Rib and Sea

Το σωσίβιο, το quick stop και η ζώνη σώζουν ζωές

Μίμης Μόντες. Ο λαϊκός ποιητής της Ζακύνθου.

Συνέντευξη του λαϊκού Ζακυνθινού ποιητή Διονύση Καλού (Μίμη Μόντε) στον Ιωσήφ Παπαδόπουλο.

Φωτ/φίες - αεροφ/φίες : Ιωσήφ Παπαδόπουλος.

O Μίμης Μόντες ή Διονύσης Καλός μπροστά στη μαρμάρινη πλάκα του Πεντακάμαρου την οποία στολίζει δικό του ποίημα. Ο εθνικός μας ποιητής Διονύσιος Σολωμός και οι ποιητές του 15ου αιώνα Παχώμιος Ρουσάνος, Μιχαήλ Σουμάκης, Ανδρέας Σγούρος, Αντώνης Μαρτελάος, Ανδρέας Κάλβος, Ούγγο Φώσκολος και Μουτσάν Μαρτινέγκου είναι απλώς μερικοί από αυτούς που δικαιώνουν τη φήμη της Ζακύνθου σαν το νησί των ποιητών. Είναι μια παράδοση που διατηρείται στο όμορφο αυτό νησί του Ιονίου και συνεχίζεται ακόμη και στις μέρες μας. Μια παράδοση οι πηγές της οποίας βρίσκονται στην Ευρωπαϊκή Αναγέννηση, μια και η Ζάκυνθος ήταν από τον 13ο αιώνα μέχρι τον Μάϊο του 1864 υπό την κυριαρχία των Ενετών. "Φιόρο του Λεβάντε" την αποκαλούσαν οι Ενετοί και από μόνη της η ονομασία αυτή, θα έλεγε κανείς, ότι είναι ποιητική. Ίσως ακόμη καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση του ποιητικού ταλέντου των Ζακυνθινών να έπαιξε σ' αυτό και η ίδια η Φύση, η οποία στη Ζάκυνθο είχε μεγάλα κέφια.

Κατά την διάρκεια της παραμονής μας στο Ζάντε, το δεύτερο δεκαπενθήμερο του Αυγούστου, γνωρίσαμε τον κ. Διονύση Καλό, περισσότερο γνωστό στην περιοχή των Αλυκών σαν Μίμης Μόντες. Περιβόλι σωστό ο Μίμης Μόντες, ο φύλακας του Πεντακάμαρου, έχει για όλους και για όλα έτοιμα στιχάκια να απαγγείλει. Οι ποιητικές συλλογές του έχουν ήδη καταγραφεί σε τρία βιβλία με τίτλους "ποίηση και σάτυρες", "ποίηση και ζωή", "ποίηση και Ελλάδα", ενώ πολλά ακόμη ποιήματά του παραμένουν ανέκδοτα.

Οι τρεις ποιητικές συλλογές του λαϊκού Ζακυνθινού ποιητή Μίμη Μόντε. Ο Μίμης Μόντες γεννήθηκε στις Αλυκές Ζακύνθου τον Φεβρουάριο του 1934. Βίωσε τα παιδικά του χρόνια στις δύσκολες συνθήκες της Κατοχής, που δεν του επέτρεψαν να ολοκληρώσει την φοίτησή του στο σχολείο, αφού η οικογένειά του μετά δυσκολίας εξασφάλιζε τα προς το ζην. Κατάφερε πάντως να τελειώσει το Δημοτικό και από την ηλικία των 13 ετών άρχισε να εργάζεται στην ψαροταβέρνα του πατέρα του και τον χειμώνα σαν μαθητευόμενος οικοδόμος δίπλα στους θείους του. Τον συνάντησα στο γραφικό καφενεδάκι του, δίπλα στην πεντακάμαρη γέφυρα των Αλυκών και τον άφησα να ξετυλίξει ο ίδιος το νήμα της ζωής του.

