Κείμενο - Φωτογραφίες - Βίντεο : Ιωσήφ Παπαδόπουλος.
Τα μακρινά ταξίδια στο Αιγαίο, με φουσκωτά σκάφη, είναι πια παρελθόν. Για τους περισσότερους τουλάχιστον από τους ιδιοκτήτες τους. Και όσοι συνεχίζουν ακόμη να ταξιδεύουν ως τις παρυφές του Αιγαίου, ταξιδεύουν γιατί μπορούν να εξασφαλίσουν κάποια χορηγία, κάποια σημαντική έκπτωση για την εξασφάλιση των καυσίμων ή τη μεταφορά των σκαφών τους με τα πλοία των ακτοπλοϊκών εταιρειών σε κάποιο από τα πλησιέστερα νησιά του τελικού προορισμού τους. Η κρίση κτύπησε, κυρίως, τους κατόχους μεγάλων φουσκωτών σκαφών οι καθρέφτες των οποίων φιλοξενούν διπλούς, συχνά, εξωλέμβιους κινητήρες. Η ομάδα των φίλων της Λέσχης "Sea Hawks" δεν κατάφερε να ξεφύγει από τον κανόνα. Κάπως έτσι πήγαν και στο Καστελλόριζο, τον Οκτώβριο του 2012, έτσι αποφάσισαν να πάνε και αυτόν τον Οκτώβριο στη Σύμη, με σκοπό να παραδώσουν είδη πρώτης ανάγκης στο Δημοτικό Σχολείο της Χώρας. Προκειμένου πάντως να παραμένει κανείς στο βρωμερόν άστυ και να κλαίει τη μοίρα του, είναι προτιμότερο να ταξιδεύει, έστω και έτσι.
Ζήτησα λοιπόν για λογαριασμό τους από την "Blue Star Ferries" μια ειδική μεταχείριση προκειμένου να μεταφερθούν ασυνόδευτα στη Ρόδο δύο δεκάμετρα φουσκωτά σκάφη. Το αίτημά μου έγινε αμέσως δεκτό από το Τμήμα Marketing της εταιρείας και την κυρία Χριστίνα Γρηγορά, η οποία χορήγησε έκπτωση 50% στο κόστος μεταφοράς του σκάφους και δωρεάν το δικό μου εισιτήριο ώστε να μπορέσω να καλύψω δημοσιογραφικά την Αποστολή. Τελικώς στο "Blue Star II" φορτώθηκε ένα από τα δύο δεκάμετρα φουσκωτά σκάφη, το 29άρι "Marco" του Τάκη Σαρλά, δεδομένου ότι τα άτομα που θα συμμετείχαν στην Αποστολή δεν θα υπερέβαιναν τα δέκα (πέντε μέλη του συλλόγου μαζί με τις συζύγους τους). Τα δέκα αυτά άτομα ταξίδευσαν μέχρι τη Ρόδο αεροπορικώς (90ευρώ το άτομο, πήγαινε-έλα, με την Ryanair) και παρέλαβαν το σκάφος στη νέα μαρίνα, όπου το είχαν μεταφέρει και καθελκύσει οι φίλοι της Ρόδου.
Τέσσερις ημέρες κράτησε εκείνη η αξέχαστη εξόρμηση, με τον καιρό να είναι καλοκαιρινός, μολονότι ήταν οι τελευταίες τέσσερις ημέρες του Οκτωβρίου. Στην Αθήνα έβρεχε, φυσούσε και ο κόσμος άναβε τις σόμπες, στη Σύμη εμείς κολυμπούσαμε στη θάλασσα, κάτω από ένα καταγάλανο ουρανό, με άπνοια και θερμοκρασίες που ξεπερνούσαν τους 25 βαθμούς!
Όσο για το μαγικό θεατρικό σκηνικό που έχουν στήσει οι Συμιακοί, τι να πει και τι να γράψει κανείς; Ένας απίστευτος πίνακας ζωγραφικής, βαμμένος στα παλ χρώματα της ώχρας, του μπλε, του πράσινου, του κόκκινου και του κίτρινου, απλωμένος στις πλαγιές των λόφων που αγκαλιάζουν τον όρμο του Γιαλού και απλώνεται μέχρι τον Εμπορειό και το Πέδι, μαγεύει και αφήνει άφωνο τον επισκέπτη. Ευτυχώς που μπήκαν στην αγορά οι ψηφιακές φωτογραφικές μηχανές, διαφορετικά οι φωτογράφοι και βιντεολήπτες θα ήταν πολύ δυστυχισμένοι καθώς θα υποχρεώνονταν να ξοδεύσουν περιουσίες ολόκληρες για την αγορά films!
Δεν μπορώ να πω με σιγουριά αν η Σύμη είναι μπλεγμένη στα πόδια των τουρκικών ακτών ή οι τουρκικές ακτές είναι μπλεγμένες στα πόδια της Σύμης. Γεγονός είναι ότι για να καβατζάρεις τον Κούτσουμπα, ερχόμενος με σκάφος από τη Ρόδο και να τρυπώσεις στον μαγικό κόλπο του Γιαλού, πρέπει να "ακουμπήσεις", αναγκαστικά, στις βραχώδεις ακτές της Τουρκίας!
Τις πολυσχιδείς ακτές της Σύμης και τις πολλές μικρές παραλίες της μπορεί πιο εύκολα να τις προσεγγίσει κανείς από τη θάλασσα. Η όμορφη βοτσαλωτή παραλία του Αγ. Νικολάου, επί παραδείγματι, με τα κάθετα βράχια του βουνού να υψώνονται 200 μέτρα πάνω από τα διάφανα πρασινογάλανα νερά, είναι απρόσιτη από την ξηρά. Σ' αυτήν κάναμε άλλωστε το πρώτο χειμερινό μπάνιο στη θάλασσα και πολύ το χαρήκαμε, ιδίως στη σκέψη πως στην Αθήνα σκεπάζονταν με κουβέρτες!
