Το σωσίβιο και το quick stop σώζουν ζωές.
Κείμενο : Γιώργος Μισετζής.
Φωτογραφίες : Στέλιος Καββάδας - Γιώργος Μισετζής - Μοντάζ βίντεο : Γιώργος Μισετζής.
Έχουν περάσει πολλά χρόνια, αλλά ακόμα θυμάμαι την λαχτάρα μας όταν μαζί με τον φίλο, συνέταιρο, κουμπάρο και συνταξιδευτή μου Σωκράτη ανεβαίναμε εκείνο το ανηφορικό χωμάτινο μονοπάτι – πρέπει να ήταν αρχές Ιουλίου - για να φτάσουμε στη μοναδική υποτιθέμενη «ταβέρνα» που βρίσκεται πάνω στα Λέβιθα, ένα μικρό νησάκι ανάμεσα στη Λέρο και την Αμοργό, του οποίου μοναδικοί κάτοικοι τότε - δεν ξέρω για σήμερα - ήταν μια οικογένεια.
Είχαμε φτάσει εκεί από τη Χίο πεινασμένοι, βρεγμένοι και κουρασμένοι, μετά από ένα δύσκολο ταξίδι τεσσάρων και πλέον ωρών, με το εξάμετρο τότε φουσκωτό μας, και στόχος μας (ή η….. «λύτρωση» μας καλύτερα) ήταν να φάμε εκεί πρωινό! Ανεβαίναμε το μονοπάτι ανάμεσα στις γεωργικές εγκαταστάσεις που είχε εκεί - υπερβολικές μάλλον για τον συγκεκριμένο τόπο - και ονειρευόμαστε σπιτίσια τηγανιτά αυγουλάκια, χωριάτικο ψωμί, κατσικίσιο τυρί, και μια κατακόκκινη ντομάτα, απ’ αυτές που δεν υπάρχουν πια στα μανάβικα.
Φτάσαμε εκεί μετά από περπάτημα μισής ώρας, ανάμεσα σε ένα σύννεφο από αλογόμυγες (!) οι οποίες μας περιέλαβαν αμέσως μόλις βγήκαμε από το φουσκωτό και επίμονα μας "φλέρταραν", με έναν περίεργο τρόπο σε όλη την πεζοπορία, έδειχναν δε μια ιδιαίτερη προτίμηση στο κόκκινο μπλουζάκι του Σωκράτη! Η διάθεσή μας όμως ήταν στα ύψη, αφού πια απείχαμε μερικά μόνο δευτερόλεπτα από την πραγματοποίηση της φαντασίωσής μας. Αλλοίμονό μας όμως! Όπως εξελίχθηκε τελικώς η ιστορία, η φαντασίωσή μας έμελλε να μείνει ανεκπλήρωτη...
Θυμάμαι ακόμη εκείνον τον... κορυφαίο «διάλογο», ανάμεσα σε μένα και εκείνον τον τύπο, που μας «υποδέχθηκε» φανερά ενοχλημένος από την παρουσία μας στην ταβέρνα του. Πρώτος εγώ τον καλημέρισα:
- Καλημέρα!!
-…………..!
- Καλημέρα και πάλι... μήπως θα μπορούσαμε να φάμε κάτι γιατί ερχόμαστε από μακριά και είμαστε ταλαιπωρημένοι και πεινασμένοι;
-…Όχι……!
-Γιατί…..;;;
-Δεν έχω ανοίξει ακόμα!!!!....
- Α!.... Και τι ώρα ανοίγετε;
-Τον Αύγουστο!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!;;;;;;;;;;;;;;;;
Όση ώρα μάλιστα «συζητούσαμε», δεν έκανε καν τον κόπο να σηκώσει το κεφάλι του να μας δει! Στην αρχή νόμιζα ότι αστειεύεται, γέλασα και προχώρησα να καθίσω σε ένα από τα τραπέζια που είχε ήδη απλωμένα στο χώρο, αλλά τα επόμενα δευτερόλεπτα κατάλαβα αμέσως ότι σοβαρολογούσε! Έτσι, κεραυνοβολημένοι από αυτή την απίστευτη αντιμετώπιση του ανθρώπου, πεινασμένοι, βρεγμένοι, κουρασμένοι και τώρα σίγουρα και στενοχωρημένοι, πήραμε τον δρόμο της επιστροφής προς το σκάφος μας παρέα με τις ιπτάμενες «φίλες» μας – δύο μίλια από τα Λέβιθα μας άφησαν οι βρωμόμυγες - για να συνεχίσουμε το ταξίδι μας προς την Αμοργό.
