Κείμενο - Φωτογραφίες : Ιωσήφ Παπαδόπουλος
Κάμερα : Ιωσήφ Παπαδόπουλος - Μοντάζ : Νίκος Κάγκουρας.
Πήρε κάμποσες αναβολές αυτή η επιστροφή μου σε τόπο γνωστό, ιερό, αγαπημένο. Κι' όταν έφθασε επιτέλους το πλήρωμα του χρόνου, η αγαπημένη μορφή του παπα-Νικόλα δεν ήταν πια εκεί να με περιμένει στο καφενείο του μικρού οικισμού, στα πόδια της Ολόμαυρης Ράχης. Το συναισθηματικό τίμημα της αναβολής, εξ αιτίας απρόβλεπτων προβλημάτων και οικονομικής δυστοκίας, ήταν τελικώς βαρύ...
Είχα καιρό να αφεθώ στην αγκαλιά Της, και το στομάχι μου δέθηκε κόμπος απ' το άγχος, την προσμονή, την ανυπομονησία. Το ίδιο περίεργο συναίσθημα, το ίδιο σφίξιμο, το ίδιο καρδιοχτύπι, κι' ας έγινε χίλια κομμάτια η χολή μου, κι' ας γέρασα μαζί Της. Όπως τότε, στο πρώτο μας ραντεβού, κάπου στα μέσα της δεκαετίας του '70...
Προσφέρθηκε να βάλει τη "Μπουμπού" του ο Κωνσταντάτος για το ταξίδι, ένα καλοστημένο και στιβαρό εξάμετρο Barracuda, και να ζητήσει να έρθει κι' ο ίδιος μαζί. Παρέα ήθελε ο Μπάμπης κι' εγώ δεν είχα λόγο να αρνηθώ. Ευπρόσδεκτη άλλωστε η προσφορά του, αφού είχα από καιρό ξεμείνει από "μεγάλη" βάρκα και ο Γκολφινόπουλος δεν μου έδωσε τελικώς το σκάφος που μου είχε υποσχεθεί. Είχα βεβαίως το 3.80 (τρόπος του λέγειν 3.80) του Στεφανίδη, αλλά τι είδους φωτογράφιση και βίντεο να κάνω μέσα σ' ένα φουσκωτό αυτού του μεγέθους, όταν ακόμη και τα πόδια μου μετά βίας χωράνε στο ντεκ του;
Απέμεναν τα καύσιμα, αλλά αυτά τα ανέλαβε ο κατασκευαστής του Barracuda Τάσος Χατζησταματίου, στον οποίον, όπως φάνηκε, άρεσε πολύ η ιδέα αυτού του ταξιδιού. Έμενε πια να ετοιμάσει το φουσκωτό για το ταξίδι ο Κωνσταντάτος, μιας κι’ εγώ ήμουνα απλώς ένας... περαστικός επισκέπτης. Και δεν άφησε τίποτε στην τύχη ο «κληρούχας». Από εξοπλισμό ύπνου on board, μέχρι τραπεζάκι, καρέκλες και δωδεκάβολτο ψυγείο με παγωμένες μπύρες, νερά, σαλατικά και φρούτα! Η δική μου συνεισφορά ήταν το κέϊκ που είχε ετοιμάσει η καπετάνισά μου, και το οποίο τιμήσαμε ολόκληρη σχεδόν την εβδομάδα, μέχρι που πετάξαμε το τελευταίο κομμάτι στα ψάρια, τη μέρα που αποχαιρετήσαμε τη Χίο στη μαρίνα του Λιθίου. Όλα ήταν έτοιμα στην ώρα τους και φορτωμένα από το βράδυ της προηγούμενης μέρας στο αυτοκίνητο.