Δεν περιορίστηκε παντως στον Γιαλό και στον Άγιο Νικόλαο η παρέα. Διέθετε άλλωστε δικό της θαλάσσιο μεταφορικό μέσο. "Πετάχτηκαν" λοιπόν μέχρι τον Πανορμίτη, τη Χάλκη και την Τήλο. Στους δύο τελευταίους προορισμούς δεν κατάφερα να τους συνοδεύσω γιατί είχα αυτοδεσμευτεί με την υπόσχεση να πάρω μια συνέντευξη από την 63χρονη Αγγλίδα Lynne Burgess που αποφάσισε πριν από 25 χρόνια να συνδέσει τη ζωή της με την Ελλάδα, ιδιαιτέρως δε τη Λέσβο και τη Σύμη.
Τα πράγματα που είχαν προβλέψει να παραδώσουν στο Δημοτικό Σχολείο της Χώρας τα μέλη του "Sea Hawks Club" καθυστέρησαν πάντως να μεταφερθούν και αυτό θα γίνει, όπως μου είπε ο πρόεδρός τους Γρηγόρης Οικονόμου, μέσα στην επόμενη εβδομάδα.
Στα απρόβλεπτα της τριήμερης παραμονής μας στη Σύμη το βραδινό γλέντι στο Πέδι, με το απίστευτο φαγοπότι και το γλέντι που ακολούθησε και προσέφερε στην παρέα, συνοδεία του μπουζουκομπαγλαμά του, ο εορτάζων τα 50στά γενέθλιά του Τάκης Σαρλάς, που ήταν ο ιδιοκτήτης και καπετάνιος του δεκάμετρου φουσκωτού της "Marco".
Άλλη μια έκπληξη μας περίμενε και στο ταξίδι της επιστροφής. Μια παρέα δελφινιών, δύο σχεδόν μίλια πριν φθάσουμε στο Μανδράκι της Ρόδου, προσέγγισε από περίεργεια το φουσκωτό, δίνοντάς μας τη δυνατότητα να τα απαθανατίσουμε.
Επειδή βρήκα πολύ ενδιαφέροντα αυτά που αναφέρει η wikipedia για τη Σύμη, τα παραθέτω εδώ ως έχουν:
Η Σύμη είναι το όγδοο σε μέγεθος ελληνικό νησί του συμπλέγματος των Δωδεκανήσων. Βρίσκεται περί τα 12 μίλια ΒΔ. της Ρόδου, προ του ομώνυμου μικρασιατικού κόλπου, ή κόλπου Σεμπεκί κατά τους Τούρκους, με συνολική έκταση 57,865 τ.χλμ. Απέχει 255 μίλια από τον Πειραιά, περίπου 27 μίλια ανατολικά από τη Νίσυρο και 3,7 μίλια από την εγγύτερη ακτή της Τουρκίας.
Το φυσικό της λιμάνι είναι ο Γιαλός, (εκ του Αιγιαλός), πέριξ του οποίου είναι κτισμένη η πόλη αμφιθεατρικά. Κατά την απογραφή του 2001 αριθμούσε 2.606 κατοίκους, εκ των οποίων οι 2.427 είναι συγκεντρωμένοι στο άνω τμήμα της πόλης, το λεγόμενο Χωριό, που είναι κτισμένο επί της πλαγιάς του όρους Βίγλα. Υπάρχουν και τα θέρετρα Νημπορ(ε)ιός (εκ του Εμπορειός), βορειότερα, και το Πέδι, ανατολικά. Περίπου το 5% των μονίμων κατοίκων είναι αλλοδαποί Ευρωπαίοι πολίτες, κυρίως Άγγλοι. Ο Γιαλός συνδέεται οδικά με το Χωριό, το Πέδι, τον Νημπορ(ε)ιό, την Μαραθούντα και την Ιερά Μονή Αρχαγγέλου Μιχαήλ του Πανορμίτη που βρίσκεται στο νοτιότερο δυτικό άκρο της νήσου. Η Σύμη είναι τουριστικός προορισμός παγκοσμίου βεληνεκούς λόγω της αρχιτεκτονικής της. Από το 2009 λειτουργεί στο νησί εργοστάσιο αφαλάτωσης. Αρχαιολογικός χώρος κηρύχθηκε ολόκληρο το νησί της Σύμης. Ολόκληρη η Σύμη αλλά και τα νησάκια που βρίσκονται γύρω από αυτήν κηρύχθηκαν αρχαιολογικοί χώροι από το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο, αφού περιλαμβάνουν 159 θέσεις - χώρους και μνημεία - που καταγράφουν την ιστορία της περιοχής από την προϊστορική εποχή ως τα νεώτερα χρόνια.
Το νησί είναι ορεινό, πετρώδες, άγονο και άνυδρο. Ψηλότερο βουνό είναι η Βίγλα (550 μ.) που σχεδόν χωρίζει το νησί στο βόρειο και νότιο εκ των οποίων το βόρειο είναι χαμηλότερο και περισσότερο καλλιεργήσιμο. Διαθέτει ελάχιστα πεδινά και υψίπεδα. Στα ορεινά, όμως, υπάρχει εκπληκτική βλάστηση. Σημαντικότερα μικρά οροπέδια είναι η "Δρακούντα", του "Μέσα Νιμοράκι", το "Ξίσος", ο "Μεγάλος Σωτήρης" και ο "Μικρός Σωτήρης", ενώ σημαντικότερες σχηματιζόμενες κοιλάδες είναι τα "Παναϊδάκια", του "Νημπορειού", με μεγαλύτερη την "κοιλάδα του Πεδιού" οι οποίες και καλλιεργούνται έντονα.
Οι ακτές της Σύμης παρουσιάζουν πλήθος από κόλπους, όρμους, ακρωτήρια και μικρούς λιμένες. Σημαντικότερα ακρωτήρια είναι η Άκρα Μακριά που είναι το βορειοανατολικότερο άκρο της εγγύτατης νήσου Νίμου και το ακρωτήριο Πάτος που είναι το νοτιότερο. Κυριότεροι όρμοι είναι οι αναφερόμενοι παραπάνω Νημπορ(ε)ιός, ο άγιος (Αι)μιλιανός, ο άγιος Βασίλης και ο της Νανούς. Κυριότεροι λιμένες είναι ο Γιαλός, ο κυρίως λιμένας με εξαίρετο αγκυροβόλιο, του Πεδιού, και ΝΝΔ. του Πανορμίτη που είναι ασφαλής, κυκλικός και με κατάφυτες γύρω πλαγιές, όπου στη παραλία του είναι κτισμένο το πανελλήνιο προσκύνημα, ιδιαίτερα των ναυτικών του Αρχαγγέλου Μιχαήλ.