Ιωσήφ Παπαδόπουλος : Πώς σας λένε τελικώς; Καλό ή Μόντε;

Διονύσης Καλός : Μίμη Μόντε με λένε στη "μαλλιαρή", αλλά το κανονικό μου όνομα είναι Διονύσης Καλός.

Ι.Π. : Είσαστε γέννημα θρέμα Ζακυνθινός;

Δ.Κ. : Η καταγωγή μας είναι από τον Άγιο Νικήτα της Λευκάδας. Συμπληρώσαμε όμως έξι γενεές στη Ζάκυνθο.

Ι.Π. : Έχετε τη φήμη του ποιητή στο χωριό σας, αλλά και στην ευρύτερη περιοχή.

Δ.Κ. : Γράφω, συνήθως, ό,τι μου κατέβει! Μ' αρέσει να γράφω μια και δεν πήγα στο σχολείο. Εδώ μπροστά σου βλέπεις τρία βιβλία, αλλά έχω υλικό να γράψω πενήντα!

Ι.Π. : Πείτε μου λίγα πράγματα για τα παιδικά σας χρόνια.

Δ.Κ. : Γεννήθηκα εδώ το 1934 και όταν κηρύχθηκε ο πόλεμος ήμουν 7 περίπου ετών. Είδα όλη την συμφορά του πολέμου. Ιταλοί, Γερμανοί, εκρηκτικά, κανόνια, πολυβόλα, είδα άνθρωπο να σκοτώνεται μπροστά μου με χειροβομβίδα, και το λιοστάσι ήταν γεμάτο νάρκες. Οι Γερμανοί έριχναν βολές από τις Βολίμες στις Αλυκές, ενώ ολόγυρα υπήρχε κόσμος!

Ι.Π. : Από πείνα πώς τα πήγατε κατά την διάρκεια του πολέμου;

Δ.Κ. : Δεν πεινάσαμε βέβαια όπως πείνασε ο κόσμος στην Αθήνα. Με δυο κατσίκες, που λέει ο λόγος, μπορούσαν να συντηρηθούν τα έξι άτομα της οικογενείας μας. Μας έλειψαν όμως τα φάρμακα και οι γιατροί. Για να πάρουμε ένα φάρμακο έπρεπε να πουλήσουμε λάδι! Τρία από τα αδέλφια μου πέθαναν. Είμασταν εννιά παιδιά και έχουμε μείνει τρία.

Ι.Π. : Με τα γράμματα είχατε καλές σχέσεις;

Δ.Κ : Γράμματα δεν έμαθα. Πού να πας μέσα στον πόλεμο; Κατάφερα να τελειώσω το Δημοτικό με "σχεδόν καλώς" πέντε! Ούτε καλώς ούτε λίαν καλώς! (γελάει). Έκανα και όλο διαολιές όσο πήγα στο σχολείο. Και γιατί να μην έκανα; Εγώ τα χαίρομαι τα παιδιά που είναι ζωντανά. "Τα καλά σου στο καλάθι", μου έλεγε θυμάμαι η δασκάλα μου, κάνοντας υπονοούμενα για το επώνυμό μου (Καλός). Έχω γράψει ένα ωραίο ποίημα για τους δασκάλους μου. Είναι ανάμεσα σ' αυτά που δεν έχουν ακόμη εκδοθεί...

Ι.Π. : Με άλλα λόγια δεν είσασταν καλός στα γράμματα, αλλά παρ' όλα αυτά διαπρέψατε στην ποίηση!

Δ.Κ. : Γράφω εκείνα που έζησα κι' εκείνα που μ' αρέσουν και μου κάνουν εντύπωση. Όταν ήμουνα μικρός έφθασε στα χέρια μου ένα μικρό σημείωμα και είπα : "Τι είναι αυτό; Κι' εγώ μπορώ να το κάνω"! Και ξεκίνησα να γράφω από τότε. Μέχρι σήμερα γράφω δυο τρία ποιήματα την ημέρα! Θα σου διηγηθώ μερικά περιστατικά.

