Γράφει ο Γιώργος Κοντογιώργης.
Η άρχουσα αριστερή νομενκλατούρα και η φασίζουσα οίηση του πολιτεύεσθαι.
Με αφορμή την αποστροφή του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα (και πολλών άλλων στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ σε άλλες στιγμές) ότι οι εκατοντάδες χιλιάδες που είχαν συγκεντρωθεί στο Σύνταγμα για να εκφράσουν την αντίθεσή τους στην εξυφαινόμενη τότε συμφωνία για το «Μακεδονικό» ζήτημα είναι «ετερόκλητος όχλος», είχα πει ότι επιβεβαιώνεται πως η «αριστερή κομματοκρατία αποτελεί την επιτομή της φασιστικής λογικής της πολιτικής».
Με αφορμή την επαχθή για τη χώρα συμφωνία με τα Σκόπια που έφερε η κυβέρνηση, η φασίζουσα λογική του πολιτεύεσθαι ξεδιπλώθηκε σε όλη της την έκταση. Ο πρωθυπουργός δηλώνει με «γκεμπελική» οίηση ότι δεν θα υποβάλει τη συμφωνία στην κρίση του ελληνικού λαού διότι με την απόφασή του θα εκθέσει τη χώρα!… Η επιτομή της ολοκληρωτικής πολιτικής αρχής διδάσκει όντως ότι η αυθεντία του ενός ακυρώνει εξ ολοκλήρου την όποια αντίθετη βούληση μιας ολόκληρης χώρας.
Συγχρόνως σε μια πρωτοφανή ενορχήστρωση εμετικού πολιτικού λόγου, στην οποία συμμετέχουν ο ίδιος ο πρωθυπουργός και σύμπας ο ΣΥΡΙΖΑ επιδόθηκαν και συνεχίζουν να επιδίδονται, αντί επιχειρημάτων, σε ύβρεις και χαρακτηρισμούς χαμαιτυπείου (όποιος αντιλέγει στη συμφωνία είναι ακροδεξιός, εθνικιστής, φασίστας, χρυσαυγίτης, συντηρητικός κλπ) με προφανή σκοπό να ενοχοποιήσουν την αντίθετη άποψη, επιδεικνύοντας μια υψηλή περιφρόνηση προς την βούληση σημαίνοντος μέρους της κοινωνίας.
Το ζήτημα, στο πλαίσιο αυτό, δεν είναι η φασίζουσα λογική της Συριζαίας Αριστεράς, την οποία άλλωστε γνωρίζουμε από τον παρελθόντα βίο της στα πανεπιστήμια και όπου είχε την ευκαιρία να αναλάβει ρόλους. Ο ΣΥΡΙΖΑ με πρώτον τον πρωθυπουργό, δεν αισθάνεται ότι υπηρετεί τη χώρα, ούτε ότι εκπροσωπεί την βούληση της κοινωνίας. Πιστεύει μάλιστα ότι αυτός και οι οικείοι του εκφράζουν την πεμπτουσία της προόδου, απέναντι στην αγελαία, συντηρητική, ιδιοτελή και προσηλωμένη στις αξιωματικές αρχές ενός αντιδραστικού παρελθόντος κοινωνία.
Η κοινωνία αυτή, δεν έχει άλλο ρόλο από εκείνον του αγελαίου ποιμνίου, δηλαδή της άμορφης μάζας, που οφείλει να ακολουθεί χωρίς αντιρρήσεις τον αφέντη καθοδηγητή. Αυτή άλλωστε είναι η πεμπτουσία της δημοκρατίας του δυτικού διαφωτισμού που διακινούν, και αντιτείνουν στο κεκτημένο της δημοκρατίας, με το οποίο πορεύθηκε ο Ελληνισμός μέχρι τον 19ο αιώνα. Αν η σχέση αυτή μεταξύ κοινωνίας των πολιτών και πολιτικής τάξης δεν είναι βαθιά αντιδραστική, τότε τι είναι;
Η πολιτική της Συριζαίας Αριστεράς.
