Επιμέλεια : Ιωσήφ Παπαδόπουλος.
Ετεροχρονισμένα δημοσιεύεται στο "Rib and Sea" εκείνη η συζήτηση που είχα με την γιαγιά Ελένη ή "Λενάκι", όπως συνήθως αποκαλούν την κυρία Ελένη Μεταξωτού στην Αστυπάλαια. Μεσολάβησε η παραλαβή των φωτογραφιών της από την καλή συνάδελφο Κατερίνα Αντωνοπούλου και ο καταιγισμός των άρθρων και βίντεο που προέκυψαν από τα ταξίδια μας στην Αίγινα και στα Χανιά. Ήταν αδύνατον όμως να ξεχάσω τη γιαγιά Ελένη, το βίντεο και οι φωτογραφίες της οποίας πολιορκούσαν εδώ και ένα περίπου μήνα την οθόνη του υπολογιστή μου. Χθες έφθασε τελικώς η ώρα για την επεξεργασία τους.
Νοιώθω εδώ την ανάγκη να πω ότι είναι εξαιρετικό το προνόμιο που έχω, στη διάρκεια των περιπλανήσεών μου στην ελληνική περιφέρεια, να συναντώ απλούς ανθρώπους οι οποίοι έχουν πράγματα να πουν και να κάνουν, σε αντίθεση με τους άλλους, τους "glamorous", τους δήθεν, που κατακλύζουν καθημερινώς τους καθοδικούς σωλήνες της τηλεοπτικής μας αποχέτευσης χωρίς να λένε τίποτε.
Η Ελένη Μεταξωτού έζησε τα παιδικά της χρόνια, καθώς και ένα μεγάλο μέρος της ενήλικης ζωής της, σε μια βραχονησίδα, τη Σύρνα, που απέχει μερικά μίλια από την Αστυπάλαια. Οι αναμνήσεις της από εκείνη την ευτυχισμένη περίοδο, όπως η ίδια λέει, είναι έντονες και ζωγραφίζονται πάνω στο χαμογελαστό πρόσωπό της όση ώρα κάνει αναδρομή στο παρελθόν.
"Τα είχαμε όλα στη Σύρνα. Ψήναμε το δικό μας ψωμί, καλλιεργούσαμε τη γη, είχαμε ζώα, βγάζαμε τυρί και βούτυρο. Ζούσαν μαζί μας πάνω από δέκα άτομα. Επιθυμία μου είναι επιστρέψω στη Σύρνα και να πεθάνω εκεί".
Ανάμεσα σ' αυτά μου εξιστόρησε και τις περιπέτειες που έζησε, μαζί με τον πατέρα της, τον Θόδωρο Μεταξωτό ή "Σαψάκο", τον αποκαλούμενο και βασιλιά της Σύρνας.
"Ήταν μισή μερίδα άνθρωπος αλλά τον έτρεμαν όλοι", λέει η γιαγιά Ελένη. "Οι Γερμανοί τον καταζητούσαν γιατί είχαν καταλάβει ότι τους παρακολουθούσε, όποτε πήγαινε στις καζάρμες για να τους δώσει τυροκομικά, και έδινε πληροφορίες στους συμμάχους".
Οι ιστορίες της γιαγιάς Ελένης, εκτός από την περιγραφή της ζωής της στο νησί, περιελάμβαναν και Ισραηλινούς, που κάποιοι "δικοί μας" τους πέταξαν στη θαλάσσια περιοχή της Σύρνας μετά τον πόλεμο, αλλά και έναν τραυματισμένο πιλότο της RAF, τον John Foster, το αεροπλάνο του οποίου κτυπήθηκε και έπεσε κοντά στο Βαθύ της Σάμου τον Απρίλιο του 1942. Ο John Foster επέζησε, άσχημα κτυπημένος κάτω απ' το γόνατο, ενώ ο συγκυβερνήτης του αεροπλάνου κοιμήθηκε για πάντα στο γαλάζιο του Αιγαίου. Σκαρφαλωμένος ο Foster πάνω στη φουσκωτή σωσίβια λέμβο του αεροπλάνου, που φούσκωσε αυτόματα μετά την πτώση, έχοντας δέσει με ένα βρώμικο μαντήλι το τραυματισμένο του γόνατο, κατάφερε να καλύψει μια απόσταση 100 περ. ν. μιλίων, έχοντας τον βοριά στην πλάτη, και να φθάσει στη Σύρνα όπου τον ρυμούλκυσε ένας ψαράς και του έδωσε σύκα και ρετσίνα, όπως θυμάται ο ίδιος.
Η ιστορία του John Foster, που έγινε δεκτός από τον "Μπαρμπαγιάννη" σαν το τέταρτο παιδί του, είναι πολύ συγκινητική καθώς ο ίδιος, αλλά και η γιαγιά Ελένη, διηγούνται τις λεπτομέρειές της. Όταν ήρθαν οι δικοί του και τον παρέλαβαν, ο Foster, νοιώθοντας απέραντη ευγνωμοσύνη για τους ανθρώπους που τον έσωσαν και του έδωσαν καταφύγιο, άφησε το ρολόϊ του στον Τομ (αυτόν που έκανε κουμάντο στη Σύρνα, όπως αναφέρει στο ημερολόγιό του) και τη βέρα του γάμου του στη Μαρία. "Δεν είχα τίποτε άλλο να τους δώσω", λέει με αφοπλιστικό τρόπο ο Άγγλος.
Δυστυχώς αυτή την ιστορία μου την αφηγήθηκε η γιαγιά Ελένη την ημέρα που φεύγαμε απ' την Αστυπάλαια και ενώ είχαμε ήδη ολοκληρώσει τη συζήτησή μας την παραμονή. Δεν κατάφερα λοιπόν να την καταγράψω στον φακό της βιντεοκάμερας, περιοριζόμενος στην ιστορία των Εβραίων και επιφυλασσόμενος να καταγράψω την περιπέτεια του John Foster σε κάποια άλλη συνάντησή μου μαζί της.
Ευχαριστούμε την "BLUE STAR FERRIES" που μας έδωσε την δυνατότητα να ταξιδεύσουμε δωρεάν στην όμορφη Αστυπάλαια.