Συνέντευξη του Έλληνα "γκουρού" των φουσκωτών σκαφών στον Ιωσήφ Παπαδόπουλο.
Αν θελήσει κανείς να ανατρέξει στην πρώτη σελίδα της ιστορίας του φουσκωτού σκάφους στην Ελλάδα, δεν έχει παρά να ξεκινήσει από την "Olympic Hellas". Και αν ρωτήσει ποιος ήταν ο κατασκευαστής του πρώτου ελληνικού φουσκωτού σκάφους, όλοι, οι παλιοί τουλάχιστον, θα του πουν το όνομα του Γιάννη Παπαπαναγιώτου. Συναντώ τον κυρ Γιάννη, κάθε χρόνο σχεδόν, στο Ναυτικό Σαλόνι και τα λέμε. Ποτέ όμως δεν πιάσαμε το νήμα απ' την αρχή. Σκόρπιες μόνο λέξεις, σκόρπια ανέκδοτα περιστατικά, με τον μοναδικό τρόπο που ξέρει ο Γιάννης Παπαπαναγιώτου να τα εξιστορεί.
Τον συνάντησα τις προάλλες στην Αργυρούπολη, στο εργαστήρι του Δημήτρη Ματσάγγου, άλλοτε πρωτομάστορα της "Olympic Hellas" στην κατασκευή των αεροθαλάμων. Ολοκλήρωνε την τέντα πλεύσης ενός φίλου του, γιατί με κάτι ασχολείται ακόμη ο κυρ Γιάννης, ενώ ελάχιστα απέχει πια απ' τα ογδόντα! Του ζήτησα να μιλήσουμε και να τα πούμε όλα, κι' εκείνος δεν αρνήθηκε. "Εσένα δεν θα στα πω βρε Ιωσήφ"; μου απάντησε, και συμφωνήσαμε να συναντηθούμε την επόμενη μέρα στο σπίτι του.
Ιωσήφ Παπαδόπουλος : Να που θα κάτσουμε επιτέλους κυρ Γιάννη με την ησυχία μας να θυμηθούμε τα παλιά. Πάμε λοιπόν! Το ότι εσύ έστησες το πρώτο ελληνικό φουσκωτό, το γνωρίζω. Αυτό δεν έγινε όμως στην αρχή της επαγγελματικής σου σταδιοδρομίας. Ποια ήταν η αρχική σου ενασχόληση πριν πάρεις την απόφαση να κατασκευάσεις φουσκωτά σκάφη;
Γιάννης Παπαπαναγιώτου : Θα σου πω πρώτα πότε και πού γεννήθηκα! Γεννήθηκα λοιπόν στις 21 Δεκεμβρίου του '32 σε ένα χωριουδάκι του Πηλίου, το Βένετο. Ήρθα στην Αθήνα πολύ μικρός. Τον Μάρτιο του '46. Ήμουνα δεν ήμουνα τότε 14 ετών!
Ι.Π. : Με τους γονείς σου, υποθέτω.
Γ.Π. : Όχι, μόνος μου! Έμεινα στο σπίτι της αδελφής μου, που ήταν παντρεμένη και ζούσε στην Αθήνα.
Ι.Π. : Σχολείο δεν πήγαινες;
Γ.Π. : Πήγαινα στο νυκτερινό και το πρωί δούλευα σε μια εταιρεία που έφτιαχνε τσάντες για να μάθω την τέχνη. Όταν πίστεψα πια πως μπορούσα να τα καταφέρω μόνος μου, άνοιξα το δικό μου μαγαζί στην Αγ. Δημητρίου, στην περιοχή του Ψειρή. Μετά πήγα στην Ερμού και τελευταία ήμουνα στην οδό Κορνάρου 4, ένα μεγάλο μαγαζί όπου απασχολούσα 33 άτομα προσωπικό! Έφτιαχνα δερμάτινες τσάντες και δούλευα με γνωστά ονόματα, όπως ο Τσεκλένης, ο Γιάννης Μπουρνάζος, ο Πετρίδης, ο Σπύρος Μοσχούτης, ο Γιώργος Βαβουλάς, που ήταν φίρμες και είχαν τα καλύτερα μαγαζιά της Αθήνας. Πήγαινα μάλιστα αρκετές φορές κάθε χρόνο στην Ιταλία και έπαιρνα ιδέες από νέα μοντέλλα. Από μικρός όμως είχα μεράκι με τη θάλασσα και είχα γίνει ψαροντουφεκάς. Είχα πάρει στην αρχή μία Ιταλική βάρκα, αλλά μετά τηλεφώνησα στον αδελφό μου, που ήταν στον Καναδά, και μου έστειλε μία Zodiac 4.20. Η βάρκα εκείνη είχε φουσκωτή καρίνα και δίπλωνε στη φουρτούνα! Δεν μου άρεσε αυτό. Μου καρφώθηκε λοιπόν να φτιάξω μια δική μου βάρκα με ξύλινη καρίνα. Όταν ξεκίνησα αργότερα να φτιάχνω τις φουσκωτές βάρκες μου έλεγαν όλοι, σ' αυτή τη σαμπρέλλα θ' ανέβω;
Ι.Π. : Σε ποια εποχή αναφέρεσαι;
Γ.Π. : Ήταν σίγουρα πριν έρθει η χούντα, αλλά δεν θυμάμαι ποια χρονιά ακριβώς. Γύρω στο '65 πρέπει να ήταν πάντως. Θυμάμαι ότι περπατούσα στην Αιόλου, καθώς επέστρεφα αργά ένα βράδυ από το εργαστήριο της Λένορμαν, όπου ξεκίνησα να φτιάχνω τις πρώτες φουσκωτές βάρκες, και παρά τρίχα τη γλύτωσα απ' τα πολυβόλα των στρατιωτών! Ξεκίνησα λοιπόν να φτιάχνω φουσκωτά με την βοήθεια δύο μπατζανάκηδων που είχα. Ένα δικηγόρο απ' την Άνδρο, Φραγκίσκο Πιάγκο τον έλεγαν, και τον Νίκο τον Λόντο που δούλευε τότε στη Βιοφάρμ. Άρεσε του Πιάγκου που εγώ έβγαζα ψάρια τότε στο ψαροντούφεκο και μπήκε συνέταιρος στις βάρκες! Θα σου διηγηθώ όμως εδώ μια ιστορία που θυμήθηκα και θα επανέλθω στο θέμα (γελάει προκαταβολικώς).
Πήγα μια φορά λοιπόν στο χωριό μου, στο Βένετο, που βρίσκεται στην έξω πλευρά του Πηλίου, στο Αιγαίο. Ένας ξάδελφός μου είχε το καφενείο του χωριού. "Θα πάω για ψάρεμα αύριο", του είπα. Κι' εκείνος μου απάντησε ειρωνικά : "Ανηψιέ να σου δώσω και το μουλάρι να φορτώσεις τα ψάρια"; "Δώστο μου γιατί θα το χρειαστώ", του απάντησα. Το ίδιο απόγευμα, ανυπόμονος καθώς ήμουν, έκανα μια βουτιά, έβγαλα τρία τέσσερα κιλά ψάρια και τα πήγα στο σπίτι. Είχε πολλά ψάρια εκείνη την εποχή! Κατέβαινα στο βυθό και έβλεπα έξι ροφούς! Είχα την πολυτέλεια να διαλέξω τον μεγαλύτερο!
Πήρα το μουλάρι λοιπόν το άλλο πρωί και κατέβηκα στο γιαλό. Ψάρεψα κάμποση ώρα και κατάφερα να φορτώσω το μουλάρι ψάρια! Ένα μουλάρι θα σήκωνε και εκατό οκάδες βάρος! Για να καταλάβεις πόσα ήταν, μοίρασα τα ψάρια στο χωριό και τα υπόλοιπα τα έβαλε η θεία μου σε ένα καζάνι, τα έβρασε και τάϊσε τα γουρούνια! Την άλλη μέρα πήρα μαζί μου δύο μουλάρια! Ένα να το φορτώσω με ψάρια, και ένα να γυρίσω καβάλα στο χωριό!
Ι.Π. : Υπερβολή δεν ήταν εκείνο το ψάρεμα; Επειδή είχε δηλαδή πολλά ψάρια εσύ τα κτυπούσες...