Περιμένοντας κάποτε στη σειρά μου για να πάρω καφέ, έγραψα αυτό το ποίημα : "Θα ήθελα ένα καφέ με ζάχαρη και γάλα και τα παγάκια να είναι μικρά κι' ας μην είν' μεγάλα"! Όταν ήρθε η σειρά μου και με ρώτησε ο μπάρμαν τι θέλω, του έδωσα το χαρτάκι με το ποίημα! (γελάει).

Με την ίδια μαεστρία που γράφει ποιήματα εξυπηρετεί και τους πελάτες του καφενείου του.Μια άλλη φορά ήμουν στο ηλεκτρικό τραίνο, στην Αθήνα. Μπροστά μου ήταν δύο κοπέλλες. Πήγαιναν στο φροντιστήριο. Η μία φορούσε ένα παντελόνι, γραμμένο και σχισμένο, σαν αυτά που συνηθίζουν να φορούν σήμερα οι νέοι. Η άλλη φορούσε ένα σούπερ μίνι και όσο καθόταν απέναντί μου, τσουπ και το τραβούσε. "Κοπέλλες, να σας πω ένα ποιηματάκι"; τις ρώτησα. "Πες το", απάντησαν εκείνες. Άρχισα λοιπόν να απαγγέλω : "Ωραίο το φουστανάκι σου αλλά πολύ κοντό, θα ξόδεψες πολλά λεφτά γιατί είναι υφαντό. Πολύ θα βασανίστηκες για να το αποκτήσεις, όμως μην το τραβάς πολύ για θα το ξεντερίσεις"! Πέθαναν στο γέλιο οι κοπελλιές και μας κοιτούσαν περίεργα όλοι οι επιβάτες που δεν μπορούσαν να καταλάβουν γιατί γελάμε! Όπου πάω κι' όπου βρεθώ, σε εστιατόριο για να φάω, κάτι θα γράψω. Μέχρι να έρθει το φαγητό θα το έχω τελειώσει το ποίημα! Το παίρνουν οι εστιάτορες και το καλλάνε στον τοίχο. Άλλες φορές πάλι, ενώ οδηγώ, κάτι βλέπω, κάτι θυμάμαι, σταματώ κάπου και γράφω το πρώτο στιχάκι! Μετά έρχονται και τα υπόλοιπα!

Θυμήθηκα τώρα κάτι άλλο. Η αχάριστη συμπεριφορά ενός Κεφαλονίτη εστιάτορα απέναντι σε έναν Ζακυνθινό ψαρά, στάθηκε κάποτε η αιτία να γράψω αυτό το σατυρικό ποίημα:

Φίλε μου εστιάτορα συνάδελφε τεχνίτη
αλλά και κοντοχωριανέ καλέ Κεφαλονίτη.

Οι δυο μας δεν ξερόμαστε αλλά έχουμε κοινά
μ' αυτήν εδώ τη σάτυρα το θέμα ξεκινά.

Για χρόνια εταξίδευα με πλοία του Βεργωτή
την τσιγκουνιά σας ένοιωσα και μάλιστα καυτή.

Είστε ικανοί και την ψυχή στο διάολο να δώστε
πάνω στο οικονομικό μπορεί και να σκοτώστε.

Μες στην κουζίνα η πείρα μου κανείς δεν θα πιστέψει
ότι ανακατεύομαι απ' το σαράντα έξι.

Δουλεύουμε με ποσοστά πολύ περιορισμένα
αλλά τα κέρδη από κλεψιά χρόνια τα' χω χεσμένα.

Γι' αυτό δεν θα' δινα ποτέ σ' έναν κοινό μας φίλο
τα αποφάγια που εγώ πάντα πετώ στο σκύλο.

Γιατί μωρέ; Τι σου' φταιξε στον φίλο μας τον Τάκη
τόσο απαίσια να φερθείς που φέρνει το ψαράκι;

Δεν θέλω τίποτε να πεις καμμιά δικιά σου γνώμη
την ήττα να παραδεχτείς και να του πεις συγγνώμη.

Τέτοιες βλακείες έκανε κάποιος που' ναι φευγάτος
και το' χει τούμπανο η τι βι μα κι' ο Ευαγγελάτος.