Σε ό,τι αφορά ειδικότερα στην εξωτερική πολιτική, το δόγμα της Συριζαίας Αριστεράς ότι εχθρός [τους] «δεν είναι ο εθνικισμός των γειτόνων αλλά ο εθνικισμός της ελληνικής κοινωνίας», δεν χρειαζόταν να περιμένει κανείς την παρούσα συγκυρία για να ξεδιπλωθεί. Το διακήρυξαν πλείστες όσες φορές στο παρελθόν, σε όλες τις πτυχές και ευκαιρίες που προσήλθαν να πάρουν θέση για συγκεκριμένα θέματα. Ο αριστερός εθνικισμός, αυτός που σπεύδει να υπηρετήσει τον εθνικισμό του όποιου άλλου (από τις αγορές έως τον εδαφικό ή πολιτισμικό εθνικισμό των γειτόνων), εγγράφεται ως η πεμπτουσία της ιδεολογίας της.
Το πρόβλημα, ωστόσο, έγκειται στο ό,τι ο ελληνικός εθνικισμός δεν είναι εθνικισμός, διότι δεν είναι ούτε εκτατικός στο εξωτερικό πεδίο, ούτε και πολιτειακά αυταρχικός ή φασιστικός. Εξού και η αριστερή πολιτική νομενκλατούρα (και όχι μόνο), όταν δεν εγκαλεί τον κοινό Έλληνα που στοχάζεται το παρελθόν του με όρους συνέχειας ως ακροδεξιό(!), επιλέγει ως συνομιλητή της το γραφικό πολιτικό μόρφωμα της Χρυσής Αυγής, το οποίο διατηρούν στην επιφάνεια με τεχνητές αναπνοές για να νομιμοποιούν το δυναστικό καθεστώς της κομματοκρατίας και τις βαθιά αντιδραστικές επιλογές τους.
Το δόγμα αυτό, εκπορεύεται από τη θεμελιώδη και καταφανώς φασίζουσα αρχή ότι μείζων εχθρός της αριστερής εκδοχής της κομματοκρατίας, είναι η κοινωνία και οι κληρονομιές της, ο ελληνικός λαός και η ιστορία του. Αυτόν και αυτήν έχει στοχοποιήσει, μεταξύ άλλων, η Συριζαία Αριστερά, διότι συγκροτούν συμπαγή πολιτισμική οντότητα, πηγή συνοχής και αντίστασης στη λογική της πολιτικής ιδιοποίησης και της συρρίκνωσης της χώρας. Εξού και με κάθε τρόπο επιχειρούν να πλήξουν στον πυρήνα της πολιτισμικής και κοινωνικής συνοχής της χώρας για να είναι ελεύθεροι να ηγεμονεύουν, έχοντας επιλέξει ως πηγή νομιμοποίησης τον «διεθνή» παράγοντα.
Πολύ πριν ανέβουν στη εξουσία οι Δυνάμεις που διαμορφώνουν τον γεωπολιτικό χάρτη στην περιοχή μελέτησαν τις πολιτικές θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ και της ηγεσίας τους και αποκόμισαν τη βεβαιότητα ότι οι απόψεις τους για τα εσωτερικά και τα εξωτερικά ζητήματα της χώρας, πηγαίνουν πολύ πιο περά από τις δικές τους στρατηγικές επιδιώξεις: στο Κυπριακό, στο Σκοπιανό, στα ελληνοτουρκικά και στο Αιγαίο, στο μεταναστευτικό, στο ζήτημα της οικονομικής κρίσης, στην εκχώρηση κρισίμων περιοχών του δημοσίου χώρου στις διεθνείς συμμορίες των ΜΚΟ κλπ.
Ο «Μέγας Ιεροεξεταστής».
Το ερώτημα λοιπόν δεν εστιάζεται στην φασίζουσα λογική της Συριζαίας Αριστεράς, η οποία γνωρίζει καλά να διαχειρίζεται τους πολίτες όπως ο «Μέγας Ιεροεξεταστής» που αποτύπωσε ο Γκρέκο με το πινέλο του. Το ερώτημα αφορά στην κοινωνία των πολιτών, η οποία εξακολουθεί να πιστεύει ότι θα βρει το δίκιο της, ή ότι θα εισακουσθεί δρώντας στο πλαίσιο του παρόντος πολιτικού συστήματος της εκφυλισμένης εκδοχής της αιρετής μοναρχίας, της κομματοκρατίας. Το οποίο έχει επιπλέον πεισθεί από τους εκδορείς της ότι είναι δημοκρατία.
