Γράφει ο Σωτήρης Καλαμίτσης.
Κομιστές-facebook
Κι αφού εξαντληθήκαμε με την ενασχόληση με το φύλο πάμε τώρα για το νομοσχέδιο για την κάνναβη.
Από το φύλο πάμε κατευθείαν στο... τρίφυλλο.
Το ότι η γλώσσα μας κακοποιείται καθημερινώς αποτελεί πασίδηλον. Τί κι’ αν σκούζει ο Μπαμπινιώτης, ότι η γλώσσα μας είναι το παν, τί κι’ αν λέει ο Ζουράρις ότι μπορεί να χάσουμε μερικά νησιά, αλλά να μη χάσουμε τη γλώσσα μας, αφού τα νησιά θα τα ανακαταλάβουμε, ενώ τη γλώσσα ποτέ δεν θα επανακτήσουμε;
Επιτρέπεται, όμως, σε κυβερνητικά κείμενα, έστω και ανυπόγραφα [non paper που λένε οι μορφωμένοι], να εντοπίζονται λάθη στην έκφραση; Εξ αφορμής της δολοφονίας [και όχι εκτέλεσης] του συναδέλφου Μ. Ζαφειρόπουλου και της επισήμανσης από πολλούς ότι η εγκληματικότητα έχει φθάσει στο απροχώρητο, το Μαξίμου διοχέτευσε το ακόλουθο, για να μη μείνουν αναπάντητες οι αιτιάσεις του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης:
«Ο κ. Μητσοτάκης δεν διστάζει να επενδύσει πολιτικά στην αποτρόπαια δολοφονία ενός ανθρώπου, στο αίμα ενός φίλου του, σύμφωνα με τον ίδιο. Και τα φιλικά του Μέσα να εμφανίζουν την Ελλάδα, ως χώρα, όπου ανθίζει ατιμώρητο το έγκλημα».
Εγώ έμαθα, και πολύ σωστά, ότι το έγκλημα, η παραβατικότητα, η ατιμωρησία, το εμπόριο, η διαφθορά κ.λπ. «ανθούν» [ακμάζουν] και δεν ανθίζουν. Ανθίζουν [ανθοφορούν] τα λουλούδια, τα δένδρα, τα φυτά γενικώς. Ανθούν και πολιτισμοί με τις πάσης φύσεως εκφάνσεις τους, τέχνες, γράμματα.
Το ανωτέρω κείμενο μού θύμισε διάλογο μεταξύ Τζαβάρα- Τσίπρα τον Ιούλιο τ.έ. στη Βουλή.
Τζαβάρας: «Τι είδους έρευνα γίνεται στα πανεπιστήμια; Το μόνο που γίνεται εκεί είναι να κατασκευάζουν μολότοφ».
Τσίπρας: «Και τι κακό έχουν οι μολότοφ;».
Τζαβάρας: «Τι κακό; Καίνε κόσμο».
Τσίπρας: «Εξαρτάται σε ποια μεριά είσαι όταν πέφτουν οι μολότοφ. Εκεί που τις ρίχνουν ή εκεί που πέφτουν;».
Το πρόβλημα, λοιπόν, είναι αν τις μολότοφ τις ρίχνεις ή σου τις ρίχνουν. Δεν είναι το γιατί ρίχνονται μολότοφ και από ποιούς.
Το επόμενο ερώτημα είναι: η κατασκευή μολότοφ ανθεί ή ανθίζει στα Πανεπιστήμια;
Και τώρα, μετά την αλλαγή φύλου, το χάϊδεμα του Ρουβίκωνα, την Ηριάνα κ.λπ. ο λόγος στην πωλητική κονίστρα έχει δοθεί σε ένα άλλο τεράστιο ζήτημα: στο κανναβούρι και στη νομιμοποίησή του. Ο οικωλόγος υφυπουργός Τσιρώνης δεν έχει αντίρρηση να το καλλιεργούμε στο μπαλκόνι μας, αρκεί να πληρώνουμε ένα τέλος στο κράτος. Τέλος ανταποδοτικό ασφαλώς. Όπως τα δημοτικά τέλη. Προφανώς, επειδή και η κάνναβη αποτελεί δημόσιο αγαθό, όπως οι ραδιοφωνικές και τηλεοπτικές συχνότητες, για τις οποίες πρέπει να πληρώνει, όποιος τις χρησιμοποιεί.
Τα πνευματικά δικαιώματα της πρότασης Τσιρώνη ανήκουν, φυσικά, στον ΓΑΠ. Αυτόν τον γίγαντα πωλητικό, τον οποίο βράβευσε η International Ilithiership Association για το τεράστιο έργο του στην Ελλάδα τη διετία 2010-2011, αφού προφανώς εξετίμησε δεόντως η εν λόγω οργάνωση τα αγαθά αποτελέσματα της πωλητικής του μεγάλου ανδρός, τα οποία βιώνει ο ελληνικός λαός μέχρι και σήμερα και θα βιώνει για πολλά χρόνια ακόμη. Διότι είναι ο ΓΑΠ που έριξε την ιδέα για την καλλιέργεια κάνναβης στη γλάστρα από το 1995. Πρωτοπόρος σε όλα γαρ. Στη χρηματοδότηση των μεταμφιεσμένου σκοπού αρπακτικών ΜΚΟ, στην περαιτέρω ανάπτυξη του πελατειακού κράτους, στις ζεμπεκιές με τον Τζεμ, στα Μνημόνια και άλλα ων ουκ έστιν αριθμός. Τώρα πια ξέρουμε, ιδίως μετά τη βράβευσή του, τί είναι αυτό που πίνει και δεν μας δίνει.
Είναι σημαντικό, λοιπόν, το ζήτημα, το οποίο έθεσαν προσφάτως βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ. Να αρχίσουμε την πολυπόθητη ανάπτυξη της οικονομίας από την παραγωγή φαρμακευτικής καννάβεως.
http://www.iefimerida.gr/news/365551/erotisi-46-voyleyton-toy-syriza-gia-tin-iatriki-kannavi
Γιατί να εισάγουμε την φαρμακευτική κάνναβη; Με άλλα λόγια, αυτό καλείται «ιεράρχηση προτεραιοτήτων». Αλλαγή ταυτότητος και παραγωγή κάνναβης πιο ψηλά στην ατζέντα απ’ όλα. Πάντως, εγώ υποψιάζομαι ότι η ερώτηση αυτή σκοπόν είχε τη δημιουργία ακόμη ενός δημόσιου φορέα, αφού οι 46 κάνουν λόγο για κρατικό μονοπώλιο κάνναβης. Πώς θα λειτουργήσει ένα κρατικό μονοπώλιο χωρίς κρατικό φορέα με κρατικούς υπαλλήλους που θα διορίσουμε εμείς οι κρατιστές;
Την ανθίστηκαν οι μάγκες ότι δεν ξαναβλέπουν καρέκλα και κάνουν ό,τι μπορούν, για να συσπειρώσουν ό,τι πιο άκυρο ανθεί στον τόπο.