Του Ελευθέριου Ρήνου.
Ταξιδεύοντας με απευθείας πτήση «charter» από την Ελλάδα προς τη Γερμανία, δύο πράγματα είναι που μου κάνουν πάντοτε εντύπωση. Το πρώτο είναι γλωσσολογικό. Έχω μια μικρή αλλεργία στη γερμανική γλώσσα και στο γεγονός ότι ενώ ο πιλότος προσπαθεί να μιλήσει αγγλικά, κανείς άλλος δεν θα το κάνει. Το δεύτερο είναι η υπακοή των Γερμανών κάθε ηλικίας σε οτιδήποτε τους πει το προσωπικό καμπίνας, χωρίς να χρειάζεται να το επαναλάβει.
Οι πτήσεις «charter» έχουν ένα θετικό και ένα αρνητικό. Συνήθως είναι φθηνότερες. Από την άλλη οι επιβάτες συνήθως προέρχονται από μία μόνο χώρα. Έχοντας ταξιδέψει με αντίστοιχες πτήσεις από το Ηνωμένο Βασίλειο προς την Ελλάδα, ήταν ξεκάθαρη η διάθεση των ξένων ταξιδιωτών.
Οι περισσότεροι ήταν μεθυσμένοι πριν την προσγείωση, χωρίς αυτό να είναι ατύχημα. Είναι καθαρή επιλογή, αφού οι περισσότεροι Βρετανοί έρχονται για να πιουν και να κάνουν «γουρουνιές», εκμεταλλευόμενοι την υψηλή ανεκτικότητα στα Ελληνικά νησιά. Για να επιταχύνουν το επιθυμητό και να μειώσουν το κόστος, ελέω τιμών αεροπλάνου, συνδυάζουν τη μπύρα (συνήθως Carlsberg) με τα σοκολατάκια. Χωρίς να το έχουν μελετήσει επιστημονικά, σίγουρα η συνήθεια αυτή είναι αποτέλεσμα «εμπειρικών μετρήσεων»… Η ζάχαρη σε κάνει «κουδούνι»…
Αντίστοιχα, λυπάμαι την αεροσυνοδό που πρέπει να πείσει τον Έλληνα επιβάτη να κλείσει το κινητό του. Το τηλεφώνημα με τον «Μπάμπη, τον Τάκη και τη Σούλα», ίσως να είναι πιο σημαντικό από την ασφάλεια της πτήσης. Αποκορύφωμα της συνήθειας αυτής, που εξελίχθηκε δίπλα μου, ήταν σε πτήση από την Αθήνα προς τη Ρόδο, στην οποία ο «βλαμμένος» επιβάτης μόλις είδε το νησί να διαγράφεται από κάτω του και το αεροπλάνο να μειώνει ύψος άνοιξε το κινητό και προσπαθούσε να κάνει τις κλήσεις του. Ούτε ο Βασιλάκης Γάτες (κατά κόσμον Bill Gates) τέτοιο άγχος!
Νομίζω μετά την δέκατη παρατήρηση από την αεροσυνοδό, που στεκόταν από πάνω του και του κουνούσε το χέρι, το έκλεισε. Μέχρι που απομακρύνθηκε, οπότε και πάλι άρχισε να χρησιμοποιεί το κινητό του, κοιτώντας την στα μάτια. Αν της μιλούσε, προφανώς θα έλεγε το προ κρίσης γνωστό: «Ξέρεις ποιος είμαι εγώ…».
Παρακολουθώντας αγώνες καλαθοσφαίρισης που περιγράφει ο κ. Ιωάννου, μια είναι η φράση που περιμένουν όλοι οι φίλαθλοι για να αρχίζουν να τον «στολίζουν»: «ο Σλούκι Λουκ σουτάρει πιο γρήγορα από τη σκιά του», κατά αντιστοιχία προφανώς με τον Λούκι Λουκ. Ακόμη πιο γρήγορος, και από τον «Σλούκι Λουκ», είναι ο Έλληνας επιβάτης.
