Rib and Sea

Το σωσίβιο, το quick stop και η ζώνη σώζουν ζωές

Η "Καλλίπυγος" στους πέντε ωκεανούς. Το ταξίδι στην Πολυνησία καλά κρατεί.

Σύνδεση με το προηγούμενο : http://www.ribandsea.com/main/index.php/travels/1415-i-kallipygos-stous-pente-okeanoys-to-taksidi-synexizetai-stin-polynisia

Οι επόμενες μέρες θα κυλήσουν ήσυχα, παρέα με τους Πολυνήσιους φίλους μας. Έτυχε να παρευρεθούμε σε μια γιορτή, όταν συνέπεσαν γενέθλια παιδιών από τρεις διαφορετικές οικογένειες. Μαζεύτηκε το μισό χωριό και οργανώθηκε ένα μεγάλο τσιμπούσι με ολόκληρα χοιρινά ψημένα στα κάρβουνα και άλλες λιχουδιές, μεταξύ των οποίων και καρπούς αρτόδεντρου. Φανταστείτε ένα είδος πελώριου πράσινου πορτοκαλιού που το βάζουν ολόκληρο στη φωτιά. Μόλις μαυρίσει εξωτερικά, αποκτάει γεύση φραντζόλας, οπότε το ξεφλουδίζουν και το τρώνε σαν ψωμί. Για άλλη μια φορά εντυπωσιαστήκαμε από τον πολυνήσιο τρόπο ζωής, γιατί να «κερδίζεις το ψωμί σου» σημαίνει να κόβεις ένα φρούτο και να το πετάς στις φλόγες.

Τη βραδιά έκλεισαν παραδοσιακοί χοροί από ελαφροντυμένες κοπελιές, στους ήχους κιθάρας και ουκελέλε. Οι κινήσεις των γοφών και της κοιλιάς θύμιζαν... τσιφτετέλι, χωρίς όμως την παραμικρή χυδαιότητα, αλλά με τον απλό, σεμνό και αισθησιακό τρόπο που χαρακτηρίζει τους λαούς της Ωκεανίας.

Αυτή η βραδιά αποδείχθηκε τελικά σημαντική, διότι αποφασίσαμε να αλλάξουμε τα σχέδιά μας. Αντί να βάλουμε πλώρη προς την Αλάσκα και τη βορειοαμερικανική ήπειρο, περάσαμε το Ρουβίκωνα, προτιμώντας να παραμείνουμε στο νότιο Ειρηνικό, διαπλέοντας τα αρχιπελάγη της Ωκεανίας έως τις ακτές της Αυστραλίας. Πεπατημένη οδός, ίσως, αλλά τόσο ενδιαφέρουσα όσο και ευχάριστη λόγω των πρυμιών ανέμων.

Μέσω ραδιοφώνου — στα βραχέα — και ταχυδρομείου, διαλαλήσαμε την απόφαση στους φίλους μας και σιγά σιγά αρχίσαμε τις προετοιμασίες για το επόμενο σκέλος του ταξιδιού προς το Αρχιπέλαγος των Τουαμοτού. Μελετώντας χάρτες και πλοηγούς, ανακαλύψαμε ότι οι λιμνοθάλασσες που περικλείονται από τις κοραλλιογενείς ξέρες δημιουργούν με την παλίρροια ισχυρότατα ρεύματα στις στενές εισόδους των ατολών. Συνήθως η ροή των υδάτων ξεπερνά τους έξι κόμβους, οπότε ψάξαμε τον πλοηγό για κάποιο νησί με ροή υδάτων μικρότερη από τέσσερις κόμβους, ώστε να μπορέσουμε να εισέλθουμε στον κοραλλένιο κλοιό με οποιεσδήποτε συνθήκες παλίρροιας. Τελικά, βρήκαμε το σχετικά ανέπαφο Απατάχι, κάπου 100 μίλια νοτιότερα από τη συνήθη ρότα.

Ο σχηματισμός των ατολών έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον καθώς — κατά τον Δαρβίνο — αρχικά επρόκειτο για ηφαίστεια, στις ακτές των οποίων σχηματίστηκαν κοραλλιογενή φράγματα. Τα κοράλλια ανήκουν στην οικογένεια των μαδρεπόρων, όπως οι θαλάσσιες ανεμώνες, και οι δομές που φτιάχνουν δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά ο ασβεστούχος σκελετός τους. Οι υψηλές κορυφές των ηφαιστείων, παγιδεύοντας νέφη, προκαλούν βροχές, που με τη σειρά τους διέβρωσαν τα όρη, με αποτέλεσμα, σ’ ένα διάστημα έξι εκατομμυρίων χρόνων, να υποχωρήσουν πλήρως οι κρατήρες, αφήνοντας μόνο ένα περιδέραιο υφάλων στημένο σε βασάλτινο βάθρο. Οι επικρατούντες άνεμοι και οι μεγάλες ρεστίες συσσώρευσαν την άμμο από τη διάβρωση στις υπήνεμες πλευρές των ατολών. Έτσι δημιουργήθηκε μια αλυσίδα χαμηλών νήσων. Σχεδόν όλα τα νησιά της Ωκεανίας βρίσκονται σε κάποιο ενδιάμεσο σκέλος της μεταμόρφωσης, ανάλογα με τη γεωλογική τους ηλικία και τα χαρακτηριστικά της θάλασσας.

Σε 600 μίλια θα ανταμώσουμε τα αρχαιότερα νησιά της Ωκεανίας, τα οποία όμως, απ’ ό,τι διαβάσαμε, κατοικήθηκαν μόλις πριν 700 χρόνια από εξόριστους της ταιτιάνικης κοινωνίας, λόγω των δύσκολων συνθηκών επιβίωσης, της σπανιότητας του νερού και της έλλειψης καλλιεργήσιμης γης.

28/4: Αφού αποχαιρετήσαμε του Μαρκεσιανούς φίλους μας και συμπληρώσαμε την τροφοδοσία, βάζουμε πλώρη προς δυσμάς. Λιγοστός αέρας φουσκώνει το μπαλόνι. Επί σαράντα οκτώ ώρες ταξιδεύουμε τις πελαγίσιες ρέφλες, μέχρι να επανέλθουν οι αληγείς με φρέσκια σοροκάδα. Τραβηγμένη από τους δύο σταυρωμένους φλόκους, η «Καλλίπυγος» τρέχει σταθερά με έξι κόμβους. Έχουμε αποκτήσει πλέον τόσο ομαλό και τακτικό ρυθμό πορείας, που μπορούμε να εκτιμήσουμε ακριβώς την ώρα άφιξης. Υπολογίζουμε να ζυγώσουμε στο Απατάχι γύρω στα μεσάνυχτα. Έτσι αναγκαζόμαστε την πέμπτη και τελευταία μέρα να ανακόψουμε ταχύτητα, μειώνοντας δραστικά την ιστιοφορία. Το πέρασμα που οδηγεί στο εσωτερικό της ατόλης, μέσα από την αλυσίδα υφάλων, βρίσκεται σε ανατολικό άξονα, συνεπώς για να έχουμε ευνοϊκό φωτισμό και να φανερωθούν τα αβαθή με τον ήλιο στα νώτα πρέπει να εισέλθουμε νωρίτερα από το μεσημέρι, Οι παλιρροϊκοί υπολογισμοί για τη ροή και τη στάθμη των υδάτων μάς δίνουν την πλήμμη στις 08:00', με αποτέλεσμα αν θέλουμε να επωφεληθούμε από το ευνοϊκό ρεύμα να έχουμε τον ήλιο άβολα!

