Γράφει ο Ανδρέας Φουράκης.
Λιόκουρνο, το κέρατο του φιδιού.
Πολλές φορές, κατά παραφθορά της λέξης, μπορεί να το ακούσουμε σαν λιόκρινο ή λιόκρουνο. Η σωστή ονομασία όμως είναι «λιόκουρνο». Έτσι αναφέρεται και στο «Ερμηνευτικό και ετυμολογικό λεξικό του δυτικοκρητικού γλωσσικού ιδιώματος» του Αντώνη Ξανθινάκη, στο οποίο ετυμολογείται από το λατινικό cornum.
Σκοπός μου δεν είναι μόνο να διαχωρίσω την αλήθεια από τη φαντασία και τα πραγματικά γεγονότα από το μύθο, που είναι βαθιά ριζωμένος, αλλά και να καταθέσω τη μαρτυρία μου για ό,τι βίωσα σχετικά, με την ελπίδα ότι κάποιοι που γνωρίζουν περισσότερα θα συμπληρώσουν πιθανόν πολύτιμες πληροφορίες ή στοιχεία για το λιόκουρνο. Αναμφισβήτητα έχει χαθεί πολύτιμος χρόνος και κατά τη δική μου εκτίμηση θα πρέπει να διανύουμε ήδη πολλές γενιές, ίσως πάνω από 5 έως 7, από την εξαφάνιση αυτού του είδους του φιδιού, αν εξαιρέσει κανείς τη μοναδική εμπειρία που είχα το έτος 1952, να δω με τα ίδια μου τα μάτια το φίδι αυτό.
Ζωγραφική αναπαράσταση του φιδιού καθ’ υπόδειξη μου, όπως το είδα το καλοκαίρι του 1952, από τον Χανιώτη ζωγράφο Πέτρο Ξενάκη.
Καίτοι ακόμα και σήμερα δεν υπάρχει υπερήλικας στη δυτική Κρήτη ο οποίος να μη γνωρίζει ή να μην έχει ακούσει για το λιόκουρνο και τις θεραπευτικές του ιδιότητες, το γεγονός ίσως μ’ άφηνε αδιάφορο εάν δεν είχα ζήσει ο ίδιος τη συνάντηση αυτή. Το νεαρό της ηλικίας μου δε μου επέτρεψε να αξιολογήσω άμεσα την τύχη αυτή, κάτι που έγινε όμως αρκετά χρόνια μετά, όταν διαπίστωσα ότι ενώ όλοι ήξεραν για το λιόκουρνο, κανείς δεν το ‘χε δει απ’ όσους το γνώριζαν και βρισκόταν εν ζωή. Έτσι άρχισα να ενδιαφέρομαι για ό,τι σχετικό, περισσότερο από περιέργεια και πείσμα και λιγότερο από λαογραφικό ενδιαφέρον, το οποίο έμελλε να με καταλάβει πολύ αργότερα.
Με τη διαπίστωση πάντα ότι η φήμη του λιόκουρνου είναι πολύ βαθιά ριζωμένη και ολοζώντανη σε όλη την ύπαιθρο της δυτικής Κρήτης ενέτεινα τις προσπάθειες και τις αναζητήσεις μου επί σαράντα και πλέον χρόνια, επί ματαίω όμως, αφού δεν κατάφερα ποτέ να βρω ούτε κάτοχο καν λιόκουρνου, παρόλο που αρκετές φορές έφτασα πολύ κοντά.
Θεωρώ σκόπιμο, πριν απ΄ όλα, να αναφέρω ότι σε ολόκληρη τη δυτική Κρήτη, η λαϊκή μνήμη συνταυτίζεται απόλυτα και θεωρεί ως αξίωμα τα παρακάτω:
1) Tις θεραπευτικές ιδιότητες που απέδιδε στα κέρατα του φιδιού.
2) Tις παθήσεις που αυτά γιάτρευαν και που ήταν κυρίως οι πάσης φύσεως αλλεργίες, εκζέματα και δηλητηριάσεις.
3) Ότι για να αποβάλλει το φίδι τα κέρατα του έπρεπε να σκεπάσει κανείς αυτό με ένα άσπρο πανί κατά τους περισσότερους, κόκκινο κατά τους υπόλοιπους, οπότε αυτό τα εγκατέλειπε.
4) Το ίδιο το φίδι δεν έχει κάποιο όνομα, ονομαστά μόνο είναι τα κέρατα του ως λιόκουρνο.
Τα έτη 1950-1952 κατασκευάστηκε, με το σχέδιο Μάρσαλ, η υπάρχουσα και σήμερα γέφυρα του ποταμού Ιάρδανου στο Δήμο Πλατανιά Χανίων. Δίπλα στη γέφυρα και σχεδόν επί της δυτικής όχθης του ποταμού βρισκόταν η αγροικία του παππού μου, στην οποία περνούσα τα καλοκαίρια μου. Την εποχή εκείνη το ποτάμι ήταν ένα σπουδαίο και πλουσιότατο οικοσύστημα με πάμπολλα είδη υδροβίων πτηνών και ερπετών.
