Πηγή : https://ad-hoc-productions.org/2016/09/02/manos-chatzidakis-dimogerontia/
Κυριακή, 15 Ιουλίου 1979
Τη μέρα που υπογράφονταν στο Ζάππειο η ένταξή μας μου πήραν μια συνέντευξη τα μέσα ενημερώσεως, τα ευρωπαϊκά. Όμως δεν βρήκανε τις απαντήσεις μου ευχάριστες και διασκεδαστικές για το κοινό τους που βλέπει τηλεόραση το βράδυ στις εννιά, και φυσικά δεν μετέδωσαν την συνέντευξή μου. (Εκεί, όπως θα διαπιστώσατε, «σέβονται» το κοινό. Αφού τ’ αποβλάκωσαν πρώτα, τώρα εννοούν να το υπηρετούν πιστά και να το διασκεδάζουν).
Μέσα στ’ άλλα γι’ αυτή την εκπομπή, πού τελικά δεν μεταδόθηκε, μου ζήτησαν να σπάσω μερικά πιάτα. Λατρεύουν καθώς ξέρετε σε όλη την Ευρώπη, τον ήχο των ελληνικών πιάτων. Και βέβαια δεν τους άρεσε όταν τους απαγόρεψα ν’ ακούγονται μπουζούκια στην εκπομπή.
Μου’ παν μ’ ένα περίεργο ύφος: Δηλαδή η θρυλική εκείνη εικόνα των Αθηνών του Ποτέ την Κυριακή, της ταινίας πού γράψατε μουσική, δεν ήταν αληθινή; Μας είπατε τότε ψέματα όταν σπάγατε πιάτα και τραγουδούσατε με συνοδεία μπουζουκιών;
Και πρωτ’ απ’ όλα, τους απάντησα, πού μ’ είδατε εμένα προσωπικά να σπάω πιάτα και να τραγουδώ με μπουζούκια; Ήταν η Μελίνα Μερκούρη κι όχι εγώ. Αν σας την θυμίζω, τόσο το καλλίτερο. Πάει να πει ότι της μοιάζω. Όμως ας έρθουμε στην παρεξήγησή σας γύρω από την Αθήνα. Η τότε Αθήνα της ευημερίας, των πρώτων τουριστικών ρευμάτων και της ανεμελιάς, υπήρξε ένα θεατρικό σκηνικό μες στο όποιο όλοι μας λίγο πολύ, υπεύθυνοι και ανεύθυνοι παίζαμε με παρρησία τους νεοέλληνες. Αυτή η Αθήνα είναι γεγονός πώς δεν υπάρχει πια. Χάθηκε μάλλον οριστικά.
Και συνέχισα: Μη μου ζητάτε ένα μνημόσυνο που σήμερα το πραγματοποιούν μόνο οι ανώνυμοι βιομηχανίσκοι, με τις λαϊκές στάρλετ και τις φαβορίτες στα καταστήματα μπουζουκιών που ξενυχτάνε και που ευτυχώς κλείσανε, ελπίζω δια παντός.
Ποια είναι η σημερινή Αθήνα, με ρωτούν, η Αθήνα του εβδομήντα εννιά. Μπορείτε να την περιγράψετε;
Τους απαντώ: Μια Αθήνα σκεφτική. Με προβλήματα που της χαράζουν το πρόσωπο. Με μια εξαίσια και γοητευτική μόλυνση περιβάλλοντος. Με παγωμένες σχέσεις και πληγωμένη συμπεριφορά. Με τη σφραγίδα του χυδαίου σ’ ό,τι καινούργιο χτίζει. Δεν γνωρίζω αν σας είναι η εικόνα αυτή ελκυστική, όμως ξέρω καλά πώς είναι πιο πραγματική απ’ την παράδοσή της. Απ’ τα τρισήμισυ εκατομμύρια πού την κατοικούν, τα δυόμισι είναι εσωτερικοί μετανάστες – τυχοδιώκτες της επαρχιακής Ελλάδας. Προσφέρουν στην πρωτεύουσα βία, αθλιότητα, ανασφάλεια και θλιβερό γούστο. Και οι πόλεις της επαρχίας, απαλλαγμένες απ’ τα δεύτερα στοιχεία τους, παίρνουν αναπνοή και γίνονται λίαν κατάλληλες για ιδιωτική ζωή κι ανθρώπινη συμπεριφορά. Αλλά κι αυτό, ίσαμε να το μυριστούν οι άθλιοι των Αθηνών και ξαναπάνε πίσω στα πάτρια εδάφη για να καθαρίσει κι άλλη μια φορά ή Αθήνα. Η περιπέτεια αυτή γνήσια ελληνική, θυμίζει την «Ελλαδογραφία» του Γκάτσου, χωρίς όμως το επικό στοιχείο του ποιητή.
