Του Θάνου Τάκη.
Τραγική κατάσταση η αμνησία. Κάθε χαρακτήρας που την βιώνει, βαδίζει σε μια εκτός ελέγχου κατάσταση με τη συνεπακόλουθη ακραία δοκιμασία της αντοχής να αγγίζει τα όρια του νου αλλά και της ηθικής του. Προβάλλοντας μάλιστα το ερώτημα αν μπορεί να υπάρξει ηθική χωρίς μνήμη.
Ενίοτε καταφεύγει σε ακραίες ενέργειες όπως να γράφει σημειώματα επάνω στο σώμα του, ο αμνήμων, γραπτές οδηγίες προς τον ίδιο του τον εαυτό, όπως κατέγραψε κινηματογραφικά ο φακός στο Memento και αλλού.
Ή, όπως στην ιστορία του Θαμμένου Γίγαντα του Καζούο Ισιγκούρο, όπου μια ομίχλη καλύπτει όλες τις αναμνήσεις και κάνει τους ανθρώπους να ξεχνούν, Άγγλους και Σάξονες, σκυλιά του πολέμου και προαιώνιοι αντίπαλοι, να ζουν αρμονικά επειδή ξέχασαν να θυμούνται ότι είναι εχθροί. Αριστοτεχνικά περιγράφεται η μάστιγα της αμνημοσύνης που εξαπλώνεται σε μια ολόκληρη φυλή, με την επίδρασή της να αφορά τόσο στη διάρκεια των συναισθημάτων όσο και στην πορεία της ιστορίας ακόμα, καθώς πλήττεται η αίσθηση του εαυτού. Διότι αν δεν θυμάμαι αυτό που είμαι, ποιος είμαι στ’ αλήθεια;
Υπό τις ως άνω παραδοχές, αηδιάζω με το αφελές, αμόρφωτο αλλά και κακορίζικο ελληνοπόπολο, όπως αντιδρά με χαχανίσματα στην το δίχως άλλο ειλικρινέστατη αναφορά του κ. Σταύρου Ψυχάρη ότι δεν μπορεί να βρει τις δηλώσεις του για τα έτη 1997,1998, 1999, 2000, 2001, 2003, 2004, 2005, 2006 και 2007, αυτές που αναζητά με την εύλογη – το δίχως άλλο! - και ήδη ενηλικιωθείσα καθυστέρηση των έως και 19 ετών η Επιτροπή Πόθεν Έσχες της Βουλής, ίσως και η Επιτροπή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες.
Και είναι τέτοιου ακραίου μεγέθους η κατάπτωση των ηθών των αβράκωτων (sans- culotte), που διαρκώς ανασηκώνουν θεατρινίστικα, εμφατικά και ειρωνικά τον όφρυ και τολμούν να αμφισβητήσουν τις ειλικρινείς αναφορές του κ. Ψυχάρη σήμερα, του κ. Μητσοτάκη χθες, του κ. Σταθάκη προχθές, του κ. Κούβελου παλαιότερα, κ.ο.κ. Ότι δεν θυμούνται, κι εκείνοι.
Οι άφραγκοι γυφτοκατσίβελοι χαιρέκακοι ανθυποπολίτες, πρώτος μεταξύ τους εγώ, πάντα πρωτοπόροι σε λάθος αποφάσεις κι επιλογές κατά την γνωστή Λυμπεράκειο κολοσσιαία σκέψη, οι οποίοι αγνοούν ότι υφίσταται ακόμη και κατοστάευρω και τούτο όχι μόνο λόγω capital controls, και πριν δεν το γνώριζαν, αδυνατούν να κατανοήσουν την δαιδαλώδη και ανεξερεύνητη ιδιομορφία του ανθρωπίνου εγκεφάλου που μπορεί, όπως συμβαίνει λόγου χάρη στον κ. Ψυχάρη όταν αφηγείται τα της Αποστασίας και τα πιο παλιά, να θυμάται την ακριβή ώρα που πήγε για κατούρημα ο Κλικλής ένα πρωινό του 1954, αλλά αδυνατεί να επαναφέρει νοητά εμπρός του, το συγκεκριμένο συρτάρι όπου φυλά σήμερα τα αντίγραφα των πόθεν έσχες του. Όπως κι ο κ. Ισίδωρος, ο Κούβελος, που είχε δώσει μπροστάντζα ένα μιλιούνι ντόλαρς για ν’αγοράσει μία σκούνα-ευκαιρία στην Ανγκλετέρα και μετά ξέχασε το περιστατικό, ένα μυαλό είναι και τι να προφτάσει, ξέχασε το βαπόρι που ποτέ δεν πήρε, ξέχασε να το πει της κυράς του της Θοδώρας ν’ακυρώσει τα σωσίβια με τα μονογράμματα, ξέχασε και να το γράψει της δήλωσης, ο κακότυχος...
Ιδού λοιπόν μια νέα επαναστατικότητα! Δεν θυμάμαι άρα δεν έχω ευθύνη, είμαι αθώος και ως τέτοιον να με αντιμετωπίζετε. Ένας τέως γραπτός κόσμος, τώρα άγραφος, σα να πέρασε «σφουγγάρι» κι έκανε σκόνη λευκή τις γραμμές της κιμωλίας, όπως μας κόμισε ένας άλλος κορυφαίος, εκείνος ο κυρ-Αντώνης, αν θυμάσαι, ο φίλος του Παπασταύρου ντε!, που έτσι πέρασε, transit, όπως περνά η δόξα του κόσμου.
Αλλά ας σοβαρευτώ. Κι ας ζητήσω βοήθεια ανωτάτου επιπέδου, αδιαμφισβήτητη, φροϋδική. Έγραψε ο μέγας Σιγισμούνδος: «ως ενήλικες αδυνατούμε να ανακαλέσουμε μνήμες από την πρώϊμη παιδική ηλικία έως των 3-4 ετών, καθώς πρόκειται για τραυματικές μνήμες που καταστέλλονται σε ασυνείδητο επίπεδο».
Αυτό είναι! σκέφτηκα μεγαλόφωνα.
Με την κρίση να γιγαντώνει, τα πέντε εκατομμύρια και βάλε, συμπατριώτες να μην έχουν ούτε περίθαλψη στα νοσοκομεία που οι ίδιοι έχτισαν, ούτε ρεύμα της ΔΕΗ που οι ίδιοι θεμελίωσαν, να παρακαλάνε σε ουρές εκατοντάδων μέτρων για μια σακούλα πατάτες, την εκκωφαντική άηχη κραυγή των ανέργων, με τους μισθούς πείνας, για όσους έχουν δουλειά, που ενίοτε δεν καταβάλλονται ούτε στην ώρα τους ούτε και για μήνες (ε, κυρ-Σταύρο;), ο τελευταίος αδυνατεί να ανακαλέσει μνήμες και κατάστιχα κατάθεσης 50 και βάλε εκατομμυρίων ευρώ για την αγορά της εφημερίδας, που τα βρήκε δηλαδή αυτά τα μικροποσά κι από ποια δεξαμενή να έρρευσαν.
Δεν θυμάται – όπως ένα παιδί, είναι τραυματική η μνήμη. Και δεν φταίει εκείνος, μικρόψυχε χαιρέκακε, δεν είναι ότι δεν προσπαθεί. Ασυνείδητα του βγαίνει.
Κι αν δεν με πιστεύεις, ρώτα και τον Φρόυντ, αγαπητέ (αλλά άσχετε) αναγνώστη...