Εισχωρούμε πλέον στην καρδιά του αρχιπελάγους. Τριάντα μίλια προς βορρά και νότο στέκονται οι αιχμηρές παρυφές των ατολών Αχέ και Τοκεχάου. Σημειωτέον ότι οι κοκκοφοίνικες αποτελούν τα υψηλότερα σημεία των Τουαμοτού, καθώς τα νησιά δεν ξεπερνούν το ενάμισι μέτρο ύψος. Έτσι στην καλύτερη περίπτωση οι ατόλες γίνονται ορατές μόνο από απόσταση πέντε έως οκτώ μιλίων! Οι δε προσήνεμες πλευρές (νότιες και ανατολικές) παρουσιάζουν διαβρωμένες και βυθισμένες ξέρες που εξέχουν μόνο κατά την άμπωτη, ενώ τον υπόλοιπο καιρό αναγνωρίζονται μόνο από το βαρύ σκάσιμο της ρεστίας. Με άλλα λόγια, η περιοχή θέλει μεγάλη προσοχή και επιβάλλεται αλάνθαστη ναυτιλία.

Βραδιάζει, ενώ πλέουμε σε αντιμονή με αργή ολίσθηση τριάντα μίλια από το Απατάχι. Απόψε θα χρειαστούμε συνεχώς στίγματα από το δορυφορικό ναυτίλο, ώστε να ελέγχουμε τυχόν άτσαλα ρεύματα. Ξαφνικά, το ηλεκτρονικό μηχάνημα παύει ν’ αποτυπώνει τα καθησυχαστικά του μήκη και πλάτη, χάνοντας προφανώς την επαφή με τους δορυφόρους. Η μαύρη συννεφιασμένη νύχτα, χωρίς άστρα και ορίζοντα, εμποδίζει οποιαδήποτε αστρονομική παρατήρηση. Δε μας μένει παρά να διαγνώσουμε τη βλάβη του οργάνου και να τη διορθώσουμε.

Με εφιαλτικές εικόνες αιχμηρών υφάλων να σκίζουν την «Καλλίπυγο», ερευνάμε πυρετωδώς την πιθανότερη αιτία της βλάβης: το καλώδιο της κεραίας. Πράγματι, ανακαλύπτουμε μια σχισμή σ’ ένα απροστάτευτο σημείο που οδήγησε στη διάβρωση του χαλκού. Κόβουμε τα καλώδια και εγκαθιστούμε την κεραία στο εσωτερικό της καμπίνας. Ύστερα από μια σειρά βασανιστικών μικροσυγκολλήσεων των ακροδεκτών, ως εκ θαύματος το μηχάνημα λειτούργησε. Ανασαίνουμε. Χάρη στο αναζωογονημένο ηλεκτρονικό μηχάνημα προλαβαίνουμε την ανεπιθύμητη έκπτωση, βάζοντας πάλι πανιά προς το Απατάχι.

Τα παχιά σύννεφα μεταμορφώθηκαν σε μπουρινάτους όμβρους και μειώνουμε ανάλογα την ιστιοφορία, ώστε να βρεθούμε σε οπτική επαφή με τον προορισμό μας μόλις φέξει. Στο γκριζωπό φως της νέας μέρας αγναντεύουμε τα λοφία των δέντρων που σημαδεύουν το βορειοδυτικό άκρο της ατόλης. Γιαλώνουμε αργά και γύρω στις δέκα είμαστε έτοιμοι να μπούμε στο στενό που διακόπτει το κοραλλένιο περιδέραιο, οδηγώντας στην πολυπόθητη σμαραγδένια λιμνοθάλασσα. Έχοντας τον ήλιο στα πλάγια, δεν πολυφαίνονται τα ρηχά στη βόρεια πλευρά, ενώ από τη νότια ελέγχουμε τα βάθη ξεχωρίζοντας τις αποχρώσεις: λουλακί=25μ., γαλάζιο=20μ., τιρκουάζ=10μ., χλωμό σμαραγδί=5μ., ωχρό πράσινο=2μ. και καστανόχρωμες οι πιο ρηχές ξέρες.

Παρασυρμένοι από τη ροή της μπασιάς, περιβλέπουμε τα δασώδη νησάκια στις όχθες του διαύλου. Στην πλώρη μας ορθώνεται μια απότομη αφροστεφής σειρά κυμάτων, σημάδι της συνάντησης των δύο αντίθετων παλιρροϊκών ρευμάτων. Λίγο ανήσυχοι από το «ποταμίσιο» αυτό φαινόμενο, βάζουμε και τη μηχανή για να διαπλεύσουμε γρήγορα την ταραγμένη ζώνη. Σε λίγα λεπτά εναντιοδρομούμε στα ελεύθερα και ήσυχα νερά της λιμνοθάλασσας, προς την υπήνεμη ακτή μιας χαμηλής, αμμώδους νήσου.

Για δεύτερη φορά σε δώδεκα ώρες παίρνουμε βαθιά ανάσα! Ήταν μια απαιτητική προσόρμιση, αλλά χάρη στην μπόλικη προσοχή τα καταφέραμε. Άλλωστε, καταλάβαμε γιατί παλιότερα το αρχιπέλαγος αυτό ονομαζόταν Επικίνδυνο. Μπορούμε πλέον να χαλαρώσουμε, απολαμβάνοντας τις αντιθέσεις των αγνών χρωμάτων, θάλασσας, ουρανού και γης, φωτισμένα από το λαμπερό ήλιο. Δύσκολο να περιγράφει κανείς τον ανέπαφο χαρακτήρα των ευαίσθητων κοραλλένιων οικοσυστημάτων όπου αναμειγνύονται ατόφια τα στοιχεία της φύσης, προσφέροντας μια μοναδική οντότητα. Ο άνεμος έρχεται κυριολεκτικά να εμφυσήσει ζωή στα άψυχα τοπία, κάμπτοντας τους λυγερούς φοίνικες, τυλίγοντας τα σύννεφα, αφρίζοντας τη θάλασσα.

Στα νότια του αρχιπελάγους όμως πλανώνται σήμερα και οι κίνδυνοι της ραδιενέργειας από το Κέντρο Πυρηνικών Δοκιμών της Μουρουρόα. Οι επιπτώσεις στο περιβάλλον και στην υγεία θεωρούνται πλέον κρατικά μυστικά. Φυσικά, η στρατιωτική μηχανή, λιπαίνεται με πολύ χρήμα που λαδώνει βολικά και τις τοπικές αρχές ή αποστομώνει τυχόν ταραξίες. Σε περίμετρο 500 ν.μ. γύρω από το Κέντρο Δοκιμών απαγορεύεται η διέλευση των πλοίων, κι αυτή η ζώνη είδε πάμπολλες αψιμαχίες ανάμεσα σε πλοιάρια οικολογικών οργανώσεων και στο γαλλικό πολεμικό ναυτικό. Ευτυχώς η διεθνής ύφεση οδήγησε στον τερματισμό της πυρηνικής παραφροσύνης και τα Τουαμοτού επιστράφηκαν ξανά στην κυριαρχία του ωκεανού. Πάντως, παραμένει δύσκολο να εκτιμηθούν οι μακροπρόθεσμες επιδράσεις των 180 εκρήξεων και προβληματική η απαλλαγή των 200.000 τόνων άκρως ραδιενεργών αποβλήτων.
Όλο το οικοσύστημα των ατολών περιστρέφεται γύρω από τη θάλασσα, συνεπώς η πανίδα αποτελείται κυρίως από ψάρια, αρχίζοντας με τα παρδαλά χορτοφάγα πατόψαρα έως τα μεγάλα αρπακτικά όπως καρχαρίες, μάντα ή λούτσους.