Τη χρονιά εκείνη μόλις είχε αποπερατωθεί η κατασκευή της γέφυρας κι εγώ καθισμένος στην ακροποταμιά, με τις άκρες των ποδιών μου μέσα στο νερό, απολάμβανα ένα παγωμένο ποδόλουτρο και τη γύρω φύση. Τότε από αριστερά μου και από απόσταση ίσως και μικρότερη του μέτρου έφτασε στ’ αυτιά μου ήχος σαν φύσημα και στρέφοντας το κεφάλι μου αντίκρισα ένα κουλουριασμένο φίδι σε πλήρη παραλλαγή με το αμμοχάλικο της όχθης, εξ αιτίας της οποίας δεν το είχα αντιληφθεί, αν και τόσο κοντά μου. Ποτέ άλλοτε δεν είχα επαφή με φίδι και μη διαισθανόμενος κανένα κίνδυνο ή φόβο έπιασα με το δεξί μου χέρι ένα μικρό πετραδάκι και το πέταξα πάνω στο κουλουριασμένο φίδι, περισσότερο για να δω αν ήταν κάτι το ζωντανό και αν αυτό ήταν που παρήγαγε τον ήχο του φυσήματος που είχα ακούσει.
Ακολούθησε και δεύτερο πετραδάκι και τρίτο και τότε το φίδι ανασήκωσε το κεφάλι του σε ύψος περίπου δέκα εκατοστών, επαναλαμβάνοντας τον ήχο. Αν και ουδέποτε είχα δει φίδι από τόσο κοντά με εξέπληξε το γεγονός ότι στο κεφάλι του φιδιού υπήρχαν δύο μικρά κατάλευκα κερατάκια ύψους ενός εκατοστού, τα οποία έγερναν ανεπαίσθητα προς τα πίσω και οι κορυφές τους βρίσκονταν σε ελαφρά διάσταση από τις βάσεις τους εκατέρωθεν του μέσου του κεφαλιού του, σχηματίζοντας V. Θεώρησα το γεγονός όχι σπουδαίο, αλλά αστείο, και αφού σηκώθηκα από χάμω κατευθύνθηκα προς το σπίτι και απευθυνόμενος προς την αδελφή της γιαγιάς μου Χρυσώ Τρουλλάκη και την αδελφή του πατέρα μου Ειρήνη Φουράκη (η οποία βρίσκεται ακόμη εν ζωή) τους είπα: «Ελάτε να δείτε ένα αστείο πράγμα» και συμπλήρωσα «Ένα φίδι που έχει κέρατα». Η θεία μου η Ειρήνη τότε έκανε το σταυρό της και είπε: «Ο Ιησούς Χριστός νικά! Ο διάολος θα είναι». Η Χρυσώ όμως, μ’ έπιασε από το χέρι και, τραβώντας με, μου' πε: «Το λιόκουρνο, το λιόκουρνο θα' ναι! Πάμε να δούμε, το' χω ακουστά μα δεν το' χω δει ποτέ μου».
Και οι τρεις μαζί πήγαμε δίπλα στο φίδι, που κουλουριασμένο ακόμα, δεν έδειχνε καμία διάθεση να τραπεί σε φυγή με την παρουσία μας. Μόνο ένα τμήμα του σώματος του είχε κάπως τεντωμένο προς τα πάνω σαν να ήθελε να επιδείξει τα δύο μικρά κερατάκια που σαν κατάλευκοι χαυλιόδοντες προεξείχαν. Η θεία μου η Ειρήνη, αγχώδης πάντα, τρομοκρατημένη, μας τράβαγε να φύγουμε μακριά από το φίδι, μα η Χρυσώ ήθελε να το βλέπει όπως κι εγώ και για να μη χάσουμε το θέαμα κάναμε τον κύκλο του σπιτιού και πάνω από τη γέφυρα πια το περιεργαζόμασταν για πάνω από δεκαπέντε λεπτά τουλάχιστον ακόμα, από απόσταση 3-4 μέτρων.
