Επιμέλεια : Ιωσήφ Παπαδόπουλος.
Η συζήτησή μου με τον ογδονταπεντάχρονο σήμερα κ. Δημήτρη Σταβλά ανέτρεψε όσα ήξερα και όσα διαπίστωσα κατά την διάρκεια της πρόσφατης επίσκεψής μας στο Βαθύ της Αστυπάλαιας. Ένας όρμος απολύτως προστατευμένος, ασφαλές καταφύγιο για τα σκάφη, κρανίου τόπος όμως στα τέλη Νοεμβρίου, με το καίκι μόνο του Καλύμνιου ψαρά Λευτέρη Ναρλή και την κυρία Σταυρούλα Μαρινάκη να κρατάει ανοικτό το μοναδικό εστιατόριο του μικρού οικισμού που μοιάζει να είναι εγκαταλελειμμένος.
"Μην το κοιτάς πώς κατάντησε σήμερα που ο κόσμος έφυγε. Το Βαθύ κράτησε ζωντανή την Αστυπάλαια στα δύσκολα χρόνια της Γερμανικής κατοχής", λέει ο κ. Δημήτρης Σταβλάς, και συνεχίζει. "Στο Βαθύ ζούσε κόσμος, καλλιεργούσε τη γη και έπαιρνε τα καλά της θάλασσας, που ήταν αφθονα. Εγώ δούλεψα στα ασβεστοκάμινα. Ο Αστυπαλίτικος ασβέστης είναι ο καλύτερος που υπάρχει! Καίγαμε τους κέδρους στα καμίνια και φτιάχναμε κάρβουνα. Με την άνοδο της τιμής του πετρελαίου και το αίτημα των εργατών για καλύτερο μισθό, η λειτουργία των ασβεστοκάμινων κρίθηκε ασύμφορη και έκλεισαν. Ερχόταν ο κόσμος στο Βαθύ από τη Χώρα και τον Γιαλό με τα μουλάρια γιατί τότε δεν υπήρχε δρόμος. Πολλές φορές φεύγαμε το πρωί και επιστρέφαμε την ίδια ημέρα! Μεταφέραμε ακόμη και νερό με τα μουλάρια στο Ιταλικό στρατόπεδο που βρισκόταν στο Καστελάνο. Υπήρχαν πολλά πηγάδια με νερό στο Βαθύ".