Μόλις οι ρόδες ακουμπήσουν την άσφαλτο του διαδρόμου προσγείωσης, ο επιβάτης απασφαλίζει και σηκώνεται για να κατεβάσει βαλίτσες και να πάρει σειρά αποβίβασης σαν «σαρδέλα» που θέλει να βεβαιώσεις αν όντως ξέχασες να βάλεις αποσμητικό μασχάλης. Τι κι αν το προσωπικό και ο πιλότος προειδοποιούν και καλούν τους επιβάτες να μείνουν προσδεδεμένοι στις θέσεις τους για την ασφάλεια τους. Τι κι αν υπάρχει ο κίνδυνος τραυματισμού των υπολοίπων, από την πτώση της βαλίτσας που προσπαθεί να τραβήξει με τη χάρη χειρουργού ο βιαστικός συντοπίτης μου, ενώ το αεροπλάνο ακόμη κινείται. Προφανώς δεν έχει χρόνο για χάσιμο και ο χρόνος είναι χρήμα…
Αυτά δεν υπάρχουν σε μια πτήση προς τη Γερμανία. Τα καλοκουρδισμένα γερμανικά ρομποτάκια, ανεξαρτήτως ηλικίας, θα καθίσουν στις θέσεις τους και δεν θα τολμήσουν να διαμαρτυρηθούν ούτε για τα πιο προφανή. Αν προτείνεις σε κάποιον να «πάει λίγο πιο μέσα» για να καθίσει αυτός στο παράθυρο και να μην σέρνεσαι για να περάσεις, θα σε κοιτάει σαν «εξωγήινο». Μέχρι να πάρει την άδεια για να αναπνεύσει, μπορεί και να μελανιάσει.
Εννοείται ότι κατά την προσγείωση δεν θα κουνηθεί φύλλο. Τα χέρια κάτω, τα πόδια κάτω και η ζώνη δεμένη μέχρι να σταματήσει το αεροπλάνο. Δεν πρόκειται να σπρωχτεί κανείς, δεν βιάζεται κανείς, αν και κάτι μου λέει ότι έχουν περισσότερα λεφτά από το δικό μας «βιαστικό επιβάτη». Γιατί αν ο «επιχειρηματίας» έχει λόγο να βιάζεται, απλά πληρώνει την αναβάθμιση της πρώτης θέσης και δεν κάθεται μαζί με εμάς τους υπόλοιπους φτωχούς.
Είναι πολύ απλό. Όποτε ταξιδεύεις, μαζί σου έχεις μια μικρογραφία από την κοινωνία της χώρας προέλευσης του αεροπλάνου, έστω από τα κοινωνικά στρώματα, που έχουν την οικονομική δυνατότητα να πάνε διακοπές αεροπορικώς σε μια ξένη χώρα. Μπροστά σου αναλύονται όλα τα ειδικά χαρακτηριστικά της φυλής, που σε κάνουν να αναρωτιέσαι αν τελικά ο χαρακτήρας μας έχει σαν βάση ένα κοινό σύνολο συνηθειών και αντιδράσεων.
Η σαφής διαφορά ανάμεσα στις παραπάνω τρεις φυλές ταξιδιωτών είναι ότι ο Έλληνας παραμένει πιο φιλόξενος. Αν καταπιείς στραβά και πνίγεσαι, ο Έλληνας ταξιδιώτης θα γίνει γιατρός, με βάση όσα έμαθε στο στρατό και στην αγαπημένη του αμερικάνικη τηλεοπτική σειρά. Ο Γερμανός μάλλον θα αποφύγει να σε αγγίξει, μήπως φάει καμιά μήνυση. Ο Άγγλος είναι πολύ μεθυσμένος για να ασχοληθεί μαζί σου και το πιθανότερο είναι να σου προτείνει να πιεις λίγη μπύρα. Άλλωστε είναι γνωστό σε όλους (;;;) ότι η μπύρα τα θεραπεύει όλα.
Εξίσου διαφορετικό είναι το βλέμμα. Ο Βρετανός μάλλον δεν βλέπει και πολύ καλά. Έχει μια θολούρα. Ο Γερμανός βλέπει, αλλά δεν θα σου αρέσει και πολύ το πως σε κοιτάει όταν μάθει ότι είσαι Έλληνας. Μπορεί να είναι υποκειμενική η εντύπωση. Μπορεί να είναι ο καλύτερος άνθρωπος του κόσμου. Ίσως να μην είναι από τους ρατσιστές. Όμως, θα σε κοιτάει «κάπως», απόρροια της έντονης, συνεχόμενης πλύσης εγκεφάλου από τα μέσα μαζικής χειραγώγησης.
