Με όλο αυτό το νεοελληνικό μπάχαλο και την εμετική διαδικασία μιας εκλογικής αναμέτρησης που ξεπερνάει και τον πλέον διαστροφικό νου, παραμέλησα τον φίλο μου Γιώργο Γκρίτση και την "Καλλίπυγό" του (ομορφοκώλα του!). Εγκαταλείπω λοιπόν, προς το παρόν, αυτά που με ρίχνουν και μοιράζομαι μαζί σας την συνέχιση της περιπλάνησής του στους πέντε ωκεανούς.
Η «Καλλίπυγος» στο βασίλειο της Τόγκα.
Σύνδεση με το προηγούμενο : http://www.ribandsea.com/main/index.php/travels/1484-i-kallipygos-stous-pente-okeanoys-fthanontas-sti-samoa
Ετοιμαζόμασταν να σαλπάρουμε προς τα νότια, αφού οι αληγείς είχαν μετριαστεί και μας σιγοντάριζαν. Εκτελώντας το γνωστό δρόμο αντοχής μετ’ εμποδίων από υπηρεσία σε υπηρεσία, αποπλεύσαμε εφοδιασμένοι με τα απαραίτητα έγγραφα. Προορισμός μας οι στιχάδες Τόγκα, μια αλυσίδα νήσων μήκους πεντακοσίων μιλίων επί του 175 Δυτικού Μεσημβρινού.
Στα βόρεια, το Βαβάου προσφέρει δεκάδες όρμους υπό την προστασία αμέτρητων υφάλων και βραχονησίδων, αποτελώντας ένα από τα αναπόφευκτα τουριστικά κέντρα του νοτίου Ειρηνικού. Για μας που προτιμούμε την ησυχία, ίσως το κοσμοπολίτικο Βαβάου να μην παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον, αλλά κανένα δρομολόγιο σε τούτο τον ωκεανό δεν μπορεί να παραλείπει το φημισμένο αρχιπέλαγος. Εάν βαριόμασταν τα κοντοβόλτια, υπήρχε η εναλλακτική λύση να καταπλεύσουμε στο ενδιάμεσο μικρό νησί με το απίθανο όνομα Νιουετοπουτάπου (έτσι ονομάζεται, δεν είναι γλωσσοδέτης!).
24/8: Από την πρωτεύουσα Άπια κατευθυνθήκαμε γρήγορα προς τα Στενά της Απολίμα, μεταξύ Σαβαΐι και Ουπολού. Χαζεύαμε προσήνεμα τα ελκυστικά αγκυροβόλια, τις κατάλευκες αμμουδιές στη σκιά του θρασομανητού. Ήμασταν κουρδισμένοι για το ταξίδι και σαν τον Οδυσσέα που αντιστάθηκε στις Σειρήνες, θωρακιστήκαμε κατά της ειδυλλιακής θέας. Καβατζάραμε το αμφίγειο και ανοιχτήκαμε στο πέλαγος. Κλειστή πλαγιοδρομία με φρέσκο λεβάντε. Η «Καλλίπυγος» σκαμπανεβάζει κουπασταρισμένη, τινάζοντας ουράνια τόξα από την αφρισμένη πλώρη. Έχοντας ρυθμίσει τα πανιά κι εμπιστευτεί τη λαγουδέρα στο ανεμοτίμονο, προσπαθούμε να σφηνωθούμε, κατά το δυνατόν αναπαυτικά, στο εσωτερικό της καμπίνας. Τουλάχιστον προχωρούμε ταχύρυθμα. Είκοσι μέρες αταξίδευτη, η γάτα μας πάσχει από ναυτία. Αργά τη νύχτα το σκάφος ξαφνικά δείχνει ακυβέρνητο. Πεταχτήκαμε στη χαβούζα για να προλάβουμε τυχόν ζημιές, αλλά το κακό είχε γίνει. Ερευνώντας με το φακό, ανακαλύπτουμε ότι στο ανεμοτίμονο ξεκόλλησε από τη βάση της η πλαστική ανεμοδούρα. Το αντικαθιστούμε με τον ηλεκτρικό αυτόματο πιλότο και επισκευάζουμε τη ζημιά με κόλλα στιγμής. Έπειτα από λίγο όλα τα συστήματα λειτουργούν και επιστρέφουμε στη ρουτίνα της βάρδιας.
