Φωτογραφίες - Βίντεο - Επιμέλεια : Ιωσήφ Παπαδόπουλος.
Πηγή πληροφοριών - φωτογραφίες αρχείου : Δήμητρα Λοίζου-Βουλγαράκη.
Στη Μύκονο πήγα τελευταία φορά γύρω στα τέλη Σεπτεμβρίου, απεσταλμένος του Νίκου Μαστοράκη (ναι, του γνωστού Νίκου Μαστοράκη), ο οποίος είδε τα χειμωνιάτικα πλάνα της Μυκόνου που είχα τραβήξει πέρυσι τον Νοέμβριο https://www.youtube.com/watch?v=QJrznIwziG8, του άρεσαν (προφανώς), και μου ζήτησε να χρησιμοποιήσει κάποια από αυτά, επ' αμοιβή, για τις ανάγκες του ντοκυμαντέρ που ετοιμάζει για το νησί των ανέμων. Επειδή όμως δεν είχα κρατήσει το πρωτότυπο υλικό και δεν μπορούσε να κροπάρει το βίντεο απ' το YouTube, εξ αιτίας του λογοτύπου και των υπότιτλων που υπήρχαν, μού ζήτησε να πάω στη Μύκονο, περί τα τέλη Σεπτεμβρίου, και να βιντεοσκοπήσω τα θέματα που εκείνος θα μου υπεδείκνυε.
Πράγματι, πήγα για ένα τριήμερο στη Μύκονο, έκανα τα ζητούμενα πλάνα, επέστρεψα στην Αθήνα, παρέδωσα το υλικό και πληρώθηκα βεβαίως για τη δουλειά μου. Ανάμεσα στα θέματα ήταν και τα παλιά μεταλλεία του νησιού. Ένα θέμα που δεν περιλαμβανόταν στην έγγραφη "shot list" που μου είχε δώσει ο Μαστοράκης, αλλά μόνο στην προφορική και εκ των υστέρων. "Αν θεωρείς ότι σου περισσεύει χρόνος, πήγαινε μέχρι εκεί και τράβα μερικά πλάνα. Δεν είναι όμως απαραίτητο", μου είχε πει. Επειδή όμως τέτοιου είδους θέματα (ναυάγια, εγκαταλελειμμένες εγκαταστάσεις, ερειπωμένα σπίτια κ.λπ.), άγνωστο γιατί, τραβούν ιδιαιτέρως την προσοχή μου, έκλεψα λίγο χρόνο από την ώρα του φαγητού και της ξεκούρασης και πήγα μέχρι την περιοχή των παλιών μεταλλείων.
Επειδή τα πλάνα που τράβηξα στα μεταλλεία ήταν κι' αυτά αναπόσπαστο κομμάτι της δουλειάς που ανέλαβα να φέρω εις πέρας (επ' αμοιβή), και επειδή το υλικό εκείνο, αν και τραβήχτηκε από μένα, αποτελούσε (βάσει συμβολαίου) πνευματική ιδιοκτησία του Νίκου Μαστοράκη, του ζήτησα την άδεια να χρησιμοποιήσω μερικά πλάνα των μεταλλείων για να δημοσιεύσω ένα θέμα στο διαδικτυακό περιοδικό μου και στο YouTube. "Ούτε να το διανοηθείς!", μου απάντησε ορθά κοφτά εκείνος. Θεωρητικώς, και με το γράμμα του νόμου, το δίκιο ήταν βεβαίως με το μέρος του και ουδεμία αμφισβήτηση υπάρχει επ' αυτού. Από την ανθρώπινη όμως πλευρά και με την καλή διάθεση του συνεργάτη, ο Μαστοράκης θα μπορούσε να μου εκχωρήσει το δικαίωμα χρήσης ενός ελάχιστου μόνο μέρους αυτής της δουλειάς (μου). Πικράθηκα από την αντιμετώπιση, αλλά με δεδομένο ότι δεν έχω μάθει να κάνω πίσω, όταν θέλω κάτι πολύ, αποφάσισα να ξαναπάω στη Μύκονο προκειμένου τα νέα πλάνα που θα τραβούσα στα παλιά μεταλλεία να αποκτήσουν, επισήμως, τη δική μου πατρότητα.