Γύρω από την Σύμη βρίσκεται ένα πλήθος νησίδων και βραχονησίδων σημαντικότερες των οποίων είναι βόρεια η Νίμος, (αρχαία Ύμος), νότια το Σεσκλί, (η αρχαία Τεύτλουσα), βορειοδυτικά οι λεγόμενες από τους ναυτικούς "Συμιοπούλες", οι Αραιές των αρχαίων Ελλήνων, που είναι οι τρεις νησίδες Χοντρός (βορειότερη), Πλάτη (μεσαία), και η Οξειά (νοτιότερη) καθώς επίσης και πολλές βραχονησίδες με σημαντικότερες τις λεγόμενες "Διαβατές" που φαίνονται να διαβαίνουν τη θάλασσα στο δυτικότερο σημείο της Σύμης.
Η Σύμη κατοικείται από τα προϊστορικά ακόμα χρόνια. Μερικά ονόματα που αναφέρονται είναι, Καρίκη, Μεταποντίς, Αίγλη, και Σύμη από το όνομα της συζύγου του Γλαύκου που θεωρείται ο πρώτος κάτοικος στη γη αυτή. Εικάζεται ότι οι αρχικοί κάτοικοί της ήσαν οι Κάρες και οι Φοίνικες. Μετά ήρθαν οι Δωριείς.
Η Σύμη είναι γνωστή από τη μυθολογία. Στο νησί, σύμφωνα με την παράδοση, γεννήθηκαν οι τρεις Χάριτες. Το σημερινό όνομά της το οφείλει, σύμφωνα με το Διόδωρο το Σικελιώτη, στη Νύμφη Σύμη, που κατά το μύθο ζευγάρωσε με τον Ποσειδώνα, θεό της θάλασσας. Καρπός του έρωτά τους υπήρξε ο Χθόνιος, που έγινε βασιλιάς των πρώτων κατοίκων του νησιού. Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή, η Σύμη ήταν κόρη του Ιαλυσού και της Δώτιδας και ήταν η επώνυμη ηρωίδα του νησιού. Τη Σύμη στην αρχαιότητα τη συναντάμε και με άλλες ονομασίες, όπως Καρική, Έλκουσα, Αίγλη και Μεταποντίς, οι οποίες όμως ήταν προγενέστερες. Πρώτοι κάτοικοι του νησιού θεωρούνται οι Κάρες και οι Λέλεγες, από τη γειτονική μικρασιατική ακτή.
Ο Όμηρος στην Ιλιάδα του αναφέρει ότι ο βασιλιάς της, ο Νηρεύς, οδήγησε στην Τροία τρία πλοία. Η Σύμη ανέκαθεν ανήκε στην επικράτεια των Ροδίων. Μόνο για ένα σχετικά μικρό διάστημα κατά τον 5ο αιώνα π.Χ. πέρασε στην κυριαρχία των Αθηναίων. Η ιστορία της στα μετέπειτα χρόνια είναι παράλληλη των υπολοίπων νησιών της Δωδεκανήσου. Έτσι πέρασε αρχικά στη Ρωμαϊκή κυριαρχία και αργότερα αποτέλεσε τμήμα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας μέχρι το 1309 οπότε και κατακτήθηκε από τους Ιππότες του Τάγματος του Αγίου Ιωάννη της Ρόδου, που εκτιμώντας την προνομιακή θέση του νησιού, το ώθησαν σε μια μακρά περίοδο ευημερίας, που συνδέεται με την ανάπτυξη του εμπορίου, της ναυσιπλοΐας, της σπογγαλιείας και της ναυπηγικής τέχνης. Το 1522 πέρασε στα χέρια των Τούρκων. Η Σύμη την περίοδο αυτή όμως κατείχε σημαντικά εμπορικά και φορολογικά προνόμια και ελευθερίες θρησκευτικής και γλωσσικής έκφρασης.
Οι κάτοικοι της Σύμης, με τον στόλο τους, πήραν ενεργά μέρος στην Επανάσταση του 1821. Οι Συμιακοί ζήτησαν από τον Κυβερνήτη Καποδίστρια με υπόμνημά τους στις 27 Ιουλίου 1829 την απελευθέρωσή τους και την συμπερίληψη του νησιού τους μέσα στα όρια του ελληνικού κράτους. Αίτημα που επανέλαβαν διά του Συμιακού ιερομόναχου Βενέδικτου από τη Ρωσική μονή του Αγίου Όρους του Αγίου Παντελεήμονα, ο οποίος συνέταξε προσωπική παρακλητική επιστολή προς τον νέο Κυνερνήτη. Όμως, παρά τη μεγάλη προσπάθεια, η Σύμη βρέθηκε ξανά κάτω από την τουρκική κυριαρχία, το 1832. Η κατοχή κράτησε μέχρι το 1912, χρονιά κατά την οποία το νησί πέρασε στα χέρια των Ιταλών. Η ιταλική κατοχή ήταν ιδιαίτερα σκληρή για τους κατοίκους οι οποίοι γνώρισαν χρόνια μεγάλης φτώχειας. Η Ιταλική κυριαρχία έληξε το 1943 χωρίς όμως να τελειώσουν και τα δεινά του νησιού που πολλές φορές άλλαξε χέρια μεταξύ Άγγλων και Γερμανών. Οριστικά περιήλθε στα χέρια των Άγγλων στις 25 Σεπτεμβρίου 1944. Την 8η Μαΐου 1945 ο Γερμανός στρατιωτικός διοικητής της Δωδεκανήσου Όττο Βάγκνερ υπέγραψε το Πρωτόκολλο Παράδοσης της Δωδεκανήσου στους συμμάχους. Παρόντες ήταν ο Άγγλος Ταξίαρχος Μόφατ, o διοικητής του Ιερού λόχου Τσιγάντες, ένας Ινδός και ένας Γάλλος αξιωματικός. Οι Γερμανοί ήθελαν να γίνει η παράδοση των νησιών στους Έλληνες όμως αυτό δεν το αποδέχθηκαν οι Άγγλοι, οι οποίοι αργότερα επεδίωξαν να κάνουν τα νησιά επαρχία της Βρετανικής Κοινοπολιτείας. Την 31η Μαρτίου 1947 υπεγράφη το Πρωτόκολλο Παράδοσης στην Ελλάδα και η Βρετανική Στρατιωτική Διοίκηση παρέδωσε καθήκοντα στην Ελληνική Διοίκηση. Η οριστική ενσωμάτωση και παράδοση των Δωδεκανήσων στη μητέρα Ελλάδα σημειώθηκε στις 7 Μαρτίου 1948.
