Του Ανδρέα Φουράκη.
Αφιερωμένο στους τελευταίους τσαγκάρηδες, που σκληρά αφεντικά σφυροκόπησαν ανελέητα τα παιδικά τους χρόνια στο αμόνι της ζωής, για να μάθουν τέχνη, και στους σημερινούς νέους που έχουν την τύχη, και την ατυχία μαζί, να τα' χουν όλα.
Από πέντε αδέλφια ο μεγαλύτερος ήταν ο Στεφανής. Σκληρή ζωή και δύσκολη και το χωριό φτωχό, χωρίς δουλειές και δύσκολα τα' φερνε βόλτα ο πατέρας του να θρέψει τόσα στόματα. Σαν τέλειωσε το δημοτικό τον πήρε από το χέρι και δρόμο για τη χώρα. Πολλά-πολλά δεν του' πε. «Θα μάθεις τέχνη», είπε μόνο «και θα μένεις σε κάμαρα του συντέκνου μας».
Σαν έφτασαν στην πόλη, βρήκαν το σύντεκνο και γραμμή για τα στοιβανάδικα. Ανάμεσα στα πολλά παπουτσίδικα ήταν κι ένα που τ’ αφεντικό του, ο μαστρο-Αργύρης, ήταν γνωστός του συντέκνου. Από κει κι η πληροφορία πως ο μαστρο-Αργύρης ζητούσε ένα κοπέλι για παραγιό. «Σου τον έφερα», του' πε, κι ακουμπώντας το χέρι στην πλάτη του τον έσπρωξε μαλακά μπροστά. «Στα χέρια σου τον αφήνω και κάνε τον τεχνίτη, με το καλό γη το κακό». Ο μαστρο-Αργύρης σήκωσε τα μάτια του και κοίταξε τον κακομοίρη το Στεφανή από πάνω μέχρι κάτω σαν να τον μέτραγε και μετά είπε: «Άστε τον εδώ κι αμέτε στο καλό», και συνέχισε τη δουλειά του. Κι ενώ ακόμα ο πατέρας του μιλούσε με το σύντεκνό του και κανόνιζαν κάποιες λεπτομέρειες της διαμονής του, ο μαστρο-Αργύρης γύρισε και του' πε παγερά: «Μπρος, πιάσε τη σκούπα και σκούπισε το μαγαζί». Σαν έπιασε τη σκούπα κι άρχισε να σκουπίζει, άκουσε και το χαιρετισμό του πατέρα του: «Εγώ φεύγω, τα μάτια σου ανοιχτά και τ’ αυτιά σου τεντωμένα. Ξια σου».
Από τη μια σκλαβιά στην άλλη έπεσε ο κακομοίρης ο Στεφανής. Δύσκολη η ζωή στο χωριό, μα πού και πού είχε και τα καλά της και τους φίλους και κανένα χαμόγελο. Μα εδώ ήταν σα θαμμένος ζωντανός. Μεγάλο μαγαζί είχε ο μαστρο-Αργύρης κι είχε κι έμβολο, μάλιστα, που λίγα μαγαζιά είχανε, να ράβει τα πετσιά. Κόσμος πολύς μπαινόβγαινε και πιο πολύς επέρναγε έξω από την πόρτα κι ήτανε μια παρηγοριά για το Στεφανή να ρίχνει μια κλεφτή ματιά προς τα έξω. Σκούπισε, μάζεψε τα σκουπίδια και στάθηκε σε μια γωνιά, σκυφτός, να περιμένει εντολή. «Τέλειωσες;», τον ρώτησε ο μαστρο-Αργύρης. «Κάτσε δα, να ισιώνεις μπρόκες» του' πε και του' δωσε ένα σφυρί κι ένα κουτί με μικρά σπραγκάκια στραβωμένα, να τα ισιώσει, να κάνει οικονομία. Μικρά-μικρά τα σπραγκάκια και δύσκολη δουλειά για το Στεφανή που, πού και πού, κοπάναγε και τα δάχτυλα του με το σφυρί, μα δεν έβγαζε άχνα.
Σαν τέλειωσε τον έβαλε να ισιώνει πέταλα και μετά τον έστειλε στο απέναντι δερματεμπορικό, να πάρει πετσιά που ‘χε παραγγελμένα. Μπήκε μέσα στο μαγαζί ο Στεφανής κι έψαχνε δειλά με το μάτι του να ξεχωρίσει το αφεντικό. «Μου' πε ο μαστρο-Αργύρης να μου δώκεις τα πετσιά που σου παρήγγειλε ψες». Ο έμπορος τον έκοψε και κατάλαβε πως έχει να κάνει με άστρωτο πουλάρι κι ενώ κομμένα τα' χε τα πετσιά, έκανε τάχα πως δεν ήξερε τίποτα. «Και τι πετσιά θέλει, μωρέ κοπέλι, τ’αφεντικό σου; Γαϊδάρου γη καμήλας»; «Δε μου' πε ήντα θέλει, μόνο αυτό που σου' πα. Μα πάλι, σα θέλεις, να τον ρωτήσω και ξανάρχομαι».
«Άμε το λοιπός γερά-γερά» του' πε γελώντας ο έμπορας κι ο Στεφανής σα να κατάλαβε πως τον μασκάρευαν, μα δε μπορούσε να κάνει κι αλλιώς. Μια και δυο δρασκελά το στενό δρομάκι και λέει τ’ αφεντικού του: «Είπε μου, δεν κατέω πώς τονε λένε, κείνος σας, πώς ήντα λογής πετσί θέλεις λέει, γαϊδάρου γη γκαμηλίσιο;». Δε γέλασε ο μαστρο-Αργύρης για το χωρατό και μάλλον θύμωσε που κορόιδευαν το φαμέγιο του και τον ξαργούσαν κι αγριεμένος φανερά, είπε του Στεφανή: «Γαϊδουρινό, να του πεις, σαν κι αυτό που' χει για πετσί του».
Πίσω πάλι ο Στεφανής. «Γαϊδουρινό θέλει, λέει, σαν κι αυτό που' χεις για πετσί σου». «Ναι; Κι από πού ΄σαι, μωρέ κοπέλι του λόγου σου;». «Ριζίτης είμαι», είπε ο Στεφανής, αποφεύγοντας να αποκαλύψει το όνομα του χωριού του, «κι ήρθα να μάθω τσαγκάρης». «Καλά, καλά, άντε να πας τα πετσιά και ταχιά να μου φτιάξεις ένα ζευγάρι στοιβάνια κι εμένα, μόνο πες στ’ αφεντικό σου να σου δώσει το σερινάφτι και τον μπατσουρολόγο να μου τόνε φέρεις». «Να, τα πετσιά σου, αφεντικό», είπε με καμάρι ο Στεφανής, «μα μου ‘πε να μου δώκεις να του πάω το σερινάφτι και τον μπατσουρολόγο». «Έλα, να στα δώσω» του' πε ο μάστορας και του ‘στριψε τα δυο αυτιά με δύναμη και του ‘παιξε κι ένα χάστο. «Ντίπι βούϊ είσαι κακομοίρη; Κι ήρθες να μάθεις και τέχνη; Αναμαζώξου γιατί δεν θα τα πάμε καθόλου καλά. Έλα εδώ να σου δείξω, να μ’ ακονίσεις τις φαλτσέτες». Και παίρνοντας μια φαλτσέτα άρχισε να τρίβει την κόψη της πάνω στη λαδωμένη ακονόπετρα με κυκλικές κινήσεις κρατώντας τη με το δεξί χέρι και πιέζοντάς τη με το δείκτη του αριστερού. «Κατάλαβες τώρα; Σαν τελειώσεις τη μια μπάντα, το ίδιο θα κάνεις κι από την άλλη». «Κατάλαβα», είπε ο Στεφανής και μέχρι που βράδιασε φαλτσέτες ακόνιζε.