Στην αλίκλυστο συναντάμε επίσης πληθώρα οστρακοειδών, αλλά και πάμπολλα είδη καβουριών που αρκετά μετοίκησαν και ζουν πλέον στη στεριά, τρώγοντας βλαστάρια ή καρύδες που θρυμματίζουν με τις ισχυρές δαγκάνες τους. Το υπόλοιπο ζωικό βασίλειο συμπληρώνουν τα συνηθισμένα θαλασσοπούλια και λίγα ενδημικά περιστέρια. Περάσαμε μια βδομάδα σ’ αυτό τον επίγειο παράδεισο. Σ’ αυτό τον αλλιώτικο τόπο η τεχνική αγκυροβολίας διαφέρει ριζικά από τα γνωστά πρότυπα, καθόσον ο αμμουδερός βυθός βρίσκεται κυριολεκτικά σπαρμένος με κοραλλιογενείς κεφαλές, παχιές κολόνες πολύπλοκου σχήματος, που παγιδεύουν την αλυσίδα. Πάμπολλα σκάφη χάθηκαν στις εσωτερικές ακτές των λιμνοθαλασσών από τις μαγκωμένες καδένες που κόπηκαν από τα τραντάγματα του κυματισμού. Η μόνη λύση, αφού βρεθεί κάποια ομαλή επιφάνεια για να απλωθεί ασφαλές έκταμα, αποτελεί η τοποθέτηση μιας τσαμαδούρας στο μέσον του αγκυροβολίου, σηκώνοντας σαν γιρλάντα την αλυσίδα από το βυθό, όταν δεν είναι καργαρισμένη. Πάντως, εάν στρεφόταν ο αγέρας στο νοτιά, θα στεκόμασταν απροστάτευτοι, με τις προσήνεμες ξέρες δεκαπέντε μίλια σοφράνο.

Όταν εμφανίστηκαν στον ουρανό και στο βαρόμετρο τα πρώτα σημάδια της αλλαγής, αποφασίσαμε να μεθορμίσουμε στα νότια της ατόλης, όπου βρίσκεται το μοναδικό κατοικημένο μοτού. Αντί να διαπλεύσουμε το εσωτερικό του κοραλλένιου κλοιού, διαλέξαμε να διαβούμε το πέρασμα προς τον ωκεανό πλαγιοδρομώντας σταβέντο έξω από τις ξέρες, με τον ήλιο στα νώτα για να βλέπουμε τα αβαθή. Υπολογίσαμε την ώρα του απόπλου, ώστε να πετύχουμε ευνοϊκά ρεύματα. Με τέλειες συνθήκες διανύσαμε ταχύτατα τα δεκαοκτώ μίλια, καταπλέοντας νωρίς το απόγευμα στο πλατύ πέρασμα Πακάχα που οδηγούσε στο λιμενίσκο Νιουτάχι. Καθώς μας έσπρωχνε το ρεύμα, ο άβολος φωτισμός μάς δυσκόλεψε να βρούμε την είσοδο του αραξοβολιού, πραγματική φωλιά ζωσμένη με κοραλλένιους ογκόλιθους. Λίγα λεπτά αργότερα ξεφυσήσαμε από ανακούφιση, όταν φουντάραμε την πρυμιά άγκυρα και προσδέσαμε «αλά μεσογειακά» στο μικρό ντόκο, πλάι σε ντόπια ταχύπλοα.

Η άφιξη ενός μικρού ξένου ιστιοφόρου προξένησε έκπληξη στο απομονωμένο χωριό και αστραπιαία απλώθηκε η είδηση ανάμεσα στους τριακόσιους κατοίκους. Όταν κάναμε τη βόλτα μας στο μοναδικό σοκάκι που κύκλωνε το χαμηλό νησόπουλο, όλοι μάς καλωσόριζαν μέσα από τους περιποιημένους μπαξέδες τους, όπου γαρδένιες και μπουκαμβίλιες συναγωνίζονταν τις μπανανιές και τις παπάγιες.

Στα μέσα του περιπάτου συναντήσαμε το μοναδικό μαγαζάκι του νησιού, γενικού εμπορίου αλλά συγχρόνως σφαιριστήριο και μπιραρία. Ως συνήθως στην Πολυνησία οι καταστηματάρχες ήταν Κινέζοι. Όταν, στα μέσα του 19ου αιώνα, πέρασε ο Ειρηνικός υπό τον έλεγχο των αποικιακών υπερδυνάμεων, οι Ευρωπαίοι συνάντησαν οργανωμένες κοινωνίες όπου οι δομές παραγωγής επέτρεπαν συγχρόνως επαρκή τροφή και καλοπέραση. Έτσι όταν ξεκίνησαν οι καλλιέργειες εξαγώγιμων προϊόντων, σκόνταψαν στη σοφή άρνηση των νησιωτών, που δεν έβλεπαν το λόγο να κουράζονται παράγοντας άχρηστους γι’ αυτούς καρπούς.

Έτσι οι Ευρωπαίοι αναγκάστηκαν να προσλάβουν φτηνούς εργάτες από την Κίνα. Η άλλη ιδιαιτερότητα των Πολυνήσιων ήταν η πλήρης άγνοια του εμπορίου, παρ’ όλο που διέπλεαν κατά μήκος και πλάτος τον Ειρηνικό. Ομοεθνείς χρησιμοποιούσαν παντού τις ίδιες τεχνοτροπίες, ενώ οι παρεμφερείς καιρικές και γεωλογικές συνθήκες δημιουργούσαν παντού την ίδια βλάστηση, με άλλα λόγια όλα τα νησιά παρήγαγαν τα ίδια προϊόντα σε επάρκεια! Οι μόνες ανταλλαγές γίνονταν στις επίσημες επισκέψεις μεταξύ φυλάρχων, όπου ανταλλάσσονταν τελετουργικά και επιδεικτικά διάφορα αντικείμενα. Παράδειγμα, οι σκέψεις του βασιλιά Τούχι Τόγκα όπως τις κατέγραψε το 1810 ο Άγγλος Μάρινερ: «Εάν [τα χρήματα] ήταν από σίδερο, ώστε να μετατρέπονταν σε χρήσιμα εργαλεία, τότε θα είχε νόημα η αξία τους... Εάν κάποιος από μας παράγει περισσότερες πατάτες απ’ ό,τι χρειάζεται, ανταλλάσσει το περίσσευμα με χοιρινό. Ασφαλώς το χρήμα βολεύει, αλλά όπως συσσωρεύεται και δε χαλάει, ο ισχυρός θα τείνει ν’ αποθηκεύει αντί να μοιράζει, όπως θέλουν τα έθιμά μας, με αποτέλεσμα να ταμαχιάζει. Τώρα καταλαβαίνω τι κάνει εγωιστές τους Ευρωπαίους, το χρήμα».

Με την επιβολή των ευρωπαϊκών συστημάτων προέκυψε ανάγκη για εμπόρους, έτσι όταν οι εργατικοί Κινέζοι άρχισαν να αποκτούν κεφάλαια, εγκατέλειψαν τις φυτείες για να εγκατασταθούν ως επιχειρηματίες. Όσοι Πολυνήσιοι δοκίμασαν το επάγγελμα φαλίρισαν, όχι βέβαια από βλακεία, αλλά επειδή απαγόρευαν τα ήθη τους να αρνηθούν στην οικογένεια ή στη φυλή τη μοιρασιά των αγαθών...

Γύρω από το σαραβαλιασμένο μπιλιάρδο, με μια μπίρα στο ένα χέρι και τη στέκα στο άλλο, υπήρχε μια ομάδα μεσήλικων, μεταξύ των οποίων και ο δήμαρχος του νησιού. Χαιρετήσαμε τον τοπικό άρχοντα, έχοντας στο νου πως οι παλιότεροι ξένοι ναυτικοί χαιρετούσαν τους κατά τόπους φύλαρχους. Άλλωστε, όπως μάθαμε αργότερα, όλοι οι πρόγονοι του συμπαθούς Παουμοτού ήταν αρχηγοί, αλλά λόγω γαλλικής δημοκρατίας το αξίωμα απλώς έφερε άλλο όνομα! Για να παραμείνουμε στις συγκρίσεις μεταξύ της αρχαίας πολυνησιακής κοινωνίας και στη «νέα τάξη πραγμάτων», ας παρατηρήσουμε ότι όπως οι παλιοί αρχηγοί ήταν συγχρόνως ιερείς, ο «δικός μας» εκτελούσε χρέη και... παπά!
    /
Αφού κουβεντιάσαμε αρκετή ώρα και ικανοποιήσαμε την περιέργειά μας ως προς την ιστορία του νησιού, πληροφορηθήκαμε και για τα οικονομικά. Σήμερα όλοι οι κάτοικοι των νησιών επιδίδονται στην οστρακοκαλλιέργεια και στην εξαγωγή των περιβόητων και πανάκριβων μαύρων μαργαριταριών. Έτσι οι παραδοσιακές ασχολίες, όπως η συλλογή καρύδων και το ψάρεμα, παρέμειναν σαν πάρεργα. Όταν ο δήμαρχος μας προσκάλεσε να πάμε να περάσουμε την επόμενη μέρα στο οστρακοτροφείο του, δεχτήκαμε αμέσως.