Τότε κάποια στιγμή η Χρυσώ είπε: «Αν είχαμε τώρα ένα κόκκινο πανί να του το πετάξουμε, να το σκεπάσει, θα άφηνε τα κέρατα του και θα έφευγε. Ξέρετε, δεν υπάρχει καλύτερο φάρμακο από το λιόκουρνο». Ήταν η πρώτη φορά που άκουγα αυτά τα πράγματα. Ξαφνικά, χωρίς καθόλου να βιάζεται, το φίδι ξετύλιξε το κορμί του και σύρθηκε μέχρι το νερό, όπου άρχισε να κολυμπά νωχελικά στην επιφάνεια, με το κεφάλι απ' έξω, κατά το γνωστό τρόπο που τα φίδια κολυμπούν. Διέσχισε το μισό πλάτος του ποταμού και τυλίχτηκε σε μια σιδερένια βέργα που είχε μείνει από τα έργα κατασκευής της γέφυρας να προεξέχει καρφωμένη ένα μέτρο περίπου έξω από την επιφάνεια του νερού. Εκεί σταμάτησε για λίγο και αμέσως μετά άρχισε να αναρριχάται προς την κορυφή της βέργας μέχρι που συνάντησε το κενό. Εκεί έμεινε για πέντε ολόκληρα λεπτά ακίνητο. Μετά έστρεψε το κεφάλι του προς τα κάτω και αφού κατέβηκε διέσχισε το υπόλοιπο του ποταμού κολυμπώντας επιφανειακά, κατά τον προηγούμενο τρόπο, μέχρι την απέναντι όχθη, όπου εξαφανίσθηκε μέσα στην πυκνή βλάστηση.
Σήμερα, φέρνοντας στο μυαλό μου τις ολοζώντανες αυτές εικόνες που χαράχτηκαν στη μνήμη μου ανεξίτηλα, βγάζω διάφορα συμπεράσματα και κάνω υποθέσεις, προσπαθώντας να αξιοποιήσω τα στοιχεία της εμπειρίας μου αυτής. Θυμάμαι ότι το φίδι βρισκόταν κουλουριασμένο σε σκιερό μέρος κι όχι σε ήλιο όπως συνηθίζουν τα ψυχρόαιμα προκειμένου να μαζέψουν θερμότητα. Υποθέτω ακόμα ότι η αναρρίχηση του στη σιδερένια βέργα που προεξείχε του νερού ίσως έγινε διότι ακουμπώντας σ’ αυτήν διαπίστωσε ότι ήταν ζεστή και άρχισε να ανεβαίνει προς την κορυφή της που ως πιο απομακρυσμένη από το νερό θα ήταν σίγουρα ακόμα πιο ζεστή, ακριβώς για να συλλέξει θερμότητα.
Αν εξαιρέσει κανείς τα κερατάκια, το φίδι δεν διέφερε σε τίποτα από ένα κοινό νερόφιδο όπως αυτά που αφθονούσαν στην περιοχή. Ήταν σχετικά μικρού μεγέθους, όχι πάνω από 50-60 εκατοστά και το χρώμα του ήταν σκούρο καφε-πράσινο με το πράσινο να υπερισχύει. Από το μήκος και το πάχος του κορμού του, με τις μετέπειτα εμπειρίες μου, μπορώ να συμπεράνω σήμερα με βεβαιότητα ότι επρόκειτο για νεαρό φίδι, 2 ετών το πολύ. Η μη φυσιολογική του αντίδραση στην παρουσία ανθρώπων μου δημιουργεί το ερώτημα μήπως βρισκόταν στο πρώτο στάδιο από το ξύπνημα μετά από τη χειμέρια νάρκη. Πάντως χτυπημένο δεν ήταν πουθενά, ενώ κατά τη φυγή του δεν επιτάχυνε την ταχύτητα κολύμβησης καταδυόμενο στον πυθμένα, όπως κάνουν όλα τα νερόφιδα όταν διαισθανθούν κίνδυνο, αλλά κολυμπούσε νωχελικά στην επιφάνεια με τρόπο και ρυθμό που αυτά κολυμπούν όταν απλώς θέλουν να μετακινηθούν.
Ένα άλλο ερώτημα που με απασχολεί είναι μήπως το είδος του φιδιού αυτό αποκτούσε τα κέρατα κατά τη χειμέρια νάρκη ή κατά την περίοδο της αναπαραγωγής του για να τα αποβάλλει αμέσως μετά. Αυτόν τον συλλογισμό μου ενισχύει η γενικώς διαδεδομένη φήμη ότι αν σκέπαζες με ένα πανί το φίδι τα κέρατα έπεφταν αμέσως. Σήμερα συλλογίζομαι ότι είναι πολύ φυσιολογικό εάν κανείς θέλει να πιάσει ένα φίδι να χρησιμοποιήσει ένα ρούχο που θα το ρίξει απάνω του, αποφεύγοντας τυχόν επίθεση του φιδιού, αλλά και να το πιάσει με γυμνά χέρια. Αν αληθεύει ότι σε μια τέτοια φάση το φίδι απέρριπτε τα κέρατα του, αυτό δεν εξηγείται αλλιώς παρά μόνο ότι αυτά ήταν ήδη έτοιμα να πέσουν.