Γ.Π. : Τα κτυπούσα, τι να έκανα; Τα μοίραζα όμως στον κόσμο! Την εποχή εκείνη δεν είχαν τα σπίτια ούτε ηλεκτρικό ρεύμα ούτε ψυγείο! Έπρεπε λοιπόν να τα μοιράσω για να μη χαλάσουν! Μια μέρα πήρα μαζί ένα φίλο μου, για βαρκάρη, και δύο όπλα. Κατέβαινα με το ένα όπλο, κτυπούσα το ψάρι, του το έδινα κι' αυτός μου έδινε αμέσως το δεύτερο όπλο και πάλι στον βυθό εγώ για να μη χάνω χρόνο! "Καλά, αποθήκη έχεις κάτω"; μου λέει μια στιγμή. Κατεβαίνω μια φορά, θυμάμαι, και βλέπω ένα μεγάλο σαργό. Καθώς τον κάρφωνα, βλέπω ένα ροφό να έρχεται από πίσω για να τον φάει! Σπρώχνω κι' εγώ το καμάκι, που βγήκε μέσα απ' το στόμα του, και έβγαλα έτσι μαζί και τον σαργό και τον ροφό! Με πιάσανε τα γέλια στο βυθό, γέμισε κι' η μάσκα με νερό και άργησα ν' ανέβω επάνω! Ο θείος μου είχε τρελλαθεί από την αγωνία του καθώς έβλεπε ότι περνούσε η ώρα κι' εγώ δεν φαινόμουν! Ανέβηκα τελικώς στην επιφάνεια γελώντας και σκέφτηκα ότι σε όποιον και αν έλεγα αυτό που συνέβη θα νόμιζε ότι τον κορόϊδευα! Τέτοιες ιστορίες είχαμε τότε στο χωριό. Γι' αυτό, παρ' όλο που γνωρίζουν βέβαια το όνομά μου, ψαροντουφεκάς είναι το παρατσούκλι μου!
Κι' εδώ στην Αττική που ψάρευα όμως, υπήρχαν πολλά ψάρια. Δεν ψάρευαν πολλοί άλλωστε τότε. Εγώ, ο Γιάννης ο Βιδάλης, ο Τσουκαλίδης ο Γιώργος. Τρεις τέσσερις ψαροντουφεκάδες είμασταν όλοι όλοι! Ο Γιάννης ο Βιδάλης ήταν πολύ καλός ψαροντουφεκάς, μόνο που είχε ένα πόδι! Ψάρευε εδώ στον Άγιο Κοσμά και έβαζε συνήθως και μια πέτρα στην κοιλιά των ροφών για να βαραίνουν στο ζύγι!
Ι.Π. : Τα πουλούσε τα ψάρια;
Γ.Π. : Ναι, έβγαινε στο δρόμο και τα πούλαγε!
Ι.Π. : Συνεχίζεις μήπως ακόμη να ψαρεύεις κυρ Γιάννη;
Γ.Π. Όχι βέβαια! Εβδομήντα οκτώ ετών είμαι πια...
Ι.Π. : Εντάξει. Ας επιστρέψουμε όμως στις βάρκες.
Γ.Π. : Καθώς χρειαζόμουν λοιπόν μια βάρκα για τα ψαρέματά μου, έψαχνα τον τρόπο να φτιάξω μια δική μου. Επειδή πήγαινα τακτικά στο εξωτερικό, φωτογράφιζα τις φουσκωτές βάρκες που έβλεπα εκεί και κοιτούσα πώς είναι φτιαγμένες. Μια μέρα πήγα στο εργοστάσιο της Callegari. Ήθελα να μπω μέσα, να δω τι και πώς, αλλά δεν με άφησαν! Ήταν σε ένα επικλινές έδαφος το εργοστάσιο και από τον επάνω δρόμο μπορούσα να κοιτάζω μέσα, από τα παράθυρα! (γελάει). Τελικά, όταν ήρθαν τα υλικά που είχα παραγγείλει...
Ι.Π. : Τι υλικά; Hypalon και τέτοια;
Γ.Π. : Ναι, hypalon. Από την Pennel Flipo τα πιο πολλά, και ένα μέρος από την Avon. Έφθασαν λοιπόν τα υφάσματα, ήρθαν και οι κόλλες, αλλά πάνω στις κόλλες είχαν βάλει το σήμα της χειροβομβίδας, ότι είναι δηλαδή εύφλεκτη! Το τι τράβηξα να τις βγάλω απ' το Τελωνείο, δεν λέγεται! Η πρώτη βάρκα που είχα αγοράσει και είχα εκτελωνίσει είχε έρθει σαν σωστικό μέσο και δεν είχε δασμούς. Στα υλικά όμως έβαλαν δασμό και φόρο πολυτελείας από πάνω! Όσο κόστιζε το ύφασμα μόνο, κόστιζε και η βάρκα έτοιμη! Τα παρέλαβα τελικώς τα υλικά, τι να κάνω, και αρχίσαμε να κατασκευάζουμε την πρώτη βάρκα. Είχα πάρει τότε σε καλή τιμή ένα καταπληκτικό πανάκριβο ξυστικό μηχάνημα από ένα τσαγκάρη. Ήταν τότε που θα πήγαινα στην Ιταλία και ο Γιάννης ο Αγγελόπουλος, που ήταν εκεί κοντά και έφτιαχνε τα τρέϊλερ, αντιπροσώπευε και τα φουσκωτά σκάφη της Novurania. Του είπα ότι θα πήγαινα στην Ιταλία και του ζήτησα να μου δώσει συστάσεις.
Πήγα πράγματι στο εργοστάσιο της Novurania, που ήταν στην πόλη Tione di Trento, κοντά στα σύνορα με την Αυστρία. Αντί να πάω όμως στο εργοστάσιο όπου έβγαζαν τα σκάφη, πήγα συμπτωματικώς στο εργοστάσιο όπου έβγαζαν το ύφασμα, το οποίο βρισκόταν σε απόσταση επτά χιλομέτρων, και είδα την όλη διαδικασία παραγωγής. Μετά πήγα στο εργοστάσιο με τις βάρκες και συνάντησα ένα κοντό Ιταλό που έφτιαχνε pontoons (πλωτές γέφυρες για την διέλευση οχημάτων και αρμάτων μάχης στα ποτάμια). Του είπα ότι έχω τάχα ένα Novurania και έχει σχιστεί σε κάποιο σημείο το ύφασμά του γύρω στους 80 πόντους και του ζήτησα να μου πει τι να κάνω. Απώτερος σκοπός μου ήταν να δω πώς κολλάει, τι κάνει! "Θα το τρίψεις καλά και θα αλείψεις την κόλλα δύο φορές - sempre due parte", μου είπε, εννοώντας ότι πρέπει να βάλω κόλλα δύο φορές στο ύφασμα. Αυτό δεν το ήξερα και το έμαθα τότε! Με συμβούλευσε επίσης όταν ο καιρός είναι βροχερός να μην κολλήσω.
Επέστρεψα στην Ελλάδα και άρχισα να κατασκευάζω την πρώτη βάρκα αλλά προχωρώντας έβλεπα ότι ήταν πολύ ακριβή! Αναγκάστηκα λοιπόν, προκειμένου να τη διώξω, να την πουλήσω σχεδόν κάτω του κόστους! Είχα εν τω μεταξύ φέρει υλικό για ένδεκα βάρκες! Εφτιαχνα δύο μεγέθη : 3.80 και 4.20. Το δεύτερο ήταν ουσιαστικώς το Mark II Grand Raid της Zodiac! Είχα πάρει τα μέτρα εκείνης της βάρκας, αλλά έπρεπε να τροποποιήσω δεκαεπτά σημεία της για να μη θεωρηθεί αντιγραφή! Το πάτωμα ήταν ξύλινο, το ίδιο και η καρίνα. Ξύλινοι ήταν επίσης και οι σύνδεσμοι που έπιαναν τα κομμάτια του πατώματος μεταξύ τους. Ούτε η Zodiac προέβλεπε αλουμίνιο τότε.
Ήρθε μια μέρα ο Μάϊκ ο Ροζάκης, αν τον θυμάσαι...
Ι.Π : Πώς δεν τον θυμάμαι! Της εποχής μου ήταν! Στο συγκρότημα των Charms έπαιζε, μαζί με τον Πολλάτο!
Γ.Π. : Ναι, αυτός! Πέρασε λοιπόν μια μέρα απ' το μαγαζί, μαζί με τον Μίμη Πλέσσα, και έφεραν μια δική τους βάρκα που ήθελε επισκευή ο αεροθάλαμος γιατί κατάφεραν και τον έσκασαν σ' ένα ψάρεμα. Άλλον αεροθάλαμο κοιτούσαν και σε άλλον έβαζαν αέρα! Έτσι γνωριστήκαμε με τον Μάϊκ και από τότε γίναμε φίλοι. Τις βάρκες που έφτιαξα τις έδωσα πάντως όλες σε φίλους, ώστε αν παρουσιαστεί κάτι, σαν καινούργιο πράγμα που ήταν, να τις επισκευάσω και να μην έχω προβλήματα.
Ι.Π. : Πόσα διαμερίσματα είχαν εκείνοι οι πρώτοι αεροθάλαμοι;
Γ.Π. : Στη μικρή βάρκα έβαζα τέσσερις βαλβίδες και στη μεγάλη πέντε. Είχα κοπιάρει μάλιστα τη βαλβίδα που χρησιμοποιούσε η Zodiac. Έξι εκατομμύρια δραχμές μου είχε στοιχίσει τότε να την κοπιάρω, και δεν πέτυχε κι' όλας! Έχω φυλάξει κάπου μία... Μαθεύτηκε λοιπόν σιγά σιγά ότι έφτιαχνα φουσκωτές βάρκες και μου τηλεφώνησαν μια μέρα απ' την εφημερίδα δύο δημοσιογράφοι. Ο ένας δούλευε στο "Έθνος" και ο άλλος στον "Ριζοσπάστη". Επειδή δεν είχαν εμπειρία από φουσκωτές βάρκες, μου ζήτησαν να πάμε μέχρι τη Μακρόνησο ώστε να μπορέσουν να γράψουν κάτι γι' αυτές. Αντί να τους πάω στη Μακρόνησο, εγώ τους πήγα στη Τζιά! Βούτηξα κι' όλας, βγάζω ένα ροφό, τρελλάθηκαν αυτοί! Είχε λοιπόν ένα μεγάλο αφιέρωμα την άλλη μέρα η εφημερίδα...