Πήγα αυθημερόν και δωρεάν λοιπόν στη Μύκονο, την Κυριακή 22 Οκτωβρίου, με ένα από τα ταχύπλοα catamaran της "Sea Jets", αφού φρόντισα να έρθω πρώτα σε συνεννόηση με τον άνθρωπο που θα "έντυνε" καταλλήλως τα πλάνα με τις πληροφορίες που θα μου έδινε. Και ο άνθρωπος αυτός δεν μπορούσε να είναι άλλος από την τοπική ερευνήτρια κυρία Δήμητρα Λοίζου-Βουλγαράκη, η οποία ασχολείται εδώ και χρόνια με τα μεταλλεία βαρίτη της Μυκόνου και διαθέτει πλούσιο φωτογραφικό αρχείο, προφορικές μαρτυρίες και έντυπο υλικό.
Καλύτερο καιρό δεν θα μπορούσα να βρω στη Μύκονο εκείνη την Κυριακή. Ούτε το καλοκαίρι δεν ήταν έτσι! Με υποδέχθηκε μια κατάλευκη Μύκονος η οποία επέπλεε επάνω σε έναν υγρό γαλάζιο καθρέφτη κάτω από έναν καταγάλανο ουρανό! Το νησί των ανέμων, σου λέει ο άλλος! Πιο καλά τελικώς να σου βγει το μάτι, παρά το όνομα! Η ιδέα λοιπόν να φορτωθώ και το drone, εκτός της βιντεοκάμερας, του τρίποδου, των μικροφώνων και των άλλων παρελκομένων, απεδείχθη τελικώς ότι ήταν φαεινή. Η κυρία Βουλγαράκη με περίμενε στο λιμάνι και γρήγορα φθάσαμε μέχρι την περιοχή του οικισμού των παλιών μεταλλείων, αφού πρώτα περάσαμε για μερικά πλάνα από το Καλό Λιβάδι, όπου υπάρχει (εγκαταλελειμμένο κι' αυτό) το εργοστάσιο υποδοχής, επεξεργασίας και φόρτωσης των μεταλλευμάτων στα πλοία. Η σκάλα φόρτωσης δεν υπάρχει βεβαίως πια.
Ιωσήφ Παπαδόπουλος.
Ένα σύντομο ιστορικό των μεταλλείων από την κυρία Δήμητρα Λοίζου-Βουλγαράκη.
Στη Μύκονο, οι πρώτες μεταλλευτικές δραστηριότητες παρουσιάζονται κατά την περίοδο 1900 έως 1915, περίπου, για εξόρυξη αργυρούχου μολύβδου, χαλκού και σιδήρου. Αρχικά από την Ιταλική Εταιρεία Σπυρίδωνος Δεσπόζιτου & Λουδοβίκου Δεπιάν (ίδρυση 1898), και στη συνέχεια από τη Γαλλική Εταιρεία των Μεταλλείων του Λαυρίου (εκμίσθωση 1908).
Μισό σχεδόν αιώνα αργότερα, το 1954, ιδρύθηκε η Ανώνυμος Μεταλλευτική Εταιρεία Μυκόνου Α.Ε. (αφοί Άλκιμος & Πάνος Γράτσος, Γ. Ψαχαρόπουλος, Γ. Σιώτης), η οποία το 1955 εκμίσθωσε το ιδιόκτητό της Μεταλλείο Βαρίτη της Μυκόνου για μια 30ετία στην Magnet Cove Barium Corporation (Magcobar) με έδρα το Houston του Texas, η οποία με τη σειρά της ανέθεσε την εκμετάλλευσή του στη Μύκομπαρ, Μεταλλευτική Εταιρεία Α.Ε.
Η περιοχή της μεταλλειοκτησίας στο βορειοανατολικό άκρο του νησιού περιλάμβανε 3 κύριες φλέβες μεταλλεύματος Βαρίτη από τα δυτικά προς τ’ ανατολικά, που πήραν τα ονόματα: Νο 1, Νο, 2 και Νο 3. Η πιο πλούσια φλέβα ήταν η Νο 2, με καλής ποιότητας μετάλλευμα και σημαντικό απόθεμα. Εδώ εφαρμόστηκε, για πρώτη φορά στην Ελλάδα, η μέθοδος εκμετάλλευσης των «Συμπτυσσομένων Μετώπων».
Στην περιοχή Αλωνάκι – που αργότερα επικράτησε η ονομασία Μεταλλεία ή Αγία Βαρβάρα – έγιναν οι εγκαταστάσεις Πλυντηρίου του μεταλλείου, τα Γραφεία, ο πρώτος Οικισμός και η διάνοιξη της οδού μεταφοράς του βαρίτη, μήκους 6 χιλιομέτρων περίπου, μέχρι την περιοχή Λούλος.