Από τότε τήρησα εκείνη την παλιά παροιμία που, ποιητική αδεία, την μετέτρεψα στο «αν σ’ αρέσει Καπτάν Γιώργο ξαναπέρνα από τα Λέβιθα….» και έτσι για πολλά πολλά χρόνια το νησάκι αυτό, αλλά και όλο το σύμπλεγμα των βραχονησίδων της περιοχής, το επισκεπτόμουν μόνο για ψάρεμα, ποτέ για διανυκτέρευση, και δεν έκανα τον κόπο να μπω ούτε στον υπήνεμο κόλπο του.
Το κακό βέβαια σε όλη αυτήν την ιστορία που σας διηγήθηκα, είναι ότι την έπαθα, όπως λέει μια άλλη παλιά σοφή παροιμία, αφού «κοντά στα ξερά καίγονται και τα χλωρά». Έτσι, με το πάθημά μου αδιαφόρησα τελείως να επισκεφτώ – παρ’ ότι αυτοί οι προορισμοί με συναρπάζουν - τους δύο μοναδικούς κατοίκους σε ένα άλλο νησάκι που βρίσκεται δίπλα στα Λέβιθα. Την Κίναρο!
«….Είναι βέβαιο ότι στον Ελληνικό θαλάσσιο χώρο, δεν υπάρχει άλλο νησί που να μοιάζει με την Κίναρο, στο βαθμό που οι δύο μοναδικοί κάτοικοί του βιώνουν με τόσο έντονο και προκλητικό τρόπο την κρατική αδιαφορία και εγκατάλειψη. Δύο και μόνο άνθρωποι οι οποίοι, εκτός των άλλων, στερούνται βασικών αγαθών για μία αξιοπρεπή διαβίωση, και όμως υπομένουν καρτερικά, ελπίζοντας πως κάποια μέρα θα βρεθεί κάποιος πολιτικός να τους σκεφτεί και να ενδιαφερθεί γι’ αυτούς, χωρίς να μετράει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια με ψήφους…..».
Μ’ αυτά τα λόγια ξεκινάει το video - αφιέρωμα στην Κίναρο του Ιωσήφ Παπαδόπουλου, στα πλαίσια της εκπομπής του «Σε φόντο γαλάζιο», και όταν ακούς αυτά τα λόγια από άνθρωπο που σέβεσαι τη γνώμη του αλλά και την άποψη του σ' αυτά τα θέματα, δεν έχεις παρά να τον εμπιστευθείς.
Αιτία λοιπόν για την πλήρη αναθεώρηση των απόψεών μου – και όπως αποδείχθηκε είχε πολύ δίκιο - ήταν ο φίλος μου Ιωσήφ, ο οποίος μου εξήγησε πόσο λάθος έκανα τόσα χρόνια που δεν επισκεπτόμουν τον Μικέ και την Ειρήνη. Πήρα λοιπόν την απόφαση, όχι μόνο να τους επισκεφτώ, αλλά και να πείσω το Δ.Σ. του ιδιαίτερα δραστήριου Ομίλου μας (Όμιλος Φουσκωτών Σκαφών Χίου), να αφιερώσουμε στην Κίναρο εκείνο το αποχαιρετιστήριο ταξίδι του καλοκαιριού, σε συνδυασμό με την «Αποστολή βοήθειας» που διοργανώνει κάθε χρόνο ο Όμιλός μας σε ακριτικά νησιά.