Μαζί με τις βάρκες που έφτιαχνα, επισκεύαζα βέβαια και τις παλιές. Ήρθε μια μέρα ένας ναυλομεσίτης, ο οποίος είχε μια Zodiac που ήθελε να τη στείλει πίσω στη Γαλλία επειδή είχε ένα μεγάλο σκίσιμο. Κάποιος όμως του είπε να τη φέρει σε μένα. Όταν την έφτιαξα και την είδε, δεν το πίστευε! Μια μέρα πάλι, μετρούσα με το πιεσσόμετρο την πίεση του πατέρα μου ο οποίος, παρ' όλο ότι ήταν υπερτασικός, έφθασε τα 92! Με είδε ο μπατζανάκης μου ο δικηγόρος και μου ζήτησε να μετρήσω και τη δική του. Τη μετράω πράγματι και βλέπω την πίεσή του στο 19,5! Στις εξετάσεις που ακολούθησαν βρήκαν τα νεφρά του σε άθλια κατάσταση! Η κατάσταση της υγείας του λοιπόν τον ανάγκασε να ζητήσει να αποχωρήσει από την εταιρεία που είχαμε κάνει αυτός, εγώ κι' ο Λόντος, στην οποία όμως φαινόμουνα μόνο εγώ. Έπρεπε λοιπόν να του δώσω τα λεφτά που είχε βάλει κι' έτσι το κλείσαμε το μαγαζί!
Εγώ διατήρησα βέβαια το εργοστάσιο στην Κορνάρου, όπου ερχόντουσαν κάθε τόσο διάφοροι φίλοι μου και με ρωτούσαν, γιατί το έκλεισες το μαγαζί, γιατί το ένα, γιατί το άλλο. Ανάμεσα σ' αυτούς ήρθε μια μέρα και ένας που είχε μια Avon η οποία είχε σε όλο το μήκος του αεροθαλάμου της ένα μεγάλο σχίσιμο από προπέλλα. Την είχε πάει στο "Tip Top", του είχαν βάλει εκεί μπάλλωμα πάνω στο μπάλλωμα, αλλά δουλειά δεν γινόταν. Με ρώτησε λοιπόν πόσα θέλω για να τη φτιάξω και του απάντησα ότι θέλω 9.000 δρχ. "Εννιά χιλιάδες"; έκανε έκπληκτος εκείνος, σχεδόν τρομαγμένος! "Εγώ στη δίνω με 2.000, την παίρνεις"; μου έκανε την πρόταση. Του είπα λοιπόν τότε : "Εγώ θα στη φτιάξω τη βάρκα και αν σου αρέσει θα μου δώσεις 9.000, αν δεν σου αρέσει εγώ θα σου δώσω 5.000 και θα την πάρω"! "Εντάξει", μου είπε εκείνος!
Την έφτιαξα τελικώς όμορφα τη βάρκα και την έβαλα στο διάδρομο του μαγαζιού κοντά στην έξοδο. Έρχεται αυτός, την προσπερνάει και με ρωτάσει που είναι η βάρκα του και αν την έφτιαξα. "Αυτή είναι", του λέω, και του τη δείχνω. Άνοιξε ένα στόμα δύο πήχες! Δεν το πίστευε! "Ποιος την έφτιαξε"; με ρώτησε. "Ο Σεραφείμ", του απάντησα εγώ. Ο Σεραφείμ ήταν ένας Έλληνας που είχε μεγαλώσει στην Πολωνία και του είχα αναθέσει να κολλάει τις βάρκες γιατί ήταν τσαπατσούλης και μου χάλαγε τις τσάντες! Βγάζει λοιπόν και δίνει 9.000 δρχ. σε μένα και άλλες 1.000 δρχ. στον Σεραφείμ! Από κει που μου την πούλαγε 2.000, πλήρωσε τελικά απ' τη χαρά του 10.000!
Ανάμεσα στους άλλους έρχεται μια μέρα και ο Μίλτος ο Βρεττός, που με είχε στεφανώσει, και μου λέει : "Ρε κουμπάρε θέλω να γίνουμε συνέταιροι"! Ο Μίλτος δούλευε τότε στο τμήμα αγορών του Κατράντζου. Εγώ δεν ήθελα συνεταιρισμούς. Όποτε βγαίναμε, μου άρεσε να πληρώνω. Δεν άφηνα άλλον να βάλει το χέρι στην τσέπη! Ήμουνα σκορποχέρης! Τα έβλεπε αυτά ο Μίλτος και μάλλον πρέπει να σκέφτηκε πως η δουλειά μου πήγαινε καλά! Βλέποντας όμως ότι ήμουν αρνητικός στην πρότασή του, μου λέει : "Αν γίνουμε συνέταιροι θα βγάλουμε και τις βάρκες"! Αυτό μου είπε κι' εγώ τσίμπησα!
Ι.Π. : Στις τσάντες δηλαδή ενδιαφερόταν αρχικώς να μπει συνέταιρος ο Μίλτος.
Γ.Π. : Ναι, στις τσάντες. Επειδή ήξερε όμως το μεράκι και την "αρρώστεια" που είχα για τις βάρκες, πέταξε αυτή την πρόταση για να με δελεάσει. Και έπιασε! Είπα λοιπόν στον Μίλτο το ναι και το είπα συγχρόνως στη γυναίκα μου. Ποιος είδε τον Θεό και δεν τον φοβήθηκε! Δεν ήθελε συνέταιρο εκείνη, με τίποτε! Της είπα όμως ότι όταν εγώ δίνω σε κάποιον τον λόγο μου, όλη η κόλαση να σταθεί μπροστά, δεν τον αναιρώ! Κι' έτσι ξεκίνησε εκείνη η συνεργασία.
Ι.Π. : Από τότε ονομάστηκε η εταιρεία "Olympic Hellas";
Γ.Π. : Ανέκαθεν ο διακριτικός τίτλος των φουσκωτών που έφτιαχνα ήταν "Olympic Hellas". Απλώς η φίρμα ήταν στην αρχή "Olympic Hellas" Ι. Παπαπαναγιώτου Ε.Ε. Έπρεπε τότε να αποφασίσουμε τι είδους εταιρεία θα κάνουμε. Συμφωνήσαμε να την κάνουμε ανώνυμο εταιρεία. Τι κεφάλαια χρειάζονται; Δέκα εκατομμύρια. Εγώ είχα δύο πρέσσες, γερανογέφυρα, δέκα super μηχανές για γάζωμα και άλλο εξοπλισμό, οπότε υπολόγιζα το κόστος όλων αυτών γύρω στα τέσσερα εκατομμύρια. Πέντε τετρακόσια βγήκε όταν βάλαμε μετά κάτω το μολύβι, αλλά επειδή είχα πει στην αρχή τέσσερα, το κλείσαμε τελικά στα πέντε εκατομμύρια. Είπα λοιπόν του Μίλτου να βάλει άλλα πέντε εκατομμύρια. Δεν έχω τόσα χρήματα, απάντησε εκείνος, θα δώσω κάτι τώρα και θα πουλήσω ένα διαμέρισμα που έχω στους Αμπελοκήπους. Έτσι ξεκινήσαμε.
Ι.Π. : Θυμάσαι χρονολογία;
Γ.Π. : Πρέπει να ήταν το 1972. Εγώ επέμεινα στην αρχή να διατηρήσουμε και τη δουλειά με τις τσάντες μέχρι να περάσει κάποια μεταβατική περίοδος και να δούμε τι θα γίνει. Τα είχα παρατήσει βλέπεις τα φουσκωτά για ένα διάστημα και δεν ήξερα πώς θα πάει η δουλειά στη συνέχεια. Μην ξεχνάς άλλωστε ότι ο κόσμος σαμπρέλλες τις έλεγε ακόμη τις φουσκωτές βάρκες! Νοικιάζουμε λοιπόν ένα χώρο στη Βουλιαγμένης, όχι εκεί που είμασταν τελευταία, αλλά λίγο πιο πέρα σε ένα ύψωμα του δρόμου δεξιά.
Ι.Π. : Ποια μοντέλλα βγάλατε στην αρχή; Το 3.80 και το 4.20 που έφτιαχνες όταν ήσουνα στη Λένορμαν;
Γ.Π. : Αυτά, αλλά βγάλαμε κι' άλλα. Βγάλαμε ένα μικρό 2.80 στην αρχή το οποίο το κοπιάρανε όλοι στη συνέχεια. Το γνώριζα γιατί η διάμετρος του μπροστινού αεροθαλάμου ήταν πιο μεγάλη και το πατρόν ήταν δικό μου! Σιγά σιγά άρχισε η δουλειά να ανεβαίνει και όλο και πιο πολύς κόσμος ενδιαφερόταν να αγοράσει φουσκωτή βάρκα.