Ι.Π. : Κι' εγώ γράφω πολλές φορές ποιήματα, αλλά τα ξεχνάω. Μου κάνει εντύπωση που εσείς λέτε από μνήμης τα ποιήματα που γράψατε πριν από χρόνια.

Δ.Κ. : Δεν τα θυμάμαι όλα απ' έξω, αλλά κάποιες καταστάσεις που τις έζησα έντονα, στον πόλεμο ας πούμε, τις θυμάμαι καλά. Είχε ο πατέρας μου μια ψαροταβέρνα στη θάλασσα, μπαράκα τη λέγαμε, τηγανίζαμε ψάρια και προσφέραμε κρασί βαρελίσιο και ζυμωτό ψωμί. Τι ήταν εκείνο; Το καλύτερο! Γι' αυτό και το θυμάμαι! Θυμάμαι τις βουτιές που κάναμε όταν είμασταν παιδιά, τα ψάρια που πιάναμε. Μετά τον πόλεμο, βλέπεις, ο κόσμος είχε αγάπη! Λόγω εκείνων των δύσκολων καταστάσεων οι άνθρωποι ήρθαν πιο κοντά.

Ι.Π. : Τώρα δηλαδή λέτε ότι μας χρειάζεται ένας πόλεμος για να συνέλθουμε, ε;

Δ.Κ. : Μα θα γίνει σιγά σιγά ο πόλεμος με όλα αυτά που κάνουν! Και τα γράφω αυτά...

Ι.Π. : Με τι ασχολείστε τώρα σ' αυτή την ηλικία εκτός απ' το να γράφετε ποιήματα;

Δ.Κ. : Έρχομαι εδώ κάθε πρωί και επιβλέπω το καφενείο, τα βράδυα πάω στο μπακάλικο, κάθομαι στο εστιατόριο και πίνω τα κρασάκια μου...

Ι.Π. : Εδώ δίπλα, στο οικόπεδο του καφενείου, βλέπω ντομάτες, ελιές...

Με καμάρι φωτογραφίζεται μπροστά στο μποστάνι του μαγαζιού του! Δ.Κ. : Εδώ φυτεύω τα ζαρζαβατικά μου, τις ελιές μου, όλα αυτά που αποδίδουν. Μπορεί να μας δώσει η γη πολλά πράγματα αλλά εμείς τα αγνοούμε. Βάζεις ένα τόσο δα σποράκι στο χώμα και βγαίνει ένα ολόκληρο δένδρο! Είναι μικρό πράγμα αυτό; Με το καφενείο αυτό με σταυρώνουν δέκα χρόνια. Τραβιέμαι με τους ντόπιους και τους κρατικούς παράγοντες και δεν κάνει τούτο και δεν κάνει εκείνο, δεν βοηθούν. Έχω πάει στο εξωτερικό και ρωτώ. Τα πράγματα που βλέπουμε και ζούμε στο εξωτερικό γιατί δεν τα κάνουμε κι' εδώ; Βοηθώ τον κόσμο δίνοντας πληροφορίες. Έρχονται οι τουρίστες να κάνουν την ανάγκη τους στο καφενείο, αφού δεν υπάρχουν κοινοτικές τουαλέτες στο χωριό, και μου δίνουν συγχαρητήρια. Δεν είναι κάτι αυτό; Άσε λοιπόν τους ιδιώτες που έχουν διάθεση να βοηθήσουν. Οι άνθρωποι που προσφέρουν κάτι, για την ωφέλειά τους πρώτα, να μην κρυβόμαστε, αλλά και για το σύνολο, κάνουν καλό. Γιατί άμα κλείσει το μαγαζί, τι θα πάρει το κράτος, τι λέμε στα χαρτιά; "Ότι απ' τις αρπαχτές του Φ.Π.Α. αντί για φοροαρπαγή θα πάρει τα απ' αυτά μας"! Τα έχω γράψει όλα αυτά. Θα προσπαθήσω, εάν δεν πεθάνω, γιατί είμαι ήδη 78 ετών, να τα δημοσιεύσω όλα όσα έχω γραμμένα. Και τα καλά και τα κακά και για τους δεσποτάδες... Είμαι βαθειά θρησκευόμενος, οικογενειάρχης και πατριώτης, αλλά μερικά πράγματα που είναι στραβά πρέπει να λέγονται...