Μετά απ’ την απάντησή μου αυτή μπλέξαμε σε λεπτομέρειες άπειρες, θέλοντας να εξηγήσω, τί είναι η «Ελλαδογραφία». Δύσκολος ο κώδικας για μια ευρωπαϊκή ερμηνεία του τίτλου, του ποιήματος και του περιεχομένου του. Περιορίσθηκα λοιπόν στα απαραίτητα, και συνεχίσαμε.
Ερώτηση: Τι συνθέτει την Ελλάδα του σήμερα και ποια στοιχεία την εκπροσωπούν;
Απάντηση: Μια αδυναμία της χώρας να τοποθετηθεί πια τα προβλήματα της πάνω στα λεγόμενα πατριωτικά βάθρα, οπού οι κρίσεις της να ενοποιούν τον διχασμένο από χιλιάδες μικροσυμφέροντα ανώριμο πληθυσμό. Στο παρελθόν μια τέτοια τοποθέτηση μ’ όλες τις συγκεχυμένες καταστάσεις πού δημιουργούσε, μας οδηγούσε επί του ασφαλούς σε εθνικές εξάρσεις, πολύ εποικοδομητικές για μια εγχώρια κατανάλωση, τουλάχιστον. Σήμερα όλα αυτά φαντάζουν σαν παλιά ιστορική ταινία του Αλεξάντερ Κόρντα, ή για να είμαστε συνεπέστεροι στα καθ’ ημάς, σαν μια ταινία του Μαδρά ή του Λάσκου με τους Χλόηδες, τους αγαπητικούς και τις αθώες βοσκοπούλες.
Ύστερα, να κι άλλο κάτι πού μας εκπροσωπεί. Η καλοζωία. Χωρίς περιεχόμενο και ευτελούς αισθητικής. Μια καλοζωία πού βασίζεται περισσότερο στη νευρωτική εκτόνωση παρά στην απόλαυση, στην ηδονή θάλεγα, «για καλώς προπαρασκευασμένες επιθυμίες». Καλοζωία που ικανοποιεί συμπλέγματα και προκαταλήψεις καλύπτοντας θεατρικά, ευτέλεια κι αθλιότητα.
Ακόμη: Ένας χείμαρρος αυτοσχεδιαστικών αντιδράσεων, σ’ όλες τις περιοχές του δημοσίου βίου μας. Μια επιπόλαιη χάραξη προοπτικών και πολιτικής. Έλλειψη κοινού νου, και μια καταπιεστική παρουσία του εγώ μας, πού τις περισσότερες φορές μας εμποδίζει να συνεννοηθούμε και να συνεργαστούμε πάνω στα τοπικά, αλλά και στα ευρωπαϊκά που άρχισαν ήδη να μας θίγουν και να μας απασχολούν.
Τέλος: Ένας ηθικοπλαστικός εθνικισμός, που έχει τις ρίζες του στην ανελεύθερη καταγωγή μας και πού η εκμετάλλευση του απ’ όλους μας για ευτελείς σκοπούς, τον έχει ήδη καταστήσει ανυπόληπτο.
Ερώτηση: Και κάτι ωραίο;
Απάντηση: Η αβεβαιότητα μας για το μέλλον και τα νεοκλασικό μας πάθος.
Ερώτηση; Γιατί δεν οργανώνεσθε για ν’ αποκτήσετε ασφάλεια;
Απάντηση: Αντιπαθούμε την οργάνωση εκ βαθέων. Άλλωστε η ανασφάλειά μας προσδίδει νεότητα και ή όποια νεότητα μας, σας ελκύει. Δεν είναι έτσι; Μη μου πείτε ότι σας ελκύει το νεοελληνικό μας πνεύμα ή τα γραφτά των νεοελλήνων θεατρικών συγγραφέων! Όχι για τον θεό- έκανε η Γαλλίς παραγωγός της Γαλλικής τηλεοράσεως.
