Γράφει ο Σωτήρης Καλαμίτσης.
«Το ίδιο πωλητικό προσωπικό αυτοσυγχαίρεται που ψήφισε το νομοσχέδιο για την προστασία των προσωπικών δεδομένων με 270 ψήφους. Και γαμώ την ομόνοια και τη συναίνεση. Ας μην ήταν 99% αντιγραφή αναγκαστικού ευρωπαϊκού δικαίου και θα βλέπαμε».
Δεν πέρασαν δύο ημέρες και δικαιώθηκα. Οι πωλητικοί μας έγιναν βίδες. Γιατί; Για το νομοσχέδιο το σχετικό με την ανανέωση αδειών οδήγησης τροχοφόρων. Τόσα χρόνια και δεν μπορέσαμε να καταλήξουμε σε ένα αξιόπιστο και αδιάβλητο σύστημα. Ακριβώς τα ίδια όπως στην υγεία, στην παιδεία κ.λπ.
Ήταν πολύ ορθό το μέτρο της πρακτικής εξέτασης των άνω των 74 ετών, αλλά δεν οργανώθηκε σωστά. Όπως συμβαίνει με τόσα άλλα. Και, έτσι, επανέρχεται το παλαιό καθεστώς, αντί να οργανωθεί σωστά το καινούργιο. Θα αρκούν και πάλι οι ιατρικές βεβαιώσεις για την ανανέωση της άδειας οδήγησης. Για το πώς χορηγούνται οι ιατρικές βεβαιώσεις δεν άκουσα κάτι. Θα διηγηθώ, λοιπόν, μία πραγματική ιστορία. Ο καθένας μπορεί να φαντασθεί τί γίνεται με τα ιατρικά πιστοποιητικά. Τελικά υπάρχει πολλή μάσα και στις άδειες οδήγησης.
Προ 20 ετών περίπου ένα φορτηγό έπεσε πάνω σε ένα Ι.Χ. και το συνέθλιψε, με αποτέλεσμα τον θάνατο του οδηγού τού Ι.Χ. Ανέλαβα την υπόθεση για λογαριασμό τής οικογενείας του θανατωθέντος. Φίλος της οικογενείας με ενημέρωσε, ότι ο οδηγός του φορτηγού είχε το αριστερό πόδι ίσιο [κόκκαλο] λόγω εγχείρησης που είχε υποστεί εξ αιτίας σοβαρού τραυματισμού. Έκπληκτος ρώτησα: «Και πώς πατούσε το αμπραγιάζ;». «Με ένα ξύλο» μου απάντησε. Δεν ήθελα να το πιστέψω. Έψαξα, όμως, το θέμα εκ καθήκοντος και διαπίστωσα ότι ο οδηγός τού φορτηγού είχε πράγματι υποστεί εγχείρηση, η οποία τον άφησε ανάπηρο. Εν συνεχεία, άρχισα να ψάχνω πότε ανανέωσε την άδεια οδήγησης τελευταία φορά και ανεκάλυψα ότι η ανανέωση είχε γίνει μετά την εγχείρηση. Εντόπισα το πιστοποιητικό τού γιατρού και πήγα όλα τα χαρτιά στον Εισαγγελέα. Όταν επρόκειτο να διεξαχθεί η ποινική δίκη για το δυστύχημα, είδα με τα μάτια μου τον κατηγορούμενο να κάθεται σε ένα παγκάκι με το αριστερό πόδι τεντωμένο, ίσιο, κούτσουρο. Η δίκη ανεβλήθη λόγω ωραρίου. Λίγο πριν τη νέα δικάσιμο, ο κατηγορούμενος απεβίωσε, οπότε η δίωξη έπαυσε.
Μετά από λίγο καιρό ασκήθηκε δίωξη και κατά της ιατρού που είχε χορηγήσει το πιστοποιητικό, με βάση το οποίο είχε ανανεωθεί η άδεια οδήγησης του ανάπηρου φορτηγατζή. Μία εβδομάδα πριν από τη δίκη της απεβίωσε και η ιατρός. Έπαυσε και αυτής η δίωξη. Είχα εντυπωσιασθεί από τις συμπτώσεις, με αποτέλεσμα να φτάσω να ερευνήσω, αν η ληξιαρχική πράξη θανάτου της ιατρού ήταν γνήσια.