Η Σύμη, όπως και τα άλλα νησιά της Δωδεκανήσου, είχε την ατυχία να βρεθεί κάτω από ξένους δυνάστες εξήμισι ολόκληρους αιώνες και φυσικό ήταν, για την περίοδο αυτή, οι μόνες πηγές πληροφοριών να προέρχονται από τους ταξιδιώτες που την επισκέφθηκαν. Λόγω όμως της γεωγραφικής της θέσης δεν υπήρξαν πολλοί. Ωστόσο οι ταξιδιώτες και οι γεωγράφοι που την επισκέφθηκαν, είτε οι ίδιοι έγραψαν γι' αυτήν ή την αποτύπωσαν πάνω σε χάρτη - αυτοί είναι λίγοι - είτε κατέγραψαν πολύτιμα στοιχεία για την ιστορία, τα έθιμα και την τοπογραφία της. Το 1420 ο Christoforo Buondelmonti, Ιταλός Μοναχός Ιερέας που ταξίδεψε από την Φλωρεντία, έγραψε βιβλίο όπου περιγράφει τη Σύμη και σχεδίασε ένα μάλλον πρωτόγονο χάρτη της Σύμης. Αναφέρει ότι το νησί ονομαζόταν Simie από το Simen που ήταν ο βασιλιάς του ή από τη λέξη Simane που είναι ελληνική απόδοση της λατινικής propinqua , που σημαίνει κοντινή, αφού βρίσκεται πολύ κοντά στην Ανατολή και οι κάτοικοί της κερδίζουν το ψωμί τους από το εμπόριο που κάνουν με τους στεριανούς. Όταν ο Δίας έδιωξε τον Προμηθέα, γιο του Ιαπετού, αυτός ήρθε στη Σύμη και έμαθε στους κατοίκους πολλά πράγματα για να ζουν καλύτερα. Οι κάτοικοι με τις μικρές βάρκες τους ταξιδεύουν ανάμεσα στη Ρόδο και την Τουρκία και κάνουν εμπόριο. Η περιφέρειά του είναι τριάντα μίλια. Το νησί έχει δυο κάστρα. Το ένα βρίσκεται κοντά στη θάλασσα και είναι πολύ γερό. Το άλλο πάνω στο βουνό είναι έρημο. Βγάζει εξαιρετικό κρασί και στα ψηλά βράχια του ζουν κατσίκια.
Ατενίζοντας τη Σύμη παρατηρεί κανείς πως αυτή εκτείνεται από τους πρόποδες του όρους Βίγλα (το ψηλότερο βουνό της Σύμης) και φτάνει ως το λιμάνι. Αρχικά και για λόγους ασφαλείας και προστασίας από τις τουρκικές και πειρατικές επιδρομές, καθώς και την αποφυγή μετάδοσης ασθενειών, χτίστηκε στο ανώτερο τμήμα της πόλης που ονομάζεται Χωριό (ή Άνω Χώρα). Στην κορυφή του λόφου, που βρίσκεται στην Άνω Χώρα, δέσποζε η αρχαία ακρόπολη, στα απομεινάρια της οποίας οι Ιωαννίτες Ιππότες της Ρόδου, το 1407, έκτισαν το κάστρο τους που ήταν ένα αμυντικό φρούριο με καταλύματα. Οι ιππότες με αυτό το έργο θέλησαν να ενισχύσουν την άμυνα του νησιού. Η Άνω Χώρα συσπειρώθηκε σιγά σιγά γύρω από το κάστρο και μόνο όταν οι συνθήκες το επέτρεπαν, άρχισε και η επέκταση προς τα παράλια, δηλαδή Γιαλός (λιμάνι), Πέδι (όρμος – ψαροχώρι), Νημποριός (αρχαίο λιμάνι). Η Σύμη ανακηρύχθηκε νωρίς ως διατηρητέος οικισμός, επιστέγασμα πολύχρονων αγώνων του Συμαίου aesthete Κώστα Α. Φαρμακίδη, και κατάφερε να διατήρησει τον κεντρικό χαρακτήρα της αρχιτεκτονικής της. Αυτό έγινε το 1971 και συγκεκριμένα με την αριθμ.24908/23-10-1971 υπουργική απόφαση όπου ο οικισμός κρίνεται “ιστορικός τόπος χρήζων ιδιαιτέρας προστασίας ”.