Ι.Π. : Το ύφασμα της Kleber πότε το βάλατε στην παραγωγή;
Γ.Π. : Ήρθε μια μέρα και μας βρήκε, σε μια υπαίθρια έκθεση σκαφών που έγινε στη Γλυφάδα, ο διευθυντής πωλήσεων της Kleber, ο Paul. Κάτω εκθέταμε τα φουσκωτά, στο χώμα! Ο Μίλτος τα κατάφερνε καλά με τα Γαλλικά. Έπιασε τη συζήτηση μαζί του, ήταν και ψαροντουφεκάς ο Γάλλος, τον πήρα κι' εγώ και πήγαμε παρέα για ψαροντούφεκο, κι' έτσι γνωριστήκαμε. Μιας και δεν υπήρχε και άλλος στην Ελλάδα να φτιάχνει τότε φουσκωτά, συμφωνήσαμε κι' αρχίσαμε να παίρνουμε υλικά από την Kleber. Αγοράζαμε μεγάλες ποσότητες γιατί μας έκαναν πίστωση έξι μηνών άτοκα. Δουλεύαμε καλά με τους Γάλλους. Το καλό ήταν ότι το υλικό της Kleber ήταν ανώτερο ποιοτικά από το υλικό της Pennel Flippo. Η δεύτερη στρώση ήταν "compose" όπως λένε οι Γάλλοι. Σύνθετη δηλαδή. Είχε μισό Hypalon και μισό Neoprene. Από πάνω είχε το Hypalon. Γι' αυτό τον λόγο όλα τα άλλα υφάσματα ξεκολλούσαν, ενώ της Kleber δεν ξεκολλούσε! Ακόμη και η Pennel Flippo πουλούσε λευκό ύφασμα της Kleber γιατί το δικό της ξεκόλλαγε!
Ι.Π. : Θυμάμαι ότι το ύφασμα της Kleber ήταν και πιο χονδρό και παρουσίαζε κάποιες δυσκολίες στη διαμόρφωση των αεροθαλάμων.
Γ.Π. : Ήταν όντως πιο χονδρό. Ήταν όμως πιο μαλακό σαν ύφασμα από της Pennel Flippo και στις κούρμπες εφάρμοζε καλύτερα.
Ι.Π. : Μήπως τα λες ανάποδα κυρ Γιάννη; Λογικά το χονδρό ύφασμα πρέπει να έχει αυτό το πρόβλημα στις κούρμπες.
Γ.Π. : Μια χαρά τα λέω! Το ένα ύφασμα ήταν ψημένο πολύ και γινόταν ξερό, ενώ το άλλο ήταν πιο μαλακό. Αυτή ήταν η διαφορά. Έπειτα, το ύφασμα της Pennel Flippo ξεχείλωνε ενάμισυ cm στο τετραγωνικό μέτρο, ενώ της Kleber ξεχείλωνε έξι cm! Συνεπώς αυτό που ξεχειλώνει πιο πολύ είναι λογικό να παίρνει πιο καλές κούρμπες! Και όταν λέμε 1880 Dtex ξέρεις τι εννοούμε; Εννοούμε ότι 10.000 μέτρα κλωστής ζυγίζουν 1880 γραμμάρια. Την κλωστή μετράμε! Όταν λέμε τώρα 1100, είναι 1100 γραμμάρια η κλωστή αλλά το υλικό της Pennel Flippo, το 828, είναι 1300 γραμμάρια το τετραγωνικό μέτρο. Ελάχιστοι γνωρίζουν ότι τα νούμερα αυτά είναι μέτρα κλωστής! Η ύφανση του υφάσματος γίνεται με κλωστές που είναι είτε polyester, είτε polyamide. Γι' αυτό το ύφασμα της Kleber ξεχείλωνε περισσότερο! Περιείχε κλωστές από polyamide. Εκείνο το ύφασμα ήταν που ονομάζαμε heavy duty ή στρατιωτικό, επειδή το χρησιμοποιούσαμε και στις βάρκες που φτιάχναμε για τον στρατό και τους βατραχανθρώπους. Υπάρχουν υλικά που απ' το μέσα μέρος έχουν μία επικάλυψη και είναι πιο φθηνά. Δεν τα προτιμούν όμως γιατί μόλις πας να τα ξύσεις φαίνεται το ύφασμα! Όταν λέμε 1100 κλωστή, μπορείς να βρεις ύφασμα με 1000 γραμμάρια στο τετραγωνικό μέτρο και ύφασμα με 1300 γραμμάρια στο τετραγωνικό μέτρο. Αυτό που είναι πιο ελαφρύ, ναι μεν έχει την ίδια κλωστή με το βαρύτερο, έχει όμως λιγότερη επικάλυψη. Εδώ έχουν καθιερωθεί τα υφάσματα της Pennel Flippo, το 1670 και το 828 νομίζω.
Πολλές ανακρίβειες γράφονται κατά καιρούς στα περιοδικά. Διάβασα μια φορά στον "Υποβρύχιο Κόσμο", στην παρουσίαση ενός φουσκωτού σκάφους, ότι το φουσκώνεις στις τρισήμισυ ατμόσφαιρες! Τηλεφώνησα τότε στο περιοδικό και είπα του Γύρα : "Ρε Τάκη, τι γράφεις εδώ πέρα; Τρισήμισυ ατμόσφαιρες, ενώ βάζουμε 240 millibars; Ούτε μία ατμόσφαιρα δεν θ' αντέξει το ύφασμα, όχι τρισήμισυ"! Σε τεστ που έκανα εγώ έβαλα μια φορά 900 millibars και ήταν έτοιμος να εκραγεί ο αεροθάλαμος! Και έχε υπ' όψη σου ότι ανάλογα με την διάμετρο που έχει ο αεροθάλαμος αλλάζει και η πίεση αέρα με τον οποίο πρέπει να τον φουσκώσεις. Είχαμε κάνει κάποτε κάτι σωλήνες για καλούπια που είχαν διάμετρο 1.80. Έμπαινες όρθιος μέσα! Ξέρεις πόσο αέρα βάζαμε σ' αυτά; 80 millibars μόνο! Διότι είναι πίεση ανά τετραγωνικό εκατοστό. Δεν μπορείς να βάλεις όσο αέρα θέλεις! Όσο πιο μικρή είναι η διάμετρος του αεροθαλάμου, τόσο πιο πολύ αέρα μπορείς να βάλεις! Σε έναν αεροθάλαμο με διάμετρο 50 περίπου εκατοστά του μέτρου βάζεις 240 - 250 millibars αέρα. Αλλά γράφονται και άλλες ανακρίβειες στα περιοδικά. Πράγματα που δεν ισχύουν.
Ι.Π. : Υπάρχουν τόσα πράγματα που θέλω να σε ρωτήσω ώστε δεν ξέρω ειλικρινά από πού να αρχίσω!
Γ.Π. : Ρώτησέ με ό,τι θέλεις!
Ι.Π. : Η εταιρεία λοιπόν σιγά σιγά μεγαλώνει. Σε ποιο στάδιο μπαίνουν στην εταιρεία οι Γιάννης Παππάς και Τάσος Δημητριάδης; Νομίζω ότι είχαν κάποιο ποσοστό στην εταιρεία ή κάνω λάθος;
Γ.Π. : Όταν βάλαμε στην εταιρεία συνέταιρο τον Άρη τον Λιάκο, περίσσευαν πέντε μετοχές τις οποίες δώσαμε στον Δημητριάδη. Ο Παππάς δεν είχε μετοχές. Ο Λιάκος ήταν φίλος του Μίλτου. Πήγαιναν μαζί για νυκτερινό ψάρεμα. Εγώ δεν πήγαινα μαζί τους. Έβγαζα ψάρια το πρωί, γιατί να ψαρέψω βράδυ; Να σου πω ιστορίες με τον Μίλτο στο ψαροντούφεκο, που μου έφερε μια φορά μια παραμίνα... (γελάει)
Ι.Π. : Τι είναι αυτό;
Γ.Π. : Είναι ένα σίδερο μεγάλο, δύο μέτρα μήκος και χονδρό, σαν μπετόβεργα, που το κτυπάνε όταν βάζουν φουρνέλο! Μου το έφερε λοιπόν για να ξεβραχώνουμε τους ροφούς! Θα σου πω να γελάσεις. Βγαίνουμε λίγο απ' την κουβέντα, αλλά αξίζει τον κόπο. Πήγαμε μια φορά για ψάρεμα στα Σκορπονέρια. Βγήκαν κάποιοι ψαροντουφεκάδες και τους ρωτήσαμε αν έχει ψάρια. "Να, αν βουτάτε βαθειά, μπορεί να βγάλετε κανέναν ισκιό", μας απάντησαν. Πάμε λοιπόν με μια βάρκα σε ένα νησάκι που υπάρχει εκεί απέναντι, και βούτηξε αμέσως ο Μίλτος, όπως ήταν πάντα βιαστικός. Σε λίγο ανεβαίνει και μου λέει : "Κτύπησα ένα μεγάλο σαργό, κατέβα να τον ξεβραχώσεις"!