Επιστρέφοντας στην «Καλλίπυγο», βρήκαμε στη γειτονική βάρκα ένα νεαρό ψαροντουφεκά να καθαρίζει ροφουδάκια. Είχε ήδη γεμίσει μια κασέλα, όταν μας είπε: «Θα τα στείλω στην Ταϊτή αύριο το βράδυ με το ποστάλι. Μπας και θέλετε μερικά;». Με το ζόρι δέχτηκε να του δώσουμε εσπεριδοειδή των Μαρκέζων σαν αντάλλαγμα για δύο ροφούς. Η γάτα μας έφαγε τον έναν ωμό κι εμείς φτιάξαμε τον άλλο «αλά σπετσιώτα».

Όταν λαμπάδιασε η ανατολή, εκτοξεύοντας χρυσές ράβδους ανάμεσα στους λυγερόκορμους φοίνικες, δραστηριοποιήθηκε το λιμανάκι με δεκάδες σιωπηλούς ψαράδες. Σε λίγα λεπτά αντιλαλούσαν οι γκαζιές των μεγάλων εξωλέμβιων μηχανών και ο πρωϊνός αέρας γέμισε γαλάζιες τολύπες καπνού από τα γρυλίζοντα θηρία. Δίπλα μας ήρθε το κοντραπλακεδένιο ταχύπλοο του δημάρχου και αφού μπαρκάραμε, σμίξαμε γρήγορα με το στολίσκο που ομόπλεε στα ήρεμα νερά της λιμνοθάλασσας. Τα πλοιάρια τράβηξαν γοργά προς τις διάφορες φάρμες, μικρά πρόχειρα οικίσματα στηριγμένα σε πιλοτή πάνω από κοραλλένιες ξέρες. Έπειτα από ένα εικοσάλεπτο φτάσαμε στον προορισμό μας κι αμέσως άρχισε η δουλειά.

Σ’ αυτού του τύπου τις οστρακοκαλλιέργειες υπάρχουν τρία στάδια επεξεργασίας. Πρώτα εκτρέφονται σε δίχτυα τα όστρακα, από γόνο μέχρι να ενηλικιωθούν. Κατόπιν συλλέγονται και τοποθετούνται, μέσα στα κελύφη μαργαριτάρια του «γλυκού νερού» με μικροχειρουργικό τρόπο. Στη συνέχεια επιστρέφονται στη θάλασσα μέσα σε διχτυωτούς φακέλους. Ο κύκλος συμπληρώνεται σε τέσσερα χρόνια, όταν πλέον σοδειάζονται τα όστρακα και γίνεται η συγκομιδή των μαργαριταριών. Κάθε Σεπτέμβριο έρχονται Ιάπωνες χοντρέμποροι που πληρώνουν από 200 έως 2.000 δολάρια το κομμάτι, ανάλογα με την ποιότητα και το μέγεθος! Μέχρι όμως να φτάσει αυτή η πολυπόθητη στιγμή, τα δέκα άτομα της φάρμας, χειριστές, δύτες ή απλοί κουβαλητές, εργάζονται καθημερινά με εντατικούς ρυθμούς. Για να μη δώσουμε κακή εντύπωση, ανασκουμπωθήκαμε κι εμείς. Η Άννα Μαρία με τις κοπέλες τοποθετούσαν τα μαργαριτοφόρα όστρακα σε θήκες, εγώ παρέα με τους δύτες στα ζεστά περουζένια νερά τρυγούσα σαν τσαμπιά τα όστρακα από τα δίχτυα. Το απόγευμα η κόρη του δημάρχου έφτιαξε ένα τεράστιο γεύμα: μια σκάφη ρύζι με γαρνίρισμα μακαρόνια, κρέας και... μπανάνες. Για τους Πολυνήσιους η παχυσαρκία αποτελεί δείκτη ισχύος, έτσι καταναλώνουν τεράστιες ποσότητες αμυλωδών. Από την πλευρά μας, δεν καταφέραμε να φάμε ούτε μισή μερίδα! Το φαγητό ακολούθησε χυμός άγουρης καρύδας, απίστευτα δροσιστικός και θρεπτικός.

Σ’ αυτά τα ξερονήσια ο κοκκοφοίνικας αποτελεί το κύριο δέντρο, παράγοντας 300 έως 500 καρύδες το καθένα το χρόνο. Από τον πράσινο καρπό βγαίνει μισό λίτρο γαλακτερό ζουμί, πλούσιο σε βιταμίνες και λίπη. Χάρη στο στεγανό κέλυφος, το υγρό αυτό θεωρείται αποστειρωμένο, γι’ αυτό και το μεταχειρίζονταν οι Αμερικάνοι σαν ορό τόσο στον πόλεμο του Ειρηνικού όσο και στο Βιετνάμ. Κατά το τελευταίο στάδιο της ωρίμανσης, όταν το κέλυφος γίνεται πλέον ινώδες και καφετί, τότε αποσπάται η σκληρή εσωτερική ψίχα, από την οποία παράγονται καρυκεύματα, κρέμα, λάδι., καλλυντικά. Οι αρχαίοι Πολυνήσιοι χρησιμοποιούσαν την καρύδα σαν εμφιαλωμένο ποτό, από το κέλυφος έφτιαχναν δοχεία, πιάτα ή κούπες και  από τις εξωτερικές ίνες έπλεκαν σκοινιά.

Επιστρέφοντας στο χωριό, σκεφτόμαστε πόσο ριζικά άλλαξε τα τελευταία εκατό χρόνια η ζωή των νησιωτών, περνώντας από την προϊστορία στην εποχή των αεροπλάνων και της δορυφορικής τηλεόρασης. Πάντως, δεν ξεριζώθηκε το παρελθόν. Τα παλαιά ήθη και έθιμα ολοένα ξεμυτίζουν μέσα από το μοντερνισμό, στις καρδιές τους βουίζει ακόμα η ρεστία του ωκεανού και η ανάσα των αληγών. Πέντε μέρες στο Νιουτάχι, έφτασε πλέον ο καιρός να εγκαταλείπουμε τα Τουαμοτού και να συνεχίσουμε το ταξίδι μας προς την πρωτεύουσα Παπεέτε, στην περιβόητη Ταϊτή. Τελειώσαμε τις προετοιμασίες, αντικαταστήσαμε το καλώδιο του δορυφορικού ναυτίλου, ελέγξαμε την αρματωσιά και τη μηχανή. Τέλος, αποχαιρετίσαμε τους γειτόνους του λιμενίσκου και επισκεφτήκαμε για τελευταία φορά το δήμαρχο, που επ’ ευκαιρία μετατράπηκε σε λιμενάρχη, αφού μας σφράγισε τα χαρτιά απόπλου!