Και το άθλιο σύστημα της χορήγησης/ανανέωσης αδειών οδήγησης ζη και βασιλεύει επιτρέποντας σε ενενηκοντούτιδα οδηγό να παραπονείται που την «έκοψαν» και δεν της ανανέωσαν την άδεια, αλλά με € 300 θα την ανανεώσει. Και θα εξακολουθήσει να ζη και να βασιλεύει. Όπως κάθε σάπιο πράγμα σε τούτη την κατ’ ευφημισμό συντεταγμένη πολιτεία. Και το Κυνοβούλιο θα συστήσει, λέει, Επιτροπή για να μελετήσει το θέμα και να προτείνει.
Πάντως, μου άρεσε πολύ το μένος, με το οποίο ο Βαρεμένος παραπονέθηκε για μία ακόμη φορά για τον τρόπο που νομοθετεί η σημερινή κυβέρνηση. Ολόιδιος με τον τρόπο για τον οποίο εξέφραζε τα ίδια παράπονα η σημερινή κυβέρνηση, όταν αντιπολιτευόταν την κυβέρνηση Βαρεμένου. Τον αιφνιδίασαν και δεν μπόρεσε να ξεδιπλώσει το κοινοβουλευτικό του ταλέντο ως νομοθέτης. Φαντάσου τί θα γινόταν, αν τολμούσε κανείς να θυμίσει στον Βαρεμένο και στον Σκουρλέτη ότι χθες συμπληρώθηκαν 70 χρόνια από το τέλος του εμφυλίου πολέμου.
Αυτοί οι πωλητικοί θα σώσουν και τη ΔΕΗ. Το άλλο με τον Τοτό και τον παππού του τον ΕΑΜίτη;
Εγώ είμαι υπέρ του μηνύματος του βιβλίου του μακαρίτη Βλάση Γωγούση «Γιατί δεν αυτοκτόνησες;», αλλά δεν μπορώ να μη θυμίσω, επ’ ευκαιρία της χθεσινής επετείου, τί έγραψε προ τριετίας ο γραμματέας της Νεολαίας του ΣΥΡΙΖΑ με το απαράμιλλο ήθος και τις αριστερές περγαμηνές, όταν αποκαλύφθηκε η προσκόλληση και αυτού στο Πρυτανείο και τον έκραξε το «ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ»:
«Όταν ήμουν μικρός τα χρόνια της ευημερίας στην Ελλάδα θυμάμαι τους γονείς μου να μου λένε για την αριστερά, για το κίνημα, για τις ρίζες μας και πως δεν πρέπει να ξεχνάμε από πού προερχόμαστε. Τότε ήμουν 10 χρονών και ακούγαμε το άξιον εστί και μου έλεγαν ιστορίες. Για την γιαγιά μου, την περήφανη επονίτισσα, βασανισμένη από τους χίτες στο χωριό της, που φθάνει σήμερα τα 90 και με καλημερίζει κάθε πρωί. Για τον προπάππο μου, που είχα την τύχη να τον γνωρίσω, δικαστή του ΕΑΜ και για τον παππού μου, αντάρτη στον Δημοκρατικό Στρατό που γλύτωσε την εκτέλεση στο τσακ αφού τον συλλάβανε τις μέρες της ήττας. Και μετά όντας παππάς στην Αμαλιάδα οι φασίστες του λέγαν πως θα τον ξυρίσουν γιατί ήταν τραγόπαππας-κομμουνιστής και έπρεπε να φύγει να πάει αλλού, και δώστους δυσμενείς μεταθέσεις από τους ιεροκήρυκες της αγάπης. Και θυμάμαι τη μάνα μου να μου λέει πως της μάθαινε αντάρτικα στα κρυφά όταν ήταν ακόμη μωρό κι αυτός φορούσε ράσα και πως οι αντάρτες, όταν χόρευαν στα βουνά γινότανε σεισμός.