Στις επτά το πρωί της Κυριακής αφήσαμε πίσω μας τον Διόνυσσο και κατηφορίσαμε τις πλαγιές της Πεντέλης μέχρι το πάρκινγκ του Φώτη Καφετζόπουλου στο Μαραθώνα. Το Barracuda έπεσε στο νερό με τη βοήθεια ενός... τρακτέρ, κι’ εγώ στις μίζερες σκέψεις μιας χώρας θαλασσινής, οι πολίτες της οποίας στερούνται δυστυχώς του αυτονόητου. Μιας αξιοπρεπούς και ελεύθερης πρόσβασης στη θάλασσα, μέσω μιας κανονικής γλίστρας, χωρίς επιβήτορες, μπάρες και αλυσσίδες...
Ο υγρός γαλάζιος καθρέφτης, όμως, δεν άφησε περιθώρια για άλλες θλιβερές σκέψεις. Φορέσαμε με μια κίνηση ρουτίνας τα σωσίβια και το quick stop, βάλαμε την πλώρη του φουσκωτού πάνω στον δίαυλο των Πεταλιών, και μία περίπου ώρα αργότερα κάναμε μια σύντομη στάση στη Μαντηλού προτού βγούμε στο ανοιχτό πέλαγος. Ο Μπάμπης έψαξε για λίγο τον ηλεκτρονικό... τυφλοσούρτη, ο οποίος απεφάνθη ότι απείχαμε περί τα 60 ν. μίλια απ’ τα Ψαρρά, στα οποία θα φτάναμε αν κρατούσαμε πορεία 55 μοιρών, ενώ εγώ ήλεγξα την απόκλιση της πυξίδας. Ο γαρμπής μας θυμήθηκε, όσο παρακάμπταμε το βόρειο άκρο της Άνδρου, κι’ έμεινε να σπρώχνει την πρύμη μας στα επόμενα είκοσι περίπου μίλια, αναγκάζοντάς μας να περιορίσουμε την ταχύτητά μας για ν’ αποφύγουμε ανεπιθύμητα καρφώματα.
Είμασταν σε παράλλαξη σχεδόν με τους Καλόγερους, όταν ο γαρμπής ξεθύμανε, αφήνοντας παρακαταθήκη μια ξεψυχισμένη ρεστία κι’ εμάς να σπρώχνουμε και πάλι τη μανέτα στις 4200 στροφές για να ανεβάσουμε την ταχύτητα στους είκοσι επτά κόμβους. Λίγα λεπτά πριν το ρολόϊ δείξει δώδεκα, και αφού συναντηθήκαμε στο πέλαγος με δεκάδες δελφίνια, τρυπώσαμε στο λιμάνι των Ψαρρών, τη στιγμή ακριβώς που οι «επίσημοι» και οι εκπρόσωποι συλλόγων κατέθεταν στεφάνια στην πλατεία του Ηρώου και οι νέοι χόρευαν στους ρυθμούς του Αιγαίου. Έψαξα με το βλέμμα μου τις καρέκλες του μικρού καφενείου, αναζητώντας ασυναίσθητα τη βιβλική μορφή του παπα-Νικόλα. Ο μικρός αυτός τόπος δεν θα είναι πια ο ίδιος χωρίς την παρουσία του...
Αφού πήρε τέλος η φιέστα των ζωντανών στη μνήμη αυτών που έπεσαν για να μείνει η γη αυτή ελεύθερη, και έλυσαν κάβους τα φουσκωτά που είχαν έρθει απ’ τη Θεσσαλονίκη και την Αθήνα, δέσαμε το Barracuda στην εσωτερική πλευρά του πλωτού ξύλινου προβλήτα και ανασυνταχθήκαμε καθισμένοι στις αναπαυτικές καρέκλες που είχε φροντίσει να φορτώσει στο φουσκωτό ο Μπάμπης, απολαμβάνοντας μια παγωμένη μπύρα...
Το νησί και η πορεία του στο χρόνο.