Στη θέση Λούλος εγκαταστάθηκε Σκάλα Φόρτωσης, απ’ όπου με σκάφη τύπου Liberty μεταφερόταν ο βαρίτης – αρχικά σε μορφή χύμα – στις εγκαταστάσεις τής Magcobar στη Νέα Ορλεάνη της Αμερικής για τελική επεξεργασία και διάθεσή του στο εμπόριο για τις γεωτρήσεις πετρελαίου. Από το 1961 λειτούργησε στην ίδια περιοχή Τριβείο βαρίτη και μπεντονίτη. Ο μπεντονίτης ερχόταν με καΐκια από τα ορυχεία της Μύκομπαρ στη Μήλο. Το τελικό προϊόν μπορούσε τώρα να διατεθεί στην αγορά και ενσακισμένο σε σάκους των 25 κιλών με μικρότερα πλοία.
Η Μύκομπαρ απασχολούσε μέχρι και 300 άτομα στην ακμή της. Αρχικά, το εργατικό προσωπικό επιφανείας και υπογείων έργων ήταν Μυκονιάτες – καθώς και Μυκονιάτισσες στη χειροδιαλογή. Αρκετοί ειδικευμένοι μεταλλωρύχοι είχαν κληθεί από διάφορες μεταλλευτικές περιοχές της Ελλάδας (Εύβοια, Χαλκιδική, Θεσσαλία, Λήμνο, Σέριφο, Μήλο, Φολέγανδρο, κ.ά.).
Η παραγωγή σταμάτησε το 1983 λόγω εξάντλησης των οικονομικά εκμεταλλεύσιμων κοιτασμάτων. Η μίσθωση έληξε οριστικά στις 30-06-1985 και το Μεταλλείο παραδόθηκε από τη Μύκομπαρ στο Ελληνικό Δημόσιο.
Υπολογίζεται ότι από το Μεταλλείο αυτό έγινε εξαγωγή εμπορεύσιμου προϊόντος βαρίτη της τάξεως των δύο εκατομμυρίων (2.000.000) τόνων στα 30 χρόνια λειτουργίας του.
Πηγή των πληροφοριών : Μαρτυρία Λουΐζου-Παρασκευαΐδη, μηχανικού μεταλλείων στη Μύκονο κατά το διάστημα 1957-1964.
"Η προσωπική μου ενασχόληση με το ζήτημα αυτό", λέει η κυρία Βουλγαράκη, "άρχισε το 2003, αρχικά ως επιτακτική δική μου ανάγκη να αποδοθεί επιτέλους τιμή στους εργαζομένους που έχασαν τη ζωή τους στο Μεταλλείο, και ακόμη σ’ αυτούς, που παλεύοντας νυχθημερόν σε μια σκληρή και επίπονη εργασία, μπόρεσαν να ζήσουν αξιοπρεπώς τις οικογένειές τους – μεταξύ αυτών κι ο πατέρας μου – χωρίς να χρειαστεί να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους τα δύσκολα μετεμφυλιακά χρόνια αναζητώντας αλλού την τύχη τους. Ωστόσο, στην πορεία της έρευνας, μέσα από τις μαρτυρίες των εργαζομένων, αναδύθηκε επίσης η σκοπιμότητα ανάδειξης των δυνατοτήτων Τεχνολογίας και Επιχειρηματικότητας που προσέφερε αυτό το Μεταλλείο στη σημερινή Μύκονο. Από τη μια μεριά η δημιουργία εργατικής δύναμης υψηλών επιδόσεων, και από την άλλη η εισαγωγή των λειτουργιών προγραμματισμού, οργάνωσης και σχεδιασμού ώθησαν αυτούς που επεδίωκαν επαγγελματικές προοπτικές και αυτούς που είχαν επιχειρηματικές κλίσεις να επιτύχουν απασχόληση υψηλού επιπέδου.
Το 2013 ξεκίνησα εντατικά πια να συλλέγω φωτογραφίες, έγγραφα, χάρτες, σχεδιαγράμματα, καταχωρίσεις του τοπικού Τύπου εκείνης της εποχής, μαρτυρίες εργαζομένων κ.λπ. Πολύ σημαντικό απόκτημα ένα σπάνιο 11λεπτο ντοκιμαντέρ με στιγμιότυπα του κύκλου των εργασιών κατά τη λειτουργία του Μεταλλείου το 1960. Υπήρξε μεγάλη προθυμία και καλή συνεργασία από τον πιο απλό εργάτη μέχρι και τους προϊσταμένους και τους Γενικούς Διευθυντές, καθώς και από αρκετούς συντοπίτες που εκτίμησαν αυτό που επιχειρώ να επιτύχω: να μην περάσει στη λήθη ο ιδρώτας και το αίμα που έχει χυθεί.