Για τον δολοφονημένο θείο του πατέρα μου από φασίστες κάπου στα βουνά της Ηλείας, το μάθαμε πρόσφατα σε ένα βιβλίο και δεν ήξεραν καν που θάφτηκε και εάν θάφτηκε και το χειρότερο εάν έπρεπε να το πούμε στο αδερφό του. Για τον θείο-παππού Θοδωρή και τα Μακρονήσια, την εξορία, τις κλειστές πόρτες μετά για δουλειά, γιατί αν ήσουν αριστερός σε κυνηγούσαν χωρίς αύριο και δεν είχες δικαίωμα να ταΐσεις τα παιδιά σου.
Για τις εκδρομές της ΕΔΑ μου μίλαγε ο πατέρας μου όταν ήταν αυτός μικρό παιδάκι, για το αντρίωμα του στο Πολυτεχνείο, στην ΟΜΛΕ, στη δικτατορία, για την δράση του στο δυναμικό φοιτητικό κίνημα, για την ΕΦΕΕ, για τον 815, τον Κουμή και την Καννελοπούλου, για την ΠΠΣΠ, για το ΚΚΕ-ΜΛ, για το χημείο, για τα όνειρα της τότε εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς... Εκεί γνώρισε και τον άνθρωπο της ζωής του, την Μητέρα μου που τον αντέχει κοντά 40 χρόνια...
Πάντα θυμάμαι πως και οι φίλοι των γονιών μου κάπου εκεί γύρναγαν στους αγώνες, στους δρόμους, άλλοι στην ΚΝΕ, άλλοι στον Ρήγα και άλλοι έξω από την βουλή και κάπου γύρναγε και η απογοήτευση, η ήττα, η ανασφάλεια. Γιατί κάποιοι πήγαν σπίτια τους, άλλοι όχι και το πράγμα προχωράει. Και δούλεψαν και έφτιαξαν οικογένεια και ποτέ δεν ζήτησαν λεφτά ούτε από τους ΠΑΣΟΚΟΥΣ ούτε από τους δεξιούς. Γιατί είναι αυτοδημιούργητοι και δεν χρωστάνε σε κανέναν και γι’ αυτό είμαι περήφανος...
Και κάπου το 2006, 18 χρονών εγώ τότε, πριν μία δεκαετία, ο αδερφός μου, φοιτητής της ΑΣΟΕΕ μου λέει για το Δίκτυο, το άρθρο 16, τον αγώνα που έπρεπε να δώσουμε, και δίπλα μας στο δρόμο και τότε και η μάνα μου και ο πατέρας μου (παρόλο που μια ζωή χοντρός είχε αρχίσει να κουράζεται στο περπάτημα και δεν άντεχε πολλά, πολλά).
Μετά στην Νεολαία ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΥ, στον ΔΕΚΕΜΒΡΗ, στις πλατείες και δώστου δακρυγόνο και ξύλο και η μάνα μου να τρέχει στα κρατητήρια να βγάζει κόσμο, και ο αδερφός μου δίπλα πάντα εκεί να με ζυμώνει να μου αγοράζει βιβλία για τον ΜΑΡΞ και να μου εξηγεί το κεφάλαιο και τεχνικά όντας εκτός από αριστερός και τεχνοκράτης και πάντα τον ζήλευα γι αυτό...Γιατί ποτέ δεν έμενε στη θεωρία. Δεν θα ξεχάσω όταν έμεινε για 2 μήνες στο κρεβάτι επειδή αρρώστησε από την κούραση, επειδή κάθε μέρα ήταν στην κατάληψη της ΑΣΟΕΕ...
Και ο καιρός έτρεχε και έμαθα για το Φόρουμ το ΄05, για την νέα αριστερά της νίκης, για το ότι εμείς πρέπει να δικαιώσουμε τα όνειρα και τους πόθους των ηττημένων, όχι μόνο αυτών από τους οποίους εγώ προέρχομαι, αλλά για όλους όσους δίνανε την ζωή τους με αυταπάρνηση και με θυσία μία ζωή χωρίς να λογαριάζουν τίποτα.
