαμε να καταπίνουμε τα μίλια. Και ενώ πλέαμε παράλληλα με τις δυτικές ακτές της Ιταλίας, στο ύψος της Napoli αποφασίσαμε να κάνουμε λίγο... τουρισμό και να μπούμε στη μαρίνα του Capri. Εντυπωσιακό νησί, καταπράσινο σε ένα τμήμα του, με δρόμο να κρέμεται κυριολεκτικώς πάνω απ' τον γκρεμό και τα σπίτια της παραλίας, πανάρχαια μοντέλλα ταξί, όμοια μ' αυτά της Κούβας, να κάνουν "πιάτσα" στο λιμάνι, ντουζιέρες και τουαλέττες στη μαρίνα για ελεύθερη χρήση και, βεβαίως, καύσιμα πάνω στο ντόκο! Αφού ανανεωθήκαμε και βγάλαμε τη βρώμα του ταξιδιού από πάνω μας, φουλάραμε τις δεξαμενές του "Αρμάθια" και τραβήξαμε για την Civitavecchia. Σκοπός μου ήταν να μειώσω την απόσταση μέχρι την Κορσική, από όπου στη συνέχεια θα περνούσαμε στη Μασσαλία.
Είχαμε πλησιάσει στην Civitavecchia, όταν παρατήρησα ασυνήθιστη κίνηση σκαφών κοντά στην ακτή. Κράτησα απόσταση ασφαλείας και συνέχισα να οδηγώ προσεκτικά, κατευθύνοντας το σκάφος προς την μαρίνα, όταν ξαφνικά μας διπλάρωσε ένα σκάφος της Ιταλικής Ακτοφυλακής και ο επικεφαλής αξιωματικός μου έκανε νεύμα να τους ακολουθήσω! Δεν μπορούσα να υποθέσω κάτι, αλλά ούτε και υποπτευόμουν τον λόγο για τον οποίον μας σταμάτησαν. Λίγη ώρα αργότερα, όλα ξεκαθάρισαν. "Αν δεν φέρετε ασφαλιστήριο συμβόλαιο για το σκάφος, δεν φεύγετε", δήλωσε ορθά κοφτά ένας "στιφός" χαμηλόβαθμος λιμενικός, ο οποίος νόμιζε πως έπιασε τον... Αλ Καπόνε και την συμμορία του! Παραλίγο να πάθω εγκεφαλικό! Πάνω στην απελπισία μου, με τον Παραδεισιάδη να έχει ξεσπάσει σε νευρικό γέλιο, πιστεύοντας ότι όλα τελείωναν άδοξα εκεί, την "μασκώτ" να κάνει αστείες γκριμάτσες, σιγοντάροντας την "ευτυχία" του μεγάλου συνονόματου φίλου του και τον Θανάση να μοιράζεται την... ευτυχία και των δύο, αποφάσισα να τηλεφωνήσω στον Μιχάλη Γκιόλμαν. Του εξέθεσα το πρόβλημα κι' εκείνος υποσχέθηκε πως θα κάνει ό,τι μπορεί για να μας αφήσουν οι Ιταλοί λιμενικοί να συνεχίσουμε το ταξίδι μας.
Πέρασαν δύο ατελείωτες ώρες αγωνίας και αναμονής, όταν κάποια στιγμή ζήτησα να μιλήσω στον επικεφαλής αξιωματικό. Και ενώ μέχρι εκείνη τη στιγμή οι "σαρδελάκηδες" προσποιούνταν πως αγνοούσαν ακόμη και την παρουσία μας, ξαφνικά με οδήγησαν στον διοικητή τους! Να είχε μεσολαβήσει κάποιο τηλεφώνημα του Γκιόλμαν; Μπορεί. Ο διοικητής χαμήλωσε πάντως τους τόνους όταν του εξήγησα ότι δεν γνωρίζαμε πως πριν από μερικούς μήνες είχε ψηφιστεί στην Ιταλία ο νόμος για υποχρεωτική ασφάλιση των σκαφών, ότι στην Ελλάδα δεν ίσχυε κάτι τέτοιο, ότι προορισμός μας ήταν το Inverness της Σκωτίας, ότι είμασταν απλώς περαστικοί από την Ιταλία και ότι δεν σκοπεύαμε να κάνουμε τουρισμό και να μπαινοβγαίνουμε στα λιμάνια και τις μαρίνες. Έδειξε κατανόηση, δέχθηκε την άγνοια νόμου που είχαμε, μας ευχήθηκε καλό ταξίδι και μας επέτρεψε να φύγουμε, με την συμβουλή να ασφαλίσουμε το σκάφος με την πρώτη ευκαιρία. Το "καψόνι" των Ιταλών έπιασε, αλλά κράτησε, ευτυχώς, λίγες μόνο ώρες...
Συνεχίζεται... http://www.ribandsea.com/memo/291-2010-03-09-08-37-09.html