Άλλωστε εγώ προσωπικά πρέπει να είμαι και καλά το «ρεμάλι» της Ευρώπης, που του τρώει τα λεφτά του μισθού και της σύνταξης, επειδή πιστεύει ότι δεν πληρώνω τα δάνεια μου. Θα ήθελα να ήξερα, την επόμενη δεκαετία ποια φυλή θα φταίει για τους Γερμανούς, εκτός από τους Πολωνούς, τους Ρουμάνους, τους Έλληνες, τους Ισπανούς, τους Πορτογάλους, τους Εβραίους, τους Ιταλούς, αλλά και μερικές κοινωνικές ομάδες πληθυσμών, που δεν θα αναφέρω γιατί είναι πολλές και προφανείς.
Πιθανότατα αυτή η άποψη να είναι άδικη και ρατσιστική εκ μέρους μου, μια και το σύνολο του γερμανικού πληθυσμού δεν μπορεί να «καταδικάζεται» για τις ιδεολογικές αστοχίες του λαού τους. Ποιος είμαι εγώ για να τους κρίνω άλλωστε, αφού και εγώ ανήκω στην αντιπολιτευόμενη μειοψηφία ενός λαού, του οποίου η εκλογική πλειοψηφία πίστεψε την πολιτική άποψη «λεφτά υπάρχουν» από έναν τύπο που δεν μπορείς να πεις ότι εμπνέει αξιοπιστία.
Στην Ελλάδα και ειδικότερα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, κυκλοφορεί μια φράση που αποδίδεται στον Ουίνστον Τσώρτσιλ: «Η Γερμανία πρέπει να βομβαρδίζεται κάθε 50 χρόνια, δεν έχει σημασία να ξέρεις τον λόγο. Τον ξέρουν αυτοί». Όσο κι αν το έψαξα, αυτή η φράση ουδέποτε ειπώθηκε από τον Τσώρτσιλ. Και έψαξα πολύ. Τα εύσημα για αυτή τη διατύπωση ανήκουν μάλλον στον κ. Τσωρτσιλίδη…
Ωστόσο, έστω και ψευδώς αποδιδόμενη στον άγγλο πολιτικό, η λαϊκή σοφία έχει αποτυπώσει την ιστορική πραγματικότητα. Ο γερμανικός λαός, όπως κι αν διαμορφώθηκε στο πέρασμα του χρόνου, ανά τακτά χρονικά διαστήματα πιστεύει ότι είναι φυλετικά καθαρός, ανώτερος, πιο έξυπνος, καλύτερος, καλλίτερος και σίγουρα πιο σημαντικός από τους υπόλοιπους. Συνήθως αυτό καταλήγει σε μια μεγαλοπρεπή σφαλιάρα. Ύστερα ξεκινάνε τα χρόνια της συγνώμης, μέχρι που ξεχνάνε οι κάτοικοι της χώρας τι έκαναν λάθος την προηγούμενη φορά. Στη συνέχεια απλά επαναλαμβάνουν το ίδιο λάθος, άσχετα αν αυτός που τους έπεισε πριν 80 χρόνια ήταν κοντός, μαυριδερός, μουστακαλής και ασχημάντρας.
Σήμερα, αυτή που τους πείθει για την ανωτερότητα τους είναι μια παχουλούλα, πρώην ανατολικογερμανή, που μεγάλωσε με τις διδαχές της σοβιετικής προπαγάνδας. Είναι αυτή που κοιτάει τον Αλέξη Τσίπρα αφ’ υψηλού, με το ύφος του αδίστακτου καπιταλιστή – τραπεζίτη. Είναι αυτή που απαιτεί τη διαρκή λιτότητα σε όλα τα κράτη του νότου, ακόμη κι αν θρηνούν θύματα και χαμένες γενιές. Είναι η ίδια που φυσιογνωμικά δείχνει ότι πιθανά η τελευταία φορά που γέλασε τοποθετείται χρονικά στη διάρκεια του τελευταίου οργασμού της. Κάποτε πριν πέσει το τοίχος του Βερολίνου. Είμαι κακός, το ξέρω, αλλά τι να κάνω…
Τα χαρακτηριστικά των φυλών των ταξιδιωτών, αντιπροσωπεύουν κάποια κοινά χαρακτηριστικά των κρατών μας. Δείχνουν τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα κάθε πλευράς της οικονομικοκοινωνικής οργάνωσης. Ο Άγγλος αναγκάζεται να κοιμάται «με τις κότες», αλλά όταν βγαίνει έξω πίνει μέχρι τελικής πτώσεως. Το κράτος του όμως είναι αυστηρό και έχει φροντίσει ακόμη και για την αποκομιδή των σκουπιδιών, μετά το ξεφάντωμα της Παρασκευής και του Σαββάτου. Ο μέσος Βρετανός είναι αναγκασμένος να χρωστάει από τη στιγμή που γεννήθηκε, να δουλεύει όπου βρει και να πίνει, για να ξεχάσει ότι το μέλλον του είναι να γίνει ρομποτάκι.