25/8: Ο ουρανός συννέφιασε, ο αέρας μειώθηκε σταδιακά, σηκώσαμε όλη την ιστιοφορία. Το δελτίο καιρού προβλέπει ένα κρύο μέτωπο και θ’ ακολουθήσουν δυνατοί νοτιάδες. Αυτό μας έλειπε. Μεσημβρινό στίγμα: 15°95'Ν., 172°38'Δ. Ύστερα από μια γερή μπόρα ο άνεμος στρέφεται αντίθετος κι ολοένα φρεσκάρει. Σε ελάχιστο χρόνο όργωσε ο Αίολος την επιφάνεια της θάλασσας, σχηματίζοντας ψηλά κι απότομα κύματα. Πλέουμε στην εγγυτάτη. Υπομονή, λογικά πρέπει να έρθουν σιγόντα με την απομάκρυνση του μετώπου, αλλιώς... Οι φόβοι μας επιβεβαιώνονται από το επόμενο δελτίο, που προβλέπει τους ανέμους να παραμένουν ανάπλωροι για τις επόμενες τρεις μέρες, καθώς ο αντικυκλώνας συνεχίζει να βρίσκεται στα ανατολικά μας. Αποφασίζουμε να κάνουμε τακ προς το κοντινό Νιουετοπουτάπου, υπολογίζοντας να φτάσουμε νωρίς το πρωί. Δεν έχει νόημα να επιμείνουμε κόντρα στον αντίθετο άνεμο, εάν έτσι κι αλλιώς έρθουν σιγόντα σε λίγες μέρες.
26/8: Χαράματα, στο φουρτουνιασμένο πέλαγος, διοπτεύσαμε τον τέλειο κώνο του ηφαιστείου Ταφαϊί, στους πρόποδες του οποίου μόλις ξεχωρίζουμε την τσαγαλιά συστοιχία κοκκοφοινίκων του προορισμού μας. Σε λίγο γλιστράμε στα ήρεμα νερά της υπήνεμης πλευράς, όπου έκλειναν οι μαδρέπορες τη μοναδική λιμνοθάλασσα. Η ρεστία «δουλεύει» γύρω από το μικρό νησί και με κάποιους ενδοιασμούς μπουκάρουμε στο στενό που οδηγεί στο αγκυροβόλιο. Σαν χτυπημένο θεριό συσπάται το βουβό κύμα στα πολύχρωμα κοράλλια. Οι πάμπολλες ξέρες διαταράζουν την επιφάνεια, προκαλώντας στροβιλισμούς και δυνατά πλάγια ρεύματα. Χωρίς πρόβλημα φουντάρουμε.
Θα παραμείνουμε μια βδομάδα, κάθε μέρα πιο μαγεμένοι από την ιδιαίτερη νησιώτικη απομόνωση, ένα παράξενο «καραβίσιο» συναίσθημα το να βρίσκεσαι κομμένος από την υπόλοιπη ανθρωπότητα, σ’ έναν τόπο όπου οι μοναδικές επαφές με τον έξω κόσμο αποτελούν το ραδιόφωνο στα βραχέα κι ένα μηνιαίο ποστάλι. Χωρίς τηλεόραση, τηλέφωνο, ρεύμα η αυτοκίνητα, θα υποτιμούσαμε τους δύο χιλιάδες κατοίκους λέγοντας απλώς ότι ζουν αυτάρκεις! Όταν πέρασε το βαποράκι, ξεφόρτωσε μόνο ένα τσουβάλι κι ένα χαρτοκιβώτιο, όσο για τα δύο μαγαζάκια του νησιού θα τα χαρακτηρίζαμε απλώς περίπτερα! Πολλά τα παράξενα στ’ αλλιώτικο αρχιπέλαγος, ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.
Ενώ δεν είχαμε διασχίσει ακόμα τον 180° Μεσημβρινό, αλλάξαμε ημερομηνία, γιατί ο ηγεμόνας των Τόγκα αποφάσισε ότι ο ήλιος θ’ ανέτελλε πρώτα στη μικρή του χώρα. Το βασίλειο ίσως να ’χει μόνο 100.000 κατοίκους, αλλά ο μεγαλομανής μονάρχης κάνει ό,τι του καπνίσει! Δεύτερη τοπική ιδιαιτερότητα που αντιμετωπίσαμε — επιτυχώς αυτή τη φορά — ήταν η απληστία των Αρχών. Οι ξενιτεμένοι υπάλληλοι τελωνείου και υγειονομικής υπηρεσίας δεν έχουν μπαξέδες όπως οι υπόλοιποι κάτοικοι και μη βρίσκοντας τίποτα στα «μαγαζιά», κατάσχουν ό,τι τρόφιμα βρουν ως «επικίνδυνα για τη δημόσια υγεία»! Τους αφήσαμε συμβολικά δύο τρία λαχανικά και αποκρύψαμε τα φρέσκα μας στην τυλιγμένη μαΐστρα... Κατά τον ίδιο τρόπο, ό,τι ποτά μάς είχαν μείνει καταχωνιάστηκαν μακριά από το εξεταστικό βλέμμα του διψομανή τελώνη: ο Καραγκιόζης θα ήταν περήφανος!