Το βράδυ, να κι ο σύντεκνος. «Καλησπέρα, πώς τα πήγε ο βαφτισιμιός;». Ο Αργύρης, χωρίς να απαντήσει, έκανε μια κίνηση κυκλική με το χέρι του σα να' θελε να πει «άστα να πάνε στο διάολο». Μετά στράφηκε στον παραγιό και είπε: «Άντε φύγε τώρα και το πρωί εδώ στις εφτά. Κι αν δεν έχω έρθει να περιμένεις στην πόρτα». «Ακλούθιε μου και θώριε καλά το δρόμο, να βάλεις ξαμάρια να μη χαθείς το πρωί, βαφτισιμιέ, να σε πάω στην κάμαρή σου». Ο Θεός να την κάνει κάμαρα. Κλουβί τρία επί δύο, υπόγειο, που άμα έκλεινες την πόρτα δεν είχε φως από πουθενά. Ένα κρεβάτι εκστρατείας του πολέμου, δυο παλιές πατανίες κι ένα λιγδιασμένο μαξιλάρι, ενώ το νοικοκυριό συμπλήρωνε μια καρέκλα κι ένα μισοσπασμένο τραπεζάκι με μια λάμπα πετρελαίου απάνω. Ακόμα ένα βρυσάλι κι από κάτω του μια παλιά λαμαρίνα φούρνου για νεροχύτης. «Βολέψου εδώ, τώρα κι εγώ πάω να σου φέρω μια μπουκιά φαΐ».
Ένα κομμάτι ψωμί κι ένα πιάτο βραστά κουκιά με ξύδι και λάδι χόρτασαν την πείνα της μέρας, όπως όπως, του Στεφανή. Μα δεν έκλεισε μάτι όλη νύχτα από το φόβο του μήπως και δεν ξυπνήσει να πάει στο μαγαζί στην ώρα του. Μαύρες σκέψεις έκανε σκεπασμένος την πατανία κι ο πόνος του χαστουκιού είχε φύγει από το μάγουλο κι είχε κάτσει μέσα του βαθιά πιο δυνατός. Δεκατριών χρονών και το μόνο χαμόγελο και χάδι που θυμόταν ήταν της μακαρίτισσας της μάνας του. Κι όπως τα μάτια του γέμισαν δάκρυα έτσι σα να πείσμωσε και να' γινε άντρας ξαφνικά. «Ναι, θα γίνω μάστορας κι ο καλιάς του καθενιούς. Ό,τι και να γενεί, ό,τι και να μου κάνουνε».
Στις εφτά έπρεπε να πάει στο μαγαζί, από τις πέντε το πρωί αυτός απ' έξω. Κι όπως ξημέρωνε ο Θεός κι οι πρώτες αχτίδες του ήλιου σκόρπιζαν το σκοτάδι, έτσι ακριβώς και μια ελπίδα στη ψυχή του σκόρπιζε τις κακές σκέψεις και πως τα βάσανα θα' ναι σύντομα. Κατά τις εφτά δυο-τρία μαγαζιά μόνο είχαν σηκώσει ρολά και τότε πήρε χαμπάρι πως σε κάμποσα από τα κλειστά απ'έξω στέκονταν κι άλλα κοπέλια, μαθητευόμενοι μάλλον κι αυτοί, να περιμένουν τ’ αφεντικά. Χαρά του έδωσε η σκέψη πως δεν ήταν μόνος στην κατάντια αυτή και σκέφτηκε να μιλήσει σε κανένα απ’ αυτούς, μα δεν το τόλμησε, μην προβάλλει τ’ αφεντικό ξαφνικά.
Τρεις ώρες έστεκε όρθιος κι είχαν κοπεί πια τα πόδια του και τέλος στις οκτώ ήρθε το αφεντικό. Ούτε καλημέρα δεν είπε: «Άνοιξε το λουκέτο και σήκωσε το ρολό» είπε του Στεφανή και του πέταξε το κλειδί κατάχαμα κι αυτός έψαχνε να βρει πώς θα κάνει ν’ ανοίξει το λουκέτο. «Βάλτο μωρέ, το κλειδί στην τρύπα του λουκέτου!» είπε νευριασμένο τ’ αφεντικό κι ο Στεφανής το' ψαχνε γύρω-γύρω να δει πού έχει τρύπα μα δεν την έβρισκε. «Να με χέσεις και μάθεις τέχνη του λόγου σου, από κάτω είναι τρύπα μούσκαρι!» του ξεφώνισε.
Τελικά το λουκέτο άνοιξε και το ρολό ελευθερώθηκε. Μια καινούργια μέρα άρχιζε και οι εντολές έπεφταν άγρια και βροχή. «Σκούπα, ρε, γρήγορα! Παράγγειλέ μου καφέ στον καφενέ. Πιάσε να κερώνεις το σπάγγο. Ίσιωσε μπρόκες. Ακόνισε τις φαλτσέτες. Μάζεψε τα σκουπίδια». Και μαζί με τις εντολές και τα κοσμητικά επίθετα «ρε, βλάκα, μούσκαρι, βλαμμένο, κακομοίρη».
Δεν ήταν καμιά εξαίρεση τ’ αφεντικό του Στεφανή. Όλα τα αφεντικά την ίδια μούρη είχαν και την ίδια τακτική κρατούσαν στους μαθητευόμενους παραγιούς. Αγριάδα, βρισίδι, προσβολές και ξύλο, καμιά φορά, κι από τέχνη να δείξουν τίποτα. Κι ήταν σκόπιμη η τακτική τους αυτή, πρώτα απ’ όλα για να μη μάθει άλλος την τέχνη, δεύτερον να εκβιάζουν πεσκέσια από το χωριό που πολλοί αναγκάζονταν να στέλνουν προκειμένου η μάθηση να προχωρά, όπως καμιά κότα, αυγά, κανένα λαγό ή τυρί κλπ. Και τρίτον και κυριότερο να μη χάσουν τζάμπα φαμέγιο για όσα περισσότερα χρόνια μπορούσαν. Κι όχι μόνο δεν έδειχναν την τέχνη στους παραγιούς, μα πρόσεχαν κι' όλας να τους απασχολούν σε μια γωνιά συνέχεια με χαμαλίκια, να μην κλέβουν μυστικά βλέποντας. Έτσι ακριβώς και η εκπαίδευση του Στεφανή.
Στους δυο χρόνους απάνω το μόνο που έμαθε ήταν να βάφει και να γυαλίζει στοιβάνια, αρβύλες και παπούτσια, να τα κάνει να αστράφτουν σαν καθρέπτης. Ας είναι, κάτι ήταν κι αυτό. Και καμιά φορά, όταν τα παρέδιδε σε κανένα μερακλή, του' ριχνε και κανένα φράγκο δώρο, να' χει να πάρει κανένα κουλούρι ή φυστίκια που τα λιμπιζόταν από το φυστικά που πέρναγε κάθε πρωί από την πόρτα του μαγαζιού και τρέχανε τα σάλια του από τη μυρωδιά. Καμιά φορά, τις σκόλες, έπαιρνε να πάει πέντε ώρες δρόμο με τα πόδια, στο χωριό του, να δει τους δικούς του και να μιλήσει με κανένα παλιό φίλο. Και πολύ ζήλευε άμα έβλεπε κανένα με ποδήλατο κι αναστέναζε γιατί ήταν το όνειρο του να αποκτήσει μια μέρα ένα κι αυτός, ολοκαίνουργιο, με σκάρα πίσω, πατητήρες, φανάρι με δυναμό και κουδούνι και να' χει και μια σημαία μικρή στο μπροστινό φτερό.