Τα σπίτια της, δίπατα και τρίπατα με δώμα, με αυλές, στρωμένες συχνά με βοτσαλωτά δάπεδα, σε θεματικά (καράβια, άγκυρες) και διακοσμητικά (μαίανδρος) motifs, με αετώματα ανάμεσα στις δίρριχτες κεραμιδένιες στέγες τους, μπαλκόνια με σιδεριές, εξωτερικούς τοίχους σοβατισμένους στο χρώμα της ώχρας ή σπανιότερα πέτρινους, και καφετιά παραθυρόφυλλα, χωρίς να λείπουν οι ιώδεις ή βαθυπράσινες πόρτες. Η τολμηρή πολυμορφία των σπιτιών της Σύμης και η χρωματική ελευθεριότητα (λουλακί, ώχρα, terra cotta), γαληνεύουν τους τραχείς, αυστηρούς και επιβλητικούς βράχους, αφήνοντας μετάγευση αρμονίας. Εσωτερικά τα σπίτια της Σύμης έχουν την απαραίτητη, λόγω της ανυδρίας, στέρνα στο βάθος του ισογείου ή κάτω από την ακμή του ορόφου, αφήνοντας μικρό χώρο μαγειρείου. Η Κάτω Πόλη (Γιαλός), που βρίσκεται στο λιμάνι, αναπτύχθηκε κατά τον 15ο και 16ο αιώνα, με πυκνή δόμηση και θολωτά περάσματα, αλλά διαμορφώθηκε πλήρως κατά τον 19ο και τις αρχές του 20ού αιώνα, οπότε κτίστηκαν και οι νεότερες κατοικίες και στο Χωριό. Τα σπίτια του Γιαλού χτίστηκαν από Καρπάθιους τεχνίτες, έχουν κεραμοσκεπές, αετώματα και άλλα διακοσμητικά στοιχεία. Σύμφωνα μάλιστα με τον αρχιτέκτονα Δημήτρη Ζωγράφο, το πάνω μέρος του Γιαλού, ηλικίας 500 ετών, είναι εξαιρετικής αρχιτεκτονικής σημασίας καθώς αποτελεί ενδιαφέρον μείγμα αιγαιοπελαγίτικης και φρουριακής αρχιτεκτονικής με ενετικά στοιχεία. Σε αντίθεση, στα ισόγεια του Γιαλού, υπάρχουν μόνο μεγάλοι χώροι αποθήκευσης και κατεργασίας σπόγγου. Στον όροφο υπήρχε το σαλόνι με καθρέπτες, κονσόλες, πορσελάνες και, ενίοτε, τοιχογραφίες ή νωπογραφίες (frescos), και η μουσάντρα, εκ του ονόματος του Γάλλου αρχιτέκτονα F. Mansart που, εκμεταλλευόμενος το μεγάλο ύψος των σπιτιών του 17ου αιώνα, πρόσθεσε ξυλοκατασκευή, δημιουργώντας ένα ανοικτό (για να φωτίζεται) μεσοπάτωμα, το οποίο λειτουργούσε ως συμπληρωματικός χώρος ύπνου (ανάλογο του Αγγλοσαξονικού sleeping loft). Ακριβώς κάτω από την μουσάντρα βρισκόταν ο κύριος χώρος ύπνου, ο σουφάς, μια επίσης ξύλινη υπερυψωμένη κατασκευή, ενσωματωμένη στον τοίχο, κάτω από την οποία υπήρχε αποθηκευτικός χώρος. Ο σουφάς χωριζόταν από τον υπόλοιπο χώρο του ορόφου με κουρτίνα, υαλοπέτασμα ή ψευδόπορτα.
Τα κτίρια αυτής της περιόδου διακρίνονται, εκτός από την επιβλητικότητα του όγκου και τις μεγάλες αψιδωτές πόρτες και παράθυρα, από αετώματα και faux δωρικά ή κορινθιακά κιονόκρανα, με μονές ή διπλές κορνίζες. Η νεοκλασική αρχιτεκτονική χρησιμοποιούσε ως βάση άξονες συμμετρίας και τη χρυσή τομή, όχι μόνο στις σχέσεις ύψους και πλάτους του κτιρίου, αλλά και των ανοιγμάτων του, δηλαδή ανάμεσα στα παράθυρα και τις πόρτες. Βεβαίως, παρατηρούνται και άλλα αρχιτεκτονικά στοιχεία στα κτίρια της περιόδου. Συχνά, το τύμπανο του αετώματος της στέγης φέρει ένα κυκλικό άνοιγμα, αμιγώς Αναγεννησιακό στοιχείο. Τα ανοίγματα αυτά είχαν σχέση με την αισθητική αλλά και την προστασία της στέγης από δυνατούς ανέμους. Προλαμβάνουν, δηλαδή, την δημιουργία διαφοράς πίεσης μεταξύ της ατμοσφαιρικής (μηδενικής) κάτω από τη στέγη και της υπατμοσφαιρικής (αρνητικής) πάνω από τη στέγη πίεσης που μπορεί να προκαλέσει η μεγάλη ταχύτητα του ανέμου (φαινόμενο Ventouri), με αποτέλεσμα να παρασύρονται τα κεραμίδια.
Η επίδραση του Ευρωπαϊκού (Ρωμαϊκού) και Αθηναϊκού Νεοκλασικισμού ήταν τόσο μεγάλη στους κοσμοπολίτες Συμιακούς, ώστε να μην υπολογίζουν το κόστος. Έφερναν μάρμαρο από την Πάρο και την Πεντέλη για σκάλες, μπαλκόνια και φουρούσια, θηραϊκή γη για τη λιθοδομή από τη Σαντορίνη, και πορσελάνη για τους σοβάδες από τη Νίσυρο. Από την Τεργέστη προμηθεύονταν ξυλεία για πορτοπαράθυρα, οροφές και τις μουσάντρες. Τα κεραμίδια έρχονταν από τη Μασσαλία. Στη Σύμη αφθονούν η πέτρα και ο ασβέστης. Δουλεύοντας την πέτρα, οι Συμιακοί δημιούργησαν κομψά αετώματα, ανώφλια, κατώφλια, κορνίζες και κομόνες στις εξώπορτες και τα παράθυρα.