Τα σκονισμένα σοκάκια του χωριού μάς ετοίμαζαν επίσης μια έκπληξη. Ναι μεν τα γουρούνια σφάζονται μόνο για εορταστικά συμπόσια όπως παντού στην Πολυνησία, αλλά εδώ έχουν το δικαίωμα να περιφέρονται κατά βούληση, σκάβοντας το φτωχό έδαφος, καταβροχθίζοντας τα πάντα, με αποτέλεσμα φυτείες, μπαξέδες και αυλές να μαντρώνονται για να αποφύγουν τη βουλιμία των στρουμπουλών τετράποδων! Άλλωστε, δεν ήταν ο Όργουελ που υποστήριζε ότι όλα τα ζώα είναι ίσα, εκτός από τους πιο ίσους χοίρους; Ας σοβαρευτούμε και ας ασχοληθούμε με τα ενδιαφέροντα του μοναχικού νησιού.
Ο πεισματάρης νοτιάς μάς κρατούσε έγκλειστους, αλλά είχε καθαρίσει τον ουρανό, τονίζοντας τις χρωματικές αντιθέσεις στεριάς-λιμνοθάλασσας-πελάγους. Ένα κοπάδι φάλαινες έπαιζε κάθε πρωί έξω από την κοραλλένια αλυσίδα, χτυπώντας με τα μακριά τους πτερύγια την αφροστεφή επιφάνεια, ενώ κοντά μας ολίσθαιναν μεγάλες θαλάσσιες χελώνες στα ήρεμα πράσινα νερά. Τα δυνατά ρεύματα και η ρεστία στην παρυφή των υφάλων θόλωναν κάπως τη ράδα και για να χαρώ τα πολύχρωμα παπαγαλόψαρα, έπρεπε να τα πλησιάσω με μάσκα και βατραχοπέδιλα.
Σε τόσο μικρές κοινότητες μυστικά δεν υπάρχουν. Έτσι τη δεύτερη μόλις μέρα της παραμονής μας είχε μαθευτεί ότι ως ραδιοερασιτέχνης επικοινωνούσα καθημερινά με Ελληνοαυστραλούς του Σίδνεϋ. Εμφανίστηκαν ξαφνικά, ένα απόγευμα, μάνα και κόρη με διπλό μονόξυλο, ρωτώντας εάν μπορούσα να μάθω νέα του οικογενειάρχη που νοσηλευόταν σε αυστραλέζικο νοσοκομείο. Χάρη στην αλληλεγγύη των ερτζιανών εκπληρώθηκε ο πόθος της χωρισμένης φαμίλιας και μεταβιβάστηκαν πληροφορίες από τη μια άκρη του Ειρηνικού στην άλλη. Η συμπαράσταση μας βγήκε σε καλό, γιατί εκτός από τα πανέρια φρούτων που μας προσφέρθηκαν, μας επιτράπηκε και μια διεισδυτική ματιά στο εσωτερικό της τογκάνικης οικογένειας. Αντίθετα από τις Σαμόες, οι πατριοί δεν ασκούν πολιτική εξουσία, γιατί το βασίλειο της Τόγκα είναι μια απόλυτη μοναρχία. Στο φεουδαρχικό καθεστώς όλη η γη ανήκει στην κορόνα, που την εκμισθώνει στους κατοίκους. Κάθε ενήλικος άντρας δικαιούται, αντί μιας λίρας ετησίως, έξι στρέμματα κι ένα δωρεάν οικόπεδο στο χωριό. Οι πολύ χαμηλές τιμές και η δυσχερής μεταφορά από το Νιουετοπουτάπου οδήγησαν στην εγκατάλειψη της σοδειάς των καρύδων και στην εντατική παραγωγή ψάθας. Παρατηρήσαμε όλες σχεδόν τις γυναίκες να ασχολούνται με τη μακρόχρονη επεξεργασία και πλέξη των φύλλων πανδάνου.