Κάποια μέρα γνώρισε τον Πανάγο και το Νικολή, συνομήλικους του παραγιούς στα στοιβανάδικα. Παιδιά του ορφανοτροφείου, που ξεχώριζαν από τα γκρίζα ρούχα και το καπέλο και το κουρεμένο κεφάλι. Τουλάχιστον αυτοί είχαν φαγητό κάθε μέρα και ρούχα από την πρόνοια. Την ίδια γλώσσα μίλαγαν, τα ίδια βάσανα είχαν και η φιλιά τους έδεσε αμέσως. Τότε του πρότειναν δουλειά τις Κυριακές, να κρατούν τα στέφανα στις κηδείες, πάει να πει τάληρο ολόκληρο, που το' καναν μετά κινηματογράφο στο Χρυσόστομο με δυο δραχμές ή νοίκιαζαν ποδήλατο τρεις δραχμές η ώρα.
Μα δεν ήταν μόνο αυτό. Γέμιζαν συχνά-συχνά τις τσέπες τους με παξιμάδι, φυστίκια και κόλλυβα που πολύ τους άρεσαν, Θεός σχωρέστου του πεθαμένου και ζωή σε λόγου σας. Τον ίδιο καιρό ανοιχτά είχε τα μάτια του ο Στεφανής, κατά που του' χε παραγγείλει ο πατέρας του και κοίταζε να κλέψει κάτι από την τέχνη του τσαγκάρη, μόνος του, γιατί είχε καταλάβει πια ότι αν περίμενε από τ’ αφεντικό του, ζήσε Μάη να φας τριφύλλι.
Με το συχνό πήγαινε κι έλα στον έμπορα των δερμάτων, τα' χε μάθει τα πετσιά. Βακέτα σκληρή και χοντρή για τις σόλες, πιο λεπτή για τον πάτο, δέρμα λεπτό και μαλακό για τα σκαρπίνια, ρετάλια για τακούνια, πέταλα και μπροκαδούρα για την ενίσχυση της σόλας, σπάγκοι για τα βάρδουλα, ξυλόμπροκες, σπραγκάκια, βερνίκια, φαλτσέτες, κερί και ξύγκι για τις αρβύλες. Ύφασμα για τις φόδρες, βελόνες και κλωστή για το έμβολο, καλαπόδια, σακοράφες κλπ. Όλες οι δουλειές γίνονταν στο χέρι στο μαγαζί και το μόνο μηχάνημα που υπήρχε ήταν το έμβολο για τα γαζιά, αν μπορούσες να το πεις μηχάνημα.
Υπομονετικός και ευγενικός από τη φύση του ήταν ο Στεφανής, μα η σκληρή συμπεριφορά τον έκανε ακόμα πιο υπομονετικό. Το αφεντικό ήταν ο Θεός του μαγαζιού κι ό,τι αυτός έλεγε, σωστό ή λάθος, ήταν νόμος κι αντίρρηση καμιά δεν έφερνε ο μαθητής. Πριν προλάβει το αφεντικό να δώσει διαταγή έτρεχε ο Στεφανής. Τόσο πρόθυμος και πράος που κι ο σκληρός Αργύρης σαν ν' άρχισε να μαλακώνει κάπως και πιο ανθρώπινα να του φέρεται. Μέχρι που ένα Σάββατο, λίγο προτού κλείσει το μαγαζί, έβγαλε από την τσέπη του ένα δεκάρικο και το' δωκε στον αποσβολωμένο Στεφανή, λέγοντας: «Να μωρέ, πάρε και του λόγου σου να κάνεις έξοδα και σε καλή μεριά!». Και ο Στεφανής καθώς άπλωσε το χέρι του να το πάρει, έσκυψε και φίλησε το χέρι του μαστρο-Αργύρη και ψέλλισε: «Ευχαριστώ αφεντικό, να ‘σαι καλά!».
Πολύ φαίνεται να ευχαρίστησε η κίνηση αυτή το μάστορα κι από τότε κάθε Σάββατο, κάτι του' δινε, πότε τάλιρο, πότε δεκάρικο. Άρχισε να συνηθίζει στη ζωή αυτή ο Στεφανής και μη μπορώντας να κάνει κι αλλιώς, υποταγμένος στη μοίρα του, κοίταζε να απολαμβάνει όποια μικροχαρά του παρουσιαζόταν και άλλαζε προς στιγμή την καθημερινή σκληρή ρουτίνα.
Καμιά σαρανταριά μαγαζιά ήταν δεξιά-αριστερά του στενού δρόμου κι όλα στοιβανάδικα. Σε μεγάλη άνθηση ήταν το επάγγελμα και μια από τις καλύτερες τέχνες, για να μην πούμε η καλύτερη, ήταν η τέχνη του τσαγκάρη. Κόσμος πολύς πηγαινοερχόταν στα μαγαζιά αυτά κι οι μαγαζάτορες πείραζαν τους γραφικούς που πέρναγαν κι έλεγαν χωρατά μεταξύ τους. Ειδοποιούσαν μάλιστα τους υπόλοιπους σαν ήταν να πειράξουν κάποιον περαστικό χτυπώντας τα σφυριά τους στο αμόνι και γέμιζαν οι πόρτες με δαύτους, να χαζεύουν το επίκεντρο.
Γυναίκα δεν τολμούσε να περάσει από τα στοιβανάδικα, γιατί κακή φήμη είχε ο δρόμος από τα πολλά πειράγματα και τα καλαμπούρια. Και ήταν ένα διάλειμμα ευχάριστο για το Στεφανή οι πλάκες αυτές και πολύ του άρεσε να γίνεται χαβαλές. Είχε τώρα και φίλους, όπως τον Πανάγο και το Νικολή, μα γνώριζε πια και όλους τους μαγαζάτορες με τ’ όνομα τους. Κι αυτοί τον ήξεραν, μα όχι με το όνομα του, μα σαν παραγιό του μαστρο-Αργύρη.
Πότε έτσι, πότε αλλιώς, έκλεισαν τρεις χρόνοι μαθητείας κι ένα αραιό μαύρο χνούδι πρόβαλλε δειλά-δειλά στο πάνω χείλος του Στεφανή, σημάδι πως το μωροκόπελο έγινε έφηβος. Μα από τέχνη τίποτα ακόμα. Μια Κυριακή κουβεντιάζοντας το θέμα οι τρεις φίλοι έψαχναν να βρουν λύση να γρηγορέψουν την εκπαίδευση. Η ιδέα ήταν του Πανάγου, που ήταν κι ένα χρόνο μεγαλύτερος.