Η προσπάθειά μου αυτή έχει ήδη εκτιμηθεί και αναγνωριστεί από τους Καθηγητές ΕΜΠ Νικ. Αποστολίδη, Κων. Παναγόπουλο και Δημ. Καλιαμπάκο, και από το Τεχνολογικό Πολιτιστικό Πάρκο Λαυρίου, όπου με επίσημη επιστολή του (4382/17-05-2017) εντάσσει την ερευνητική μου εργασία στο πλαίσιο αναγνώρισης και ανάδειξης τής οικονομικής και πολιτιστικής σημασίας τής μεταλλευτικής δραστηριότητας που αναπτύχθηκε στο Αιγαίο.
Στόχοι αξιοποίησης αυτού του πολύτιμου υλικού είναι:
1. Μια Έντυπη Έκδοση (της οποίας η μορφή ακόμη δεν έχει οριστικοποιηθεί).
2. Η παραγωγή Ντοκιμαντέρ που θα στηρίζεται στην έρευνα, και
3. Διαδραστική Πλατφόρμα και Ψηφιακός Χάρτης των Μεταλλείων της Μυκόνου (εικονική περιήγηση στους χώρους και την ιστορία, με προσωπικές αφηγήσεις των ανθρώπων και ιστορίες από τις βιβλιογραφικές πηγές)".
Η κυρία Δήμητρα Λοίζου-Βουλγαράκη ανέφερε στην ομιλία που έκανε την 23η Σεπτεμβρίου 2017:
"Ο Τρύφων Ευαγγελίδης το 1914 αναφέρει ότι οι μεταλλειολόγοι: Σπυρίδων Δεσπόζιτος, και ο Ιταλός Λουδοβίκος Δεπιάν ίδρυσαν το 1898 μεταλλευτική εταιρεία στη Μύκονο για εκμετάλλευση χαλκού, σιδήρου και αργυρούχου μολύβδου (κν. γαληνίτη). Η εκμετάλλευση άρχισε το 1901 με 150 εργάτες.Η εταιρεία αυτή το 1908 εκμίσθωσε τις μεταλλειοφόρους εκτάσεις της στον Φερδινάνδο Ι. Σερπιέρη, αντιπρόσωπο της Γαλλικής Εταιρείας των Μεταλλείων του Λαυρίου, για εξόρυξη αργυρούχου μολύβδου με 40 εργάτες. Να γιατί ακούμε στις προφορικές αφηγήσεις πότε για Ιταλική και πότε για Γαλλική Εταιρεία.
Από μαρτυρίες μαθαίνουμε ότι η δραστηριότητα αυτή κράτησε έως το 1915 περίπου στις περιοχές: Πάνορμος, Μερσίνη, και Αϊ-Λιάς Ανωμερίτης. Απομεινάρια αυτής της δραστηριότητας είναι ακόμη ορατά σε όλες αυτές τις περιοχές.
ΒΑ της κορυφής του Προφήτη Ηλία, από το Μαυροβούνι ψηλά, προς τη Βαθιά Λαγκάδα, διακρίνεται το ίχνος από το πάτημα στο έδαφος εναέριας γραμμής βαγονιών. Αυτά, διά της βαρύτητας μετέφεραν το μετάλλευμα στο πέτρινο μολαράκι, απομεινάρια του οποίου ίσα που διακρίνονται κάτω δεξιά.
Παρένθεση: Όλη η περιοχή των μεταλλείων αλλά κυρίως η Βαθιά Λαγκάδα σήμερα έχει δεχτεί αμέτρητους τόνους από μπάζα! Δυστυχώς, καταστρέφεται μια περιοχή ειδικού ενδιαφέροντος για τη Βιομηχανική Αρχαιολογία, ενώ θα μπορούσε να αναδειχθεί σε περιοχή πολιτιστικής κληρονομιάς. ΕΙΝΑΙ ΩΡΑ ΠΙΑ το θέμα αυτό να συζητηθεί στο δημοτικό συμβούλιο και να γίνει πρόταση στην Περιφέρεια προκειμένου να αναδειχθεί το ειδικό βάρος της περιοχής.
Αν και οι συνθήκες εργασίας ήταν πρωτόγονες και οι αμοιβές πολύ χαμηλές, εν τούτοις οι ντόπιοι χαίρονταν που είχαν εξασφαλίσει ένα τακτικό εισόδημα. Προφορικές αφηγήσεις αναφέρουν ότι κατά την ανακαίνιση της μικρής εκκλησιάς στην κορυφή του Αϊ-Λιά το 1902, γλεντούσαν όλοι μαζί και τραγουδούσαν:
Εβίβα του μηχανικού και του Προφήτ’ Ηλία,
Που έφερε το θησαυρό κι έχουμε ευτυχία!