Ι.Π. : Να ξεβραχώσεις σαργό; Ροφό θέλεις να πεις.
Γ.Π. : Κάτσε ν' ακούσεις ντε! Ντύνομαι, κατεβαίνω, κοιτάω, είχε κτυπήσει ένα μικρό ροφό! Τον έβγαλα και συνέχισα το ψάρεμα. Κτύπησα έξι ροφούς, ο πιο μεγάλος ήταν οκτώ κιλά. "Κρύφτα τα ψάρια, να μην τα δει ο κόσμος", είπα του Μίλτου. Δεν μου άρεσε να κάνω επίδειξη και να προκαλώ τους ψαράδες. Τα σκεπάσαμε λοιπόν τα ψάρια και βγήκαμε έξω. Μας ρώτησαν τι κάναμε, και τους απάντησα ότι δεν είχε τίποτε. Πετάχτηκα μέχρι την καντίνα να πιω λίγο νερό και όταν βγήκα έξω είδα κόσμο συγκεντρωμένο γύρω απ' τη βάρκα! Ο Βρεττός είχε ξεσκεπάσει τα ψάρια και τα έδειχνε καμαρώνοντας!
Γλυκαθήκαμε και την επόμενη Κυριακή ξαναπήγαμε. Κτυπάω ένα ροφό γύρω στις δεκατρείς οκάδες! Κάπου όμως μου βράχωσε και με παίδεψε μέχρι να τον βγάλω. Την επόμενη φορά βλέπω τον Βρεττό και μου έρχεται με την παραμίνα! Κόντευα να πάθω συγκοπή απ' τα γέλια!
Ι. Π. : Τις πολυεστερικές γάστρες ξέρω ότι δεν τις φτιάχνατε εσείς. Ποιος τις έφτιαχνε; Ο Καρυοφύλλης;
Γ.Π. : Τις πρώτες μας τις έφτιαχνε ο Γιάννης ο Τσιάμας. Τώρα πρέπει να δουλεύει με τον Χατζησταματίου στη "Barracuda". Την πρώτη πολυεστερική γάστρα έφτιαξε η Avon για το μοντέλλο της "Sea Rider". Εμείς βγάλαμε για πρώτη φορά φουσκωτή βάρκα με πολυεστερική γάστρα όταν βάλαμε συνέταιρο στην εταιρεία τον Άρη τον Λιάκο και μεταφέραμε το εργοστάσιο εκεί που είναι τώρα το "Lidl" της Βουλιαγμένης, απέναντι απ' τον σταθμό του Μετρό του Αγ. Δημητρίου. Τότε ήρθαν να εργαστούν σε μας και ο Αλέκος ο Φαρμάκης με τον Κυριάκο τον Κυριακίδη.
Ι.Π. : Αυτοί που δημιούργησαν αργότερα τη "Mostro";
Γ.Π. : Ναι, αυτοί.
Ι.Π. : Ο Γιάννης ο Φραγκούλης, που κατασκευάζει σήμερα τα φουσκωτά "Poseidon", δούλευε κι' αυτός σε σας;
Γ.Π. : Α, άλλη περίπτωση αυτός! Ναι, δούλευε σε μας. Όπως σου είπα διατηρούσα παράλληλα και το εργοστάσιο με τις τσάντες. Είχα κοπέλλες που δούλευαν εκεί. Μία από αυτές ήταν πολύ όμορφη και τα παιδιά της είχαν δώσει το όνομα "το δέκα το καλό"! Του άρεσε του Φραγκούλη, οπότε πάει μια μέρα στη μάνα της και τη ζητάει! Της είπε μάλιστα ότι έχει περιουσία και ότι θέλει να παντρευτεί την κόρη της. Εκείνη του απάντησε ότι το θέμα αφορούσε την κόρη της και δεν της έπεφτε λόγος. Πάει λοιπόν ο Φραγκούλης στην κοπέλλα κι' εκείνη του είπε ότι είχε ένα δεσμό αλλά εάν αποτύχει τότε μπορεί να τον δει θετικά. Έρχεται τότε ο Φραγκούλης και μου το λέει. "Και δηλαδή εσύ είσαι ρεζέρβα"; του απάντησα αστειευόμενος. Μόλις του είπα έτσι, τρελλάθηκε! Έφυγε απ' το μαγαζί και δεν ξανάρθε ούτε μου ξαναμίλησε! (γελάει)
Πολλοί πάντως από αυτούς που φτιάχνουν σήμερα φουσκωτά σκάφη δούλεψαν στην "Olympic Hellas", αλλά και άλλοι που τους έμαθα εγώ τη δουλειά όταν δούλεψα σε άλλες εταιρείες. Ο Καρράς, ο Χειλάκης, ο Δικελής, ο Αλαφιώτης, ο Μεγαγιάννης, ο Βαρελάς, ο Στεφανίδης, ο Κυριακίδης και ο Φραγκούλης ,όπως ήδη σου είπα, και άλλοι πολλοί, πού να τους θυμηθώ τώρα όλους!
Είχα επίσης μια άλλη εργάτρια, που η καταγωγή της ήταν απ' την Κων/πολη. Αυτή μου "κόλλαγε" συνέχεια! Έψαχνε πάντα να μου βρει κάτι για να κάνει την παρατήρησή της. Πώς περπατάς έτσι, γιατί κάνεις αυτό, γιατί κάνεις το άλλο, χοντρέ, και τι δεν μου έλεγε! Είχε εν τω μεταξύ μια γαμψή μύτη. "Θα σου πω τίποτε και θα τσαντιστείς" την προειδοποιούσα. Μια μέρα λοιπόν κάτι μου είπε πάλι και γύρισα και της είπα : "Δεν μου λες, το πρωί που πίνεις το τσάϊ σου βουτάς τη μύτη σου μέσα για παξιμάδι"; Τι ήταν να της το πω αυτό; Άρπαξε ένα τετράγωνο σίδερο και μου το πέταξε, αν δεν έσκυβα θα με σκότωνε! Ντύθηκε μετά και έφυγε απ' τη δουλειά! Τόσο πολύ την πείραξε!
Ι.Π. : Τους πείραζες όμως κι' εσύ. Σωστό πειραχτήρι ήσουνα, και είσαι!
Γ.Π. : Έτσι είμαι, τι να κάνω! Προσπαθώ πάντοτε να δίνω σωστές απαντήσεις και εύστοχες. Ας γυρίσουμε όμως σ' αυτά που σου έλεγα νωρίτερα. Όταν επρόκειτο να βάλουμε στην εταιρεία τον Λιάκο και να μεταφέρουμε το μαγαζί, η δουλειά είχε μεγαλώσει πολύ και θέλαμε πολλά κεφάλαια. Ο τόκος δανεισμού όμως της τράπεζας ήταν υψηλός, έφτανε το 32%! Μου είπε τότε ο Βρεττός να βάλουμε τον Λιάκο συνέταιρο, ο οποίος θα έβαζε δεκαπέντε εκατομμύρια, κι' εγώ δέχθηκα. Ανέλαβε λοιπόν ο Λιάκος να φτιάξει το ερείπιο στο οποίο θέλαμε να μετακομίσουμε. Τελικώς δεν έβαλε λεφτά, έφτιαξε λίγο το κτίριο και τα έφερε μία η άλλη.
Η δουλειά, εν τω μεταξύ, είχε μεγαλώσει πολύ. Είχαμε πάρει προηγουμένως και τον Μπάμπη τον Μπουζάκη στη δουλειά, όταν δούλευαν ακόμη στην εταιρεία ο Φαρμάκης και ο Κυριακίδης. Δεν τα πήγαινε μάλιστα καλά ο Μπάμπης μαζί τους και ήθελε να φύγει. Τον κράτησα όμως με το ζόρι γιατί είχαμε γίνει φίλοι, τον θεωρούσα έμπιστο άνθρωπο και τον προόριζα για διευθυντή. Μου έφτιαχνε μάλιστα και εξαρτήματα για τις τσάντες. Τον είχα γνωρίσει σε ένα ψάρεμα που κάναμε στο Σούνιο. Χειμώνας ήταν, κρύο, είχα κτυπήσει ένα ροφό, αλλά δεν είχα αυτοκίνητο να γυρίσω στην Αθήνα. Ο Μπάμπης είχε τότε ένα Moskovitch. Με ρώτησε πώς θα επιστρέψω, και του απάντησα ότι θα πάρω το λεωφορείο. Προθυμοποιήθηκε όμως εκείνος να με πάρει με το αυτοκίνητό του και έτσι γνωριστήκαμε. Επτά άτομα είχαμε στριμωχτεί σ' εκείνο το κακόμοιρο το αυτοκίνητο!