Δ.Κ. : Όλα αυτά τα χρόνια ζήσατε στη Ζάκυνθο;

Δ.Κ. : Πήγα στην Αμερική, δούλεψα στην Αθήνα, ταξίδεψα και πήγα σε πολλά μέρη. Αυστραλία, Αμερική, Ευρώπη... Στη Ν. Υόρκη δούλεψα ένα χρόνο σε εστιατόριο και εκεί πήρα το βάπτισμα και έκανα στη συνέχεια τα δικά μου μαγαζιά στις Αλυκές.

Ι.Π. : Το χωριό σας εδώ δεν είναι διαφημισμένο, συγκριτικώς με άλλα μέρη της Ζακύνθου, έτσι;

Δ.Κ. : Το σαμποτάρουν εδώ το μέρος οι ντόπιοι, αλλά δεν ξέρω γιατί. Δεν έπρεπε ο κόλπος των Αλυκών να έχει αξιοποιηθεί; Δεν έπρεπε να έχει γένει μια μαρίνα; Δεν έπρεπε τούτο το ποτάμι να πάει μέσα στον κάμπο; Αυτή τη γέφυρα δεν έπρεπε να τη φτιάξουν σωστά ώστε να περνούν εύκολα τα νερά; Αν κυλήσει τώρα το νερό, πού θα πάει; Αυτό δεν είναι ποτάμι. Αποστραγγιστική τάφρος είναι, μόνο για τα νερά της βροχής. Έπρεπε λοιπόν να τα προβλέψουν αυτά τα πράγματα. Και όχι να έρχεται ένας Αλβανός που κάνει τον εργολάβο να κάνει ό,τι θέλει. Εγώ είμαι πενήντα χρόνια οικοδόμος και ξέρω πώς πρέπει να γίνονται αυτές οι δουλειές. Δεν ενδιαφέρεται λοιπόν κανείς. Δεν υπάρχει τέχνη! Πού είναι τα λεφτά του Κράτους που φαγώθηκαν γι' αυτά τα πράγματα; Δεν έπρεπε να γίνει έλεγχος; Ή μήπως έρχεται ο ελεγκτής και "τα παίρνει" και φεύγει; Δεν είναι Κράτος αυτό! Πού είναι η τεχνική υπηρεσία; Πώς φεύγουν τα λεφτά χωρίς μελέτη; Είναι τόσα και τόσα πράγματα, τα ξέρουμε και τα λέμε κάθε μέρα, τι να πρωτοθυμηθείς και τι να πεις. Υπερηφανεύομαι που είμαι Έλληνας, αλλά αν πας σήμερα στο εξωτερικό και πεις ότι είσαι Έλληνας κοιτάζουν απ' την άλλη μεριά! Σε κάποιους έξω δεν αρέσουν οι Έλληνες και θέλουν να χαλάσουν αυτή την ομορφιά που έχει η χώρα μας. Είχαμε την οικογένεια, είχαμε την οικονομία και το ενδιαφέρον να δημιουργήσουμε. Και τώρα, τι; Όταν εμένα μου παίρνει νοίκι για το σπίτι, που κουράστηκα μια ζωή να φτιάξω, δεν πρόκειται να ξαναβάλω τη μια πέτρα πάνω στην άλλη! Δεν ξανακτίζω, δεν ξαναδημιουργώ! Θα κάνω μια φασολάδα, θα έχω τα κουνέλια μου, τα κοτόπουλά μου και από κει και πέρα δεν μ' ενδιαφέρει για τίποτε άλλο! Αυτή δεν είναι πρόοδος, είναι καταστροφή!