Υποθέτω λοιπόν ότι αν όλα αυτά αληθεύουν το είδος αυτού του φιδιού θα έβγαζε ίσως για πολύ λίγο καιρό τα κέρατα αυτά, ίσως κατά την περίοδο της νάρκης, για να τα αποβάλλει αμέσως μετά το ξύπνημα. Ακόμα και μια άλλη παρατήρηση μου συνηγορεί προς αυτήν την εκδοχή. Τα δύο μικρά κερατάκια, όπως τα περιέγραψα, είχαν μια σχεδόν ανεπαίσθητη κλίση προς τα πίσω, δηλαδή ήταν σχεδόν κάθετα φυτρωμένα στο κεφάλι του φιδιού, παρεμποδίζοντας ασφαλώς την κίνηση του, ενώ αυτό υποχρεωμένο να κινείται έρποντας θα διέσχιζε πυκνή βλάστηση και φυσικά εμπόδια. Το ερώτημα είναι αν τα κερατάκια αυτά ήταν προορισμένα να τα φέρει το φίδι στο κεφάλι του σε όλη τη διάρκεια της ζωής του, τότε ασφαλώς, λόγω της προσαρμοστικής ικανότητας κάθε έμβιου οργανισμού στις λειτουργικές ανάγκες του, θα έπρεπε να είχαν μεγάλη κυρτότητα προς τα πίσω ώστε να εξασφαλίζουν την ελεύθερη του κίνηση δια μέσου εμποδίων Να βρισκόταν άραγε το φίδι που είδα στην έναρξη αυτής της διαδικασίας και σε αυτήν να οφειλόταν η ασυνήθιστη για ερπετό αφοβία για την ανθρώπινη παρουσία από τόσο κοντά;
Κατά τη διάρκεια των αναζητήσεων μου, μου εξιστορήθηκε περιστατικό από τη Δασκαλάκη Αργυρώ, το οποίο και αυτό κατά κάποιο τρόπο ενισχύει την εκδοχή αυτή. Συγκεκριμένα η Δασκαλάκη Αργυρώ υπήρξε μάρτυρας διαλόγου μεταξύ δύο γερόντων στο οροπέδιο του Ομαλού, που ο ένα διηγούταν στον άλλο ότι σηκώνοντας τη φρέζα ενός τρακτέρ κάτω απ’ αυτήν ήταν κουλουριασμένα δύο μεγάλα φίδια. Τότε ο άλλος τον ρώτησε: «Και βαστάγανε μωρέ το λιόκουρνο ή δεν το βαστάγανε;». Να ήταν άραγε ένα συνηθισμένο ειρωνικό πείραγμα η ερώτηση αυτή ή μια σημαντική μαρτυρία-επιβεβαίωση ότι το συγκεκριμένο φίδι άλλοτε είχε και άλλοτε δεν είχε κέρατα; Μήπως η παραγωγή ήχου από το φίδι ήταν ένα ερωτικό κάλεσμα όπως πολλά ζώα συνηθίζουν;
Το έτος 1968 ο Αρναντωνάκης Δημήτριος σε ηλικία τότε 70 ετών, καταγόμενος από τα Μεσκλά Κυδωνίας μου διηγήθηκε ότι ο ίδιος δεν είχε δει ποτέ το φίδι αυτό αλλά ο υπεραιωνόβιος πατέρας του του έλεγε ότι κάποτε υπήρχαν τέτοια φίδια στη Μαδάρα, με κέρατα τα οποία σφύριζαν τη νύχτα. Ένα άλλο στοιχείο που με κάνει σήμερα να συγκλίνω σ΄ αυτήν την εκδοχή είναι η σπανιότητα του λιόκουρνου. Ελάχιστοι και τυχεροί ήταν αυτοί που είχαν στην κατοχή τους τα κέρατα του φιδιού και περίφημοι και περιζήτητοι ήταν προκειμένου να γιατρέψουν τις διάφορες ασθένειες που αυτά πίστευαν ότι θεράπευαν. Όποιος τα είχε στην κατοχή του ήταν κάτι σαν πρακτικός γιατρός με όλα τα οικονομικά και κοινωνικά οφέλη που αυτό συνεπαγόταν. Τι πιο φυσικό λοιπόν από το να φρόντιζαν όλοι να έχουν από ένα λιόκουρνο τους παλαιότερους καιρούς και γιατί αυτό δε συνέβαινε αλλά ο κάτοχος τους ήταν δακτυλοδειχτούμενος και ονομαστός;
Τόσο πολύ πίστευε ο κόσμος στις θεραπευτικές ιδιότητες του λιόκουρνου ώστε ο γνωστός και αγαπητός σε όλους Χανιώτης γιατρός Σφακιωτάκης Γεώργιος σε ηλικία 101 ετών μου διηγήθηκε τα παρακάτω: «Όταν ήμουν στο ιατρείο μου, στο Καστέλλι Κισσάμου, τα πρώτα χρόνια που εξάσκησα το επάγγελμα μου, κάποιος χωρικός μου έφερε το παιδί του το σώμα του οποίου ήταν γεμάτο από φουσκάλες και σπυριά και συγχρόνως βασανιζόταν από μεγάλη φαγούρα. Ενώ το εξέταζα, κάποιος παρευρισκόμενος στο ιατρείο μου, αγνοώντας την ιδιότητα μου, σε έντονο προστακτικό ύφος είπε στο γονιό του παιδιού: «Πάρε το γιο σου και πήγαινε στο Συρίλι να βρεις τη Φυλντικάκαινα που έχει το λιόκουρνο να σου το γιάνει αμέσως!».