«Να πιάσουμε να φτιάξουμε ένα ζευγάρι παπούτσια μόνοι μας», είπε, και πριν πάρει απάντηση συνέχισε «Θα μοιράσουμε τα υλικά στα τρία. Εγώ τα σκληρόπετσα, ο Στεφανής το μαλακό και τη φόδρα κι ο Νικολής το καλαπόδι. Τα εργαλεία θα τα παίρνουμε το Σάββατο με το κλείσιμο και τη Δευτέρα πρωί-πρωί θα τα γυρνούμε με τρόπο πίσω. Θα φτιάξουμε πρώτα το δεξί και μετά το αριστερό, να μη λείψουν και τα δυο καλαπόδια μαζί. Σύμφωνοι;». «Σύμφωνοι» απάντησαν οι άλλοι δύο και τρία χέρια ενώθηκαν σε συμφωνία ιερή και μυστική. «Και πώς θα κάνουμε με το έμβολο, να γαζώσουμε τα λιανόπετσα και τη φόδρα; Εγώ στο μαγαζί του μαστρο-Αργύρη αποκλείεται». «Σιγά ρε», του λέει ο Πανάγος, «το δίνουμε σε άλλο έμβολο να το γαζώσουνε. Εκεί θα κολλήσουμε; Στο κάτω-κάτω τα τρυπούμε με το σουβλί και τα ράβουμε στο χέρι, τι καλφάδες είμαστε;». «Μπράβο ρε», είπε ο Στεφανής, «δεν το' χα σκεφτεί, μα πετσιά και φόδρα πρέπει να αγοράσουμε για δυο παπούτσια κι όχι για ένα, γιατί θα φανεί παράξενο και θα μας πάρει χαμπάρι ο έμπορας πως κάνουμε δικιά μας φτιάξη κι αν το μάθει το αφεντικό μου θα' χω μεγάλες τραβάγιες». «Καλά, πες πως τα καταφέρνουμε και φτιάχνουμε ένα ζευγάρι», είπε ο Νικολής, «ποιος θα το πάρει από τους τρεις μας;». Τη λύση έδωσε πάλι ο Πανάγος: «Το ρίχνουμε στον κλήρο κι όποιου κάτσει ή τα πουλούμε και μοιραζόμαστε τα λεφτά».
Μα κανένα δε φαινόταν να ενδιαφέρουν ιδιαίτερα τα λεφτά. Μια άγρια χαρά πλημμύριζε τη ψυχή τους και η άθλια ζωή τους σα να αποκτούσε μια σημασία κι ένα νόημα. Τώρα κι οι τρεις σα να σκέφτονταν το δικό τους μαγαζί, τους δικούς τους πελάτες κι έβλεπαν τους εαυτούς τους από παραγιούς σε ρόλο αφεντικού.
Το επόμενο Σάββατο, τσονταριστά, ο Πανάγος μπουκάρει στο μαγαζί του έμπορα και θαρρετά παραγγέλνει κόκκινο λιανόπετσο να γυαλίζει σαν καθρέπτης κι ένα κομμάτι φόδρα άσπρη και χοντρό πετσί για σόλα και τακούνια. Μετά κρύβοντάς τα παραμάσχαλα βγήκε από το μαγαζί, ρίχνοντας μια καχύποπτη ματιά δεξιά-αριστερά, κι αφού βεβαιώθηκε ότι κανείς δεν τον παρακολουθούσε έκλεισε πονηρά το μάτι στο Στεφανή απέναντι, πάει να πει «όλα εντάξει», και χάθηκε μέσα στους περαστικούς να πάει να κρύψει το υλικό.
Το απόγευμα σειρά του Στεφανή να σουφρώσει με τρόπο το ένα καλαπόδι λίγο πριν κατέβουν τα ρολά του μαγαζιού. Ο Νικολής τα ίδια από τη μεριά του, σπραγγάκια, σφυρί, φαλτσέτα, μολύβι και χαρτονένιο πατρόν, να βγάλουν χνάρι, να κόψουν το δέρμα και το σκληρό πετσί για σόλες και τακούνια. Το ίδιο βράδυ στην κάμαρη του Στεφανή κοίταζαν αμήχανα τα υλικά και ψηλάφιζαν το δέρμα σαν να φοβόταν και οι τρεις να κάνουν την αρχή. «Άντε ρε, μπρος!», είπε ο Νικολής και άπλωσε το δέρμα κατάχαμα. «Δώσε το στάμπο, να σημαδέψω». Και με αργές, τελετουργικές κινήσεις ξάπλωσε το χνάρι πάνω στο δέρμα και στάμπαρε την περίμετρο με το μολύβι. Μετά έμεινε για λίγο να το χαζεύει πριν πάρει τη φαλτσέτα να το κόψει, μη λάχει κι έγινε κάποιο λάθος. Σαν το' κοψε έκανε το ίδιο και με το χοντρό πετσί για τα σολοντάκουνα. Μετά έκοψε το χνάρι για τη φόδρα. «Μάγκες, μέχρι εδώ για σήμερα. Εσύ Πανάγο πάρε φόδρα και δέρμα να τα γαζώσεις και σε πρώτη ευκαιρία συνεχίζουμε. Τις γλώσσες θα τις βγάλουμε κουτουράδα από τα ρετάλια γιατί στάμπο δεν υπάρχει».
Πάνω από 10 μέρες πήρε του Πανάγου να βρει ευκαιρία κι αλιμπερτό από αφεντικό το μαγαζί να γαζώσει τα πετσιά με τη φόδρα, μα στο τέλος τα κατάφερε. Μια Κυριακή το πήραν απόφαση να βάλουν μπροστά. Πήρε ο Στεφανής το φοδραρισμένο δέρμα κι αγκάλιασε το καλαπόδι. Μετά το γύρισε ανάποδα, ανάμεσα στους μηρούς του και με μικρά σπραγκάγια το κάρφωνε περιμετρικά πάνω στο καλαπόδι από τη μια μεριά μόνο. Μετά πήρε τη σκύλα και τέντωνε το δέρμα από την ακάρφωτη μεριά μέχρι που έπαιρνε να τεντώσει να πάρει σχήμα. Κι όπου δεν πήγαινε άλλο από το τέντωμα του κάρφωνε κι ένα σπραγκάκι απ’ αυτά που κράταγε ανάμεσα στα χείλια του. Μετά έκανε το ίδιο κι από την άλλη μεριά.
Όλοι κοίταζαν με αγωνία κι όταν τέλειωσε, γύρισε το καλαπόδι στα ίσια του, που ντυμένο τώρα στο κόκκινο πετσί έμοιαζε με παπούτσι. Πήρε μόνο να πιέζει με το ξύλο του σφυριού τα μέρη του πετσιού που είχαν μικρές ζάρες να γίνουν όλα ένα επίπεδο στη φόρμα του καλαποδιού. Το κοίταζαν από' δω, το κοίταζαν από κει κι αδημονούσαν να προχωρήσει η δουλειά. Μα ο Στεφανής τους έκοψε τη φόρα. «Θα τ’ αφήσουμε έτσι μια-δυο μέρες να πάρει φόρμα και μετά θα προχωρήσουμε».
Την επομένη άλειψαν με κόλλα το κάτω μέρος του παπουτσιού και το σολόδερμα, αφού πρώτα τ’ αγρίεψαν χαράζοντάς του βαθιές γραμμές με ένα κομμάτι γυαλί. Σαν η κόλλα στέγνωσε στη σκιά και τράβηξε, δηλαδή πότισε το πετσί, πιστάρισαν τη σόλα στο κάτω μέρος του παπουτσιού χτυπώντας τη δυνατά παντού με ένα σφυρί πολλές φορές. Τρύπες γύρω-γύρω με το σουβλί να περάσει ο κερωμένος σπάγκος, να δέσει πιο πολύ η σόλα και μετά κόλλημα το τακούνι. Σειρά ένα πέταλο μισοφέγγαρο στο τακούνι κι ένα στη μύτη να προφυλάσσει το δέρμα. Αφού μπήκαν πάτοι και κορδόνια πιάσανε να γυαλίζουν και να ένα παπούτσι κατακόκκινο σαν τη φωτιά έτοιμο.