Δεν είναι ευρέως γνωστό ότι οι πρώτες εργασίες του Μεταλλείου ξεκίνησαν από το Τηγάνι. Ο Νικόλας Νάζος «Κρεμμύδας», φευγάτος πια, μου είχε πει: «Το Μεταλλείο ξεκίνησε από του Τηγανακιού τη νάμμο. Βγήκανε μια μπολντόζα κι ένα φορτηγό – τα πρώτα που πατήσανε στη Μύκονο. Αποκεί λοιπόν ξεκίνησε κι ο δρόμος. Έγινε Καντίνα εκεί, και μέναμε σε σκηνές. Κουβαλάγαμε με τις χαμαλίκες τις πέτρες για ν’ ανοίξει ο δρόμος κι έξυνε η μπολντόζα σιγά σιγά, μέχρι που ήρθαμε στο Μεταλλείο».
Η Ειρήνη, σύζυγος του Δημήτρη Πολυκανδριώτη, «Μινέρβα», ανέλαβε χρέη καντινιέρισσας:
«Είχα ένα μικρό παιδί – μηνών. Το πήρα κι επήγα εκεί ένα βράδυ. Είχε η Εταιρεία μια παράγκα, κι ένα κρεβάτι με ξύλα. Εκεί ξημερωθήκαμε. Την άλλη μέρα, έβαλα μια γκαζιέρα κι έκανα ένα φαΐ, πού ’ταν λίγοι εργάτες – καμμιά δεκαριά. Τι να κάνουν οι κακόμεροι, ερχότανε και τρώγανε. Όλο νερόβραστα μαγειρεύαμε, ρεβύθια, φασόλια, με έξοδα της Εταιρείας όμως. Εγώ, στην ερημιά με το μωρό. Δεν εσκέφτηκα ποτέ να πω: «άμα τύχει τίποτα, πού θα τρέχομε, που δεν είχε ούτε αυτοκίνητο, ούτε τίποτα…». Και συμπληρώνει ο άντρας της: «Τα φίδια και τα ποντίκια ετρέχανε απόξω απ’ την παράγκα! Κάτι φιδάρες, αποδώ ίσαμε εκεί – ’λαφίτες! Παραφύλαγα τις αρουραίοι μ’ ένα δίκαννο και τις σκότωνα μη μπει μέσα κανένας και μου το φάει το μωρό».
Οι εργάτες έμεναν στον καταυλισμό όλη την εβδομάδα. Μόνο το Σάββατο κατέβαιναν στα σπίτια τους να πλυθούν και να ανεφοδιαστούν. Αυτό κράτησε 1-2 χρόνια. Καταλαβαίνουμε τις συνθήκες, ειδικά το χειμώνα.
Αφηγείται ο Κυριάκος Γρυπάρης, ο «Μαυραντώνης»:
«Ήμαστε 2η βάρδια, εγώ, ο αδερφός μου ο Γιώρης, κι ο σ’χωρεμένος ο «Στόλας». Εμέναμε μέσα στο Τηγάνι, σε αντίσκηνο. Σκολάσαμε στις 11 και πήγαμε στη σκηνή. Άστραφτε κι εγινότανε μέρα! Μετά από καμιά ώρα, πιάνει μια βροχή…, μα βροχή! Με το τσουβάλι! Αστραπές! Βροντές! Μας παίρνει τη σκηνή ο αέρας, και μένομε μες στη μέση της παραγκαιριάς, γδυμνοί-ψάρι, με τα φανελάκια όπως ήμαστε. Γίνανε παπί όλα μας τα ρούχα, τι να βάλεις μετά…
Εκατεβαίναμε τότες κάθε Σαββατοκύριακο κάτω στη Χώρα, και ό,τι είχενε φαγώσιμο ο καθένας ήπαιρνε. Ο «Στόλας» ήτανε πολύ καλός ά’θρωπος… Καλός, απ’ τις καλοί! Αυτός ήφερνε κάθε βδομάδα 30-35 αβγά και τά ’χενε εκεί. Και μια μαχαίρα τόση! Πριν να σ’κωθεί, ήβανε το χέρι, ήπιανε έν’ αβγό, το τρύπανε απ’ τη μια, το τρύπανε απ’ την άλλη, και το ρούφανε. Εγώ ’μουνα έτσι! «Βρε Κυριακάκι, έλα να ρουφήξεις έν’ αβγό. Άμα μπορέσεις, θα σου δίνω εγώ αβγό κάθε μέρα». Το λοιπόν, με κατάφερε, μου το τρυπά τ’ αβγό, το βάνω στο στόμα μου – πρωί πρωί – κάνω να τραβήξω μια… Πουφ! Το πέταξα τ’ αβγό, ούτε ξέρω πού πήγε. Ήβγαλα τ’ άντερά μου! «Δεν είσ’ εσύ για ζωή!», μού ’λενε ο «Στόλας».