Ο ίδιος γιατρός μου υπέδειξε συγγενείς της Φυλντικάκη με τους οποίους ήρθα σε επαφή και μου επιβεβαίωσαν ότι όντως είχε στην κατοχή της λιόκουρνο. Το ότι το λιόκουρνο ήταν καταξιωμένο από γενεές και γενεές σα φάρμακο φαίνεται και ακόμα επί των ημερών μας, όταν κάποιοι γεροντότεροι πίνοντας παλιό καλό κρασί εκδηλώνουν την ευχαρίστηση τους λέγοντας: «Αυτό δεν είναι κρασί, είναι λιόκουρνο!», εννοώντας ότι είναι φάρμακο. Και είναι αιτία σύγχυσης η παρομοίωση αυτή από τους γεροντότερους, διότι αρκετές φορές ρωτώντας νέους αν έχουν ακούσει για το λιόκουρνο ή αν ξέρουν τι είναι το λιόκουρνο, πήρα την απάντηση ότι είναι είδος κρασιού.
Απ’ ότι μπόρεσα να διαπιστώσω φαίνεται ότι το λιόκουρνο είχε κυρίως τη φήμη του αντίδοτου κατά των δηλητηριάσεων, αλλά χρησιμοποιούταν και προληπτικά για να εξουδετερώσει εσκεμμένη απόπειρα δηλητηριάσεως. Φαίνεται όμως ότι πολλοί διέσπειραν τη φήμη ότι ήταν κάτοχοι λιόκουρνου και για να αποτρέψουν πιθανές απόπειρες δηλητηριάσεως εναντίον τους, αφού υπήρχε ο κίνδυνος γι’ αυτόν που θα το επιχειρούσε να αποκαλυφθεί, όπως θα δούμε παρακάτω.
Αν ανατρέξουμε ιστορικά στο παρελθόν, από το μεσαίωνα και μετά θα διαπιστώσουμε τη χρυσή εποχή των δηλητηρίων ως μέσο εξόντωσης αντιπάλων. Μέθοδος ιδιαίτερα συνηθισμένη από τους Ενετούς, αλλά και τους Βυζαντινούς. Λογικό θα ήταν λοιπόν να εφοδιάζονται τα υποψήφια θύματα και στόχοι με λογής-λογής φυλαχτά και αντίδοτα, άλλοτε έχοντα πραγματικά κάποια ιατρική θεραπευτική αξία και άλλοτε μόνο κατά φαντασία που δημιουργούσαν έντεχνα κάποιοι επιτήδειοι. Ίσως λοιπόν η εποχή αυτή να γιγάντωσε τη φήμη της θεραπευτικής αξίας του λιόκουρνου, για την οποία δεν υπάρχει καμία πιστοποιημένη ιατρική επιβεβαίωση και την οποία αμφισβητώ κι εγώ και διεσώθη μέχρι την εποχή μας.
Από πολλές πληροφορίες συμπεραίνεται ότι γαμουλιώτες και χαροκόποι φορούσαν το λιόκουρνο στο λαιμό τους στα γλέντια και πριν πιουν κρασί το έριχναν μέσα στην κούπα. Αν το κρασί άφριζε τότε αυτό σήμαινε ότι περιείχε δηλητήριο και δεν το έπιναν. Η πλέον συνηθισμένη χρήση ήταν πάντως η εμβάπτιση του κέρατου στο νερό και μετά η κατάποση ή η επάλειψη στο σώμα στις περιπτώσεις εκζεμάτων.
Στο προαναφερθέν βραβευμένο λεξικό του Α. Ξανθινάκη διαβάζουμε: «Λιοκουρνίζω το νερό = καθιστώ με λιόκουρνο ιαματικό το νερό" (έβαζαν το λιόκουρνο μαζί με ένα εικονισματάκι σε ένα πιάτο με νερό και το εξέθεταν στον ήλιο).