Παλιομοδίτικο λίγο ήταν το καλαπόδι και σαν έτσι βγήκε και το παπούτσι, μ’ αυτοί έμειναν ώρα πολλή να το κοιτάζουν περνώντας το από χέρι σε χέρι σιωπηλά. «Να το πουλήσουμε σε κανένα σακάτη μονοπόδαρο μισοτιμής», είπε ο Πανάγος. «Ξέρω ένα», συμπλήρωσε ο Στεφανής, «μα δεν θυμάμαι ποιο πόδι του λείπει, το δεξί ή το αριστερό;». Όλοι γέλασαν και πέρασε κάμποση ώρα με χωρατά, μα στο τέλος ο Στεφανής είπε σοβαρά-σοβαρά: «Αυτή είναι η αρχή. Γεια σας μαστοράντζες μου και τρέμετε καλφάδες της πιάτσας!».Κανείς δε γέλασε με την κουβέντα αυτή που σαν όρκος φάνηκε και ρίζωσε ελπίδα και όνειρα μέσα τους. Μα κανείς δε ρώτησε πότε θα έφτιαχναν και το δεύτερο.
Πάνω στις μέρες βήχας παράξενος έπιασε το μάστορα και κάθε μέρα χειροτέρευε. Σα να μην τον ενδιέφερε τόσο το μαγαζί και συχνά-συχνά το παραμελούσε κι όλο μεγαλύτερο βάρος έπεφτε στο Στεφανή. Σούρτα-φέρτα ο Μαστραργύρης στους γιατρούς λέει σοβαρός και στενοχωρημένος στο Στεφανή: «Στο σανατόριο θα μπω, μου λέει ο γιατρός, παραγιέ και το μαγαζί στα χέρια σου», κι άρχισε να του δίνει οδηγίες και φοβέρες μαζί. «Έτσι θα κάνεις αυτό, έτσι εκείνο, έτσι το άλλο».
Φυματίωση την είπαν την αρρώστια που έτσι απλά και ξαφνικά έκανε το Στεφανή, από παραγιό του κλότσου και μπάτσου, αφεντικό και μάστορα. Αυτός τις παραγγελιές, αυτός τα ψώνια και τις πληρωμές, αυτός τις εισπράξεις, αυτός τα κλειδιά. Τώρα όμως δούλευε με κέφι και φούσκωνε από περηφάνια που παιδαρέλι ακόμα είχε μαγαζί και κουμάντο. Στο μήνα απάνω ήξερε τα πάντα και με το κλείσιμο έπαιρνε το παλιοποδήλατο του αφεντικού του να πάει στο σανατόριο να του κάμει λογαριασμό πέρα για πέρα σπαθί, να του πει τα νέα και να πάρει οδηγίες.
Μέρα τη μέρα φόρα πήρε το καλφάκι και πήρε και παραγγελιά για καινούργια στιβάνια. Σαν έφτιαξε το πρώτο ζευγάρι πήγε γραμμή στο αφεντικό του να το δείξει. «Το και το αφεντικό και νάτα. Σ΄ αρέσουν;» Ο Μαστραργύρης μόνο από εγωϊσμό δεν έβγαλε φωνή ενθουσιασμού, μα δεν μπορούσε να μη δείχνει ευχαριστημένος και μέσα του σα να μετάνιωνε που τόσα χρόνια τον κράταγε στραβό και δεν του' χε μάθει όλα τα μυστικά.
Ο καιρός περνούσε και οι μετοχές του Στεφανή μεγάλωναν συνεχώς. Άθελά του άλλαξε και τη φωνή του και την έκανε πιο μπάσα να δείχνει πιο μεγάλος και να θυμίζει το αφεντικό του. Δυο μήνες πέρασαν ακόμα κι ο Αργύρης δεν έλεγε να φύγει από το σανατόριο κι όλοι είχαν μάθει στην πιάτσα το Στεφανή και κανείς δε ζήταγε το αφεντικό παρά μόνο αυτόν. Πλάκα του έκαναν τα κολλητήρια του και του έλεγαν πως άμα κακό ψόφο θα έχει ο Μαστραργύρης θα του ΄μενε το μαγαζί δικό του. Το έφερε τώρα η τύχη να γίνει παραγγελιά μεγάλη, 40 ζευγάρια κοντοστίβανα της Αγροφυλακής, μα θέλανε πρώτα προσφορά στην τιμή και σε 45 μέρες παράδοση. Πικάντικο νου είχε ο Στεφανής και σκέφτηκε πως είναι η ευκαιρία της ζωής του και σφύριξε το μυστικό στον Πανάγο και το Νικολή. «Ξαμοληθείτε να μάθετε πόσο προσφέρουν τα άλλα μαγαζιά και τα υπόλοιπα απάνω μου».
Την ίδια μέρα πάει σανατόριο και λέει του Μαστραργύρη που τον κοίταζε σαν αποσβολωμένος: «Σχέδιο έχω και τη δουλειά θα την πάρει το μαγαζί μα θέλω δυο βοηθούς να βγω στο χρόνο, τον Πανάγο και το Νικολή». Τι να πει ο μάστορας, να χαθεί τέτοια παραγγελιά; «Κάνε ό,τι νομίζεις» του' πε επιφυλακτικά. «Μάγκες σας έχω δουλειά, μόλις μάθετε τις πληροφορίες που σας είπα», ανακοίνωσε ο Στεφανής στους φίλους του, «μόνο κάντε γρήγορα».
Στις 3 μέρες απάνω έκλεψαν τις πληροφορίες, σαράντα φράγκα το ζευγάρι ο Πλουμής, σαράντα πέντε ο Γάτος, σαράντα ένα ο Φράγγος και σαράντα ο Τσινιάρης. «Τέλεια», λέει ο Στεφανής, και πήγε να παρακαλέσει τον παπά να του φτιάξει μια προσφορά κατά που κάνουν οι γραμματιζούμενοι, με 38 φράγκα το ζευγάρι και 30 μέρες παράδοση προς τη σεβαστή Διοίκηση Αγροφυλακής κλπ. «Ξέρετε ρε μάγκες γιατί λέω ότι θα κερδίσουμε το διαγωνισμό;» και πριν απαντήσουν, «γιατί εμείς θα τους δώσουμε και δείγμα και θα είμαστε και οι πιο φθηνοί. Εμπρός λοιπόν δουλειά!».
Όλοι τους την τέχνη έβαλαν κι ακόμη παραπάνω να γίνει στιβάνι μερακλίδικο, να καθρεφτίζεσαι μέσα, με τα καλύτερα πετσιά και φορτωμένο στην μπροκαδούρα να φάει δέκα μαδάρες κι αθάνατο να μείνει. Το πρώτο ζευγάρι βγήκε τέλειο και δεν ήξερες αν ήταν του χεριού δουλειά ή κάποιου εργοστασίου. Σαν πέρασε ο υπάλληλος της Αγροφυλακής να μαζέψει τις προσφορές, του ΄πε ο Στεφανής: «Πάρε την προσφορά και να και το δείγμα της δουλειάς και τα άλλα ακόμα καλύτερα θα' ναι». Σε 4 μέρες ο ίδιος υπάλληλος ήρθε και τους είπε: «Πήρατε τη δουλειά και υπογράψτε τα χαρτιά».