Εν τω μεταξύ προχώρησε η πρόσληψη και η εκπαίδευση τού προσωπικού, η προεργασία για επιφανειακή και υπόγεια εξόρυξη και η διάνοιξη οδών προσπέλασης προς τις τρεις φλέβες του μεταλλεύματος.
Το εργατικό προσωπικό επιφανείας και υπογείων έργων ήταν Μυκονιάτες. Αρκετοί με ειδικότητες ήρθαν από άλλες μεταλλευτικές περιοχές της Ελλάδας, και από κοντινά νησιά (Εύβοια, Χαλκιδική, Θεσσαλία, Λήμνο, Σέριφο, Μήλο, Φολέγανδρο, κ.ά.). Διευθυντής Μεταλλείου το ’55 ήταν ο Νίκος Γκαράνης, Γενικός Διευθυντής της Μύκομπαρ, ο Αμερικανός Dan Martin.
Ώσπου να αναπτυχθούν οι κατάλληλες υποδομές, οι εργαζόμενοι πήγαιναν στο Τηγάνι με τα πόδια ή με ζώα. Δεν υπήρχαν δρόμοι αμαξιτοί τότε σ’ όλο το νησί, εκτός από τον κεντρικό: Χώρα-Άνω Μερά και Άγιος Στέφανος-Ορνός.
Ο Φλώριος Ασημομύτης, κι αυτός φευγάτος, μου έλεγε:
«Φεύγαμε από της μάνας μου το «χωριό» από πάνω ’δώ στη Ράχη τα πρώτα χρόνια, κι επα’αίναμε από πίσω απ’ τον Αι-Λιά με τα πόδια, και με τα πόδια ερχόμαστε. Δεν είχαμε δρόμο ετότε να πα’αίνει αμάξι. Μετά, εβολέψανε οι εργάτες ίσα ίσα τον παλιό δρόμο που πά’αινε στον Αϊ-Λιά, κι επα’αίνανε τ’ αφεντικά μόνι, με το τζίπι».
Την εικόνα του οδικού δικτύου του ’55 δίνει ο Γιάννης ο Χανιώτης του «Φλωρακιού»:
«Το πρώτο αυτοκίνητο που πέρασε απ’ την Άνω Μερά για το Τηγάνι ήταν ένα τζιπ που είχε φέρει η Εταιρεία. Το τζιπ αυτό δεν πέρασε πρώτα από αυτοκινητόδρομο, αλλά μέσα απ’ τον γαϊδουρόδρομο, που τον είχανε στρώσει οι εργάτες της Μυκομπάρ με τα χέρια και με τον κασμά. Συγκεκριμένα, ο πρώτος επαγγελματίας οδηγός που ήρθε – κάτι που δεν υπήρχε μέχρι τότε στη Μύκονο – ήταν ο πατέρας σου, ο Παναγιώτης ο Λοΐζος, ο «Λωλάδας», που ήρθε από τον Πειραιά κι έγινε οδηγός στο τζιπ αυτό, κι από τότε έμεινε στη Μυκομπάρ μέχρι που πήρε σύνταξη. Από οδηγός που ήτανε, έγινε μπολντοζιέρης, έγινε άριστος γκρεϊντερίστας, κι έφτιαξε σχεδόν όλους τους δρόμους που βλέπεις σήμερα στη Μύκονο! Το λέω και συγκινούμαι, αλλά είναι κάτι που το ζω σαν να ’ναι τώρα», προσθέτει ο αγαπημένος Γιάννης.
Η Μύκομπαρ με εντατικούς ρυθμούς προχώρησε σε αποτυπώσεις, απαλλοτριώσεις και αδειοδοτήσεις, για τις βασικές εγκαταστάσεις του Μεταλλείου στην περιοχή Αλωνάκι – που εμείς οι Μυκονιάτες συνηθίσαμε με τα χρόνια να λέμε Το Μεταλλείο ή Η Αγία Βαρβάρα. Το ίδιο έκανε και για τις εγκαταστάσεις φόρτωσης του μεταλλεύματος, στην περιοχή Λούλος.