Το μεσημέρι του Σαββάτου δεκαπέντε σκάφη αποπλεύσαμε από τη Χίο για να επισκεφτούμε την Κίναρο, με στάση σε κάποιο άλλο ενδιάμεσο νησί για διανυκτέρευση, ώστε, την επόμενη μέρα, να έχουμε περισσότερο χρόνο στη διάθεση μας να αφιερώσουμε στο νησί του Μικέ και της Ειρήνης. Αποφασίσαμε να διανυκτερεύσουμε στη Λέρο, παρ’ ότι ήταν αρκετά εκτός πορείας, για να επισκεφτούμε τα παιδιά του τοπικού Ομίλου, με τα οποία, δυστυχώς, δεν καταφέραμε τελικώς να βρεθούμε. Μάλλον θα έγινε κάποια κακή συνεννόηση…..ποιος ξέρει… ίσως βρεθούμε την επόμενη φορά…
Κυριακή πρωί ξεκινήσαμε παρέα δεκαπέντε φουσκωτά, πάνω σε μιαν ακύμαντη θάλασσα, για να επισκεφτούμε την Κίναρο και τους δύο μοναχικούς κατοίκους της. Η Κίναρος βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα των Δωδεκανήσων και απέχει 18 ν. μίλια από την Αιγιάλη της Αμοργού, και περίπου 28 ν. μίλια από το Λακκί της Λέρου. Σε μια ώρα ο φυσικός υπήνεμος όρμος που βρίσκεται στη νότια πλευρά του νησιού γέμισε με φουσκωτά! Δέσαμε μπροστά από το σπίτι του Μικέ και της Ειρήνης και εκείνοι μας υποδέχτηκαν εγκάρδια, μας φιλοξένησαν για λίγες ώρες στο φτωχικό τους και συζητήσαμε μαζί τους.
Η Αμοργιανή καταγωγή της Ειρήνης, τα παιδικά χρόνια που πέρασε στο μοναχικό νησί της Κινάρου, όπου και μεγάλωσε με τον πατέρα της Γιώργο Θηραίο και τη μητέρα της Ακαθή, η αγάπη και το μεράκι της για τον μικρό και έρημο αυτό τόπο οδήγησαν τον Μικέ και την Ειρήνη, που πέρασαν αρκετά χρόνια στην ξενιτιά κυνηγώντας τα όνειρά τους στην Αυστραλία, να γυρίσουν μια για πάντα πίσω στην Ελλάδα και να ζήσουν το υπόλοιπο της ζωής τους, σαν ερημίτες σ’ αυτόν τον ξερόβραχο του Αιγαίου.
Και το αποφάσισαν αυτό, όχι μόνο για να ικανοποιήσουν την ύστατη επιθυμία του αείμνηστου πατέρα της Ειρήνης να μη μείνει η Κίναρος ακατοίκητη, αλλά γιατί και οι ίδιοι αγάπησαν και πόνεσαν αυτό το νησί που αρμενίζει στη μέση του Αιγαίου. Το ζευγάρι επιδιόρθωσε το σπίτι που ανήκε στην οικογένεια της Ειρήνης, εγκατέστησε ένα υποτυπώδες φωτοβολταϊκό σύστημα και έφτιαξε μια δεξαμενή νερού για τα όμβρια, καλύπτοντας έτσι την ανάγκη τους για ηλεκτρικό ρεύμα και νερό.
Η ασχολία τους είναι τα λιγοστά αιγοπρόβατα, που υπάρχουν εκεί, και η γεωργία. Μοναδική επικοινωνία του ζευγαριού με τον έξω κόσμο είναι - εκτός από τις απρόσμενες επισκέψεις των ψαράδων, των λαθροθήρων, των λιγοστών ιστιοπλόων - και εκείνες του επιδοτούμενου ταχύπλοου από την Αμοργό, που τους τροφοδοτεί με τρόφιμα και ό,τι άλλο μπορεί να «παραγγείλει» το ζευγάρι στον καπετάνιο του.
Μια φορά το χρόνο έρχεται και παπάς, για να λειτουργήσει το εκκλησάκι του Αη Γιώργη που υπάρχει στον εγκαταλειμένο οικισμό, που απέχει καμμιά οκτακοσαριά μέτρα απόσταση απ' τη θάλασσα. Στον τομέα της… επικοινωνίας, με ιδιωτική πρωτοβουλία φίλων του Μικέ, εγκαταστάθηκε προσφάτως δορυφορικό τηλέφωνο, καθώς το σταθερό τηλέφωνο του Ο.Τ.Ε. παρουσίαζε μονίμως πρόβλημα, και στο κινητό τηλέφωνο δεν υπάρχει σήμα, εκτός εάν ο ιδιοκτήτης του σκαρφάλωνε σε κάποιον από τους γύρω λόφους. Πέρυσι επίσης, πάλι με ιδιωτική πρωτοβουλία, η εταιρία Γκολφινόπουλος-Tohatsu προσέφερε μία πλαστική βάρκα με εξωλέμβια μηχανή στο ζευγάρι.