Πέσανε να φτιάχνουν σαν τρελοί και τρεις μέρες πριν παραδώσουν βαραίνει ο Αργύρης στο σανατόριο από πνευμονία και αφήνει χρόνους πίσω και το τζαγκάρικο. Δάκρυσε στην κηδεία του ο Στεφανής και πάνω από τον τάφο του του' δωσε συγχώρεση. «Ο Θεός να σου συγχωρέσει Μαστραργύρη κι ό,τι μου' χεις καμωμένα συχωρεμένα από λόγου μου. Είχες τις κακές σου μα είχες και τις καλές σου μπάντες».
Δυο μέρες θαμμένος ήτανε κι έγινε η παράδοση και πολύ άρεσαν τα παπούτσια και μπράβο πολλά τους είπαν μαζί μ' ένα χαρτί που τους ευχαριστούσε για την εξαιρετική δουλειά. Ένα πρωί πλάκωσε στο μαγαζί κι ένας ξάδελφος του πεθαμένου που είχε, λέει, να κάνει με το μαγαζί. Παίρνει τα κλειδιά του Στεφανή και κατεβάζει τα ρολά. Μα δεν έφτανε αυτό. Προστάτης ο Στεφανής, πάει να πει δεν πάει στρατό, μα ο Πανάγος παίρνει χαρτί να παρουσιαστεί. Πάνω που γέλασε το χείλι τους, να δυο ανάποδες απανωτές, να μείνουν στο δρόμο.
Σε σκέψη μαύρη πέσανε και βουβά κλαίγανε τη μοίρα τους κι ακόνιζαν το μυαλό τους τι να κάνουν να οικονομίσουν. «Ρε σεις», λέει ο Στεφανής σε μια σύναξη, «να αφήσουμε τις κλάψες και τα μοιρολόγια και να στρωθούμε στη δουλειά, γιατί μας βλέπω να τρώμε κόλλυβα και μακαρίες σ΄ όλη μας τη ζωή». «Να κάνουμε τι;», είπε ο Νικολής. «Δώστε βάση», απάντησε ο Στεφανής κι από τα χείλη του κρεμάστηκαν οι άλλοι δυο. «Τη δουλειά τη μάθαμε, αρβύλα και στιβάνι έχουν μεγάλη πέραση. Βοσκοί, μαδαρίτες, χωροφυλάκοι, αγροφύλακες, φαντάροι, πυροσβέστες, η σάρα κι η μάρα τα φορούν. Έχουμε το βραβείο της Αγροφυλακής, ή δεν το' χουμε; Το' χουμε. Ακούτε το λοιπόν. Παίρνουμε σβάρνα τα μαγαζιά και παίρνουμε παραγγελιές για λογαριασμό τονε μαζί με εργαλεία και καλαπόδια. Όλοι μας ξέρουν. Θα δείχνουμε και το χαρτί. Ένα ζευγάρι να παραγγείλει ο καθένας θα φτιάξουμε πενήντα, να κονομήσουν κι αυτοί κι εμείς. Γκέγκε; Μπρος, δώστε χέρια και ψάχνουμε για στέκι».
Έδωσαν τα χέρια Στεφανής και Νικολής και τον Πανάγο περίμεναν να κολλήσει το δικό του μα αυτός τους κοίταζε ερευνητικά και παραπονιάρικα. «Τι συμβαίνει ρε;», τον ρώτησε ο Στεφανής, «δεν είσαι μέσα ή δε σου γουστάρει;». «Μα φεύγω φαντάρος σ΄ ένα μήνα, τι συνεταίρος θα γίνω;», ψέλλισε και τους κοίταζε με αγωνία, πότε τον ένα και πότε τον άλλο, να πάρει απάντηση. Ο Στεφανής άνοιξε τα δάχτυλα της δεξιάς του παλάμης και του κόλλησε κατάμουτρα μια περιποιημένη μούτζα λέγοντάς του ζωηρά και θυμωμένα: «Να ρε, πάρε να' χεις! Και ποιος σου είπε ότι επειδή πας φαντάρος θα είσαι στην από' ξω» και μετά συνέχισε «και οι τρεις μαζί και στα καλά και στα κακά. Κόλλα το κι εσύ τώρα μη σε πάρει και σε σηκώσει». Κι ενώ του' λεγε αυτά τον έκανε μια αγκαλιά με το αριστερό και το χέρι του Πανάγου έσμιξε μαζί με τ’ άλλα. «Τρία Α θα σταμπάρουν τα παπούτσια μας να τα γνωρίζουν όλοι, να γίνουμε φίρμες». «Τρεις απένταροι», συμπλήρωσε ο Νικολής, για να πάρει απάντηση το αυστηρό βλέμμα του Στεφανή.
Την άλλη μέρα βάλθηκαν να ψάχνουν για μαγαζί Νικολής και Πανάγος, μα ο Στεφανής είχε άλλη ιδέα. Μια και δυο πάει και βρίσκει το Διευθυντή του Ορφανοτροφείου. «Το και το και αυτοί είμαστε, έτσι σκεφτόμαστε και αυτή είναι η φτιάξη. Θέλουμε να βοηθήσεις». Του άρεσε η ιδέα του διευθυντή. «Μα πώς να βοηθήσω;» ρώτησε. «Να βρεις τον ξάδελφο του μακαρίτη, να μας νοικιάσει το μαγαζί με το μήνα και να εγγυηθείς εσύ ότι είμαστε εντάξει παιδιά, έχουμε μπέσα και είμαστε δουλευταράδες».
«Εντάξει», είπε αυτός, «θα του μιλήσω». «Βρήκαμε τον ένα», σκέφτηκε ο Στεφανής. «Πάμε στον παπά τώρα και μετά στο δερματέμπορο, να βάλουν κι αυτοί ένα χεράκι μπας κι αλλάξει γνώμη ο κερατάς αυτός».
Αγύριστο κεφάλι ο συγγενής του μακαρίτη, ίσως γιατί περίμενε να πουλήσει εργαλεία κι έμβολο μα και σφίξη μεγάλη από ψιλό και πες ο ένας πες ο άλλος λέει το ναι. «Δυο νοίκια μπροστά, 110 το μήνα και σαράντα για τα εργαλεία». Η συμφωνία έγινε. Οι τρεις συνεταίροι μετρήθηκαν να μαζέψουν τα λεφτά. Παίρνουν το μαγαζί και πρώτα απ’ όλα βάλθηκαν να το βάψουν και να το καθαρίσουν. Όταν τέλειωσαν σε σκέψη μεγάλη έπεσαν για ταμπέλα γιατί χωρίς αυτή δουλειά δε γίνεται. Έπεσαν διάφορες ιδέες, «Τρεις φίλοι», «Τρεις άσσοι», «Τρία Α». Τελικά έφτιαξαν την ταμπέλα, «Υποδηματοποιείο ΑΑΑ». Σε μια κορνίζα κρέμασαν κατάφατσα την εύφημο μνεία της Αγροφυλακής και από κάτω «Προμηθευτές της Ελληνικής Αγροφυλακής». Ιδέα του Στεφανή ήταν που την είχε πάρει από ένα μπουκάλι μπύρας ΦΙΞ που έγραφε «Προμηθευτές της Βασιλικής Αυλής».