Ο Όμηρος κάνει μια σύντομη αναφορά στην Ψυρίην, όπως αποκαλεί το νησί στην Οδύσσεια, ενώ ο Δημοσθένης, ο Στράβων ο λεξικογράφος Σουίδας, ο Βυζαντινός συγγραφέας Στέφανος και ο Μέγας Φώτιος το αναφέρουν ως «Ψύρα», ως «ευτελή νήσο» κοντά στη Χίο, φτωχή και ασήμαντη, με λιμάνι που μπορούσε να φιλοξενήσει μέχρι είκοσι πλοία. Στα μέσα του 15ου αιώνα, σύμφωνα με τις μαρτυρίες ενός Βενετσιάνου ναυάρχου που πέρασε από τα Ψαρρά, φαίνεται πως το νησί ήταν ακατοίκητο, μολονότι σημεία ζωής βρέθηκαν εδώ από τους προϊστορικούς χρόνους, τη Μυκηναϊκή περίοδο, τους Ρωμαϊκούς χρόνους και την Παλαιοχριστιανική εποχή.
Στη συνέχεια το νησί κατοικήθηκε από Τούρκους, οι οποίοι αργότερα πούλησαν τα κτήματα που είχαν στους Έλληνες, που κατέφθασαν από τη Θεσσαλία, την Ήπειρο και την Εύβοια, οι οποίοι δεν μπορούσαν να αντέξουν τον τουρκικό ζυγό και έφευγαν προς τη Μ. Ασία, γύρω στον 16ο με 17ο αιώνα. Ο σκληρός καιρός του Αιγαίου τους ανάγκασε να ξαποστάσουν στα Ψαρρά, στα οποία αποφάσισαν να εγκατασταθούν, αφού βρήκαν νερό και η σκλαβιά δεν ήταν ανυπόφορη. Άρχισαν να ασχολούνται στην αρχή με την γεωργία και τη κτηνοτροφία, γρήγορα όμως στράφηκαν προς τη θάλασσα και άρχισαν να ναυπηγούν καίκια με τη βοήθεια και τις γνώσεις του μαστρο-Σταμάτη, ενός καραβομαραγκού που ήρθε από τη Χίο και είχε μάθει την τέχνη σε ταρσανά της Κων/πολης.
Οι άνθρωποι του κάμπου και των βουνών της Θεσσαλίας και της Ηπείρου μεταμορφώθηκαν σιγά σιγά σε δεινούς θαλασσινούς, οι οποίοι έγιναν αργότερα ο φόβος και ο τρόμος των τουρκικών πλοίων που έπλεαν στην περιοχή, σε σημείο που ο Σουλτάνος Μαχμούτ διέταξε τον ναύαρχο του τουρκικού στόλου Χορσέφ Πασά να εξαφανίσει απ’ τον χάρτη την «κουτσουλιά» που είχε μπει στο ρουθούνι της μεγάλης τουρκικής αυτοκρατορίας. Αυτή ήταν η αρχή του τέλους για τα Ψαρρά, που ευτύχησαν να αναδείξουν ηρωϊκές μορφές όπως ο Κανάρης, ο Νικόδημος, ο Αποστόλης, ο Βρατσάνος, ο Νικολάρας, ο Παπανικολής, ο Πατατούκος, ο Σταματάρας. Ήταν συγκλονιστική η αντίσταση των Ψαρριανών και στη συνέχεια το δράμα, το αίμα και η καταστροφή, όταν τον Ιούνιο του 1824 υπέκυψαν στον πολυάριθμο τουρκικό στόλο. Οι μισοί από τους κατοίκους σφαγιάσθηκαν, τα σπίτια λεηλατήθηκαν και παραδόθηκαν στις φλόγες, ενώ και οι απώλειες των τούρκων δεν ήταν ασήμαντες.
Τα Ψαρρά είναι ένας τόπος περίεργος, μαγικός. Κάθε του πέτρα, κάθε σπιθαμή γης θέλει θαρρείς να μιλήσει, να εξιστορήσει αυτά που έγιναν εδώ. Οι μόνιμοι κάτοικοι λιγοστοί, σκάρτες τετρακόσιες ψυχές. Ένας οικισμός, ένα μίνι μάρκετ, ένας φούρνος, δυο τρία καφενεία και άλλα τόσα εστιατόρια εξυπηρετούν τις ανάγκες των κατοίκων και των περιστασιακών επισκεπτών και παραθεριστών. Οι εκκλησίες και τα ξωκλήσια πολλά, όπως ακριβώς συμβαίνει σε ολόκληρο το νησιωτικό σύμπλεγμα του Αιγαίου. Εξήντα επτά συνολικώς εκκλησάκια, ιδιωτικά τα περισσότερα, καλοσυντηρημένα, διάσπαρτα στον οικισμό και τις πλαγιές του νησιού, το καθένα με τη δική του ιστορία. Σύμφωνα με το έθιμο κάθε Ψαριανός που αποκτούσε καινούργιο πλεούμενο έκτιζε και ένα ξωκλήσι! Όλα ανήκουν βεβαίως στην Κοινότητα, αλλά κάθε οικογένεια έχει αναλάβει να συντηρεί ένα από αυτά.