Εμείς, αφού δώσαμε τα δώρα του Ομίλου μας – προσφορά Χιακών επιχειρήσεων και μελών μας – αποχαιρετήσαμε τον Μικέ και την Ειρήνη, με τις καρδιές μας γεμάτες συναισθήματα αγάπης και συμπάθειας γι' αυτούς τους δύο ακρίτες, και φύγαμε με την υπόσχεση να τους συναντήσουμε ξανά σε κάποιο από τα ταξίδια μας.
Ευελπιστούμε όμως ότι όλοι αυτοί οι άνθρωποι - φύλακες των νησιών μας, θα πέσουν στην αντίληψη κάποιου Έλληνα από τους τριακόσιους «άρχοντες» που θα ενδιαφερθεί γι’ αυτούς, ειλικρινά και ανθρώπινα χωρίς να μετράει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια με ψήφους...
Σχόλιο του "Rib and Sea"
Η επιθυμία μου να συνοδεύσω τους φίλους του Ομίλου φουσκωτών σκαφών Χίου στο ταξίδι τους στην αγαπημένη μου Κίναρο, έμελλε τελικώς να μείνει απλώς... επιθυμία, αφού την ημέρα που εκείνοι αποφάσισαν να πραγματοποιήσουν την Αποστολή τους, εγώ ήμουν καθ' οδόν προς τη Γένοβα. Επικροτώ πάντως την πρωτοβουλία τους, τους συγχαίρω για την ευαισθησία τους και τους ευχαριστώ για λογαριασμό του Μικέ, της Ειρήνης και του γιου τους Γιώργου, ο οποίος εδώ και μερικούς μήνες μένει πια μόνιμα μαζί τους.
Τα συμβολικά δώρα που παρέδωσαν τα μέλη του Ο.Φ.Σ. Χίου στους τρεις μοναχικούς κατοίκους της Κινάρου (μια που δεν θέλουν να τα αναφέρουν αυτοί, θα τα αναφέρω εγώ) ήταν : Μία τηλεόραση, ένα τσουκάλι χωρητικότητας σαράντα λίτρων για την παρασκευή τυριού, ένα κομπρεσσέρ, ένας αισθητήρας δορυφορικής κεραίας, και ένα πλήρες φαρμακείο.
Σχετικώς με την τραυματική εμπειρία που έζησε ο Γιώργος και ο Σωκράτης στα Λέβιθα, θα πω μόνο τούτο. Ο Δημήτρης Καμπόσος και η γυναίκα του Ειρήνη, οι οποίοι ζούσαν, και συνεχίζουν να ζουν ακόμη στο νησί αυτό, ήταν πολύ διαφορετικοί όταν εγώ τους πρωτογνώρισα στα τέλη της δεκαετίας του '80. Ήταν άνθρωποι φιλόξενοι, πρόσχαροι, ευγενικοί, ευγνώμονες. Θυμάμαι ακόμη εκείνη τη συγκινητική Χριστουγεννιάτικη κάρτα της Ειρήνης, με την οποία θέλησε να με ευχαριστήσει για το ταξιδιωτικό που είχα γράψει στο περιοδικό "Θάλασσα και Γιώτιγκ", όπου αναφερόμουν με ιδιαίτερα κολακευτικά λόγια γι' αυτούς και το νησί τους.
Παρόμοια συμπεριφορά, μ' αυτή που αντιμετώπισαν ο Γιώργος και ο Σωκράτης, αντιμετώπισα όμως κι' εγώ στα Λέβιθα πριν από δύο χρόνια, όταν αγκυροβολήσαμε με την καπετάνισα στο εκπληκτικό φυσικό λιμάνι του νησιού και περπατήσαμε μέχρι το ταβερνάκι του Καμπόσου για να ξεγελάσουμε την πείνα μας. Ήταν καλοκαίρι βέβαια και δεν μας έδιωξαν, ήταν όμως ανεξήγητα απόμακροι και αγενείς, σχεδόν εχθρικοί θα έλεγα! Τι μεσολάβησε άραγε, εκτός από την βελτίωση των συνθηκών της ζωής και των οικονομικών τους, και οι άνθρωποι αυτοί άλλαξαν τόσο; Αυτό, ίσως, δεν θα το μάθω ποτέ...
Ιωσήφ Παπαδόπουλος