Το βράδυ πήραν χαρτί και μολύβι να κάνουν λογαριασμό πώς θα κάνουν τη δουλειά. «Για ένα ζευγάρι κοντοστίβανα θέλουμε 8 φράγκα στις σόλες, 6 στα λιανόπετσα, 0,50 στα κορδόνια, 2 στις κόλλες, μπροκαδούρα και πέταλα, 1 στη φόδρα. Χώρια ο κόπος μας, έχουμε 17,5 κόστος και πουλάμε 45. Άρα έχουμε 27,5 κέρδος. Να βγάλουμε εμείς 17,5 και 10 ο μεταπράτης χωρίς να κοπιάσει. Να φτιάξουμε μια δεκαριά ζευγάρια» λέει ο Στεφανής, «να στοκάρουμε δύο καλά μαγαζιά, να δούμε πώς πάει. Το κόλπο είναι τα παπούτσια να είναι σταμπαρισμένα από μέσα, πως είναι δουλειά δικιά μας, γι’ αυτό πάω τώρα αμέσως στο χυτήριο να παραγγείλω στάμπο».
Στρώθηκαν στη δουλειά οι τρεις φίλοι και με νυχτέρια και πολλή όρεξη, στη βδομάδα απάνω 8 ζευγάρια ήταν έτοιμα. Έτοιμο και το στάμπο από το χυτήριο, μια σιδερόβεργα που σε μια μικρή πλακίτσα είχε 3 Α ανάγλυφα. Πύρωμα της άκρης με το καμινέτο και επαφή με τον πάτο του παπουτσιού, λίγος καπνός και να σταμπαρισμένο με τα 3 Α το παπούτσι, πάει να πει Στεφανής-Νικολής-Πανάγος. Τέσσερα ζευγάρια πήρε ο Στεφανής να τα πάει στου Γάτου το μαγαζί που ήταν και γωνιακό κι είχε και βιτρίνα. «45 φράγκα το ζευγάρι και τα 10 δικά σου», είπε «κι όταν πουληθούν δίνεις τα λεφτά». Ο Γάτος τα στριφογύρισε για λίγο στα χέρια του να βρει ψεγάδι μα δεν μπορούσε. «Τι έχεις να χάσεις;», του λέει ο Στεφανής, «έχω κι άλλα νούμερα. Αν θέλεις αλλαγή μου κάνεις χαμπάρι στο μαγαζί». «Άστα να δούμε», είπε ο Γάτος δήθεν αδιάφορα.
Ο Πανάγος ξαμολήθηκε στο πρώτο αφεντικό του κι ο Νικολής στου Ψαρού. Φράγκο δεν πήρε κανένας μα στόκαραν το εμπόρευμα σε ξένα μαγαζιά με τη φίρμα τους κι αυτό ήταν σπουδαίο. «Τώρα τι γίνεται; Συνεχίζουμε να φτιάχνουμε ή περιμένουμε αν πουληθούν; Και αν δεν, τότε τι γίνεται πάλι;». Μα να που πρώτη καλή είδηση ήρθε από τον Ψαρό. Έστειλε τον παραγιό να ζητήσει αλλαγή για ένα νούμερο πιο μεγάλο κι απανωτά ολόκληρος Γάτος πρωί-πρωί αυτοπροσώπως να λέει του Στεφανή: «Και πόσα ζευγάρια μπορείς να μου φτιάξεις, ρε, στο τάκα-τάκα;». «Καμιά δεκαριά», απάντησε «σε 8 μέρες γιατί έχω παραγγελιές και δεν προφταίνω».
Η αλήθεια ήταν πως καμιά παραγγελιά δεν είχε μα το έκανε να πάρει πόντους το μαγαζί. «Εντάξει ρε, φτιάχτα και πάρε και μπροστάντζα, μα δεν θέλω να δίνεις σε άλλο από δω και πέρα». Κι έβγαλε 3 κατοστάρικα και τα πρότεινε στο Στεφανή. «Αυτό δεν γίνεται αφεντικό, μα εσένα θα σε φτιάχνω πρώτα. Και τι έγινε με την καβάντζα;», ρώτησε ο Στεφανής. «Ελα αύριο στο μαγαζί να πληρωθείς», του είπε ο Γάτος και του' κρυψε πως και τα 4 ζευγάρια πουλήθηκαν την ίδια μέρα.
Το ίδιο έγινε και με τα υπόλοιπα και στο δεκαήμερο κανένα μαγαζί δεν είχε παπούτσι τους. Όλοι παραγγέλνανε 2 και 3 ζευγάρια μα ο Γάτος έκανε θραύση και πολύ του άρεσε η όλη φτιάξη και παρήγγειλε και σκαρπίνια. «Ρε σεις, κρατηθείτε», είπε ο Νικολής μια μέρα, «εμείς θα γίνουμε εργοστάσιο» και συνέχισε «80 ζευγάρια για το ορφανοτροφείο και να το χαρτί του διευθυντή!».
Το πράμα χόντρυνε απότομα και απροετοίμαστους τους βρήκε, μα ο Στεφανής είχε τη λύση όπως πάντα κι όπως είχε και το σεβασμό όλων είπε σοβαρά: «Μάγκες, χρειαζόμαστε δυο μαστόρους κι ένα παραγιό να τρέχει και γρήγορα μάλιστα». Και βλέποντας τον Πανάγο σε αγωνία του είπε «Εσύ πας φαντάρος σε δέκα μέρες, το μαγαζί έχει πάρει φωτιά και μέχρι να γυρίσεις θέλουμε βοήθεια. Όσο για σένα μη φοβάσαι, η θέση σου είναι πάντα εδώ και το μερτικό σου από τα κέρδη θα σου το στέλνουμε με το ταχυδρομείο». Δάκρυσε ο Πανάγος και καθόλου δεν προσπάθησε να κρύψει τα δάκρυα του. Απεναντίας άφησε το Στεφανή να δει την ευγνωμοσύνη του.
Στις 20 του Οκτώβρη παρουσιαζόταν, στις 15 το μαγαζί δούλευε σα φάμπρικα. 4 καλφάδες στη σειρά, δυο παραγιοί του ορφανοτροφείου να τρέχουν συνέχεια και τη δουλειά δεν την πρόφταιναν. «Θα πάρουμε κι άλλο μάστορα», είπε ο Στεφανής, κι όποιο μαγαζί δεν πήγαινε καλά, σταμπαρισμένο το' χε κι έκανε την πρόταση «Έρχεσαι μεροκάματο ή με το ζευγάρι;». «Έρχομαι».
16 του Οκτώβρη συναπόβγαζαν τον Πανάγο στο βαπόρι μέσα σε μεγάλη συγκίνηση. Μια τσάντα με ξερά σύκα, τρεις κονσέρβες, παξιμάδι, ελιές και δυο σοκολάτες, μια αλλαξιά εσώρουχα, ένα σακάκι ολοκαίνουργιο κι ένα μικρό πακετάκι με ρολόϊ χεριού παρακαλώ, πληρωμένα όλα από το μαγαζί και φυσικά παράδες να έχει ό,τι του χρειαστεί. «Πρόσεχε μη φας φυλακή και να' ρθεις γρήγορα. Σε χρειαζόμαστε».