Κυρίαρχα εκκλησιαστικά κτίσματα ο Άγιος Νικόλαος και ο ναός του Σωτήρος, που δεσπόζουν μέσα στον οικισμό, αλλά και το εκπληκτικό μοναστήρι της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στο βόρειο τμήμα του νησιού, σε απόσταση εννέα περίπου χιλομέτρων απ’ το λιμάνι. Έχει τη δική του ιστορία αυτό το «Αγιορείτικο» μοναστήρι, που λέγεται ότι κτίστηκε το 1780 και γιορτάζει τον Δεκαπενταύγουστο. Εδώ συντηρείται ένα έθιμο που δεν έχει ίσως όμοιό του σ’ ολόκληρο τον Ελλαδικό χώρο. Τα μεσάνυχτα της 31ης Ιουλίου προς την 1η Αυγούστου, πολλοί νέοι κυρίως Ψαρριανοί ανηφορίζουν με τα πόδια προς το μοναστήρι για να μεταφέρουν την εικόνα της Παναγίας στο λιμάνι, όπου την υποδέχεται σύσσωμος ο πληθυσμός του νησιού, αλλά και οι επισκέπτες, πολλοί από τους οποίους έχουν έρθει γι’ αυτόν ειδικώς τον σκοπό. Η εικόνα περιφέρεται στη συνέχεια σε όλα τα σπίτια, τα καταστήματα και τα πλεούμενα του νησιού, για να επιστρέψει με τον ίδιο τρόπο στο μοναστήρι ανήμερα του Σωτήρος. Την ημέρα του Δεκαπενταύγουστου πραγματοποιείται μεγάλο πανηγύρι στο χώρο του Μοναστηριού όπου κυρίαρχο πιάτο είναι η ρεβυθάδα, ενώ ο χορός και το τραγούδι κρατούν μέχρι τα μεσάνυχτα, ώρα που αρχίζει η ολονύχτια Θεία Λειτουργία.
Οι παραλίες.
Δυσανάλογος με το μικρό μέγεθος του νησιού είναι ο αριθμός των παραλιών που βρίσκονται, όλες σχεδόν, στο νότιο και δυτικό τμήμα του. Παραλίες με μικρό βότσαλο, αμμουδιές, κλειστοί όρμοι, για κάθε γούστο και, κυρίως, παρθένες, απαλλαγμένες από ομπρέλλες και ξαπλώστρες! Πρώτη, πλησιέστερη στο λιμάνι και με τη μεγαλύτερη κίνηση, η αμμουδερή παραλία Κατσούνη. Στο ένα άκρο της το μουσείο, στο άλλο το εστιατόριο «Σπιτάλια», που λειτουργεί στο κτίριο όπου άλλοτε στεγαζόταν το λιμοκαθαρτήριο. Ένας χώρος που φιλοξενούσε για λίγες ημέρες τους Ψαρριανούς που επέστρεφαν απ’ τα ταξίδια τους, ώστε να διαπιστωθεί ότι δεν έπασχαν από κάποιο μεταδοτική ασθένεια.