Ένα ακόμη περιστατικό που διαδραματίστηκε στο Ενετικό Λιμάνι των Χανίων, το έτος 1958, καταμαρτυρά σαφώς την πολυτιμότητα και σπουδαιότητα που ο λαός απέδιδε στο λιόκουρνο. Οι μεταφορές δομικών υλικών, κυρίως τσιμέντου, γινόταν από τα πλοία με μακρύκαρα, οι καραγωγείς των οποίων συχνά μάλωναν μεταξύ τους συναγωνιζόμενοι το αγώγι. Προσπαθώντας να ηρεμήσει δύο απ’ αυτούς, κάποιος τρίτος τους είπε: «Ούτε το λιόκουρνο να μοιράζατε δεν θα κάνατε έτσι!».
Τον διάλογο αυτό μου μετέφερε ο καραγωγέας Σαμαρτζής Ανδρέας, εκ Χανίων, καταγόμενος από τη Μικρά Ασία και είναι μια σημαντική μαρτυρία στην οποία το λιόκουρνο θεωρείται ως πολύτιμο απόκτημα, ικανό να προκαλέσει διαμάχες διεκδίκησης. Κι εδώ ακριβώς τίθεται ένα άλλο ερώτημα. Μήπως η σπανιότητα του και τα οικονομικά και κοινωνικά οφέλη των κατόχων του οδήγησαν πολλούς επιτήδειους σε σκόπιμη απάτη να εμφανίζουν δήθεν ως λιόκουρνο διάφορα άλλα μικροοστά διαφορετικών ζώων; Η δική μου απάντηση είναι σίγουρα ναι και θα παραθέσω κάποια αποδεικτικά στοιχεία, πέρα από το κοινό λογικό επακόλουθο.
Στα κέρατα και στα δόντια των ζώων διάφοροι λαοί απέδιδαν πολλές ιδιότητες, άλλοτε θεραπευτικές, άλλοτε μαγικές κι αφροδισιακές. Αφρικανοί κι ερυθρόδερμοι στολίζονταν με δόντια και κέρατα ζώων που εκφράζουν τη δύναμη προκειμένου να αποκτήσουν κι αυτοί, ενώ οι Ασιάτες ακόμα και σήμερα χρησιμοποιούν κέρατα ελαφιού, ρινόκερου κλπ ως αφροδισιακά και θεραπευτικά.
Όσο αφορά τα ερπετά με κέρατα, αν εξαιρέσει κανείς κάποια είδη σαύρας που φέρουν οστέϊνες προεξοχές στο σώμα και το κεφάλι, το μόνο κερασφόρο φίδι που είναι γνωστό στην παγκόσμια ερπετολογία είναι η αφρικανική έχιδνα η κερασφόρος που ζει χωμένη μέσα στην άμμο. Η έχιδνα αυτή όμως φέρει στο κεφάλι της δύο προεξοχές τριγωνικές, καλυμμένες με δέρμα, ως συνέχεια του δέρματος του σώματος της και αποτελούν μορφώματα που δεν είναι οστέϊνα αλλά σαρκώδη και, συνεπώς, μη διατηρήσιμα.
Συγκρίνοντας τις προεξοχές της αφρικανικής έχιδνας με τα κέρατα του φιδιού που εγώ είδα, διαπίστωσα ότι δεν υπάρχει καμία συγγένεια ή ομοιότητα, ούτε κατ’ ελάχιστο. Τα δύο κατάλευκα μικρά κερατάκια του λιόκουρνου, γυμνά από δέρμα, χοντρότερα στη βάση τους και μυτερά στην κορυφή τους, αν ήταν λίγο περισσότερο γυρτά θα ήταν ακριβώς μικρογραφία χαυλιοδόντων ελέφαντα, ενώ η παρατήρηση τους από τόσο κοντά για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα δεν άφησε κανένα περιθώριο αμφιβολίας ή σύγχυσης για το τι είχαμε δει.
Κρίνω σκόπιμη την παραπάνω αναφορά μου γιατί στην περιοδική έκδοση του Δήμου Χανίων «Ελλωτία», τόμος 10, σελίδα 295, δημοσιεύθηκε άρθρο του κ. Ι. Αλφιέρη στο οποίο παρουσιάζεται και φωτογραφία του λιόκουρνου, ουδόλως ανταποκρινόμενη σε αυτό που εγώ είδα και που με κάνει να πιστεύω ότι πολλοί παρουσίαζαν ως λιόκουρνο διάφορα άλλα οστάρια. Σε πρόσφατη επαφή που είχα με ειδικό ερπετολόγο του Μουσείου Φυσικής Ιστορίας στο Ηράκλειο βεβαιώθηκα ότι ουδεμία πληροφορία υπάρχει γι’ αυτό το φίδι το οποίο όμως και αυτοί έχουν ακουστά.