Σε ένα από τα ταξίδια μου στην Ιταλία είδα ότι οι πολυεστερικές γάστρες είχαν την τιμητική τους. Σκέφτηκα λοιπόν ότι έπρεπε να βγάλουμε κι'εμείς φουσκωτά με πολυεστερικές γάστρες. Όταν το είπα στους άλλους δύο συνεταίρους μου, ο Μίλτος μου είπε : "Για να κάνουμε και τον Αγγελόπουλο να βγάλει φουσκωτά"; "Αν θέλει ο Αγγελόπουλος να βγάλει φουσκωτά, εμάς θα ρωτήσει; Εκεί πάει το πράγμα στην Ιταλία, εμείς τι θα κάνουμε"; του απάντησα. "Και πόσες βάρκες νομίζεις ότι θα κάνουμε"; μου λέει ο Λιάκος. "Καμμιά ογδονταριά, θα τις φτιάξουμε. Σαράντα τέσσερα άτομα προσωπικό έχουμε"! του απάντησα. Οι δύο συνέταιροί μου δεν το πίστευαν, ο Μίλτος έλεγε ότι θα βγάλουμε καμμιά εικοσαριά, ο Λιάκος έλεγε οκτώ, αλλά στο τέλος μου είπαν : "Άντε να σου κάνουμε το χατήρι"! Εκεί τσαντίστηκα! Τι πάει να πει να άντε να σου κάνουμε το χατήρι; Πρότεινα να βγάλουμε φουσκωτά με πολυεστερικές γάστρες για την επιχείρηση, όχι για το σπίτι μου!
Φτιάξαμε λοιπόν στην αρχή, ελλείψει μοντέλλου, μια φουσκωτή βάρκα με ξύλινη καρίνα και την χρησιμοποιήσαμε για να βγάλουμε το ξυλότυπο της πολυεστερικής γάστρας! Την πήγαμε στη συνέχεια στον Γιάννη τον Τσιάμα και αυτός μας έφτιαξε επτά πολυεστερικές γάστρες. Τον ρώτησα μάλιστα : "Θα είναι εντάξει; Γιατί εγώ θέλω ό,τι κάνω να είναι σωστό". "Αν θέλεις να βάλω και την υπογραφή μου", απάντησε ο Τσιάμας. Ε, λοιπόν βρε Ιωσήφ, έσπασαν και οι επτά! Τι είχε συμβεί; Ο Τσιάμας έβαζε το ίδιο υλικό που έβαζε και στις άλλες βάρκες. Οι άλλες όμως βάρκες είχα τα πλαϊνά και αυτά λειτουργούσαν σαν δοκάρια! Η γάστρα, στα δικά μας φουσκωτά, δεν είχε πλαϊνά, ενισχύσεις δηλαδή, και έτσι έσπασαν! Μετά ανέλαβε ο Καρυοφύλλης, που είχε τότε την "Fiberform" λίγο πριν τα διόδια της Ελευσίνας, και έφτιαχνε πολυεστερικά σκάφη.
Αλλά και με το λευκό ύφασμα είχαμε πλάκα! Είχα δει τα λευκά υφάσματα που χρησιμοποιούσαν οι Ιταλοί και σκέφτηκα γιατί να μην βγάλουμε κι' εμείς φουσκωτές βάρκες με λευκούς αεροθαλάμους. Όταν το είπα στον Μίλτο, αυτός απάντησε ότι το υλικό αυτό λερώνει και ποιος θα το αγοράσει. Επέμενα και φέραμε ένα τόπι για να φτιάξουμε μικρά σκάφη. Μόλις τα είδαν ζητούσαν μετά οι πελάτες και μεγάλα σκάφη με άσπρα μπαλλόνια! Φέραμε έτσι αρκετά τόπια ύφασμα στη συνέχεια και φτιάξαμε πολλά σκάφη με λευκούς αεροθαλάμους. Κάποια μέρα λέει ο Μίλτος όλο καμάρι του Κάτσικα, ο οποίος ήταν μπροστά όταν είχαμε την διαφωνία για το λευκό ύφασμα στην αρχή. "Αν δεν είχα σκεφτεί να φέρουμε άσπρο υλικό δεν θα είχαμε δουλειά"! Ήρθε και μου το είπε ο Κάτσικας και γελούσε. Δεν ήταν κακός σαν άνθρωπος ο Μίλτος, απλώς μιλούσε πολύ και τα έλεγε τα πράγματα με τον δικό του τρόπο.
Ι.Π. : Θέλω, μια και αναφέρθηκες στον Καρυοφύλλη, να σε ρωτήσω κάτι που έχει σχέση με την επωνυμία. Αυτή τη στιγμή υπάρχουν στην αγορά δύο εταιρείες που κατασκευάζουν φουσκωτά σκάφη με τον διακριτικό τίτλο "Olympic". Η εταιρεία του Στεφανίδη και η εταιρεία του Καρυοφύλλη. Ποιος από τους δύο έχει δικαίωμα, ποιος νομιμοποιείται να χρησιμοποιεί το όνομα "Olympic";
Γ.Π. : Από την στιγμή που κλείσαμε εμείς, όποιος ήθελε μπορούσε να χρησιμοποιήσει το όνομα αυτό! Εμείς έτσι κι' αλλοιώς δεν μπορούσαμε να το κατοχυρώσουμε γιατί είχε να κάνει με τον Ωνάση και την "Ολυμπιακή Αεροπορία". Μου είχαν πει βέβαια κάποιοι δικηγόροι ότι θα μπορούσα να το διεκδικήσω. Ο Κώστας ο Μαρτζούκος ήταν στην Olympic Marine και μου είχε πει ότι δεν τον πείραζε να διεκδικήσω το όνομα "Olympic" για τα φουσκωτά που φτιάχναμε, αφού αυτός έφτιαχνε άλλου είδους σκάφη. Ωραίος άνθρωπος...
Ι.Π. : Σιωπηρώς δηλαδή μπορούν και οι δύο να φτιάχνουν φουσκωτά σκάφη και να τα ονομάζουν "Olympic".
Γ.Π. : Έτσι είναι. Τώρα που άλλαξε μάλιστα η "Ολυμπιακή" θα μπορούσαν ίσως και να το κατοχυρώσουν το όνομα.
Ι.Π. : Πώς έγινε και ενώ πηγαίνατε καλά πήρατε την κάτω βόλτα και στο τέλος κλείσατε την εταιρεία;
Γ.Π. : Θα σου πω. Ήρθε μια μέρα ο Μίλτος και μου λέει : "Επειδή χρειαζόμαστε πολλά κεφάλαια και η δουλειά έχει μεγαλώσει πάρα πολύ, για ένα χρόνο δεν θα παίρνουμε λεφτά". "Κι' εγώ πώς θα ζήσω; Δεν έχω άλλους πόρους. Δηλαδή με εκβιάζεις"; τον ρώτησα. Ο Μίλτος νοίκιαζε ένα σπίτι τότε και έπαιρνε το ενοίκιο, ο Λιάκος είχε τις δουλειές του, ο μόνος εκτεθιμένος ήμουνα εγώ! Το εργοστάσιο με τις τσάντες το είχα άλλωστε κλείσει προ πολλού. Ο Μίλτος ίσως πίστευε ότι εγώ τον διατάζω, γιατί έλεγα "θα κάνουμε αυτό, θα κάνουμε εκείνο" και στο τέλος γινόταν πάντα το δικό μου! Στην ουσία, δηλαδή, αυτός πιστεύω ότι ήταν ο λόγος που ήθελε να φύγω! Βρήκα κάποιον να πάρει το μερίδιό μου, αλλά δεν δέχτηκαν! Είχαν συμφωνήσει, από ό,τι μου είπε αργότερα ο Άρης, να πάρουν τις μετοχές μου μισές μισές. Υπολόγισαν την αξία της εταιρείας, χωρίς να υπολογίσουν τη φίρμα, στα 120.000.000 δρχ. και πρότειναν να μου δώσουν 20.000.000 δρχ. σε δόσεις του ενός εκατομμυρίου τον μήνα. Δεν δέχθηκα, ούτε είχα μυαλό για δουλειά. Αποφάσισα λοιπόν να συναντήσω τον πατέρα του Μίλτου και να του μιλήσω. Ο πατέρας του Μίλτου ήταν ξύπνιος άνθρωπος και τον είχε διώξει τον γιο του απ' τη δική του δουλειά! "Ξέρω ότι το πρόβλημα είναι ο Μίλτος", μου λέει. "Έχω δύο μαγαζιά, που πέθανε ο αδελφός μου, στην Καλλιθέα. Τα πουλάμε και τα δύο είκοσι έξι εκατομμύρια, αλλά δεν μπορώ να κάνω συμβόλαια. Αν μπορείς να βρεις ένα δικηγόρο και μπορείς να κατοχυρωθείς, θα σε καλύψω εγώ". Βρήκα λοιπόν ένα φίλο μου δικηγόρο, ο οποίος με διαβεβαίωσε ότι δεν θα υπάρξει πρόβλημα, είχα και κάτι οικονομίες, γύρω στα έξι εκατομμύρια, και έτσι συμβιβάστηκα και έφυγα απ' την εταιρεία.