Και έτσι περνάνε 10 χρόνια συναρπαστικά στα οποία δώσαμε το είναι μας, τη ζωή μας ολόκληρη, χωρίς να λογαριάζουμε λεφτά, εργατοώρες, την υγεία μας, χωρίς ποτέ να περιμέναμε πως το ΄12 θα έτριζε συθέμελα ο τόπος και μετά τον Γενάρη, μετά τον Ιούλη. Και μετά για εμάς η πρώτη ήττα και κουβέντα με τους συντρόφους, κουβέντα στην ΟΒΑ του σπιτιού μου και μαθαίνουμε και σήμερα να είμαστε εδώ στα δύσκολα, βάζοντας το κεφάλι μας σε έναν βαθύ κουβά με σκατά, δεν ζητάμε τίποτα από κανέναν, δεν θα ζητήσουμε ποτέ...Ο καθένας με την δική του πορεία, με την δική του ιστορία με δικούς τους αγώνες, χωρίς φιλοδοξίες να γίνουμε κάποιοι. Πάντα για το κόμμα, μόνο για το κόμμα, για κανέναν ρουφιάνο, για κανένα αφεντικό και σε αυτούς δεν θα απολογηθώ ούτε εγώ ούτε η οικογένεια μου. Γιατί ο καθένας έχει επιλέξει να βάλει πλάτη για να μην χάσουμε συλλογικά, βάζει πλάτη για να αλλάξει αυτή η βρωμιά που υπάρχει γύρω μας και μας πνίγει. Και η μάνα μου 30 χρόνια μαχόμενη δικηγόρος δεν περίμενε τον ΣΥΡΙΖΑ για να ζήσει, γιατί ο πατέρας μου τόσα χρόνια δουλειά, δουλειά, δουλειά από τα 16 στην οικοδομή κόλλαγε ένσημα, μετά πούλαγε βιβλία για να ζήσει και μετά στα λεξικά, στην Καθημερινή, στο flash και θα μπορούσα να γράφω μέχρι αύριο αλλά αυτό δεν έχει νόημα... Ποτέ όμως κρατικοδίαιτοι...
Κι ο αδερφός μου 10 χρόνια κοντά εργαζόμενος στον ιδιωτικό τομέα και τώρα εκεί που πρέπει να βοηθήσει κι αυτός βοηθάει... Ποτέ δεν ζητήσαμε, ποτέ δεν περιμέναμε ανταμοιβή, το κόμμα μας ζήτησε να βάλουμε πλάτη και βάλαμε, γιατί αυτό είναι το σωστό, γιατί πάντα στην αριστερά χρωστάμε και δεν μας χρωστάει...Και δεν θα απολογηθώ σε κανέναν ούτε για τις ρίζες μου, ούτε για την οικογένεια μου, γιατί αυτή είναι η ιστορία μου, γραμμένη σε λίγες γραμμές, γιατί αυτή δεν είναι μόνο η δικιά μου ιστορία, γιατί δεν είδαμε φως και μπήκαμε, γιατί υπάρχουν πολλοί σαν εμάς, πάρα πολλοί με τις δικές τους ιστορίες, τις δικές τους κοινές ιστορίες... Έχω γνωρίσει πολλούς και πολλές συντρόφους και συντρόφισσες με ιστορίες πολύ πιο βαριές από την δικιά μου... Και είμαι περήφανος και νιώθω ευγνωμοσύνη για κάθε σύντροφο και συντρόφισσα που στέκομαι στο πλάι του και αγωνίζομαι μαζί του απέναντι σε κάθε λογής πρώτο Φλέμα. Μπροστά στη ρουφιανιά και τον κιτρινισμό στέκομαι περήφανος και τους γράφω στα παλιά μου τα παπούτσια,
Κατάλαβες ρουφιάνε;»
Αν κατάλαβα λέει. Στο πετσί μου….