Στη Σύμη διακρίνουμε τρεις τύπους σπιτιών, το μονό ή γείσο, το ανωκάτωγο ή δίπατο και τέλος το τρίπατο. Στο μονό ή γείσο σπίτι όλοι οι χώροι του σπιτιού, σάλα (σαλόνι), υπνοδωμάτιο, μαγερειό, καθώς και οι άλλοι βοηθητικοί χώροι, βρίσκονται στο ισόγειο. Το ανωκάτωγο ή δίπατο σπίτι, διαθέτει κατώϊ του οποίου η κάτοψη μοιάζει με το ισόγειο των μονών σπιτιών. Η επικοινωνία του ισογείου με τον πάνω όροφο γινόταν μέσω μιας εξωτερικής πέτρινης σκάλας. Το τρίπατο σπίτι δεν ήταν τόσο διαδεδομένο όσο το ανωκάτωγο. Σε αυτόν τον τύπο σπιτιού, το ισόγειο χρησιμοποιούνταν ως μαγαζί και οι δυο πάνω όροφοι αποτελούσαν ξεχωριστές πλήρεις οικίες. Υπάρχει ένας ακόμη τύπος σπιτιού που όμως δεν τον συναντούμε στο λιμάνι. Πρόκειται για το τετράγωνο ή αρχοντεμένο σπίτι. Σε αυτόν τον τύπο, το κατώϊ είναι μαγαζί ή αποθήκη και στο κέντρο του ορόφου υπάρχει μεγάλη σάλα. Οι τοίχοι των σπιτιών είχαν μεγάλο πάχος. Κατασκευάζονταν από πέτρα αφού το συγκεκριμένο υλικό αφθονούσε στο νησί. Οι ντόπιοι τεχνίτες ήταν ιδιαίτερα επιδέξιοι στη συναρμολόγηση της πέτρας. Αντίθετα στα αρχοντόσπιτα χρησιμοποιήθηκε η ποτσουολάνα (μείγμα ασβεστοκονιάματος και θηραϊκής γης) που προερχόταν από τη Θήρα ή τη Νίσυρο. Οι στέγες των σπιτιών στο σύνολό τους είναι αετοειδείς και κεραμιδένιες με κεραμίδια φερμένα από τη Μασσαλία. Ένας προγενέστερος τύπος στέγασης είναι και ο επίπεδος με δώμα, που κατασκευαζόταν από πατελιά. Στο αέτωμα της κάθε στέγης υπάρχουν οι πολύ γνωστοί φεγγίτες ή αλλιώς τα «μάτια του βοδιού». Αυτοί κατασκευάζονταν από πέτρα, μάρμαρο, σίδερο ή γύψο, ενώ για τις σκάλες, τα μπαλκόνια και τα φουρούσια χρησιμοποιούσαν μάρμαρο φερμένο από την Πάρο ή την Πεντέλη. Η ξυλεία που χρησιμοποιούσαν στις πόρτες και στα παράθυρα την προμηθεύονταν από την Τεργέστη, καθώς και από τα γειτονικά μικρασιατικά παράλια. Το είδος του ξύλου που προερχόταν από την Τουρκία λεγόταν κατράνι και ήταν ιδιαίτερα ανθεκτικό στις καιρικές συνθήκες. Τις πρώτες ύλες τις προμηθεύονταν από τη Σμύρνη και την Πόλη. Εκτεταμένη ήταν και η χρήση του ασβέστη που με αυτόν άσπριζαν τα σπίτια.
Ο αρχικός Αιγαιοπελαγίτικος οικισμός της Σύμης βρίσκεται μακριά από τη θάλασσα, σε ένα πλάτωμα κρυμμένο πίσω από το Κάστρο για το φόβο των πειρατών. Για τον ίδιο λόγο, ο οικισμός διασχίζεται από δαιδαλώδη, στενά, πλακόστρωτα δρομάκια και καλντερίμια. Εκεί βρίσκονται και τα πρώτα αρχοντικά, των οποίων η μορφολογία και τυπολογία ουδεμιά έχει σχέση με τα μεταγενέστερα νεοκλασικά του δευτέρου ημίσεος του 19ου στο Γιαλό. Ήταν παραδοσιακά διώροφα κτίρια με μεγάλες αυλές στρωμένες με πλάκες από συμαϊκό σχιστόλιθο ή διακοσμημένες με σχέδια βοτσαλωτού (χαλικερά κατά τη συμαϊκή διάλεκτο), απομεινάρι της βυζαντινής εποχής, τυπικά δείγματα Αιγαιοπελαγίτικης αρχιτεκτονικής. Τα σπίτια σε Αιγαιοπελαγίτικο ρυθμό είναι κυβόσχημα, κάτασπρα, μικρά ή μεγάλα, εξ αιτίας του ότι ο χώρος γύρω από το κάστρο ήταν περιορισμένος, αλλά και λόγω του επικλινούς εδάφους που περιόριζε την οριζόντια οικοδόμηση. Τα κτίσματα αυτά έχουν μικρά ανοίγματα και σκεπάζονται με δώματα. Με την πάροδο του χρόνου εκμοντερνίστηκαν, υιοθετώντας νεοκλασικά στοιχεία, όπως στέγη δίρριχτη που σχηματίζει στην πρόσοψη αετώματα και παραστάδες.
Κατηφορίζοντας την Άνω Χώρα και προς το μέσο του οικισμού υπάρχει η συνοικία της Καλής Στράτας, όπου ξεχωρίζουν τα νεοκλασικά σπίτια χτισμένα σε ευρύχωρα οικόπεδα. Η σημαντική άνοδος των ναυτεμπορικών δραστηριοτήτων και οι πολιτισμικές σχέσεις ανάμεσα στην Αίγυπτο και τις πόλεις της Μικράς Ασίας, συνέβαλαν στο να αναπτυχθεί ένας αστικός κλασικισμός. Ο 19ος αιώνας ήταν η εποχή του νεοκλασικισμού, που επηρέασε τόσο τον Ελλαδικό χώρο όσο και τις υπόδουλες περιοχές. Δόθηκε έμφαση στο μνημειακό ύφος της αρχιτεκτονικής και στηρίχτηκε στα κλασικά πρότυπα των μνημείων (Αθηναϊκός νεοκλασικισμός). Στην υπόλοιπη όμως Ελλάδα αναπτύχθηκε ο περιφερειακός τοπικός νεοκλασικισμός που βασίζεται στον αυθορμητισμό και στο μεράκι του ντόπιου τεχνίτη ο οποίος μετασχηματίζει τις ακαδημαϊκές μορφές. Σε αυτό το ρυθμό ανήκουν και τα νεοκλασικά σπίτια της Σύμης.
