Γράφει ο Σωτήρης Καλαμίτσης.
Όλως παραδόξως ουδείς εκ του ΣΥΡΙΖΑ έκανε δηλώσεις μετά τη προχθεσινή μεγαλειώδη παρέλαση στη Θεσσαλονίκη. Τους απωθούν αυτά τα πατριωτικά, στα οποία στέλνουν τον ειδικό συνεργάτη Χάνο Κλασμένο. Ήταν εκεί και ο ανεκδιήγητος κυρ-Βασίλης, ο οποίος βρήκε τη μέρα να καταφερθεί κατά του νόμου για την αλλαγή φύλου. Πάντως, ο πρωθυπουργός έστειλε ένα καλό μήνυμα:
«Τιμούμε σήμερα το έπος του ‘40. Όλους εκείνους, που ανάμεσα στην Ελλάδα και τη ζωή τους διάλεξαν την Ελλάδα. Και απέδειξαν στα βουνά της Αλβανίας, στις πόλεις και στα χωριά της πατρίδας, τι σημαίνει να γνωρίζεις την ελευθερία από την κόψη του σπαθιού την τρομερή. Με τη μάχη του κατά του φασισμού και του ναζισμού και με την έφοδο της Εθνικής μας Αντίστασης στον ουρανό, ο ελληνικός λαός απέδειξε την αγάπη του για την ελευθερία. Τον διαχρονικό πόθο του να ζει με αξιοπρέπεια και να καθορίζει ο ίδιος τα του οίκου του. Τίποτε δεν ξεχάστηκε, κανένας δεν ξεχάστηκε. Καμιά θυσία δεν πήγε χαμένη.
Σήμερα η χώρα, μετά από μια περίοδο σκότους, κρίσης και επιτροπείας, μπορεί να ατενίζει με αισιοδοξία το αύριο. Ο λαός μας απέδειξε στα δύσκολα τελευταία χρόνια ότι έχει και το κουράγιο, και τις δυνατότητες, και το ιστορικό φορτίο, για να στέκεται όρθιος στις φουρτούνες. Δεν ελπίζουμε απλώς σε ένα καλύτερο αύριο. Το χτίζουμε βήμα-βήμα, με όρους ελευθερίας, αλληλεγγύης, Δημοκρατίας, κοινωνικής δικαιοσύνης. Βέβαιοι ότι, όπως τότε, έτσι και τώρα, τίποτε δεν πρόκειται να μας χαριστεί. Το αύριο είναι στα δικά μας χέρια. Και δεν μπορεί κανείς να μας το πάρει».
[Άντε πάλι με την έφοδο της κομούνας στον ουρανό. Και γαμώ το τσιτάτο].
Το άλλο περίεργο είναι ότι το πρώτο μισό του πρωθυπουργικού μηνύματος λογοκρίθηκε το βράδυ στις ειδήσεις της ΕΤ1. Γιατί; Ίσως ο λόγος είναι αυτός που ακολουθεί.
Στο κωματικό όργανο του κυβερνώντος κώματος είχε δημοσιευθεί και τούτο το άρθρο προ 8ετίας. Του γνωστού Νάσου Θεοδωρίδη, ο οποίος δεν έχει ακόμη αξιωθεί συγγραφής για το πώς ο Λεωνίδας είχε βάλει 1000 είλωτες να σπρώχνουν με βία τους 300 να πολεμήσουν στις Θερμοπύλες, αλλά και για τους δούλους που είχε βάλει ο Θεμιστοκλής να βουρδουλιάζουν τους κωπηλάτες στη ναυμαχία της Σαλαμίνας. Έγραψε λοιπόν αυτό το δοχείο νυκτός:
«69 χρόνια μετά την τραγωδία του θανάτου και της αναπηρίας δεκάδων χιλιάδων φαντάρων, έχει έρθει η ώρα για μια ψύχραιμη ιστορική αποτίμηση που να απαντάει στο ερώτημα αν τελικά βγήκε κερδισμένη η ελληνική κοινωνία από μια εξ αντικειμένου σύμπλευση με το φασιστικό καθεστώς Μεταξά στην οποία οδηγήθηκε από τον εθνικιστικό παροξυσμό της εποχής, προκειμένου να αποτραπεί η απλή διέλευση ενός άλλου φασιστικού στρατού, με μόνο επιχείρημα ότι ο δεύτερος στρατός ήταν «ξένος» (αλλά εξίσου φασιστικός). Υποστηρίζω ότι η εμπλοκή της Ελλάδας σε αυτό το σφαγείο θα έπρεπε να είχε αποφευχθεί.