Ι.Π. : Τα βιβλία σας με τα ποιήματα τα πουλάτε;

Το πεντακάμαρο γεφυράκι των Αλυκών και το καφενείο του Μίμη Μόντε όπως φαίνονται από ψηλά.Δ.Κ.Στους φίλους μου τα δίνω, για να διαδοθούν αυτά που γράφω, αλλά και να σωθούν κάποια παλαιά πράγματα που κοντεύουν να σβήσουν. Η Ζακυνθινή διάλεκτος, π.χ., κάποια στραβά και ανάποδα, λίγη σάτυρα κ.λπ. Ένας άνθρωπος μεγάλης ηλικίας έχει βιώσει, όπως αντιλαμβάνεσαι, πολλά πράγματα που δεν πρέπει να χαθούν. Έχω κασέτες από μπαρμπάδες μου, που ήταν 80 και 90 ετών, και θέλω όλες αυτές να τις απομαγνητοφωνήσω και να τις καταγράψω. Έχω ας πούμε μια καταγραφή από μια γριά γυναίκα που ο πατέρας της έφτιαχνε το ασβεστοκάμινο με τα χέρια. Όλα αυτά είναι η ιστορία μας και πρέπει να διατηρηθούν. Με τους εκδότες όμως δεν βρίσκω άκρη. Ένας από αυτούς μου πήρε 4.200 ευρώ για να μου τυπώσει 500 βιβλία! Και τα χρήματα δυστυχώς δεν περισσεύουν πια. Μας κυνηγάει η τράπεζα, μας κυνηγάει η εφορία. Πληρώνουμε στον Δήμο 4 ευρώ το τετραγωνικό για το κάθε κτίσμα! Έχουμε, συνολικά, μαγαζιά επιφάνειας 2.000 τετραγωνικών μέτρων. Πληρώνουμε με άλλα λόγια 8.000 ευρώ τον χρόνο για δημοτικά τέλη! Βάλε και το Φ.Π.Α., το Ι.Κ.Α., το ΤΕΒΕ, με αποτέλεσμα να δουλεύουμε έξι άνθρωποι σαν τα σκυλλιά, με δυόμισυ βάρδειες την ημέρα ο καθένας, για να μπορέσουμε να κρατήσουμε τα μαγαζιά! Και δεν κρατιούνται! Είχαμε 35 άτομα μέσα στα μαγαζιά και έμειναν έξι! Ο μεγάλος μου γιος, που έχει οικογένεια και παιδιά, σήκωσε τα χέρια ψηλά. Ο μικρός μου είπε "θα αγωνιστούμε αλλά δεν προλαβαίνω να κόβω τα νερά". Ξέρεις τι σημαίνει αυτό; Όταν έρχεται ένα ποτάμι το στρέφεις αλλού για να μη σου πάρει το σπίτι! Αυτά γράφω στα ποιήματά μου.

Το μοναστήρι του Άϊ Γιάννη είχε 33 καλόγερους και αξίζει να μάθει κανείς ποιος ήταν ο λόγος που ο κόσμος άφηνε στο μοναστήρι αυτό την περιουσία του. Αυτά τα γράφω με τη δική μου διάλεκτο, τη δική μου γνώση. Τα γράφω για να μάθει ο κόσμος πως το μοναστήρι αυτό ήταν νοσοκομείο, γηροκομείο, ξενοδοχείο, βοηθούσε τον κόσμο. Όταν ερχόταν το Πάσχα και, προ πάντων, τα Χριστούγεννα, που ήταν δύσκολη εποχή για τη φτώχεια, το μοναστήρι έσφαζε τριάντα γίδες. Τώρα όμως θα σου κλείσει την πόρτα ο μοναδικός Κεφαλλονίτης παππάς που έχει μείνει εκεί! Πήγε ο κόσμος τις προάλλες, στη γιορτή της Παναγίας, για να κάνει το πανηγύρι και έφερε κρέατα, κρασιά, σουβλάκια, αλλά ο παππάς, μόλις ολοκλήρωσε τον Εσπερινό, κλείδωσε την πόρτα και έφυγε! Ξέρεις τι του έκαναν οι πιστοί; Οξυγονοκόλλησαν την πόρτα! Γιατί η εκκλησία δεν είναι του Άϊ Γιάννη, είναι του κόσμου! Ο κόσμος κάνει την εκκλησία!