Περιμένουμε τη μεσημεριανή φυρονεριά για να σαλπάρουμε. Ένας γρέγος 15 κόμβων μάς δυσκολεύει στις μανούβρες στα ρηχά των στενών, αλλά γρήγορα ανοιγόμαστε και με μπαλόνι πλέουμε προς την ατόλη Καουκούρα. Μόλις χάθηκαν στον ορίζοντα οι κορυφές των βαΐων του Νιουτάχι, εμφανίστηκε στην πλώρη μας το Καουκούρα, όπου τελικά καβατζάραμε πριν βραδιάσει. Η βελουδένια νύχτα μάς βρίσκει στο πέλαγος, μακριά από κάθε κίνδυνο. Αφού εμπιστευτήκαμε τη λαγουδέρα στο ανεμοτίμονο, φτιάχνουμε ένα γιουβέτσι στην κατσαρόλα και προσπαθούμε να ξαναβρούμε το ρυθμό της βάρδιας. Γύρω στα μεσάνυχτα κοπάζει το γρεγαλάκι και η Παρασκευή και 13, τιμώντας τη φήμη της, μας φιλοδωρεί μ’ ένα γερό μπουρίνι που ακολουθείται από αντίθετο πουνέντη. Αλλεπάλληλοι όμβροι, με σπιλιάδες που φτάνουν τους 35 κόμβους, δημιουργούν ένα απελπιστικό και χαώδες κοντόκυμα. Επιβραδύνοντας την πλεύση, αναγκαζόμαστε σε κοντοβόλτια. Σταδιακά ο αγέρας στρέφεται από γαρμπινό σε όστρια, επιτρέποντας πλέον να κόψουμε απευθείας πορεία στην εγγύτατη. Η βαριά συννεφιά διασπάστηκε σε μικρά μεμονωμένα «μπαμπάκια», οι προάγγελοι ήπιου καιρού. Το βαρόμετρο άρχισε ν’ ανεβαίνει και μπορέσαμε να κλέψουμε λίγες ώρες ύπνου. Οι πρώτες ηλιαχτίδες έκαναν ορατές τις κορυφές της Ταϊτής, παρ’ όλη την απόσταση των πενήντα μιλίων. Τι υποδοχή!

Τα υπερθετικά εκλείπουν για να περιγράψει κάποιος την καταπληκτική θέα. Ασφαλώς και μαγεύτηκαν οι Ευρωπαίοι εξερευνητές Ουάλις, Κουκ και Μπουγκαινβίλ, όταν πρωταντίκρισαν το νησί. Η φιλοσοφία του Ρουσσό περί «αγαθού αγρίου», η ανέμελη ζωή και η φιλοξενία από τις ντόπιες καλλονές γρήγορα δημιούργησαν το μύθο της ειδυλλιακής Πολυνησίας. Οι «αυτόχθονες» που συνάντησαν είχαν έρθει από τα νησιά (Μαρκέζες) Χίβα γύρω στο 500 μ.Χ. και ζούσαν σε κοινωνίες φεουδαρχικού τύπου, με κάστες βασιλέων, ευγενών, ιερέων, στρατιωτών, τεχνιτών, αγροτών και σκλάβων. Ας σημειωθεί ότι οι ιερείς έφεραν την ευθύνη της συλλογικής μνήμης, την ιστορία της φυλής που αποστήθιζαν μαζί με τις ωκεάνιες περιπλανήσεις και 1.500 χρόνια βασιλικής γενεαλογίας.

Όπως είδαμε πριν, ο κύριος λόγος της πολυνησιακής εξάπλωσης στα ωκεανικά πελάγη ήταν ο υπερπληθυσμός. Όταν εγκαταστάθηκαν πλέον στο αρχιπέλαγος της Ταϊτής, δεν είχε απομείνει παρά η ψυχρή Νέα Ζηλανδία για εποίκιση. Η απουσία αιματηρών πολέμων ή λοιμών απέφερε σαν μοναδική λύση πληθυσμιακού ελέγχου τις ανθρώπινες θυσίες και τον ενταφιασμό θηλυκών βρεφών. Κύρια μελανά σημεία μιας κατά τα άλλα «ειδυλλιακής» κοινωνίας, που άρχισε να καταρρέει το 19ο αιώνα υπό ευρωπαϊκή επιρροή. Προάγγελος της νέας τάξης πραγμάτων υπήρξε η τραγική επιχείρηση του Μπάουντυ. Έχοντας παρατηρήσει τη θρεπτικότητα και την εύκολη καλλιέργεια του ενδημικού αρτόδεντρου, το Βρετανικό Ναυαρχείο αποφάσισε να εξαγάγει δενδρύλλια του φυτού αυτού από την Ταϊτή στην Καραϊβική. Η γνωστή υπόθεση προκάλεσε φοβερό πάταγο από εκείνη την εποχή ως και τη σημερινή. Αλλά αν οι 40 στασιαστές του άτυχου πλοίου ξεμυαλίστηκαν από τον τροπικό παράδεισο, εδραιώνοντας το μύθο των ηδονιστικών αρχιπελάγων, ταυτόχρονα συνεισέφεραν στο γκρέμισμα της πολυνησιακής κοινωνίας, φέρνοντας αρρώστιες, οινόπνευμα και πυροβόλα όπλα.

Απόγευμα καβατζάραμε το Ακρωτήριο Βένους και τον ομώνυμο κόλπο, απ’ όπου ο εξερευνητής Κουκ ολοκλήρωσε τις αστρονομικές παρατηρήσεις του για τον πλανήτη Αφροδίτη. Στην υπήνεμη ακτή απλώνονται εύφορες πεδιάδες ποτισμένες από ρυάκια, που εκτός από τον αρδευτικό τους χαρακτήρα εμποδίζουν με τις εκβολές τους την ανάπτυξη του κοραλλιού, προσφέροντας εισόδους στην παράκτια λιμνοθάλασσα. Πιο δυτικά ακόμη, χωρισμένη από ένα σύντομο μπουγάζι, ορθώνεται η πολύπλοκη οροσειρά της Μοορέα. Το φως από τη δύση του ήλιου είχε μετατρέπει τη θάλασσα σε γυαλιστερό δίσκο. Τα πιο όμορφα νησιά του Ειρηνικού έμοιαζαν με σπάνια πράσινα διαμάντια.

Αποφασίσαμε να αναβάλουμε για τη μεθεπόμενη την άφιξή μας στην κοσμοπολίτικη Παπεετέ. Επιλέξαμε ένα μικρό όρμο δέκα μίλια πριν από το λιμάνι. Μόλις απλώσαμε όλο το έκταμα στο βαθύ αγκυροβόλιο, συμμαζέψαμε την κουβέρτα και καθίσαμε στη χαβούζα να απολαύσουμε το φυσικό πυροτέχνημα του τροπικού ηλιογέρματος. Μετά το κουραστικό διήμερο ταξίδι, σωριαζόμαστε για ύπνο.

Την επόμενη, λόγω Κυριακής, ο όρμος γεμίζει βαρκάκια, ερασιτέχνες ψαράδες και ιστιοπλόους. Η μέρα περνάει ανέμελα. Το απογευματάκι σαλπάρουμε για να μπορέσουμε να τελειώσουμε όλες μας τις αγγαρείες νωρίς τη Δευτέρα. Χάρη στην άφθονη σήμανση με τσαμαδούρες και φανούς κατεύθυνσης δε μας ενοχλεί η άβολη γωνία του ήλιου για να μπουκάρουμε στο πέρασμα που οδηγεί στην Παπεετέ.

Σε λίγο φουντάρουμε στη ράδα όπου γειτονεύουν κότερα όλων των μεγεθών και απ’ όλες τις νατσιόνες. Ανταλλάσσουμε καλαμπούρια με κάτι Ιταλούς, που μας προσκαλούν να πάμε να μοιραστούμε (τι άλλο;) μια τεράστια μακαρονάδα! Αυτός ο συνωστισμός πηγάζει από την ξένοιαστη δεκαετία του ’60, όταν σκάφη Αμερικανών και άλλων θαλάσσιων νομάδων συναθροίζονταν κατά εκατοντάδες στα μαγεμένα νησιά. Ενώ, παράλληλα με την πυρηνική ανάπτυξη των Τουαμοτού, η Γαλλία αποφάσισε μια εκλεκτική τουριστική εκμετάλλευση των δυτικών νησιών. Έτσι πάρθηκε μια σειρά μέτρων με σκοπό την απομάκρυνση τζαμπατζήδων και μποέμηδων. Για κάθε επιβαίνοντα σε σκάφος ήταν πλέον απαραίτητο το εισιτήριο επιστροφής, χρησιμοποιώντας ένα νόμο που απευθυνόταν στους επαγγελματίες ναυτικούς. Φυσικά, αυτή η διάταξη δημιούργησε τεράστιο σάλο και αμφισβητήθηκε μάλιστα και από τα γαλλικά δικαστήρια. Το συνεχώς μεταβαλλόμενο καταστατικό της Γαλλικής Πολυνησίας προς την ημιαυτονομία οδήγησε σε ασάφειες και ο νόμος ισχύει πλέον κατά τρόπο «ελαστικό». Ορισμένοι παρέκαμπταν απλώς την Ταϊτή και σε περίπτωση ελέγχου υπόσχονταν παραπλανητικά να σπεύσουν στην πρωτεύουσα και να καταβάλουν εγγύηση. Άλλοι μηχανεύονταν εισιτήρια έως το πλησιέστερο αεροδρόμιο, έξω από την επικράτεια, και οι υπόλοιποι, νομοταγείς και δυστυχώς κορόϊδα, καταθέτουν άτοκες εγγυήσεις χιλιάδων δολαρίων.