Στις διάφορες αναζητήσεις μου διαπίστωσα με μεγάλη μου έκπληξη ότι η φήμη του λιόκουρνου μπορεί να είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη και ζωντανή στη Δυτική Κρήτη, δεν αποτελεί όμως μοναδικότητα στον ελληνικό χώρο όπως νόμιζα μέχρι τώρα. Απ’ άκρου εις άκρον όλος ο ελληνικός χώρος έχει να διηγηθεί γεγονότα, ιστορίες και θρύλους σχετικά με το λιόκουρνο που πολλές φορές αναφέρεται σαν «λιόκρινο» , «λιόκρουνο» και «τόπακας».
Ενδεικτικά αναφέρω μερικές απ’ αυτές τις πληροφορίες που συνέλεξα μέσω του διαδικτύου. Μια διαδεδομένη παράδοση θέλει ένα μικρό κερασφόρο φιδάκι, το λιόκρινο, όπως τουλάχιστον ονομάζεται στην Αργολίδα, να είναι ο φύλακας του σπιτιού και να θεωρείται μεγάλη τύχη εάν κανείς αποκτήσει τα κέρατα του και αντίστοιχα μεγάλη γρουσουζιά αν κάποιος το σκοτώσει. ΄Όπως επίσης αναφέρεται στο ίδιο κείμενο ορισμένες μάγισσες της γειτονιάς χρησιμοποιούσαν το λιόκρινο για να ξεματιάσουν από τη βασκανία.
Μια ιστορία λέει για ένα χωριό της Φλώρινας, όπου επί Τουρκοκρατίας αγόρασε ένας Τούρκος μια περιοχή στην οποία βρήκε ένα φίδι με κέρατα που κατάφερε να το αιχμαλωτίσει και το έδειξε και σ’ άλλους. Στη συνέχεια, παρόλο που του έλεγαν να μην το σκοτώσει, αυτός το σκότωσε. Μέσα στις επόμενες λίγες μέρες όλα τα σπίτια της περιοχής που του ανήκαν γκρεμίστηκαν, όχι όμως από ανθρώπινη επέμβαση.
Υπάρχει και μια ιστορία στον Έβρο που τη λένε οι παππούδες συνέχεια, αλλά και νέοι ψαράδες. Υπάρχει λένε στον ποταμό ένα φίδι με κέρατα, που ονομάζεται σαΐτα και πετάει ή μάλλον εκτινάσσεται, καλύτερα, πολύ γρήγορα όταν έχει άγριες διαθέσεις. Μια όχι και τόσο παλιά παράδοση περίπου 60 χρόνια πριν, λέει ότι σε μια τοποθεσία στη δυτική Αργολίδα ζούσε ένα πολύ μεγάλο κερασφόρο φίδι, το οποίο σκότωσε ένας άνθρωπος όταν εκείνο δοκίμασε να καταπιεί το φίλο του που κοιμόταν κάτω από ένα δέντρο.
Πριν από περίπου 5 χρόνια στην περιοχή Αλεποχώρι Μεγάρων αναφέρθηκε από λίγους ανθρώπους η ύπαρξη ενός υπερφυσικού φιδιού το οποίο έφερε τρίχωμα στο ογκώδες κεφάλι του καθώς και κέρατα.
Το θηρίο του Λεφτινιού:
Στην τοποθεσία Λεφτίνι, εκεί που μέχρι το 1960 ήταν πολλοί ποτιστικοί κήποι, ζούσε τα παλιά χρόνια ένα θηρίο με τέσσερα πόδια κι ένα κέρατο στο κεφάλι το «λιόκρουνο» που είχε θεραπευτικές ιδιότητες. Τα δόντια το θηρίου ήταν φαρμακερά κι έμοιαζε με γουρουνόπουλο.
Υπήρχε όμως κι ένα άλλο θηρίο που ζούσε στα νερά του γειτονικού χωριού «Γαϊτσές» (Κέντρο). Πολλές φορές τα δύο θηρία μάλωναν. Σε μια μάχη το θηρίο του Λεφτινιού τραυματίστηκε βαριά και πήγε και ψόφησε μέσα στις καρκάνες (βαθιές τρύπες) του Πουλέϊκου κήπου στο Λεφτίνι. Οι Λεφτινιώτες που το χωριό τους ήταν κοντά στους κήπους βρήκαν ύστερα από χρόνια το λιόκρουνο του θηρίου και το πήρε ο γέρο-Γιάνναρης. Αυτός λίγο πριν πεθάνει το έδωσε στον ανηψιό του Ανδρέα Βενιζελέα. Το λιόκρουνο ήταν πολύτιμο γιατρικό για φιδοδάγκωμα. Όποιον δάγκωνε φίδι του δίνανε να πιει ένα ποτήρι νερό που μέσα είχαν διαλύσει ξύσμα από το λιόκρουνο κι ο φιδοφαγωμένος γιατρευόταν. Οι κάτοικοι του Λεφτινιού όταν νικήθηκε και ψόφησε το θηρίο τους θεώρησαν το ζήτημα πολύ προσβλητικό κι εγκατέλειψαν το χωριό τους. Μετακινήθηκαν νοτιότερα περί τα 700 μέτρα κι έχτισαν ένα νέο χωριό με το ίδιο όνομα που υπάρχει μέχρι και σήμερα. Το αρχαίο Λεφτίνι ήταν μεγάλο χωριό και μάλιστα πρωτεύουσα του Δήμου Λεφτινίου. Σήμερα στο μικρό συνοικισμό Λεφτίνι ζουν μόνο 3 οικογένειες.