No music, no waitress, no worries for Jimmy!Ο Ελληνισμός του εξωτερικού είναι πιο δυνατός από τον ντόπιο σε θέματα θρησκείας, πατρίδας, οικογένειας. Εκεί είναι ένα ποτάμι που παρασύρει τα πάντα! Το παιδί πάει να συναντήσει την κοπέλλα που θα παντρευτεί. Το σωστό και το καλό δηλαδή. Αυτόν τον σκοπό είχε η εκκλησία. Τα γλέντια, τα πανηγύρια είχαν σαν απώτερο σκοπό να συναντηθούν και να επικοινωνήσουν μεταξύ τους οι άνθρωποι. Τώρα αν ο παππάς ο δικός μας θέλει στις 12 η ώρα να κατεβάσει τους διακόπτες και να αγνοήσει όλο τον κόσμο, αυτό δεν είναι σωστό. Έγραψα λοιπόν μια σάτυρα και μου είπαν ότι δεν έπρεπε να το κάνω. Τους είπα κι' εγώ, αν είπα ψέματα ή εμποδίζω κάποιον να με πάει στο δικαστήριο! Δεν είναι βέβαια γραμμένη στα τυπωμένα βιβλία η σάτυρα αυτή αλλά θα είναι σ' αυτά που θα τυπωθούν στο μέλλον.

Και για τον δεσπότη έχω γράψει. Φάνηκε τι ήταν το 2005, τότε που έγραψα και γι' αυτόν την σάτυρα. Έχουμε ένα ιδιωτικό εκκλησάκι, τον Άγιο Νικήτα. Επειδή όμως είναι ψηλά και ο κόσμος κατεβαίνει πια προς την παραλία, είπα να το μεταφέρω εδώ και να γιορτάζουμε τη μνήμη του Αγίου κάθε χρόνο, την άλλη μέρα του Σταυρού. Να ψήνουμε τα αρνιά μας, να πίνουμε τα κρασιά μας, να τρώει ο κόσμος και να γλεντάει. Εγώ θα έβαζα ας πούμε πέντε κατσίκια και διακόσια κιλά κρασί. Ξέρεις τι μου είπε ο δεσπότης όταν του εκμυστηρεύτηκα τη σκέψη μου; Τον χώρο που θα βάλω το εκκλησάκι να τον γράψω στην Παναγία! "
Γιατί, για να πουληθεί πιο εύκολα"; ήθελα να του πω. Αλλά μετά ντράπηκα και είπα μέσα μου. "Δεν μας χ...εις καϋμένε δεσπότη"! Δεν έπρεπε να το πω; Εγώ τα λέω χωριάτικα και θα συνεχίσω να τα λέω και να τα γράφω έτσι, γιατί το έχω καύχημα πως είμαι χωριάτης! Εκείνα τα ξεκωλιασμένα που ξέρουνε, και τα δείχνουν και στην τηλεόραση και καταστρέψανε τον κόσμο, και καταστρέψανε το παιδί και την οικογένεια, με συγχωρείς που είσαι δημοσιογράφος...


Ι.Π. : Καλά κάνετε και τα λέτε! Και να σας πω και το άλλο; Εγώ θα τα γράψω όσα μου λέτε αυτή τη στιγμή. Μη νομίζετε ότι θα λογοκρίνω κάποια από αυτά επειδή φοβάμαι ή επειδή μπορεί να μη με συμφέρουν. Αφού τα λέτε επωνύμως και δημοσίως, εγώ θα τα γράψω. Εκτός εάν έχετε αντίρρηση.