Ως μετριοπαθείς είχαμε καταλήξει στην ενδιάμεση λύση των δανεικών εισιτηρίων ως το Λος Άντζελες. Με καρδιοχτύπι στηθήκαμε τη Δευτέρα το πρωί στην ουρά έξω από το κτίριο της αστυνομίας, μαντεύοντας τις διαθέσεις των υπαλλήλων από τις αγανακτισμένες ή καθησυχασμένες φάτσες των εξερχομένων. Όταν έφτασε η σειρά μας, «κάναμε την πάπια» και η σκευωρία πέρασε απαρατήρητη. Κατόπιν σεριανίσαμε στην πόλη τις φιάλες υγραερίου, ψάχνοντας το πρατήριο αναγόμωσης. Έτσι πήραμε μια γεύση της πολυνησιακής πρωτεύουσας των 60.000 κατοίκων. Πολυτελή καταστήματα γειτόνευαν με μπιστρό, ακριβά εστιατόρια και κινέζικα μπακάλικα ή παντοπωλεία. Κοινός παρονομαστής τους οι απλησίαστες τιμές. Προφανώς, η τεχνητή ακρίβεια οφείλεται τόσο στους υπερβολικούς μισθούς των Γάλλων αποδήμων όσο και στην παράφρονα πολιτική εμπορικού προστατευτισμού.
Αναρωτηθήκαμε πώς άραγε να τη βγάζει ο κοσμάκης που εγκατέλειψε τα περιφερειακά νησιά, δελεασμένος από την αίγλη της πόλης και τους μισθούς του πυρηνικού προγράμματος. Μάθαμε ότι τα βασικά είδη διατροφής και ψαρικής επιχορηγούνται ως μέτρο εισοδηματικής ισορρόπησης αλλά και κοινωνικής νάρκωσης. Στους μαχαλάδες των προαστίων, μακριά από τις παραθαλάσσιες επαύλεις, οι Πολυνήσιοι δυσφορούν, ξεχασμένοι από την εξέλιξη και παραμελημένοι από τους διεφθαρμένους πολιτικούς. Στην Παπεετέ η ειδυλλιακή τροπική ζωή ανήκει στο παρελθόν.

Αφού διεκπεραιώσαμε τα απαραίτητα σε δύο μέρες, επιλέξαμε να εγκαταλείπουμε τη θορυβώδη μικρή πόλη. Πληροφορηθήκαμε ότι για τον ανεφοδιασμό, το μεγαλύτερο και φτηνότερο σούπερ μάρκετ βρισκόταν στα νότια, πέρα από το αεροδρόμιο και δίπλα στην παραλία. Έτσι μεθορμίσαμε, φουντάροντας μόλις τριακόσια μέτρα από την υπεραγορά. Πράγματι, παρατηρήσαμε πόσο φτηνές ήταν ορισμένες κονσέρβες ή διάφορα είδη ξηράς τροφής και επωφεληθήκαμε για να αναπληρώσουμε ό,τι μας είχε σωθεί. Είχαμε τρεισήμισι μήνες να κάνουμε ψώνια!

Επιστρέφοντας στην «Καλλίπυγο», νιώσαμε τη μεταβολή του καιρού σε μουντό νοτιά, αλλά παρά την ελαφρά ρεστία δεν υποπτευθήκαμε τίποτα το άσχημο. Εμπιστευόμαστε την ασφάλειά μας στην άγκυρα και στην καδένα. Έχοντας ανοίξει ένα από τα τελευταία μπουκάλια χιλιανού κρασιού, δεν προλάβαμε να χαρούμε, όταν άρχισε να τραντάζεται η αρματωσιά από τις σπιλιάδες και να σκαμπανεβάζει απότομα η πλώρη στα ζωντανά κύματα. Ο γαρμπής φρεσκάριζε σταθερά, πνέοντας παράλληλα στην ακτή και επιτρέποντας στα κύματα ν’ αναπτυχθούν επί τέσσερα μίλια. Κρατιόμασταν με σαράντα πέντε μέτρα έκταμα σε δωδεκάμετρο βάθος, αλλά λόγω των αβαθών σταβέντο δεν μπορούσαμε να καλουμάρουμε κι άλλο. Για κάθε ενδεχόμενο βάλαμε μπρος τη μηχανή. Όπως μάθαμε αργότερα, ο άνεμος ξεπέρασε τους σαράντα πέντε κόμβους. Η θέση μας ήταν επικίνδυνη για τη νύχτα, οπότε αφήσαμε το κύριο σιδερό-σκοινο σε μπαλόνι και πήγαμε να χωθούμε στο πλησιέστερο απάγκιο. Ήταν το δεύτερο μέτωπο μέσα σε μια βδομάδα.

Αυτή την εποχή οι θυελλώδεις πουνέντηδες επικρατούν μόλις χίλια μίλια νοτιότερα, συμπιέζοντας τις ισοβαρείς στην τροπική ζώνη. Αντίθετα από τους υπόλοιπους ωκεανούς, η ζώνη αυτή δεν επηρεάζεται από ένα μόνιμο αντικυκλώνα, αλλά από μια σειρά ταχέως κινούμενων κυττάρων υψηλών πιέσεων. Από δω και στο εξής θα έπρεπε να είμαστε πολύ προσεκτικοί. Να παρακολουθούμε τον καιρό, προβλέποντας τ’ απότομα κι επικίνδυνα μπαταρίσματα από γρέγο σε γαρμπή και αποφεύγοντας αγκυροβόλια απροστάτευτα από το νοτιά. Αφού συμπληρώσαμε καύσιμα, σαλπάραμε για τη γειτονική Μοορέα.

Φρέσκος ο σορόκος στο μπουγάζι μάς επιτρέπει να καλύψουμε τα δεκατρία μίλια μόλις σε δύο ώρες. Φτάνουμε στο γεωλογικά αρχαίο νησί, νότιο ημικύκλιο ενός ηφαιστείου που υπολογίζεται ότι ξεπερνούσε τα τρεις χιλιάδες μέτρα ύψος. Τα υπολείμματα του χαλασμένου κρατήρα υψώνονται σαν χαυλιόδοντες προς τον ουρανό. Η βόρεια πλευρά, σκισμένη από αβυσσαλέους αυλώνες, προσφέρει αμέτρητα υπήνεμα αγκυροβόλια. Κατά την πολυνησιακή μυθολογία, εδώ στεκόταν ο θεός Μαούι, όταν ψάρεψε με την κάθετη του την Ταϊτή. Ο θεός Πάχι, θυμωμένος που τον ξύπνησε ο συνάδελφος, έριξε ένα δόρυ, διαπερνώντας το υψηλότερο βουνό της Μοορέα. Πράγματι, η οπή στο λογχοειδές όρος φαίνεται σαν τρυμαλιά βελόνας. Παραμείναμε ένα πενθήμερο στη λιμνοθάλασσα μεταξύ οροσειράς και πελάγους, μεθορμίζοντας καθημερινά και απολαμβάνοντας τα περουζένια χλιαρά νερά, τις αστραφτερές αμμουδιές και την πυκνή βλάστηση που «κουκούλωνε» τα ριζοβράχια.