Κάτω ακριβώς απ’ τη Μαύρη Ράχη, στο δρόμο που οδηγεί προς τον Άγιο Νικόλαο, η παραλία του Κάτω Γιαλού, με μικρό βότσαλο. Αν τύχει και πεινάσετε, ακριβώς εκεί θα βρείτε το εστιατόριο της Γαρυφαλλιάς Βρατσάνου. Αν ξεκινήσει κανείς με το φουσκωτό τον περίπλου των Ψαρρών από τη δυτική πλευρά του νησιού, με κατεύθυνση προς το μοναστήρι της Παναγιάς, θα συναντήσει τη μεγαλύτερη και πιο όμορφη ίσως παραλία, τη Λάκκα. Καβατζάροντας τη μικρή χερσόνησο που ακολουθεί, μια ακόμη παραλία, το Αρχοντίκι. Πολύ κοντά της το νησάκι Δασκαλειό. Ακολουθεί η μεγάλη παραλία του Φτελιού με τα χρωματιστά βότσαλα, τα βαθειά νερά κι’ έναν υποτυπώδη «οικισμό» με δύο αγροκτήματα, στο ένα απ’ τα οποία συνήθιζε να ξεκουράζεται υπηρετώντας τη γη ο παπα Νικόλας. Στο σημείο αυτό οι Ψαρριανοί έδωσαν την πιο σκληρή μάχη με τους Τούρκους, τον Ιούνιο του 1824.
Τρεις ακόμη παραλίες βρίσκονται στο νότιο τμήμα των Ψαρρών, ανατολικώς του λιμανιού. Η παραλία της Αγίας Κυριακής, η παραλία Λαζαρέτα με ψιλά βότσαλα και κοχύλια, και λίγο πιο πέρα η βοτσαλωτή παραλία της Λήμνου. Κοντά στο ξωκλήσι του Αγ. Γεωργίου τέλος, που βρίσκεται κοντά στο μεγάλο φάρο, υπάρχει μια ακόμη παραλία, η νοτιότερη του νησιού, το Φανάρι. Ο φάρος κτίστηκε το 1908 από τους Γάλλους και αγοράστηκε απ’ την Ελληνική Κυβέρνηση μετά την απελευθέρωση. Οι Γερμανοί τον χρησιμοποίησαν σαν παρατηρητήριο για να παρακολουθούν το στενό που χωρίζει τη Χίο απ’ τα Ψαρρά.
Σε απόσταση μικρότερη των δύο ν. μιλίων από το τη Μαύρη Ράχη, βρίσκεται το νησάκι των Αντίψαρρων, μαζί με το Μεσιακό και το Κάτω Νησί, δύο μικρότερα ξερονήσια κάτω απ’ τον νοτιοανατολικό κάβο Τσαπί. Προνομιούχοι όποιοι φθάσουν στα Αντίψαρρα με δικό τους σκάφος, γιατί θα έχουν την ευκαιρία να κολυμπήσουν στα νερά των παρθένων παραλιών του, να ψήσουν εκεί τα ψάρια που θα πιάσουν και να κατασκηνώσουν μιμούμενοι τους πρωτόπλαστους!
Στα Ψαρρά υπάρχει Δημοτικό πρατήριο καυσίμων της ΕΚΟ, σε μικρή απόσταση απ’ τον οικισμό στο δρόμο που οδηγεί προς το μοναστήρι της Παναγίας, η κατασκευή του οποίου έχει προσφάτως ολοκληρωθεί και μέσα στο καλοκαίρι αναμένεται να γίνει η δημοπράτησή του για να δοθεί σε ιδιώτη. Ένα όνειρο δεκαετιών θα πάρει λοιπόν σύντομα σάρκα και οστά για τους Ψαρριανούς, αλλά και τους επισκέπτες του καλοκαιριού, οι οποίοι μέχρι σήμερα αναγκάζονται να προμηθεύονται τα καύσιμα απ’ τα βαρέλια που μεταφέρει το πλοίο που συνδέει το νησί με τη Χίο, ή ταξιδεύοντας μέχρι το λιμάνι της Βολισσού, που απέχει απ’ τα Ψαρρά 18 περίπου ν. μίλια. Νερό για το σκάφος θα πάρετε στο λιμάνι, από βρύση που υπάρχει κοντά στο μώλο όπου δένουν τα ψαροκάϊκα.