Η Καλή Στράτα είναι η κεντρική αρτηρία που συνδέει το Χωριό με το Γιαλό, με τα 500 πέτρινα και πλέον σκαλοπάτια. Δεξιά και αριστερά της στέκουν επιβλητικά, ογκώδη δίπατα και τρίπατα αρχοντόσπιτα με συμμετρικά πορτοπαράθυρα. Αυτά ανήκαν σε πλούσιους εμπόρους και καπεταναίους που λόγω των επαγγελματικών τους δραστηριοτήτων έφεραν στο νησί τον απόηχο των καλλιτεχνικών ρευμάτων της Δύσης. Ευδιάκριτα είναι τα ίχνη αυτής της επιρροής στους χρωματιστούς σοβάδες, στην αετωματική στέγη με τα κορδώματα (για την περισυλλογή των όμβριων υδάτων) στο γείσο των θυρών και των παραθύρων, στα κορινθιακού ρυθμού κιονόκρανα και ακόμα στις βαριές ξύλινες πόρτες, στις καλοδουλεμένες σιδεριές και στα λεπτοδουλεμένα μπαλκόνια. Τα κτίρια του Γιαλού χαρακτηρίζονται και από Ευρωπαϊκή επιρροή (Ρωμαϊκό Νεοκλασικισμό), όπως το διώροφο του Φωτάρα και το τριώροφο του Καλαφατά, αμφότερα με ισόγεια από πέτρα πελεκητή κατά την τεχνοτροπία των Βενετσάνων και της Νάπολης. Μοναδικά ήσαν και τα κυρίως Αθηναϊκού τύπου νεοκλασικά τριώροφα Μέγαρα του Μουράγιου [Μέγαρα των πολλών αδελφών Πετρίδη, των Πετριδών, των Διακογιάννη, Κοντογιάννη, της Βαγγελίτσας του Γεώργιου (Πετρίδη), και άλλων]. Ατυχώς, το μεγαλοπρεπέστερο όλων, το Ρωμαϊκού τύπου Μέλαθρον της Αννας του Γεώργιου, πρωτότοκης θυγατέρας του Γεώργιου και της Φωτεινής (Πετρίδη), όπως τους αποκαλούσε ο λαός, χτισμένο εξ ολοκλήρου από πελεκητή πέτρα, βομβαρδίστηκε και, στη συνέχεια ο Δήμος, στον οποίον δωρήθηκε από τους κληρονόμους Πετρίδη, το κατεδάφισε. Το τριώροφο της Βαγγελίτσας (δευτερότοκης) του Γεώργιου, που δόθηκε ως προικώο στην κόρη της Φωτεινή Θ. Γεννηματά, μητέρα του πολιτικού Γεώργιου Γεννηματά, κάηκε από τους Ιταλούς αλλά, αφού πουλήθηκε, αποκαταστάθηκε και λειτουργεί ως ξενοδοχείο πολυτελείας. Η εσωτερική διαρρύθμιση, η επίπλωση και το ύφος των οικιών του Μουράγιου όχι μόνο διέφεραν, αλλά θύμιζαν Γαλλικό boudoir. Τα μαρμάρινα λουτρά διέθεταν υδραυλικό σύστημα αρνητικής πίεσης που αντλούσε θαλάσσιο νερό για καθαρισμό. Τα αυθεντικά έπιπλα περιόδου και αντικείμενα των οικιών αμφοτέρων των θυγατέρων Γ. Πετρίδη, ειδικά οι σουίτες Λουδοβίκου Φιλίππου (Louis Philippe), και Δευτέρας Γαλλικής Αυτοκρατορίας (Napoléon III), οι καθρέφτες, τα secrétaires à tambour και abattant, τα ασημικά Christofle, οι ελαιογραφίες και τα κινέζικα βάζα 17ου αιώνα, που μεταφέρθηκαν στην Αθήνα προ του Β´ Παγκοσμίου Πολέμου και σώζονται, είναι απτοί μάρτυρες.
Η οικονομική ευημερία της Σύμης κατά τον 19ο αιώνα στηριζόταν κυρίως σε τρεις τομείς, την αλιεία, κατεργασία και εμπορία του σπόγγου, την ναυπηγική και την ναυτιλία. Η Σύμη κατά την εποχή της άνθησής της συγκροτήθηκε σε αστικό οικισμό μεσαίου μεγέθους που ξεπερνούσε ακόμη και αυτό της Ρόδου. Η οικονομία ήταν προσανατολισμένη περισσότερο σε τριτογενείς δραστηριότητες και λιγότερο στη γεωργία και την κτηνοτροφία. Ο πληθυσμός ανερχόταν στις 25.000, ενώ η συγκέντρωση του εργατικού δυναμικού συντέλεσε στην οικονομική πρόοδο. Η έντονη δραστηριοποίηση των Συμιακών στο εξωτερικό, μέσω των εκτενών επιχειρησιακών τους δράσεων, και παράλληλα η ανάπτυξη της αλιείας και της σπογγαλιείας, δημιούργησαν μια νέα τάξη αστών που ζούσε μια άνετη και πλούσια ζωή. Τα καπετανόσπιτα ήταν και τα πιο πλούσια σπίτια. Οι αμιγώς αστικές περιοχές, καθώς και όλα τα ευκατάστατα σπίτια εκτείνονταν στο Ρολόϊ, στο Χαράνι, στο Πιτίνι (συνοικίες του Γιαλού) και στην Καλή Στράτα. Βέβαια, και στο κέντρο του Χωριού υπήρχαν αρχοντόσπιτα, αλλά κατά κανόνα ψηλά στον οικισμό έμεναν οι φτωχότερες τάξεις. O οικισμός στο σύνολό του είναι απόλυτα εναρμονισμένος με το περιβάλλον. Οργανώθηκε με βασικό θεμέλιο την εξυπηρέτηση των ανθρώπινων αναγκών και των χαρακτηριστικών μιας ζωής προσανατολισμένης στη θάλασσα.
