Σε άκουσε ο καπτα Μιχάλης χθες το βράδυ πατέρα, και πέρασε απ' το σπίτι. "Είσαι έτοιμος Γιάννη για το ταξίδι;" σε ρώτησε. "Ένα χρόνο είμαι έτοιμος και σε περιμένω, γιατί άργησες;" του απάντησες εσύ. Και σε πήρε και φύγατε. Έτσι, απλά και ήσυχα, όπως είχες έρθει στη γειτονιά της γης πριν από ενενήντα ένα χρόνια. Την ώρα που κοιμόσουν...
Σε κοιτούσα χθες το βράδυ, καθώς ήσουν ξαπλωμένος, παγωμένος, με τα μάτια για πάντα κλειστά, παραδομένος στην αιώνια σιωπή, και σκεφτόμουν πως όσο έχουμε κάτι δίπλα μας, το θεωρούμε δεδομένο. Και γι' αυτό πολλές φορές το παραμελούμε, δεν το κανακεύουμε, δεν το φροντίζουμε όσο ίσως θα έπρεπε, όσο θα του άξιζε. Κι' εμείς σε θεωρούσαμε δεδομένο γιατί ήσουν πάντοτε εκεί, δίπλα μας, κι' ας ήσουν τόσο διακριτικός.Ξεριζωμός και προσφυγιά, στην αρχή, και μετά μια ζωή δουλειά στο μαγαζί. Κούραση, ορθοστασία, αγωνία για το μεροκάματο, να κτίσεις ένα σπίτι για να βάλουμε το κεφάλι μας κάτω από ένα κεραμίδι, όπως έλεγες, να καταφέρεις να αγοράσεις ένα αυτοκίνητο, κάπου εκεί γύρω στα πενήντα σου. Και μεγαλώσαμε κι' εμείς μαζί σου, τα παιδιά σου. Εγώ, η Αναστασία, ο Βασίλης. Κρατημένοι με ασφάλεια απ' τις βαθειές ρίζες που είχες απλώσει στη γη. Τώρα που έφυγες κατάλαβα το μέγεθος της απώλειας. Κι' ας μην είχαμε στενή επαφή οι δυο μας. Δεν μας άφηνε βλέπεις το καθημερινό σου άγχος, η ρουτίνα, τα προβλήματα. Είμασταν όμως όλοι εκεί, την ώρα της δουλειάς και του φαγητού. Ήσουν απόλυτος σ' αυτό. Μας ήθελες συγκεντρωμένους, δίπλα σου, μια οικογένεια. Και δεν σου χαλάγαμε το χατήρι, παρ' όλη την εναντίωση της εφηβείας μας.
Και όταν πια αποσύρθηκες και βγήκες στη σύνταξη, στερημένος από άλλα ενδιαφέροντα, χόμπυ και φίλους, καθηλώθηκες στην πολυθρόνα, να κάνεις παρέα στην τηλεόραση και να σέρνεις τα κουρασμένα πόδια σου μέχρι τη λαϊκή, τον φούρνο, το μαγαζί της αδελφής μου. Και μου έλεγες: "Πέρνα να μας βλέπεις..." Δεν περνούσα τακτικά, το ξέρω. Όχι τουλάχιστον όσο θα ήθελες. Γιατί τώρα, που δεν δούλευες, θα μπορούσε να αφιερώσει ο ένας στον άλλον τον χρόνο που στερηθήκαμε, τότε που σε έπαιρνε από κάτω το άγχος της ημέρας και η ανάγκη της επιβίωσης. Κι' εγώ, ο ανόητος, νόμιζα ότι δεν μ' αγαπούσες όσο έπρεπε, γιατί δεν με κρατούσες στην αγκαλιά σου, δεν με πήγαινες συχνά βόλτα, δεν μου έλεγες γλυκόλογα...
Ευτύχησες όμως πατέρα να έχεις αγαπημένα πρόσωπα γύρω σου. Μέχρι την τελευταία στιγμή του αποχωρισμού. Είχες την τύχη να κρατήσεις στην αγκαλιά σου τη δική μου εγγονή, και διέκρινα στο κουρασμένο βλέμμα σου όλη την τρυφερότητα που δεν σε άφησε η δουλειά να δείξεις έως εκείνη τη στιγμή. Θαρρείς και ο καπτα Μιχάλης κατάλαβε την αγάπη που της έδειχνες και άργησε επίτηδες να περάσει απ' το σπίτι...
Κόπηκε τώρα η ρίζα μου και νοιώθω μετέωρος. Φέρνω όμως δικά σου λόγια στο νου: "Αλλοίμονο σ' αυτόν που φεύγει", έλεγες. Γιατί αυτοί που μένουν, μπορεί να λυπούνται στην αρχή, να νοιώθουν μετέωροι, η ζωή όμως και το θαύμα των αισθήσεων θα απαλύνει τα τραύματά τους... Ελπίζω να με συγχωρήσεις που δεν ικανοποίησα την τελευταία επιθυμία σου να σε βγάλω μια βόλτα στο τετράγωνο, για να δεις το σπίτι και να διαπιστώσεις αν ήταν όλα εντάξει την ώρα που θα σαλπάριζες για το μεγάλο ταξίδι. Δεν μπόρεσα όμως να το κάνω στην κατάσταση που ήσουν. Ελπίζω να σε άφησε ο καπτα Μιχάλης να κάνεις λίγο χάζι τη γειτονιά μας προτού σε πάρει μαζί του. Καλό σου ταξίδι πατέρα. Καλό σου ταξίδι Γιάννη όμορφε...
Ο γιος σου Ιωσήφ.