Δ.Κ. : Αστειεύεσαι; Δεν με νοιάζει, γράψτα! Εγώ πιστεύω σ' αυτά που σου είπα προηγουμένως. Δεν μπορείς λοιπόν εσύ να μου χαλάσεις το παιδί μου και την προσπάθεια που κάνω, κι' ας είσαι δεσπότης! Πρώτα πρώτα καβάλλησε η γυναίκα το καλάμι! Για όνομα της Παναγίας! Δεν ξέρει καμμία γυναίκα να μαγειρέψει! Συζούν δύο χρόνια  και, μόλις παντρευτούν, μετά από μια εβδομάδα χωρίζουν! Τι είναι αυτό; Οικογένεια; Εκείνα τα ξεβυζώματα του Πρωϊνού Καφέ στην τηλεόραση, τα ξεβρακώματα, τι είναι αυτά; Κατάφεραν να τη διαλύσουν τη γυναίκα, να χάσει την αξία της. Δεν τα λέω αυτά επειδή είμαι γέρος, τα λέω γιατί τα πιστεύω! Η γυναίκα πρέπει να φτιάξει το σπίτι, να κάνει παιδιά, να κάνει οικογένεια. Δεν ήρθε να κάνει ούτε την όμορφη, ούτε να κάνει πολυκατοικίες!

Ι.Π. : Με την πείρα που έχετε, πού βλέπετε να πηγαίνουν τα πράγματα;

Ένας λαϊκός ποιητής, ένας αυτοδημιούργητος και αυθεντικός άνθρωπος. Αυτός είναι ο Μίμης Μόντες ή Διονύσης Καλός.Δ.Κ. : Απ' το κακό στο χειρότερο! Σόδομα και Γόμορα! Και θα έρθει η καταστροφή! Δεν μπορεί να πάει άλλο! Ήδη άρχισε! Αν δεν τη βλέπουμε, με γεια μας με χαρά μας! Δεν μπορείς πια να φας τίποτε, τα πουλιά χάθηκαν, η ίδια η ζωή χάνεται σιγά σιγά! Επειδή είμαι νησιώτης και ψαρεύαμε μια ζωή, γνωρίζω τα ψάρια και ξέρω να τα πιάνω, να τα βλέπω και να τα τρώω. Είδα λοιπόν στην ψαραγορά της Αθήνας το σώμα της λάντζας, αυτό το ψάρι που μοιάζει με το σαλάχι, να είναι γεμάτο με κάτι εξογκώματα σαν τις φακές! Αυτά είναι καρκινώματα! Χάλασε η θάλασσα! Χάλασε η Μεσόγειος, χάλασε κι' αυτή εδώ η θάλασσα. Πάμε και ρίχνουμε μέσα τα απόβλητα. Πρώτα κατουρούσαμε βλέπεις στον καλαμιώνα, αλλά σήμερα είναι το τρεχούμενο νερό που κάνει τη ζημιά, είτε έρχεται απ' το ποτάμι είτε έρχεται απ' τον Δήμο. Όλα αυτά τα νερά πού πάνε; Καταστρέψαμε τον υδροφόρο ορίζοντα. Γιατί; Σε λίγο δεν θα μπορεί να ανασάνει κανείς!

Εδώ και 19 χρόνια αποφεύγω να φάω κρέας. Το τρώω μία μόνο φορά το μήνα, κι' αυτή με το ζόρι. Ψάρι, όσπρια και χόρτα θα φάω. Λάδι και ένα ποτήρι κρασί στο φαγητό μου. Πάω στον γιατρό και μου λέει "δεν έχεις τίποτε". Δεν έχω καπνίσει ποτέ. Και βλέπεις τις κοπέλλες να καπνίζουν. Το έχουν για μοντερνισμό!

Άφησα τον Μίμη Μόντε χαμογελαστό να εξυπηρετεί κάποιους Άγγλους τουρίστες, που είχαν καταφθάσει στο καφενείο του, και άθελά μου απομόνωσα κάποια από τα λόγια του : "Μετά τον πόλεμο, βλέπεις, ο κόσμος είχε αγάπη! Λόγω εκείνων των δύσκολων καταστάσεων οι άνθρωποι ήρθαν πιο κοντά"...

Και τώρα πόλεμο έχουμε Μίμη Μόντε, και αμείλικτο μάλιστα, χωρίς έλεος. Ας ελπίσουμε ότι θα έρθουμε και πάλι πιο κοντά ο ένας στον άλλον...