Έφυγα, χωρίς να τσακωθώ. Είπα, κουμπάρος μου είναι, βάφτισε και την κόρη μου, έδωσα τόπο στην οργή. Πέρασε κάμποσος καιρός και πέρασα μια μέρα να τους δω. Έλυναν σταυρόλεξα και μόλις άκουγαν το ασανσέρ, έκαναν ότι δουλεύουν! Κατάλαβα, είπα από μέσα μου. Πέρασαν τρεις μήνες και ένα βράδυ ήρθε ο Λιάκος στο σπίτι μου και άρχισε να μου κάνει παράπονα για τον Μίλτο. Ότι κρατάει τις μετοχές μόνος του, ενώ είχαν συμφωνήσει να τις μοιραστούν, ότι το ένα, ότι το άλλο κ.λπ. Του απάντησα ότι τον καιρό που έπρεπε να με υποστηρίξει, δεν με υποστήριξε. Τώρα δεν μπορούσα να κάνω τίποτε πια.
Όταν έφυγα απ' την εταιρεία πήγα για δουλειά στη "Dromor". Όταν έκλεισε κι' αυτή, επέστρεψα για ένα εξάμηνο περίπου στην "Olympic" για να τους βοηθήσω, χωρίς λεφτά, αν και όπως υπολόγιζα έπρεπε να πάρω τουλάχιστον 1.650.000 δρχ. Είπα τότε του Μίλτου ότι για να τον βοηθήσω πρέπει να διώξω δύο τρία άτομα ώστε να μπορέσω να του διπλασιάσω την παραγωγή! Προτού αποχωρήσω απ' την εταιρεία βγάζαμε συνολικώς, μικρά, μεγάλα σκάφη και pontoons, γύρω στα 550 κομμάτια τον χρόνο! Τον επόμενο χρόνο μετά την αποχώρησή μου, έβγαλαν μόνο 143! Πήγαινε στον επάνω όροφο ο Μίλτος, έβλεπε έναν να κάθεται, τον ρωτούσε γιατί κάθεται, κι' εκείνος του απαντούσε ότι περιμένει να στεγνώσει η κόλλα! Δεν ήξερε τη δουλειά ο Μίλτος για να τους βάλει να κάνουν κάτι άλλο και να μη χάνεται ο χρόνος. Όταν του είπα ότι πρέπει να φύγουν δυο τρία άτομα, μου είπε ότι δεν έχει χρήματα για να τους διώξει. Ούτε για να αγοράσει όμως υλικά είχε χρήματα. Προμηθευόταν λοιπόν υλικά από δω κι' από κεί. Κατάλαβα ότι η δουλειά πήγαινε για φούντο! Και που την κράταγε ήταν γιατί δεν πλήρωνε ενοίκιο! Όταν οι διοκτήτες θέλησαν να τον βγάλουν από το κτίριο, εκείνος ζήτησε αποζημίωση εκατό εκατομμύρια και έτσι τον άφησαν κάποια χρόνια χωρίς να πληρώνει! Κι' όσο έμενε, τόσο πιο μέσα έμπαινε! Κι' αυτοί επάνω έξυναν, να μην πω τι έξυναν!
Ι.Π. : Εσύ τι έκανες μετά; Είχα ακούσει ότι έγινες περιπλανώμενος Ιουδαίος! Μέχρι και στην Αίγυπτο πήγες!
Γ.Π. : Μόλις έφυγα απ' τον Μίλτο, πήγα και δούλεψα στον Ζέη. Όλα τα φουσκωτά τότε εγώ του τα είχα φτιάξει! Είχε φέρει μια βάρκα από την Ιταλία και ήταν πλακουτσωτή μπροστά λες και είχε φάει καρπαζιά! Ήθελε μάλιστα να βάλει την φωτογραφία μου στο προσπέκτους της! "Δεν γίνεται να βάλεις την φωτογραφία μου σ' αυτό το έκτρωμα"! του απάντησα. Φωνάζει τον Αλέκο κι' αυτός του λέει : "Έχει δίκιο ο μαστρο Γιάννης"! Μετά έβγαλα πατρόν την "Super Onda" και στη συνέχεια έβγαλα και το "Magna".
Ι.Π. : Συνεργασία θυμάμαι ότι είχατε με τον Ζέη και όταν ήσουν ακόμη στην "Olympic Hellas". Το σκάφος που είχατε τότε φτιάξει με την συνεργασία του το είχε τρέξει ο Κασσωτάκης σε έναν αγώνα του Ο.Φ.Σ.Ε.
Γ.Π. : Ναι, κάτι θυμάμαι. Μας είχε δώσει ο Ζέης μια γάστρα, του "Onda" πρέπει να ήταν, κι' εμείς της βάλαμε μπαλλόνια. Το μήκος εκείνου του σκάφους ήταν 6.40 νομίζω και στο όνομά του είχε και τη λέξη "Onda". Μετά που λες, είχα μια πρόταση να πάω να δουλέψω στην Αίγυπτο με πέντε χιλιάδες δολλάρια τον μήνα. Λαμπλούν Ράφα λεγόταν ο Λίβυος επιχειρηματίας, ο οποίος είχε ένα εργοστάσιο κατασκευής σκαφών εξήντα χιλιόμετρα έξω απ' το Κάϊρο. Αυτός είχε εκεί τον Μαραγκό τον Νίκο από την Κύπρο, αν τον έχεις ακουστά, ο οποίος είχε δουλέψει για λογαριασμό του Καντάφι και του είχε φτιάξει ψεύτικα αεροπλάνα και τανκς, για να βλέπουν οι ξένοι πολλά και να μην ξέρουν ποια είναι τα πραγματικά και ποια όχι! Και είχε πάρει πολλά λεφτά από εκείνη τη δουλειά. Είχε αγοράσει ένα ακίνητο στη Γλυφάδα που το πούλησε μετά εξακόσια εκατομμύρια! Ο Μαραγκός που τους γνώριζε λοιπόν, με σύστησε στον Ράφα και έτσι μου πρότεινε αυτός να πάω να δουλέψω στην Αίγυπτο.
Πήγα πράγματι στην Αίγυπτο και έβγαλα πολλά μοντέλλα σκαφών, αλλά και παιγνίδια της θάλασσας, όπως "μπανάνες", έφτιαξα τραμπολίνο μεγάλο και πολλά πράγματα από pvc. Έμεινα ενάμισυ χρόνο εκεί. Κάποια στιγμή μου τηλεφωνεί ο Βαγγέλης ο Κατσαμπάρης, που ήταν συνέταιρος του Παύλου του Καρρά και τους είχα υπαλλήλους στην "Olympic", και μου λέει να τον πάρω στην Αίγυπτο γιατί δεν είχε δουλειά. "Εδώ παίρνουν τρεις κι' εξήντα οι εργάτες, μπας και νομίζεις ότι θα γίνεις πλούσιος"; του απάντησα. Επέμενε όμως να κάνω κάτι κι' έτσι είπα στον Ράφα ότι χρειάζομαι κάποιον να με βοηθάει και τι μπορούμε να κάνουμε. Τελικά συμφώνησε ο Λίβυος να τον προσλάβει με χίλια διακόσια δολλάρια τον μήνα. Μόλις τηλεφώνησα του Κατσαμπάρη και του είπα τους όρους, μου λέει :"Έρχομαι"! Ήρθε λοιπόν κάτω και αρχίσαμε να δουλεύουμε μαζί.
Είχε περάσει ένας χρόνος περίπου όταν άρχισε να μου κάνει ένα περίεργο πόλεμο το αφεντικό! Κάποια στιγμή μου είπε ότι θα παίρνω στο εξής δυόμισυ χιλιάδες δολλάρια, αντί για πέντε χιλιάδες που έπαιρνα μέχρι τότε, αλλοιώς θα αναλάμβανε ο Βαγγέλης τη δουλειά! Μιλούσε ο Κατσαμπάρης Αγγλικά με το αφεντικό και είχε κάνει την π.....ά του! Εντάξει, λέω του Ράφα, πλήρωσέ μου αυτά που έχω να παίρνω, να φύγω. Αυτός όμως δεν με πλήρωνε και τότε άρχισαν τα προβλήματα. Εκείνη την εποχή ο Ράφα είχε πάρει μια παραγγελία για εξήντα ειδικά φουσκωτά σκάφη, από αυτά που συνοδεύουν τα βαπόρια όταν περνούν τη διώρυγα. Είπε λοιπόν του Βαγγέλη να τα φτιάξει. "Φέρε μου ένα, να το ξηλώσω και να το φτιάξω, εγώ δεν ξέρω να βγάζω πατρόν", του απάντησε εκείνος! Τα γύρισε μετά ο Ράφα μαζί μου, αλλά το κλίμα είχε χαλάσει, πήρα με κόπο κάποια από τα χρήματα που μου χρωστούσε και έφυγα. Ακόμη έχω μια επιταγή του για ένδεκα χιλιάδες δολλάρια...