Ερώτηση (από τον συνεργάτη του Ραδιοφωνικού σταθμού του Λουξεμβούργου): Τι νομίζετε κατά την γνώμη σας ότι θα βρείτε στην Ευρώπη όταν στο μέλλον τελείως ενωθεί;
Επιτρέψτε μου νάμαι προσωπικός σ’ αυτή μου την απάντηση, τους είπα. Και πρώτ’ απ’ όλα, το τρομαχτικό, σε υπερμεγέθη παρουσία με εκπροσώπους τον H. P. Lovecraft, τον Edgar Allan Poe και τον Charles Baudelaire. Μετά, μια ευρωπαϊκή ταυτότητα για απογευματινούς περιπάτους, ιδίως τις Κυριακές, πότε στο Κιρινάλε, ή στην Πλατεία Βαντόμ και πότε στη Σεβίλλη. Τέλος, ένα ευρωπαϊκό κοιμητήριο για μια εφησυχασμένη δημοκρατική μας αποχώρηση, σαν έρθει ή ώρα μας, που λένε.
Μένει το ερώτημα. Άραγε θα μας απαλλάξει η ένταξη μας από την παραδοσιακή γεροντολατρεία κι από την πρόσφατα ανθισμένη παραδημοσιογραφία;
Τί είν’ αυτό; Ρωτάει ο Γάλλος, ο βοηθός του οπερατέρ.
Να σας εξηγήσω προθυμοποιήθηκα. Η Παραδημοσιογραφία είναι κάτι σαν παρακρατική οργάνωση, αλλά δεν έχει σχέση με το κράτος. Αντίθετα πολλές φορές το πολεμάει. Ανθεί σε περιόδους παρακμής και με την επιπόλαια ανοχή της επισήμου Δημοσιογραφίας. Κύριος σκοπός της είναι ο εκφοβισμός, υπηρετώντας σκοτεινά ή ευτελή συμφέροντα. Οι σοβαροί δημοσιογράφοι γνωρίζουνε την ύπαρξή της, την περιφρονούν, την συνηθίζουνε αλλά και δεν πιστεύουν στην κάποια οποία σημασία της παρουσίας της. Η παραδημοσιογράφια όμως υπάρχει, λειτουργεί και επιβάλλεται. Ανεύθυνη και αντιπαθητική.
Και τούτο δεν τους άρεσε πολύ και δεν το βρήκαν διασκεδαστικό για τηλεθεατές κι ακροατές του ραδιοφώνου σε ώρα νυχτερινή.
Μα συνέχισαν και με ρώτησαν. Πώς αντιμετωπίζετε την ενοποιημένη κουλτούρα της Ευρώπης σήμερα;
Άνευ φόβου και άνευ πάθους, τους απαντώ. Δεν μας τρομάζει απ’ τη στιγμή πού μας περιέχει. Κι όσο για τα επί μέρους γραφικά στοιχεία μας, έτσι κι αλλιώς μας ήταν άχρηστα, κι ήμασταν αποφασισμένοι να τα πετάξουμε και να τ’ αποκηρύξουμε μετά πάσης βδελυγμίας όταν με τον καιρό θα ωριμάζαμε. Η ένταξη μας, μας ωριμάζει αυτομάτως και μας παρουσιάζει πιο αληθινούς. Κι έτσι τα γραφικά και τα ιδιότυπα, τα βάζουμε για πάντα στο συρτάρι. Με κοίταξε περίεργα η Γαλλίδα, όμως δεν είπε τίποτα. Κατάλαβα. Αυτή πού τόσο της αρέσουνε τα γραφικά μας τα φολκλορικά, και τι την νοιάζει ποιό είναι το αληθινό μας πρόσωπο.
Αυτός απ’ τη Γερμανική τηλεόραση μου λέει ξαφνικά: Νιώθετε Έλληνας, για Ευρωπαίος;
Τί ερώτημα, σκέφτομαι. Και βέβαια του απαντώ, Έλληνας αν αυτό σημαίνει Ευρωπαίος. Κι Ευρωπαίος, αν αυτό συμπεριλαμβάνει την Ελληνικότητα μου.
Σας ενδιαφέρει η ελληνική σας ιθαγένεια; Μου κάνει αυτός από το Λουξεμβούργο.