Η 28η Οκτωβρίου δεν σήμαινε ούτε την «ενότητα» ούτε «το μεγαλείο του έθνους», αλλά την είσοδο της Ελλάδας σε ένα παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό πόλεμο. Η άγρια σύγκρουση που ξετυλίχτηκε πάνω στα βουνά της Ηπείρου και της Αλβανίας έδειξε ανάγλυφα την ταξική της φύση. Στις πρώτες γραμμές φτωχοί άνθρωποι, πέθαιναν από τη γάγγραινα, έλιωναν από την ψείρα, περίμεναν απελπισμένα τροφή. Πιο πίσω οι αξιωματικοί με τις ορντινάτσες τους έδιναν τις διαταγές. Και ακόμα πιο πίσω, στα πολυτελή ξενοδοχεία της Αθήνας, ο αρχιστράτηγος Παπάγος και το επιτελείο της «Αυτού Μεγαλειότητας»…
Υπάρχουν πολλοί μύθοι για τον ελληνοϊταλικό πόλεμο. Ο πρώτος είναι ότι οι φαντάροι μας με εφ’ όπλου λόγχη στείλανε τους δειλούς εχθρούς στα βάθη της Αλβανίας. Η πραγματικότητα είναι πολύ διαφορετική. Ο ελληνικός στρατός ήταν προετοιμασμένος γι’ αυτή τη σύγκρουση. Ήδη από την άνοιξη του 1939 το Γενικό Επιτελείο Στρατού είχε καταστρώσει ανάλογα σχέδια. Και από τον Ιούνη του 1940 ο ελληνικός στρατός βρισκόταν ουσιαστικά σε κατάσταση «μυστικής επιστράτευσης». Στα σχολικά βιβλία και στα πατριωτικά αφιερώματα η «θέληση» και το «φρόνημα» ήταν ο αποφασιστικός παράγοντας για το «έπος της Αλβανίας». Η αλήθεια είναι ότι ήταν η μορφολογία του εδάφους, το βεβιασμένο της ιταλικής επίθεσης -με όλες τις δυσκολίες ανεφοδιασμού από τα ακατάλληλα λιμάνια της Αλβανίας- και μια πολύ ισχυρή ελληνική στρατιωτική μηχανή.
Επίσης αποκρύπτεται ότι υπήρχαν πολλοί που αρνούνταν να υποταχτούν σε αυτήν τη χαρούμενη εικόνα της «εθνικής πανστρατιάς». Δεν είναι τυχαίο ότι ο Θ. Χατζής, μετέπειτα γραμματέας του ΕΑΜ αναφέρει στις αναμνήσεις του ότι στις αρχές Νοέμβρη εκτελέστηκαν επί λιποταξία τέσσερις φαντάροι του συντάγματός του, επειδή είχαν λείψει μόνο μια μέρα και ξαναγύρισαν:
«Απογοήτευση και πένθος έπεσε στο Σύνταγμα. Στην πορεία μάθαμε πως και σε άλλα Συντάγματα έγιναν παρόμοιες δίκες για μικρές πειθαρχικές παραβάσεις και επακολούθησαν διαδοχικές εκτελέσεις, κατά περίεργη "συγκυρία" μόνο Μακεδόνων που μιλούσαν τη σλαβική γλώσσα και όλοι τους σχεδόν ήταν χαρακτηρισμένοι "βουλγαροκομμουνιστές"».
Ήταν και κάτι άλλο που ερέθιζε τους φαντάρους. Οι καλαμαράδες της Αθήνας παρουσίαζαν τον πόλεμο σαν τρικούβερτο γλέντι με χαρές και τραγούδια για τους Έλληνες φαντάρους. Κρύβανε την πραγματικότητα. Συνήθως στα αφιερώματα για την 28η Οκτωβρίου, βλέπουμε επίκαιρα της εποχής με τα πλήθη ενθουσιασμένα να χαιρετάνε εκείνους που φεύγουν για το μέτωπο. Πράγματι, κάθε φορά που αρχίζει ένας τέτοιος πόλεμος, η πλειοψηφία παρασύρεται από ένα κύμα εθνικισμού και πολεμόχαρων αισθημάτων. Όμως, καθώς περνούν οι μέρες, φανερώνεται όχι μόνο η φρίκη του πολέμου αλλά και ποιος την πληρώνει, οπότε οι διαθέσεις αλλάζουν.
Ο Δ. Λουκάτος καταγράφει αυτή την αλλαγή στο ημερολόγιο που κρατούσε και έχει δημοσιευτεί με τίτλο «Οπλίτης στο Αλβανικό Μέτωπο Ημερολογιακές Σημειώσεις 1940-’41»: «Ένα περίεργο πράγμα. Κανείς απ΄ όλους τους "Εμπέδους" δεν θέλει να φύγει για το Μέτωπο. Όλοι θα ‘τανε ευτυχείς αν τους κρατούσανε εδώ. Πού είναι λοιπόν τα φανταχτερά λόγια "οι φαντάροι μας αδημονούν να μεταβούν εις την πρώτην γραμμήν;".
Από τον πατέρα μου είχα ακούσει την ιστορία της καταδίκης και εκτέλεσης για λιποταξία εν καιρώ πολέμου τού Χρυσικόπουλου, γόνου μεγαλοεπιχειρηματία της εποχής. Προς παραδειγματισμό προφανώς. Ποιός είπε ότι δεν υπάρχουν και ριψάσπιδες; Ευτυχώς ελάχιστοι, διαφορετικά δεν θα είχαμε την ιστορία που έχουμε, η οποία δεν αρέσει στον κ. Νάσο και τους συν αυτώ.