Μέσα στο 1956 άρχισε η σταδιακή παραγωγή και η λειτουργία των διαφόρων εγκαταστάσεων. Κατασκεύασε Γραφεία, Αποθήκη Υλικών, Συνεργείο, θάλαμο διαμονής εργαζομένων, σπίτι για τον εργοδηγό του Μεταλλείου, Ιατρείο Πρώτων Βοηθειών, Ηλεκτρολογείο, και Καντίνα. Στην ίδια περιοχή εγκατέστησε και το Πλυντήριο για το μετάλλευμα μετά τη θραύση του. Το 1962 χτίστηκε το εκκλησάκι της Αγίας Βαρβάρας, και από τότε καθιερώθηκε η 4η Δεκεμβρίου κάθε χρονιάς αργία για το Μεταλλείο, με ολοήμερο πανηγύρι και πλούσιο γλέντι με έξοδα της Εταιρείας για τους εργαζομένους και τις οικογένειές τους, ανοιχτό σε όλον τον κόσμο του νησιού.
Στα ΜΥΚΟΝΙΑΤΙΚΑ ΝΕΑ (Δεκέμβριος 1962) διαβάζουμε ένα άρθρο από κάποιον που επισκέφτηκε τυχαία εκείνη τη μέρα τη Μύκομπαρ:
«... ένα χέρι άρπαξε το δικό μου και χωρίς να το καταλάβω βρέθηκα να χορεύω έναν νησιώτικο σκοπό μαζί με όλον τον κόσμο. Κοίταξα τους διπλανούς μου κι απόρησα. Ο Διευθυντής του μεταλλείου από τη μια και από την άλλη ο Δήμαρχος, ενώ εργάτες και υπάλληλοι μαζί με τις γυναίκες τους συμπλήρωναν τον κύκλο. Μόλις μπόρεσα, βγήκα από τον χορό και στάθηκα παράμερα. Ήθελα να μάθω, ήθελα να καταλάβω, να μπω μέσα σ’ αυτήν την χαρά και συναδέλφωσιν του εργάτου με τον εργοδότη, γιατί δεν ήταν κάτι τυπικό, γιατί στα πρόσωπά τους ήταν ζωγραφισμένη η χαρά και η ικανοποίησις».
Έγινε ακόμη η διάνοιξη της οδού μεταφοράς του μεταλλεύματος από τις εγκαταστάσεις μέχρι τη θέση Λούλος, μήκους 6 χιλιομέτρων περίπου. Στον Λούλο έγινε η εγκατάσταση της Σκάλας Φόρτωσης του μεταλλεύματος. Η φόρτωσή του γινόταν σε σκάφη τύπου Liberty (10.000 τόνων) με προορισμό τη Νέα Ορλεάνη για επεξεργασία. Από το 1961 λειτούργησε στην ίδια περιοχή Τριβείο βαρίτη και μπεντονίτη. Ο μπεντονίτης ερχόταν χύμα με το καραβάκι του Καμπανάρου από τα ορυχεία που είχε μισθώσει στη Μήλο η Μύκομπαρ. Για τη φόρτωση σκαφών με ενσακισμένο προϊόν χρησιμοποιήθηκαν έκτακτες εξωτερικές ομάδες εργαζομένων, από την περιοχή του Πλατύ-Γιαλού, κυρίως. Ήταν γεροί εργαζόμενοι, με αντοχή στην πολύωρη και άκρως κοπιαστική εργασία μέσα στ’ αμπάρια.
Διηγείται ο Αντώνης Θεοχάρης:
«Τηλεφωνούσαν απ’ τη Μύκομπαρ στον Τάσο το Συριανό και αυτός έβγαινε στον Πλατύ Γιαλό, έριχνε ένα σφύριγμα και μαζευόντουσαν όλοι οι «Κακογιαννούληδες». Ήταν ο πατέρας μου Βασίλης Θεοχάρης, ο Δημήτρης Θεοχάρης, ο Αργύρης Θεοχάρης, ο Γιαννούλης Θεοχάρης, ο Γιώργος Θεοχάρης.
Έδεναν σε μια πετσέτα την τσίγκινη φαγιέρα και το ψωμί τους, πέρναγαν τον κόμπο σε ένα ραβδί, το έβαζαν στον ώμο και τραβούσαν για το Λούλο με τα πόδια. Δυο ώρες δρόμος! Όταν τελείωνε η φόρτωση, γδυνόταν τσιτσίδι, κοπανάγανε τα ρούχα στους βράχους να φύγει η πολλή σκόνη, βουτούσαν στη θάλασσα να ξεπλυθούν, κι έπαιρναν πάλι το δρόμο της επιστροφής, ποδαράτο. Οι περισσότεροι βέβαια ‘φύγανε’ από αναπνευστικά προβλήματα».