Του απαντώ: Αν με εξουθενώσετε, όχι. Η τουλάχιστον θα μ’ ενδιαφέρει όσο ενδιαφέρει ένα φυλακισμένο στο Άουσβιτς, αν είναι απόγονος του Μεγαλέξαντρου ή του μεγάλου Τσέγκις Χάν. Αν πάλι μείνω ελεύθερος η ελληνική μου ιθαγένεια θάναι μια πραγματικότητα πού δεν θάμαι σε θέση να την αρνηθώ, έτσι καθώς θάναι συνυφασμένη με τη γλώσσα και με την προσωπική μου Ιστορία. Το μόνο πού μπορώ να ελπίζω είναι να γίνει μια αλήθεια και για σας.
Ερώτηση: Ποιοι θα μας κυβερνήσουνε μελλοντικά, στην Ενωμένη Ευρώπη;
Κι απάντησα: Ελπίζω για τους επερχόμενους, μια δημογεροντία του πνεύματος κι όχι η Άγια κι Αποστολική οικογένεια του πρίγκηπος Φρανκενστάϊν.
Εδώ τελειώνω. Και το νομίζω περιττό να διευκρινίσω πώς ύστερ’ απ’ τη δεύτερη απάντηση μου, το συνεργείο της Ευρωπαϊκής τηλεόρασης, με κάποια βιαστική πρόφαση είχε κιόλας φύγει, μη βρίσκοντας διασκεδαστικές τις απαντήσεις μου.
Η συνέχεια και το παιχνίδι των ερωτήσεων κι απαντήσεων, έγινε εντός μου, καθώς επέστρεφα στο σπίτι μου.
[πηγή: Μάνος Χατζιδάκις, Τα σχόλια του Τρίτου. Μια νεοελληνική μυθολογία, Εξάντας, Αθήνα 1980, σ. 171, 175, 176]
Σαν άρχισα τα «Σχόλια» στο Τρίτο το ’78, δεν είχα αποσαφηνίσει μέσα μου ούτε το ύφος της γραφής τους, ούτε καλά-καλά τους στόχους μου. Γνώριζα βέβαια πως θα’ πρεπε να ξεκινήσω απ’ την πραγματικότητα του τόπου μας, αλλά όχι με τον τρόπο της «βραδυνής» και «μεσημβρινής» παραδημοσιογραφίας – τρόπος και είδος γραφής που απεχθάνομαι από νέος και περιφρονώ.
Σχόλιο με σχόλιο λοιπόν σχημάτιζα τον τρόπο, τη γραφή και το επίπεδο μέσα απ’ το οποίο έβλεπα τον νεοελλαδικό κόσμο μας και επικοινωνούσα ολοένα με ένα πλατύτερο κοινό ή καλλίτερα με ένα μεγαλύτερο κοινό, γιατί ποτέ είναι αλήθεια δεν υπήρξα κατάλληλος για το πλατύ κοινό. Φυσικά επικοινωνούσα με όλους, εκτός από τους παραδημοσιογράφους και τον αρμόδιο υφυπουργό – ανίκανους, για μια οποιαδήποτε επικοινωνία. Αυτοί όμως ενοχλήθηκαν πολύ σαν συνειδητοποίησαν το γεγονός ότι επιτυγχάνετο επικοινωνία χωρίς τη συμμετοχή τους, χωρίς τα δημοσιογραφικά ή τα πολιτικά οφέλη, έτσι κι η αντίδρασή τους ήταν άμεση – ενορχηστρωμένη λασπολογία, «αγανακτισμένοι ακροατές», μηνύσεις και ένας υφυπουργός πιεζόμενος από την Κοινή, κοινότατη Γνώμη.
Το Τρίτο σταμάτησε τη λειτουργία του, σταμάτησαν και τα «Σχόλια». Για μιαν ακόμη φορά η ποιητική συνείδηση και η έκφρασή της καταδιώχθηκε και εξαναγκάστηκε στη σιωπή. Η έκδοση λοιπόν αυτών των «Σχολίων» ήταν επιβεβλημένη για να μην ξεχνάμε την αθλιότητα και τις οδυνηρές αλήθειες του καιρού μας και του τόπου μας.
(Αθήνα, 27 Νοεμβρίου 1980, Μάνος Χατζιδάκις)