Εάν δεν αντιληφθεί, όσο είναι ακόμη καιρός, ότι το πολιτικό αυτό σύστημα επιτρέπει στον φασισμό να σταδιοδρομεί πολιτικά χωρίς να χρειάζεται να ενδυθεί εμφανώς το σχήμα του, να καταδολιεύει ή να ιδιοποιείται το δημόσιο συμφέρον και να εκχωρεί «μερίδια» της χώρας στους ποικίλους όσους εξωτερικούς εθνικισμούς, τόσο θα απορεί και θα διερωτάται πώς συνέβη και οι αγώνες της ενταφιάστηκαν στο απέραντο νεκροταφείο της νεοελληνικής ιστορίας.
Σε τελική ανάλυση, η ελληνική κοινωνία οφείλει να αντιληφθεί ότι δεν δικαιούται να μέμφεται την πολιτική αγυρτεία και την καταφρόνηση της βούλησής της, όταν η ίδια συναινεί σε ένα Σύνταγμα το οποίο επιβάλει στους ταγούς της πολιτικής να αποφασίζουν ό,τι θέλουν, για ό,τι θέλουν, όπως θέλουν, εναντίον της καθολικής θέλησης της κοινωνίας, χωρίς να υπόκεινται στον παραμικρό έλεγχο και κύρωση.
Το μη ανέχεσθαι του άλλα λέγοντος.
Κατά τούτο το Σκοπιανό είναι το αποτέλεσμα του συστήματος αυτού, αλλά και μια μοναδική ευκαιρία, η αντιστασιακή μήτρα της κοινωνίας να αντιληφθεί την αιτία που οι μεγάλες ήττες του Ελληνισμού υπό το κράτος της δυναστικής κομματοκρατίας οργανώθηκαν δια χειρός της πολιτικής του τάξης στην Αθήνα και όχι στα διεθνή σαλόνια ή στα πολιτικά μέτωπα. Με λίγα λόγια, έως ότου η ελληνική κοινωνία των πολιτών αντιληφθεί ότι αιτία του ελληνικού προβλήματος είναι το πολιτικό σύστημα που καθιερώνει το Σύνταγμα, θα συνεχίσει να συσσωρεύει ερείπια για τον εαυτό της και για τη χώρα.
Επομένως, μόνον εάν αλλάξει το πολιτικό σύστημα θα εξαναγκασθεί η πολιτική τάξη να συνεκτιμά την βούλησή της, να διεξάγει δημόσιες πολιτικές και να στοχάζεται με μέτρο το εθνικό συμφέρον. Διαφορετικά, φαινόμενα φασίζουσας πολιτικής συμπεριφοράς, όπως αυτά που ξεδιπλώνει απέναντί της η νομενκλατούρα γύρω από τον Τσίπρα, θα τα βιώνει ως καθεστώς στην καθημερινότητά της, κάθε φορά που θα αντιλέγει στα πεπραγμένα της. Διότι αρχή της φασίζουσας πολιτικής λογικής είναι «το μη ανέχεσθαι του άλλα λέγοντος», η απαξιωτική ενοχοποίηση του «αντιλέγοντος λόγου».
Σε τελική ανάλυση, το πολιτικό αυτό σύστημα, είναι η αιτία που ο αντιστασιακός της χαρακτήρας, τον οποίο κληρονόμησε από τις ιστορικές της διαδρομές η ελληνική κοινωνία, έχει στην πηγή του υπονομευθεί από τις εσωτερικές δυνάμεις που εμπιστεύθηκε να την υπηρετήσουν. Στο πλαίσιο αυτό, αρκεί ο απλός προϊδεασμός για τις σκοτεινές πολιτικές και ιδεολογικές διαδρομές που οδήγησαν στην εκκόλαψη και στη σταδιοδρομία της άρχουσας Αριστεράς, για να κατανοήσει κανείς τον τρόπο του πολιτεύεσθαι απέναντι στην κοινωνία και στη χώρα.