Ιστορίες για βοϊδοκέφαλα φίδια με τρομακτικά κεφάλια, για φίδια που φυλάσσουν χωριά και βασιλιάδες εξιστορούνται ακόμα σήμερα στην Πάτμο, στα Καλάβρυτα, στην Κεφαλλονιά, στη Μακεδονία, στις Κυκλάδες. Μια από τις πλέον διαδεδομένες (αν και σε παραλλαγές) είναι αυτή του «τόπακα». Ενός φιδιού με χρυσά κέρατα που κάθε χρόνο τα αλλάζει. Όποιος τύχει να δει ένα τέτοιο φίδι δεν πρέπει να φοβηθεί αλλά να ρίξει τα ρούχα του κάτω και να περιμένει. Το φίδι θα πάει να κυλιστεί στα ρούχα του και θ’ αφήσει εκεί τα χρυσά του κέρατα.
Στη μονή Σκαφιδιάς στην Ηλεία μεταξύ των άλλων κειμηλίων υπάρχουν και τα εξής: Πόρπες ασημένιες, σφραγίδες της μονής, κλώνοι μαργαριταριών, δαχτυλίδια, αγία ζώνη ενεπίγραφη από ιερομόναχο Ραφαήλ από Σκαφίδια (1765), ασημοζώναρα, όπλα, ορμανθός γροσίων, ογκώδες χαβάνι, λιόκρινο… κλπ.
Ακόμα στο βιβλίο «Συμβολή στα Λαογραφικά Κρήτης», Αθήνα 1949, στη σελίδα 80 η λαογράφος Ευαγγελία Φραγκάκη αναφέρει για το λιόκουρνο τα εξής: «Τον παλιό καιρό στην Κρήτη υπήρχαν όφιδες φαρμακεροί και είχαν κέρατα. Λένε πως ήσανε ερχόμενοι στην Κρήτη κολυμπητά από το Νησίρι. Ο Άγιος Τίτος τα εξολόθρευσε όπως και κάθε δηλητηριώδες ερπετό της Κρήτης. Των φιδιών αυτών τα κέρατα και οι γλώσσες έχουν θεραπευτικές ιδιότητες. Έχουν και του Αγιοκωνσταντινάτου τη χάρη, διώχνουν και τις σφαίρες, ως θεραπευτικόν επί αύτρας, επί αναφυλαξίας κλπ. Βάζεις το λιόκουρνο στο νερό, το αφήνεις στ΄ άστρα, να αστρονομιστεί και μετά πίνεις το νερό νηστικός, κάνεις επαλείψεις, μπουκώματα κλπ. Ως προστατευτικό από τα μάγια και τις σφαίρες το κρατείς απάνω σου. Στα σημερινά χρόνια τέτοια πράγματα δεν υπάρχουν μα αν καμιά φορά παρουσιαστεί μπροστά του κανενούς ένας τέτοιος όφις πρέπει να' ναι τρομήτερος, να ρίξει μάνι-μάνι επάνω ντου ένα άσπρο πανί-μαντήλι, να πέσουν τα κέρατα». Δοξασίες, μύθοι κι αλήθειες σ’ ολόκληρο τον ελληνικό χώρο διαιωνίζουν και συντηρούν το μυστήριο του λιόκουρνου.
Στην Κρήτη συνηθισμένη ρήση είναι η παρακάτω: «Ψώμα κι αν ακούσεις, ψώμα ούλο δεν είναι». Και ίσως ταιριάζει στην περίπτωση του λιόκουρνου, μια και η αλήθεια κρύβεται ανάμεσα σε μύθους και θρύλους. Έτσι δικαιολογώ απόλυτα όσους πιστεύουν ότι το κερασφόρο αυτό φίδι είναι μόνο ένας μύθος, γιατί κι εγώ το ίδιο θα πίστευα σήμερα αν έλειπε εκείνη η συνάντηση μαζί του το ζεστό πρωινό του καλοκαιριού του 1952.