Μετά τον άστατο σορόκο ακολούθησαν μπουνάτσες ενός μικρού αντικυκλώνα. Μόλις όμως επέστρεψαν οι αληγείς, σαλπάραμε για την κατά ογδόντα μίλια βορειοδυτικότερη Ουαχίνε, στο συγκρότημα των Υπήνεμων Νήσων. Επίσημα όλο το Αρχιπέλαγος της Ταϊτής αποκαλείται «Νήσοι της Εταιρείας» όπως βαφτίστηκαν από τον Κουκ προς τιμήν της Βασιλικής Εταιρείας Επιστημών. Με ρέφλες να φουσκώνουν το μπαλόνι, η πλώρη να οργώνει τη ρεστία, περάσαμε τη λαμπρή αστρόφεγγη νύχτα. Στο ξημέρωμα εμφανίστηκαν οι λοφοσειρές του προορισμού μας και στο δυτικό ορίζοντα οι κορυφές των Ταχαά και Ραγιατέα. Οι πρώτοι χαρακτηριστικοί σωρείτες των αληγών έκαναν την εμφάνιση τους σπαρμένοι στον πρωϊνό ουρανό, συσσωρευμένοι στις λοφοκορφές.

Την ώρα που ζυγώνουμε, ένας βροχερός όμβρος μηδενίζει την ορατότητα, εξαλείφοντας τους σημαντήρες και την αφροστεφή παρυφή των κοραλλιογενών ξερών. Ακολουθεί αντιμονή και υπομονή έως ότου ανοίξει ο καιρός. Τα δυνατά ρεύματα στις μπούκες των λιμνοθαλασσών, η απότομη κι ανώμαλη δομή που έχουν οι ξέρες καθιστούν θανάσιμο τον κατάπλου χωρίς ορατότητα. Μόλις καλοσύνεψε, περάσαμε τα στενά και κατευθυνθηκαμε προς τα νότια, μακριά από το θορυβώδες χωριό. Κατά την πολυνησιακή μυθολογία, ο θεός Χέϊρο εμβόλισε το νησί με το μονόξυλό του, σχηματίζοντας ένα βαθύ ισθμό στο κέντρο της οροσειράς. Δυστυχώς για μας, οι όρμοι και η λιμνοθάλασσα παρουσιάζουν βάθη άνω των είκοσι μέτρων. Τελικά, στο νότιο κράσπεδο συναντήσαμε ένα αμμώδες υψίπεδο που απλώνεται από τις ακτές έως τη μαδρεπορική λωρίδα.

Φουντάρουμε σ’ ένα μέτρο νερό, η άγκυρα καρφώνεται στην απαλή άμμο και βγαίνουμε με τα πόδια στη σκιερή παραλία. Η Ουαχίνε, παραδοσιακά αγροτική και τουριστικά ανεκμετάλλευτη, είχε απορρίψει στο δημοψήφισμα του 1956 την πολιτική ένωση με τη Γαλλία. Έτσι συνεχίστηκε μια μακρά παράδοση αντίστασης στον αποικισμό.

Κάνοντας μια βόλτα για ανεφοδιασμό στο κοντινό χωριό, παρατηρήσαμε τον ανέπαφο χαρακτήρα του νησιού. Οι άντρες ασχολούνταν με τη συγκομιδή καρύδων ή το ψάρεμα, οι γυναίκες έπλεκαν ψάθες, οι γέροι σκάλιζαν ξύλα. Στο μοναδικό μαγαζάκι στοιβάζονταν σκονισμένες κονσέρβες και πακέτα καπνού. Επιστρέφόντας, τρυγήσαμε στο δρόμο παπάγιες και νεράντζια και συναντώντας έναν αγρότη, αγοράσαμε ένα τσαμπί μπανάνες και μια τεράστια γλυκοπατάτα.

Αποφασίσαμε να πραγματοποιήσουμε μια περαντζάδα πενήντα μιλίων έως την περιβόητη Πόρα-Πόρα, παρακάμπτοντας τη Ραγιατέα και αφήνοντάς την για το τέλος της παραμονής μας στη Γαλλική Πολυνησία. Δεν έχουμε ζήσει αρκετά τα νησιά της Εταιρείας για να αισθανθούμε τη διαφορά μεταξύ τους. Παντού ξεπροβάλλουν μυτερές ηφαιστειογενείς οροσειρές με πυκνή βλάστηση, μικρά χωριά με τεράστιες εκκλησίες, άσπρες αμμουδιές, τιρκουάζ λιμνοθάλασσες περικυκλωμένες από μαδρεπορικό κλοιό. Βιαζόμασταν να συναντήσουμε την υμνημένη Πόρα-Πόρα, μπας κι ανοίξουν τα μάτια μας!

28/5: Με το αστρόφως και τις σπίθες των σημαντήρων δε δυσκολευτήκαμε να αποπλεύσουμε. Τα φανάρια και ο βουβός κρότος της ρεστίας στις ξέρες έφταναν για να περάσουμε την μπούκα και ν’ ανοιχτούμε στο πέλαγος. Σε λίγο, με τον άνεμο δευτερόπρυμα, με μικρή τζένοα και μουδαρισμένη μαΐστρα, η «Καλλίπυγος» τρέχει προς δυσμάς. Περιπλέουμε το βόρειο άκρο της Ταχαά και βάζουμε πλώρη προς το κερατοειδές βουνό της Πόρα-Πόρα. Σαν τον κεκλιμένο πύργο της Πίζας, γαργαλάει τα συννεφάκια το μοναδικό υπόλειμμα ενός τεράστιου κρατήρα που περιβάλλεται από μια απέραντη λιμνοθάλασσα. Η σμαραγδένια επιφάνεια αντικαθρεφτίζει το φως, χρωματίζοντας τα σύννεφα με περουζένιες ανταύγειες. Αναγκαζόμαστε να κάνουμε ένα μεγάλο κύκλο για να αποφύγουμε τις ξέρες που περιφρουρούν το νησί. Το άνοιγμα βρίσκεται στη δυτική πλευρά, στολισμένο με δεντρόφυτα αμμουδερά νησάκια. Καβατζάροντας, αλλάζουμε οπτική γωνία και το τόσο χαρακτηριστικό όρος αλλάζει όψη. Μας εμφανίζεται πλέον ως υψίπεδο.

Γρήγορα βρίσκουμε ένα ρηχό μέρος ν’ αγκυροβολήσουμε, σταβέντο μιας ξέρας που μας εγγυάται γαλήνη αλλά και ατόφιους αληγείς για δροσιά. Όπου το μάτι δε συναντά δασώδεις κρημνώρειες, έπαιζαν ηλιαχτίδες στα πράσινα νερά που απλώνονταν έως το ταραγμένο μαβί πέλαγος. Πράγματι, το μέρος είχε δικό του χαρακτήρα. Μια τέλεια πετυχημένη διασταύρωση ανάμεσα σε Μαρκέζες και Τουαμοτού, προσφέροντας το καλύτερο από τα δύο. Το απόγευμα μεγάλοι όμβροι υλοποιήθηκαν σταβέντο, δημιουργώντας νέα παιχνίδια φωτός και μεταβάλλοντας ξανά τη θέα. Νωρίς το πρωί σαλπάρουμε κάνοντας το γύρο της καλντέρας από το βορρά. Σε τούτη την πλευρά η λιμνοθάλασσα χωρίζεται από τον ωκεανό με φοινικόφυτες στιχάδες, ενώ το κύριο νησί ξαναβρίσκει την κερασφόρα του όψη. Στη σκιερή παραλία ενός μοτού, σαν φάλαινα που εξόκειλε, μια μεγάλη ροζ «τζούγκα» προκαλεί την περιέργεια μας. Αφού μαϊνάραμε τα πανιά, πλησιάσαμε μηχανοκίνητοι, με ανασηκωμένα πτερύγια, φουντάροντας σε ογδόντα εκατοστά βάθους.