Όταν επέστρεψα απ' την Αίγυπτο αγόρασα ένα μαγαζί στο όνομα της γυναίκας μου και βγήκα στη σύνταξη. Ήμουνα πια 67 ετών. Μια μέρα που ήμουνα στο Πήλιο, μου τηλεφώνησε ο Σπύρος ο Κοτσάμπασης. Είχε έναν Αιγύπτιο, τον Άγγελο, που δούλευε για λογαριασμό του, ο οποίος ξαφνικά του είπε ότι φεύγει. Άλλος, να γνωρίζει να βγάζει πατρόν και να κλείνει τα σκάφη, δεν υπήρχε, οπότε ο Σπύρος μου ζήτησε να τον βοηθήσω. Κατέβηκα λοιπόν στην Αθήνα και βρήκα μια κατάσταση χάλια. Το ίδιο πατρόν με προσθήκες από δω, από κει, ούτε που μπορούσα να βρω άκρη, εγώ που τα ξέρω απ' έξω τα πατρόν! Τα ξεμπέρδεψα τελικώς τα πράγματα και μέχρι σήμερα ακόμη όταν έχει κάποιο πρόβλημα ο Σπύρος με κάποιο πατρόν, με φωνάζει. Μου έχει πει να κάτσω εκεί να με βλέπει και να με πληρώνει για να παρακολουθώ τη δουλειά όταν απουσιάζει, αλλά δεν μπορώ άλλο! Πηγαίνω καμμιά φορά στον Ματσάγγο και μαστορεύω κάτι. Να, αυτές τις ημέρες φτιάχνω μια τέντα για το σκάφος ενός φίλου μου γιατρού καρδιολόγου. Αλλά και στο σπίτι όταν μένω, δεν κάθομαι. Φτιάχνω διάφορα πράγματα.
Ι.Π. : Θέλω να μου διευκρινίσεις κάτι, για το οποίο υπάρχουν πολλές αντικρουόμενες απόψεις. Υπάρχουν σκάφη, οι αεροθάλαμοι των οποίων είναι φτιαγμένοι από pvc και κολλάνε με θερμή κόλληση, και σκάφη οι αεροθάλαμοι των οποίων είναι από Hypalon Neoprene και κολλάνε με ψυχρή κόλληση, στο χέρι δηλαδή. Ποιοι είναι πιο ανθεκτικοί;
Γ.Π. : Ένα λεπτό! Δεν σημαίνει ότι επειδή σε κάποια σκάφη το ύφασμα των μπαλλονιών τους είναι pvc αυτό κολλάει πάντοτε με θερμοκόλληση! Τα περισσότερα πράγματα απ' έξω κολλάνε άλλωστε με ψυχρή κόλληση! Η θερμή κόλληση είναι για ευκολία και βοηθάει στην αύξηση της παραγωγής. Υπάρχει μηχανή που ενώνει δύο κομμάτια ύφασμα pvc και τα κάνει ένα σώμα. Ούτε ξύνεις, ούτε αλείφεις, ούτε περιμένεις να στεγνώσει η κόλλα! Κόβεις το ύφασμα, το βάζεις στη μηχανή όπως βάζεις το ύφασμα στη γαζωτική μηχανή, και τέλος! Το pvc που κολλάει με θερμή κόλληση δεν θα έλεγα ότι έχει πρόβλημα αντοχής, έχει όμως ένα άλλο μειονέκτημα. Το pvc πολυμερίζεται. Αν μείνει δηλαδή πολύ καιρό στον ήλιο και βάλουμε επάνω σαπουνάδα θα δούμε ότι θα βγουν ψιλές φυσσαλίδες σε ολόκληρη την επιφάνειά του! Αυτό σημαίνει ότι έχει πολυμεριστεί και έχουν δημιουργηθεί πόροι. Αυτή είναι η διαφορά του pvc από το hypalon. Ο λόγος που άνοιγαν κάποιοι καθρέφτες φουσκωτών, που είχαν θερμοκολλημένους αεροθαλάμους από pvc, ήταν γιατί χρησιμοποιούσαν ένα pvc λάστιχο στον καθρέφτη που δεν κόλλαγε σωστά. Όσα έφτιαξα τέτοια στην Αίγυπτο, κάρφωνα πρώτα το υλικό από μέσα με συρραπτικό μηχάνημα πάνω στον καθρέφτη, και μετά έβαζα άλλο κομμάτι από πάνω και το κολλούσα.
Ι.Π. : Και κρατούσαν τα καρφιά του συρραπτικού;
Γ.Π. : Αν κρατούσαν λέει! Καρφιά ανοξείδωτα 18 mm ήταν! Πιο γερά από οποιαδήποτε κόλληση!
Ι.Π. : Τι θα συνιστούσες εσύ αν ζητούσε κάποιος τη γνώμη σου; Pvc ή Hypalon;
Γ.Π. : Κοίταξε, δεν υπάρχει σύγκριση. Το hypalon είναι άλλο πράγμα, πολύ πιο σωστό! Το pvc, αν το διπλώσεις κάπου, κάνει τσακίσεις, δεν είναι το ίδιο με το hypalon. Αν και τα έχουν βελτιώσει τα pvc υφάσματα τελευταία. Στην Αίγυπτο δούλευα πολύ το pvc. Έφτιαχνα ένα σωρό πράγματα μ' αυτό. Ειδικά όλα τα παιγνίδια τα κάναμε από pvc για οικονομία. Το pvc σαν υλικό έχει 6-7 ευρώ το μέτρο και το hypalon έχει 50! Λέω τώρα μια τιμή για να καταλάβεις τη διαφορά. Ένα σκάφος που θέλει π.χ. δέκα μέτρα ύφασμα, αυτός που θα το φτιάξει από pvc θα πληρώσει εξήντα ευρώ και ο άλλος πεντακόσια! Και όχι μόνο αυτό, η δουλειά είναι πενταπλάσια και χρειάζεσαι πολύ περισσότερο χρόνο όταν χρησιμοποιείς hypalon. Αν βέβαια έχεις ένα σκάφος που το προσέχεις και δεν το βλέπει πολύ ο ήλιος, θα βγάλει κάποια χρόνια το pvc. Υπάρχουν σκάφη της "Olympic Hellas" δικά μου, που τα μπαλλόνια τους είναι φτιαγμένα από το hypalon της Kleber, και ζουν ακόμη εδώ και πάνω από είκοσι πέντε χρόνια! Δεν υπήρχε περίπτωση να είναι από pvc και να ζουν! Τον χειμώνα γίνεται σκληρό το pvc, το καλοκαίρι γίνεται πολύ μαλακό. Επηρεάζεται πολύ απ' τη θερμοκρασία".
Κουβεντιάζαμε κάμποσες ώρες με τον Γιάννη Παπαπαναγιώτου. Τον "τσαντά", που η μεγάλη αγάπη του για το ψαροντούφεκο και τη θάλασσα τον έκανε "γκουρού" των φουσκωτών σκαφών στην Ελλάδα. Τον άνθρωπο που δεν φοβάται ποτέ να πει τα πράγματα με το όνομά τους, αδιαφορώντας αν αυτά που λέει θα δημιουργήσουν τριγμούς και σεισμικές αναταράξεις. Ακόμη κι' εγώ προβληματίστηκα αν έπρεπε να δημοσιεύσω κάποια από αυτά που μου εκμυστηρεύτηκε, παρ' όλο που ο ίδιος, όταν τον ρώτησα, μου είπε ότι δεν τον πειράζει να τα δημοσιεύσω! Προτίμησα λοιπόν, για πρώτη φορά, να αυτολογοκριθώ και ζητώ συγγνώμη από αυτούς που θα διαβάσουν αυτή τη συνέντευξη. Κάποια πράγματα όμως, όσο και αν εμπιστεύεται ο δημοσιογράφος την αξιοπιστία του ερωτώμενου, οφείλει να τα διασταυρώνει. Και, δυστυχώς, μερικά από αυτά τα "πιπεράτα" που μου είπε ο κυρ Γιάννης, δεν διασταυρώνονται...
Όταν σηκώθηκα να φύγω μου είπε ότι θα πήγαινε κι' αυτός στην αδελφή του. "Ανεβαίνεις στο μηχανάκι να σε πετάξω μέχρι εκεί"; τον ρώτησα. "Γιατί όχι, τι θα πάθω"; απάντησε εκείνος χαμογελώντας. Καθώς τον άφηνα έξω απ' το σπίτι της αδελφής του, τον ρώτησα αν γίνεται να φτιαχτούν δύο αεροθάλαμοι μήκους 3.5 μέτρων, με "τσαρουχοειδή" πλώρη και πολυεστερική γάστρα, ώστε να αντικαταστήσω το ιπτάμενο φουσκωτό στο ιπτάμενο του "Polaris". "Όλα γίνονται"! απάντησε εκείνος. Καθώς τον είδα να απομακρύνεται, έφερα στο μυαλό μου εκείνες τις μέρες που με το συμβατικό "Olympic" ερχόταν να με προϋπαντήσει καθώς επέστρεφα απ' τα μεγάλα ταξίδια μου στο Γιβραλτάρ και τη Σκωτία. Τα χρόνια περνούν, μαζί και οι άνθρωποι. Μένουν όμως τα έργα και η ιστορία τους...