Στεφανής και Νικολής έκατσαν εκεί, έλυσε και βουρκωμένοι χαιρετούσαν τον Πανάγο που κρεμόταν στην κουπαστή. Το σκοτάδι που έπεφτε τους εμπόδισε να δουν πως έκλαιγε μα αναφυλητά γιατί ό,τι είχε στον κόσμο ήταν οι δυο φίλοι του και ο εαυτός του. Τις επόμενες μέρες βάλθηκαν να οργανώσουν το μαγαζί. 75 χρονών ήταν ο μπαρμπα-Ανέστης, κουτσός από θραύσμα όλμου στο Μικρασιατικό πόλεμο μα καλύτερος του δεν υπήρχε στο κόψιμο και στο γάζωμα. Ο Στεφανής του έκανε το προξενιό να αναλάβει αποκλειστικά μόνο το έμβολο και να κόβει χνάρια. Τώρα ήταν 6, βγάλε τον Πανάγο 5 και βάλε 2 παραγιούς 7.
Άρεσε στα μαγαζιά η τεμπέλικη αυτή λύση να παίρνουν έτοιμα, μα και στην πελατεία. Άλλο να παραγγέλνεις, να παίρνεις μέτρα, να προβάρεις, να πηγαίνεις, να ξαναπηγαίνεις και άλλο να το βλέπεις έτοιμο και γυαλισμένο, να παίρνεις και να φεύγεις. 14 ώρες δούλευαν συνέχεια, χωρίς σταματημό, εκτός μια ώρα να φάνε και το ταμείο άρχισε να φουσκώνει. Μαζί με το ταμείο και η φήμη τους για την καλή δουλειά και να δεις που άρχισαν να κοιτάζουν όλοι να δουν τα 3 Α μέσα στα παπούτσια, να ξέρουν ότι είναι εγγυημένα.
Μέρα τη μέρα η επιχείρηση μεγάλωνε, οι παραγγελιές απανωτές και τα μαγαζιά πέσανε στο παρακαλετό να προμηθευτούν σκαρπίνια, κοντοστίβανα και στιβάνια. Οι τρεις φίλοι ντύθηκαν ρούχα ανθρωπινά και ο Στεφανής πραγματοποίησε το όνειρο του, ένα καταπράσινο και αστραφτερό ποδήλατο με δυναμό και φανάρι, στέκα και σχάρα, κουδούνι και σημαιάκι και πατητήρες στην πίσω ρόδα για δεύτερο άτομο. Κάθε Σάββατο βόλτα κυριλέ στου Μπόλαρη και μετά γλυκό στην Τέρψη και την Κυριακή στην εκκλησία να φιλήσουν το χέρι του παπά, να ανάψουν κερί και να φάνε και καμιά μακαρία για να μην ξεχάσουν τη γεύση.
Τώρα ο Στεφανής με το ποδήλατο πετιόταν μέχρι το χωριό να δει τους δικούς του και πάντα με γεμάτα χέρια. Κάθε φορά που ο φυστικάς περνούσε έξω από το μαγαζί, ο Στεφανής έτρεχε να αγοράσει δυο σακουλάκια και φώναζε τους παραγιούς: «Ελάτε να φάτε ένα φυστίκι και μετά θα σας δείξω πώς φτιάχνουνε τα βάρδουλα, να γίνετε γρήγορα καλφάδες!». Σε μια γυάλινη κούτα που επίτηδες παρήγγειλαν έβαλαν το πρώτο παπούτσι και το στέριωσαν στον τοίχο για γούρι και για να θυμούνται.
Στο χρόνο απάνω να κι ο Πανάγος με άδεια. Χαρές και πανηγύρια! «Πάρε το βιβλιάριο σου και τα λεφτά είναι μέσα», του' παν. Τον επόμενο χρόνο ο Πανάγος γύρισε δόξα και τιμή στο μαγαζί, ενώ ήρθε ακόμα κι ο αδελφός του Στεφανή, ο Σταύρος. Αργότερα άλλοι δύο, ο ένας μάστορας. Στον τρίτο χρόνο δεν υπήρχε μαγαζί που να μην είχε παπούτσια δικά τους κι η παραγωγή ξεπερνούσε τα 600 ζευγάρια το χρόνο.
Με τα μούτρα ρίχτηκαν στην κατασκευή κι άφησαν κατά μέρος επισκευές και μεμονωμένες παραγγελιές. Η δουλειά μέρα τη μέρα πλήσιαινε και το μυαλό του Στεφανή έτρεχε να προλάβει τα γεγονότα. «Θέλουμε μεγάλο μαγαζί-εργαστήρι και μάλιστα δικό μας», είπε σοβαρά-σοβαρά, «να προλάβουμε τη ζήτηση πριν ξυπνήσουν άλλοι». Του δημοτικού, σχεδόν αγράμματος ο Στεφανής, μα το μυαλό του ξεκάθαρο και τα βήματά του πάντα σωστά και μετρημένα. Γρήγορα κατάφερε να αποκτήσει φήμη και πρόσωπο στην τράπεζα που έβλεπε καθημερινά καταθέσεις. Δωρεά στο ορφανοτροφείο ήταν το οικόπεδο κι η εκποίησή του για τις ανάγκες του ιδρύματος βρήκαν την 3 Α έτοιμη και καλά πληροφορημένη. Από δω κι από κει να το οικόπεδο δικό τους. Τώρα όμως είχαν μείνει ταπί. «Θα δουλεύουμε εδώ και θα φτιάχνουμε εκεί. Όταν θα κοντοτελειώνουμε θα ζητήσουμε από την τράπεζα δάνειο για κτίριο και μηχανήματα κι ο Θεός βοηθός».
Έτσι αποφασίστηκε κι έτσι έγινε. Τρία χρόνια σκληρής δουλειάς κι αρχές του τέταρτου χρόνου εγκαινίαζαν το κτίριο πιο μονιασμένοι κι αγαπημένοι παρά ποτέ. Οκτώ έμβολα στη σειρά, αποθήκη για τα δέρματα που αγόραζαν πια χοντρικά και δεκάξι μαστόροι, χώρια οι μαθητευόμενοι. Έφτιαξαν και κούτες με τη φίρμα τους, πήραν λογιστή κι έκαναν γραφείο με τηλέφωνο και γραμματέα. Ο τόπος δεν τους έφτανε πια και η εξέλιξη ήταν απίστευτη. Η εξαιρετική δουλειά έφερνε παραγγελιές απανωτές μα ο Στεφανής είχε πιο τολμηρά σχέδια. «Αντί να περιμένουμε πελάτες να έρθουν, θα πάμε εμείς σ’ αυτούς».
Να και το αυτοκίνητο με δείγματα κι ο κατάλληλος πλασιέ. Από μαγαζί σε μαγαζί, από πόλη σε πόλη και οι παραγγελιές σειρά όπως και οι προτάσεις για συνεργασίες. Γρήγορα ξεπέρασαν τα όρια της βιοτεχνίας κι έγιναν κοτζάμ εργοστάσιο. Ξεχρέωσαν, έκαναν λεφτά και οικογένειες μα ποτέ δεν ξέχασαν τα βάσανα που τράβηξαν για να φτάσουν μέχρι εδώ. Κι αν καμιά φορά η ζωή τους ξεγελούσε και η επιτυχία τους θόλωνε λίγο το μυαλό, υπήρχε κάτι που χωρίς να μιλά τους προσγείωνε αμέσως και μαλάκωνε την ψυχή τους. Ένα κόκκινο παπούτσι εκεί στον τοίχο ψηλά, σαν εικόνισμα, παλιομοδίτικο λίγο.