Ο Μάρκος Νάζος, εργαζόμενος κι ο ίδιος στις φορτώσεις, προσθέτει:
«Τέσσερα 8ωρα συνεχόμενα ‘πετούσανε’ οι γέροι, χωρίς σταματημό – ο Θεός σ’χωρέσ’ τους!».
Η Μύκομπαρ απασχολούσε στην ακμή της μέχρι και 300 άτομα. Έχουν περάσει από το μεταλλείο αυτό, άλλος λίγο-άλλος πολύ, σχεδόν όλοι οι Μυκονιάτες – ακόμη και γυναίκες – σε μια περίοδο ακραίας φτώχιας τουλάχιστον τη δεκαετία του ’50, όταν ο Τουρισμός στο νησί ήταν ακόμα σε πρώϊμο στάδιο.
Λόγω εξάντλησης των οικονομικά εκμεταλλεύσιμων κοιτασμάτων, η παραγωγή Βαρίτη σταμάτησε το 1983. Υπολογίζεται ότι από το Μεταλλείο αυτό έγινε εξαγωγή εμπορεύσιμου προϊόντος βαρίτη της τάξεως των δύο εκατομμυρίων τόνων στα 30 χρόνια λειτουργίας του. Η μίσθωση έληξε οριστικά στις 30/06/1985, και παραδόθηκε το Μεταλλείο από τη Μύκομπαρ στο Ελληνικό Δημόσιο.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ:
Τελειώνοντας, τίθεται το ερώτημα: γιατί εγώ να ασχοληθώ με αυτό το θέμα; Απαντώ με ερώτηση: Τα 30 χρόνια της ιστορίας του Μεταλλείου της Μυκόνου και οι Μεταλλειώτες που πέθαναν σ’ αυτό, κι αυτοί που έζησαν απ’ αυτό, δεν αξίζουν να τους θυμόμαστε;
Στη διάρκεια αυτής της έρευνας για ν’ απαντηθεί το συγκεκριμένο ερώτημα, αναδύθηκαν κι άλλα ερωτήματα, όπως: Τι άφησε το Μεταλλείο; Τι κερδίσαμε; Μήπως αυτό είναι κάπου κρυμμένο και δεν το βλέπουμε;
Το πρώτο συμπέρασμα που βγαίνει μέσα από το συνολικό υλικό της έρευνας, είναι ότι μας κληροδοτήθηκε μια κληρονομιά, που την απολαμβάνουμε σήμερα, χωρίς να έχουμε αναλογιστεί ποτέ, πώς και από ποιους αυτή δημιουργήθηκε.
Η πραγματικότητα τής λειτουργίας του Μεταλλείου δημιούργησε δυνατότητες σε μια κοινωνία χωριανών και ψαράδων, ώστε αυτοί να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις μιας σύγχρονης και δύσκολης μεταλλευτικής βιομηχανίας και να αφομοιώσουν τα προνόμιά της.
Συντέλεσε στην κοινωνική αλλαγή και στην επαγγελματική εξέλιξη των ανθρώπων που δούλεψαν στη Μύκομπαρ, γιατί με τα επιπλέον εφόδια, απέκτησαν μια επαγγελματική ευελιξία κι έτσι μπλέχτηκαν και με άλλους τομείς, ειδικά του Τουρισμού.
Τι εννοώ; Αφού έκλεισε το Μεταλλείο, κινήθηκαν στον χώρο της Τεχνολογίας και της Επιχειρηματικότητας, είτε ως άριστοι τεχνίτες με δικά τους σήμερα συνεργεία ή καταστήματα (ηλεκτρολόγοι, τορναδόροι, συνεργεία αυτοκινήτων), είτε ως επαγγελματίες (ταξιτζήδες, λεωφορειούχοι, χειριστές & ιδιοκτήτες βαρέων οχημάτων, εργολάβοι οικοδομών) είτε ως επιχειρηματίες (ξενοδοχεία, εστιατόρια, καταστήματα, κ.λπ.).
Γι’ αυτό σήμερα ο Δήμαρχος Μυκονίων και η Πρόεδρος της Κοινωφελούς Δημοτικής Επιχείρησης Περιβάλλοντος, Παιδείας & Ανάπτυξης, εκ μέρους της μυκονιάτικης κοινωνίας, απονέμουν τιμητικές διακρίσεις σε όσους εργάστηκαν στο Μεταλλείο Βαρίτη της Μυκόνου αναγνωρίζοντάς τους ως πρωτεργάτες στην πορεία ανάπτυξης του ευλογημένου νησιού μας".
Δήμητρα Λοίζου-Βουλγαράκη.