Πήγα χθες να σε αποχαιρετήσω, στην εκκλησία του Αγ. Τρύφωνα, στην Παλλήνη. Πρώτη φορά σε είδα έτσι σοβαρό ρε φίλε! Και με γραββάτα! Και γύρω σου συγγενείς και φίλοι που ακουμπούσαν τα χέρια σου, χάϊδευαν το φέρετρο και έκλαιγαν. Συγγνώμη, Παντελή, αλλά δεν κατάφερα να διακρίνω ποιοι έκλαιγαν στ' αλήθεια για σένα, ποιοι έκλαιγαν για τον εαυτό τους και ποιοι έκλαιγαν για να κερδίσουν τη συμπάθεια των υπολοίπων που συζητούσαν περί ανέμων και υδάτων και έκαναν "κοινωνική κριτική" στο προαύλιο του Αγ. Τρύφωνα. Μόνο τη μητέρα σου, τον αδελφό σου και τα παιδιά σου πόνεσα που δεν χώνεψαν και δεν θα χωνέψουν ποτέ το ξαφνικό φευγιό σου. Αλλοίμονο σ' αυτόν που έφυγε όμως λένε οι εξ ανατολών γείτονες. Και δεν έχουν άδικο...
"Έμαθες από τί πέθανε ο Παντελής;", με ρώτησε κάποια στιγμή ένα γνωστός και μη εξαιρετέος μαϊντανός, καθώς στεκόμουν αποχαυνωμένος, θλιμμένος, προβληματισμένος και μελετούσα όλο αυτό το "κοινωνικό γίγνεσθαι". Του έγνεψα αρνητικά, απρόθυμος να εμπλακώ σε συζητήσεις μαζί του. Άσε με ρε Σ..., είπα από μέσα μου. Όχι, δεν έμαθα. Έχει σημασία; Μόνο αν πρόκειται για δολοφονία ή αυτοκτονία θα με ενδιέφερε ίσως. Ήταν κάτι απ' τα δυό; Δεν νομίζω. Δεν θα αυτοκτονούσε ποτέ και για κανένα λόγο το χαμογελαστό παιδί. Ούτε όμως να τον δολοφονήσει μέσα στο σπίτι του θα μπορούσε κανείς τον Παντελή. Συνεπώς, άει σιχτίρι, αφήστε τον άνθρωπο ήσυχο να ξεκουραστεί... Αυτά ήθελα να πω του μαϊντανού, αλλά κρατήθηκα.
Νομίζω πάντως πως ξέρω γιατί έλυσε κάβους ο Παντελής για ένα ταξίδι χωρίς επιστροφή. Έλυσε κάβους γιατί ήταν μόνος και θλιμμένος. Και αν κατάφερε να ξεγελάσει όλους αυτούς που του έκαναν παρέα, δεν κατάφερε να ξεγελάσει ούτε τον εαυτό του ούτε εμένα. Το χαμόγελό του ήταν η ασπίδα του και, συγχρόνως, το καταφύγιό του. Για να προφυλαχθεί από τους γύρω του όμως και μόνο. Όταν έμενε μόνος του το γέλιο χανόταν και έπεφτε στη μελαγχολία της μοναξιάς του. Και όταν ο άνθρωπος βρίσκεται σε κατάθλιψη, και η καρδιά του μπορεί να σταματήσει, και το αίμα στο κεφάλι του μπορεί να πάψει να κυλά, και να γλυστρήσει και να κτυπήσει μέχρι θανάτου. Αν ο Παντελής δεν ήταν μόνος στο σπίτι, ίσως και να ζούσε ακόμη...
Έδωσε πάντως και ο Πολάκης το "παρών" στην εξόδιο ακολουθία. Βέβαια! Λείπει ο Μάης απ' τη Σαρακοστή; Και να οι χαιρετούρες, να οι φιλοφρονήσεις με τους εκπροσώπους του Ναυτίλου. Αν μπορούσες να ακούσεις θα σηκωνόσουν σίγουρα απ' το φέρετρο και θα τους έπαιρνες στο κυνήγι φιλαράκο. Κατάλαβες τώρα γιατί υπενθυμίζω συνεχώς στη γυναίκα μου πως θέλω να με αποτεφρώσει αν φύγω πρώτος; Φαντάζεσαι να είμαι στο φέρετρο, εκεί στη μέση της εκκλησίας, και να σηκωθεί ας πούμε ο Νεκτάριος ή ο Γκρεϊπφρούτογλου (τυχαία ονόματα) για να μου εκφωνήσουν διθυραμβικό επικήδειο; Θα πεταχτώ από το φέρετρο και ποιος είδε τον Θεό και δεν τον φοβήθηκε!
Γι' αυτό σου λέω, στάχτη σκορπισμένη στο πέλαγος φίλε. Εκεί, αγκαλιά με τη γαλάζια ερωμένη που μας αγάπησε και αγαπήσαμε. Ούτε κοράκια, ούτε φέρετρα, ούτε μπαξίσια στον παππά, ούτε στέφανα, ούτε κόλυβα, ούτε ψεύτικες κλάψες, ούτε κοινωνική κριτική, ούτε κάλπικες υστερίες, ούτε κατάληψη και ρύπανση τεράστιων οικοπέδων για να φιλοξενήσουν σάρκες και κόκκαλα. Οικόπεδα που θα μπορούσαν να γίνουν πάρκα και παιδικές χαρές, σχολεία, νοσοκομεία. Στάχτη λοιπόν το σώμα στο πέλαγος και χέστηκα αν δεν με διαβάσει ο παππάς. Και μερικές σταχτοδόσεις σε κουταλάκια του γλυκού, δώρο σ' αυτούς που με ξέσχισαν όσο ήμουν εν ζωή, με τη σημείωση : "Δέξου, σαν ένα μεγάλο ευχαριστώ για το ενδιαφέρον και την αγάπη σου, αυτό το κουταλάκι στάχτης απ' τ' αρχ@δ@α μου"...
Καλό ταξίδι λοιπόν φίλε στις θάλασσες του ουρανού. Και συνέχισε να γελάς. Τρέλανέ τους όλους εκεί πάνω μπας και ξεχαστούν και μας αφήσουν ήσυχους για λίγο καιρό...
Ιωσήφ Παπαδόπουλος