Αποβιβαστήκαμε για να ερευνήσουμε το ναυάγιο. Το νερό μάς έφτανε ως τους γοφούς. Το νησί σχηματιζόταν από μια λωρίδα κοραλλένιων θρυμμάτων, μόλις διακοσίων μέτρων πλάτους. Διαπερνώντας το δασύλλιο κοκκοφοινίκων, αντικρίσαμε τον ωκεανό και πιο απίστευτο ακόμη, συναντήσαμε λογής ανθρωπόμορφων γλυπτών, καλλίπυγες γυναίκες ή «πριαπισμένους» άντρες! Σε μια κρυμμένη πίσω από άγριες γαρδένιες καλύβα, έμενε ένας Γάλλος γλύπτης, απόμαχος υπερατλαντικών μοναχικών αγώνων. Δύο φορές ναυαγός, εγκατέλειψε την αθλητική καριέρα και σκάρωσε μια σιδερένια τζούγκα, φτάνοντας ως την Πόρα-Πόρα. Από τότε ζει «α-λά πολυνησιακά» σ’ αυτό το περιθωριακό νησόπουλο με μια παρέα μποέμηδων φίλων, πουλώντας γλυπτά στους Αμερικανούς πελάτες των μεγάλων ξενοδοχείων.

Γίναμε αμέσως ευπρόσδεκτοι, προσφέροντας εύθυμη συντροφιά στους βαρεμένους, περνώντας ευχάριστες μέρες, εναλλάσσοντας θέα πότε προς το λαμπερό πέλαγος, πότε προς το απίθανο βουνό. Ενδιαφέρουσα πάντως η ζωή των «ροβινσόνων». Συγκροτούσαν με στέρνες το νερό της βροχής, μια σειρά από ηλιακές κυψέλες έδιναν δωρεάν ρεύμα, το κοραλλένιο φράγμα θαλασσινά, το δάσος καρύδες, τις οποίες μοιράζονταν με το κοτέτσι. Χάρη σε μικρά καταμαράν πετάγονταν κυριολεκτικά έως την Πόρα-Πόρα για ψώνια ή για να πουλήσουν «έργα τέχνης». Προθυμοποιηθήκαμε να επισκευάσουμε τα πανιά των σαραβαλιασμένων καταμαράν σε αντάλλαγμα ενός συμποσίου. Ο σπιτονοικοκύρης έσφαξε τρία πετεινάρια και αφού τελειώσαμε τη δουλειά, πέσαμε με τα μούτρα στο φαγοπότι. Το γλέντι και τα καλαμπούρια που ακολούθησαν κράτησαν έως την αυγή. Την άλλη μέρα πάλι τα ίδια!

Αποπλέοντας ξημερώματα, με μπόλικα κοντοβόλτια καταφέραμε να φτάσουμε νωρίς το απόγευμα στην κλεψυδρόμορφη λιμνοθάλασσα, όπου σαν δυο αυγά στο ίδιο τηγάνι στέκονται τα νησιά Ταχαά και Ραγιατέα. Η Ραγιατέα παλιά ονομαζόταν Χαβαΐκι Νούι (Μεγάλη γη των προγόνων) και είχε γνωρίσει δόξες ως κέντρο λατρείας του θεού Όρο. Το μεγαλύτερο «μαραέ» (ναός) της Πολυνησίας υπάρχει ακόμη στ’ ανατολικά.

Αγκυροβολήσαμε έξω από τη μαρίνα των πολυτελών ιστιοφόρων «τσάρτερ». Λίγο πιο πέρα, στο καρνάγιο, είδαμε το σκάφος του θρυλικού Μπερνάρ Μουατεσιέ, σκαπανέα ωκεανοπόρου και γκουρού των θαλάσσιων νομάδων από τη δεκαετία του ’60. Μόλις είχαμε πληροφορηθεί από το ράδιο την είδηση του θανάτου του σε ηλικία εβδομήντα ετών, από καρκίνο. Το 1968, σ’ έναν αγώνα χωρίς σταθμό γύρω από τη Γη, βρισκόταν καθαρά στην πρώτη θέση, καβατζάροντας τον Κάβο Χορν. Αντί όμως να πάει να τερματίσει στην Αγγλία, εισπράττοντας 20.000 στερλίνες, προτίμησε να συνεχίσει έως την Τάίτή (για άλλα 15.000 μίλια)! Αιωνία του η μνήμη.

Μας έκανε εντύπωση η περιποιημένη πρωτεύουσα Ουτουρόα, πραγματικά χωμένη μέσα στο πράσινο. Μοναδικά σημάδια που εξείχαν από τις φυλλωσιές τα πανύψηλα καμπαναριά των ναών. Το 19ο αιώνα οι προτεστάντες Άγγλοι ιεραπόστολοι αντικατέστησαν με το ζόρι τους αυταρχικούς ιερείς του Όρο, θέτοντας νέα ταμπού και απαγορεύοντας όλες τις πολυνησιακές εκδηλώσεις που δεν είχαν σχέση με τη δόξα του Κυρίου. Το γαλλικό αποικιακό καθεστώς πρόσθεσε και τον καθολικισμό, αλλά απέβαλε τον κλήρο από την πολιτική εξουσία, μειώνοντας έτσι την επιρροή των εκκλησιών. Παρ’ όλα αυτά, ακόμη και σήμερα οι νησιώτες θυσιάζουν ένα μεγάλο μέρος των εισοδημάτων τους για την κατασκευή τεράστιων ναών και για τους — εξίσου τεράστιους — μισθούς των παπάδων.

Συναντήσαμε έναν ντόπιο, τον Ερβέ, και γίναμε φίλοι. Ο Ερβέ έπασχε από «φιου», ή τεμπελίτιδα στα ταϊτινά, μια νόσο με πολλές υποτροπές. Κανείς δεν ντρέπεται για το φιου στα νησιά, δε χρειάζεται να μηχανευτούν λόγους όπως «αρρώστησε η πεθερά» ή «χάλασε το αυτοκίνητο» για ν’ αποφύγουν τη δουλειά! Εδώ απλώς δηλώνεις «μ’ έπιασε το φιου», κι αυτό ήταν! Η βαριεστημάρα είναι δηλαδή όπως παντού σύνηθες φαινόμενο, αλλά κοινωνικώς αποδεκτή. Ύστερα από δυο μέρες, όταν πέρασε η «κρίση», πήγε στο νοσοκομείο όπου εργάζεται και μας περιέγραψε πολλά συμβαίνοντα της Πολυνησίας, ότι ο περήφανος λαός της έγινε πλέον εξαρτημένος άλλων πολιτισμών, με διαφορετικές αξίες και ήθη. Μας συνέστησε να παραμείνουμε ακόμη μερικές μέρες στα νησιά, ως τις αρχές του Ιουλίου, επειδή τότε αρχίζει ο μήνας χορών και εορτών, ο «Χέιβα». Στην ερώτησή μας εάν επρόκειτο για αρχαία παράδοση, μας απάντησε ότι όταν πρωτοήρθαν σι ιεραπόστολοι απαγόρευσαν κάθε διασκέδαση ως αμαρτωλή. Κατόπιν, υπό γαλλική κυριαρχία, καθιερώθηκε η εθνική εορτή της 14ης Ιουλίου (ημέρα κατάληψης της Βαστίλλης), που σιγά σιγά επεκτάθηκε σε ολόκληρο μήνα γλεντιού. Έτσι τουλάχιστον οι χαροκόποι νησιώτες επανέκτησαν το δικαίωμα να ξεφαντώνουν. Οι καλύτερες χορευτικές ομάδες μαζεύονται στην Πόρα-Πόρα και ο φίλος Ερβέ είχε κανονίσει τη μετάθεσή του στο τοπικό κέντρο υγείας για να παρευρεθεί στις διασκεδάσεις!

Μας έμεναν ακόμα δέκα μέρες έως την πρώτη Ιουλίου, έτσι αποφασίσαμε να περιπλεύσουμε τα δύο νησιά χωρίς να βγούμε από τη λιμνοθάλασσα...

Συνεχίζεται... http://www.ribandsea.com/main/index.php/travels/1484-i-kallipygos-stous-pente-okeanoys-fthanontas-sti-samoa