Η σπογγαλιεία ήκμασε από το 1865 έως το 1930, με τις νέες τεχνικές (σκάφανδρο). Η Σύμη πρωτοστάτησε τόσο στην αλιεία του σπόγγου στην επιλεγόμενη Μπαρμπαριά, Barbary Coast, στα βόρεια παράλια της Αφρικής, όσο και στην επεξεργασία και εμπορία του. Με επί κεφαλής τον Συμαϊκό Οίκο Υοί Νικήτα Πετρίδη, γνωστό στο Λονδίνο, όπου ζούσε μονίμως ο Δημήτριος Πετρίδης, ως Petrides Brothers, η σημαντική αυτή βιομηχανία διέθετε γραφεία στη Σύρο, τον Πειραιά, το Παρίσι, το Λονδίνο και την Τεργέστη. Ο Μεγάλος Ευεργέτης της Σύμης Γεώργιος Νικήτα Πετρίδης οικοδόμησε τον κομψότατο οβελίσκο στο Μουράγιο, το Πετρίδειον Ωρολόγιον, κοινώς Το Ρολόϊ, το Πετρίδειον Σχολείον και τα μεγαλοπρεπή, fin-de-siecle, νεοκλασικά ένθεν και ένθεν του Διοικητηρίου. Στο απόγειο της δόξας της, 1900-1910, η Σύμη αριθμούσε 25.000 κατοίκους. Ενδεικτικό της αίγλης της, είναι η ίδρυση το 1904 της Ηλεκρικής Εταιρείας Σύμης. Η Ευρωπαϊκή κουλτούρα πέρασε στη Σύμη κυρίως μέσα από την αρχιτεκτονική, αλλά και τα Γράμματα και την κοινωνική ζωή. Οι δε Συμιακοί του Μουράγιου των χρόνων αυτών ήσαν μεγαλοαστοί επιπέδου Ευρωπαϊκών μεγαλουπόλεων.
Η ναυτιλία και η ναυπηγική επίσης ήκμασαν στη Σύμη. Οργανωμένος ταρσανάς λειτουργούσε στο Χαράνι με τον μάστορα ναυπηγό Κέλλη [παρωνύμιο του Δ. Σαρρή] μέχρι την δεκαετία του 1960. Το νησί δεν υστερούσε, όμως, και στις βιοτεχνίες, όπως σιδηρουργία, αλευροποιία, χρυσοχοΐα κ.λ.π.
Η Σύμη είδε μέρες δόξας επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας διότι, μετά το 1522, επί Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς, εφαρμόστηκε ο Ιερός Νόμος του Ισλάμ, που ορίζει ότι λαοί που υποτάσσονται αυτοβούλως θα χαίρουν αυτονομίας, με μόνη υποχρέωση την καταβολή μικρού κατά κεφαλήν φόρου. Επειδή οι Συμιακοί προσήλθαν πρώτοι να δηλώσουν υποταγή, απέκτησαν όλες τις προνομίες του ειδικού καθεστώτος. Από το 1912, με την Ιταλοκρατία, άρχισε η παρακμή με σταδιακή μετανάστευση του πληθυσμού στην Αίγυπτο, Μασσαλία, ΗΠΑ και αργότερα το Βελγικό Κογκό και την Αυστραλία. Κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, οι Γερμανο-ιταλικές δυνάμεις βομβάρδισαν και έκαψαν πρακτικά όλο τον Γιαλό, την Καλή Στράτα και το Μουράγιο. Αυτή την περίοδο η πείνα ανάγκασε την Σύμη να δοκιμαστεί σκληρά. Μερικοί τολμηροί Συμιακοί, ναυτικοί και έμποροι, ταξίδευαν ως την Τήλο και την Κρήτη (Σητεία) για να φέρουν τρόφιμα. Μετά την ενσωμάτωση των Δωδεκανήσων (de facto 1947, de jure 1948), οι κάτοικοι ζούσαν υπό τραγικές συνθήκες.
Αμέσως ή εμμέσως, η οικονομία της Σύμης στηρίζεται σήμερα στον τουρισμό. Η οικονομική ανάκαμψη άρχισε δειλά στην διάρκεια της Δικτατορίας με την ανάπτυξη του ημερήσιου τουρισμού από την Ρόδο. Πριν 20 χρόνια, μια πανοραμική φωτογραφία του λιμανιού της Σύμης τραβηγμένη από το Κάστρο κοσμούσε το εξώφυλλο της έκδοσης (Αυγούστου 1988) του Condé Nast Traveller, του εγκυρότερου διεθνούς (Αμερικανικού) περιοδικού σε θέματα τουρισμού. Η έμφαση του άρθρου δινόταν στον αρχιτεκτονική του νησιού και ειδικά στα αρχοντικά του Μουράγιου. Έκτοτε η εξέλιξη υπήρξε ραγδαία.
Η λειτουργία στη Σύμη του παλαιότερου αναγνωστηρίου στο Αιγαίο, Αίγλη (1872), της Σχολής της Αγίας Μαρίνας (1765-1821) και, στη συνέχεια, του Ελληνικού σχολείου του Κάστρου, του Θεάτρου Σύμης (1881) κ.ά. μαρτυρούν το πνευματικό επίπεδο της περιόδου της αίγλης.
Οι Συμαίοι θρησκεύονται βαθύτατα, ως μαρτυρεί και η πληθώρα από περικαλλείς ναούς, εξωκκλήσια και μοναστήρια, με ξυλόγλυπτα τέμπλα, αγιογραφίες και βοτσαλωτές αυλές.
Στη Σύμη δοξάζεται ο Αρχάγγελος Μιχαήλ. Εκτός από τις Μονές Πανορμίτη και Ρουκουνιώτη, υπάρχουν 7 ακόμα μονύδρια αφιερωμένα στον Αρχάγγελο Μιχαήλ, δηλαδή συνολικά 9, όσα και τα αρχαγγελικά τάγματα. Πρόσφατα (2004) συστάθηκε η Ιερά Μητρόπολις Σύμης που δικαιοδοτεί κανονικώς και στα νησιά Τήλο, Χάλκη και Καστελόριζο και υπάγεται απ΄ευθείας στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Στη Σύμη βρίσκεται η έδρα του Σεβ. Μητροπολίτη Σύμης, υπερτίμου καί εξάρχου Νοτίου Αἰγαίου Πελάγους.
Ευχαριστούμε την εταιρεία "BLUE STAR FERRIES" και την κυρία Χριστίνα Γρηγορά.