Ο μέσος Γερμανός είναι το απόλυτο ρομποτάκι που του αρέσει να είναι ο 3CPO. Ο άνθρωπος που αποδέχεται και εκτελεί εντολές. Αυτός που κατόρθωσε να ανοικοδομήσει μια κατεστραμμένη από τον πόλεμο χώρα, με τη βοήθεια και την ανοχή των νικητών, ανάμεσα στους οποίους περιλαμβανόμαστε και εμείς (σιγά μη δεν το θύμιζα). Μπορεί να μην είναι τέρας δημιουργικότητας και ιδεών, αλλά εργάζεται σκληρά. Όσο σκληρά φέρεται στους γύρω του. Με μειωμένη ευαισθησία, αλλά αυξημένη την αίσθηση του καθήκοντος, ακόμη κι αν αυτό υποθετικά είναι η εκτέλεση αμάχων ή η οικονομική κατοχή άλλων χωρών. Οι εντολές δίνονται για να εκτελούνται.
Ο μέσος Έλληνας είναι ο ατίθασος, ο δύσκολα ελεγχόμενος. Αυθόρμητος, παθιασμένος, γλεντζές, φωνακλάς και καλόκαρδος. Μπορεί να μην έχει να φάει, αλλά θα δώσει το μισό κομμάτι ψωμί στον παράνομο μετανάστη, ενώ την ίδια στιγμή μπορεί ο ίδιος να είναι υποστηρικτής της Χρυσής Αυγής. Άλλο όμως η ψήφος απόγνωσης και διαμαρτυρίας, και άλλο πράγμα είναι να κοιτάς με τα μάτια σου τη δυστυχία. Εκεί ο Έλληνας γίνεται «χαλί να τον πατήσεις».
Λόγω του πάθους και της παρορμητικότητας, στο παρελθόν ο Έλληνας έχει γίνει έρμαιο των εύκολων λύσεων και των μεγάλων υποσχέσεων, που τις περισσότερες φορές είναι κενές. Τσακώνεται με ενθουσιασμό για τις πολιτικές και ποδοσφαιρικές του πεποιθήσεις. Όμως, ιστορικά έχει αποδειχθεί ότι ακόμη κι όταν δυσκολεύεται να αποδεχθεί τα λάθη του, τα κατανοεί. Δεν τα επαναλαμβάνει με την ίδια συχνότητα με τους Γερμανούς ή τους Άγγλους, ενώ όταν στριμωχτεί πολεμάει σαν λιοντάρι. Είτε η αντίσταση αφορά την εθνική ανεξαρτησία, είτε τη ριμάδα τη βαλίτσα.
Όπως λοιπόν εγώ, ο απλός ταξιδιώτης, έμεινα μερικές ώρες κλεισμένος σε ένα ιπτάμενο κλουβί, έτσι θεωρώ ότι αισθάνεται και ο κάθε Έλληνας Πρωθυπουργός με την Άνγκελα Μέρκελ και το επιτελείο των Ευρωπαίων δανειστών, όποτε τους συναντάει. Το ίδιο βλέμμα θα υπομείνει, την ίδια προκατάληψη και τις ίδιες κοινωνικές συνήθειες.
Μελετώντας την κρίση χρέους και τα χαρακτηριστικά του ευρωπαίου ταξιδιώτη, είτε είναι Άγγλος και περιμένει να βγει από την ΕΕ, είτε Γερμανός ή Γάλλος, αυτό που δεν πρέπει να ξεχνάνε οι Ευρωπαίοι «φίλοι» μας μαζί με τους θερμούς τους, είναι ότι βρισκόμαστε στο ίδιο αεροπλάνο και ο πιλότος έπαθε ήδη έμφραγμα. Δεν έχει σημασία ποιος φταίει. Κάτι μου λέει, ότι τελικά θα πέσουμε όλοι μαζί μάγκες. Οι μάσκες τουλάχιστον έπεσαν και δεν αναφέρομαι σε αυτές του οξυγόνου!