Τα Ψαρρά έχουν καθημερινή ακτοπλοϊκή σύνδεση με τη Χίο, το λιμάνι της οποίας απέχει 45 ν. μίλια. Υπάρχει επίσης ακτοπλοϊκή σύνδεση του νησιού και με το Λαύριο, με ένα δρομολόγιο την εβδομάδα, και με την προοπτική τα δρομολόγια να γίνουν τρία μέχρι το τέλος Ιουλίου. Σ' αυτά τα δρομολόγια ωστόσο δεν μπορεί κανείς να υπολογίζει, λόγω αυτών που "παίζονται" στις άγονες γραμμές...
Τα Ψαρρά, όπως κάθε μικρός τόπος, έχει τις δικές του νοστιμιές, τα δικά του προϊόντα και εδέσματα. Μη παραλείψετε λοιπόν να δοκιμάσετε το ντόπιο θυμαρίσιο μέλι, η ύπαρξη του οποίου είναι, θα έλεγε κανείς, άρρηκτα δεμένη με την ιστορία του νησιού. Λέγεται ότι όταν οι Τούρκοι επιτέθηκαν στο μοναστήρι της Παναγιάς για να το λεηλατήσουν, οι μοναχοί έριξαν τα σμήνη των μελισσών πάνω στους εισβολείς, με αποτέλεσμα αυτοί να φύγουν πανικόβλητοι και να βρουν έτσι το χρόνο οι μοναχοί να φυγαδεύσουν τις εικόνες του ναού!
Δεν θα βρείτε όμως μόνο μέλι στα Ψαρρά, αλλά και ένα είδος κεφαλογραβιέρας (τυρί το λένε οι ντόπιοι), ανθότυρο, κοπανιστή και τουλουμοτύρι, ενώ οι καλοφαγάδες θα έχουν την ευκαιρία να δοκιμάσουν αγριοκάτσικο γεμιστό, σουπιοπίλαφο, χειροποίητα μακαρόνια με σταρένιο αλεύρι και βεβαίως φρέσκα ψάρια και αστακομακαρονάδα!
Το Πάσχα φτιάχνουν εδώ κουλούρια και τσουρέκια με βασιλικό, κανέλλα, γαρύφαλλο, λάδι, αλεύρι και μαστίχα. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι πλάθουν το ζυμάρι σχηματίζοντας σχέδια, διαφορετικά για το κάθε μέλος της οικογένειας! Τις ημέρες των Χριστουγέννων ο ντόπιος κουραμπιές πάει σύννεφο, ενώ στους γάμους προσφέρουν γλυκό πικραμύγδαλο και σουμάδα. Αν είστε τυχεροί και έχουν φτιάξει τις ημέρες της παραμονής σας, αξίζει να δοκιμάσετε ντόπια αμυγδαλωτά, μπουρέκι με τυρί (ένα είδος τυρόψωμου) και γλυκό με πρώτη ύλη το ανθότυρο.
Στα Ψαρρά η ζωή κυλάει ήρεμη, χωρίς τις εντάσεις, το καυσαέριο και τα άγχη των μεγάλων πόλεων. Εδώ θα έχει κανείς την ευκαιρία να βρει τον εαυτό του περιπλανώμενος στα μονοπάτια του νησιού, βυθίζοντας το σώμα του στα απίστευτα νερά της θάλασσάς του, ψαρεύοντας και κατασκηνώνοντας στην παρθένα παραλία που θα επιλέξει. Κάτι που πρέπει να θυμάστε είναι ότι δεν υπάρχουν φίδια στα Ψαρρά! Το μοναδικό βρίσκεται πάνω στην Ψαρριανή σημαία! Υπάρχουν αρκετές δοξασίες που εξηγούν αυτή την απουσία, μια απ’ τις οποίες λέει πως κάποιος ιερέας βρήκε κάποτε στην Αγία Τράπεζα του μοναστηριού της Αγίας Κιουράς ένα φίδι μέσα στο δισκοπότηρο, που το πέταξε στη θάλασσσα κι’ από τότε όλα τα φίδια εξαφανίστηκαν απ’ το νησί!