Τα σύγχρονα υλικά αντικατέστησαν πολλές χρήσεις των λεπτών ψαθιών, χωρίς όμως να καταργήσουν την παραδοσιακή και τελετουργική τους αξία. Δεν διανοείται προίκα ή νοικοκυριό χωρίς μια στοίβα φυτικών υφαντών. Απ’ ό,τι μας είπαν οι ξεναγοί μας, ενώ οι αρσενικοί καλλιεργούν ή ψαρεύουν παρέχοντας την καθημερινή τροφή, οι γυναίκες πλέκουν πυρετωδώς, αναμένοντας την άφιξη των χοντρεμπόρων από την πρωτεύουσα Τογκατάπου, εξασφαλίζονται, έτσι το χρηματικό εισόδημα των οικογενειών. Κατά τα άλλα, η κοινωνική οργάνωση μοιάζει μ’ αυτή της υπόλοιπης Πολυνησίας, όπου τα πάντα περιστρέφονται γύρω από το ευρύ σόι και τη μεγάλη επιρροή της εκκλησίας. Σίγουρα, σημαντική είναι η συμβολή των ιεραποστόλων στην εξάλειψη του κανιβαλισμού και της δουλοπαροικίας, αλλά βρίσκουμε αναιδείς τις πολυτελείς επαύλεις των παπάδων ή τους ναούς-μεγαθήρια που εξαντλούν τα βαλάντια του κοσμάκη. Όπως το ζήσαμε στο τέλος μιας βραδινής λειτουργίας, είδαμε το διάκο να περνάει ανάμεσα στους πιστούς εισπράττοντας τη συνδρομή, διαλαλώντας το όνομα κάθε δωρητή και το ποσό. Περιττό να πούμε ότι ο παπάς κοίταζε συνοφρυωμένος, όταν ο οβολός ήταν πενιχρός!
Η αντιφατικότητα μεταξύ αισθησιακού βίου και εμφανούς θρησκομανίας που χαρακτηρίζει τους Πολυνήσιους ίσως εξηγείται μόνο ότι από την αρχαιότητα αυτοί οι λαοί ήταν θεοφοβούμενοι και υπό τη σιδηρά κυριαρχία των ιερέων. Δίπλα στις τσιμεντένιες εκκλησίες, οι παραδοσιακές νησιώτικες κατοικίες φαίνονται τρώγλες. Κατασκευασμένες αποκλειστικά με γηγενή φυτικά υλικά, στέκονται υπερυψωμένες σε ξύλινες κολόνες, χρησιμοποιώντας οροφή από πλεγμένα βάγια. Ανάλογα με τον καιρό, οι εξωτερικοί τοίχοι από πλεκτά φύλλα πανδάνου τυλίγονται σαν ρολά. Άντρες και γυναίκες κοιμούνται ξεχωριστά, ενώ μοναδική επίπλωση και δια κόσμηση των μικρών δωματίων αποτελούν λεπτά φυτικά υφαντά και «τάπα», το πολυνησιακό πίλημα, προϊόν κοπιαστικής επεξεργασίας και επίστρωσης φλοιών μουριάς. Είχαμε ξανασυναντήσει δείγματα τάπα σ’ όλα τ’ άλλα νησιά, όπου παράγεται σε πολύ μικρές ποσότητες. Στο Νιουετοπουτάπου τα ακριβά εισαγόμενα κολικό δεν κατάφεραν να αντικαταστήσουν πλήρως τον παραδοσιακό κετσέ, συντελώντας στον ιστορικό χαρακτήρα του νησιού, καθώς βλέπαμε κάθε πρωί τις νοικοκυρές να αερίζουν τα πολύχρωμα τάπα, απλώνοντάς τα στην περιφραγμένη αυλή μεταξύ υπαίθριου μαγειρείου και εξωτερικού χαλέ.
Την Παρασκευή το απόγευμα, δίπλα στο μόλο, συναντήσαμε μια παρέα νεαρών που κοπανούσαν ενθουσιασμένοι ένα μεγάλο ατσάλινο γουδί. Σε μια ανάπαυλα μας εξήγησαν ότι κονιορτοποιούσαν ρίζες κάβα, ετοιμάζοντας το παραδοσιακό ποτό για το βράδυ και μας προσκάλεσαν να συμμετάσχουμε στο συμπόσιο. Η αποξηραμένη ρίζα του «macropiper methisticum», γνωστή ως κάβα σε όλη την Πολυνησία, περιέχει ένα μείγμα ελαφρών αλκαλοειδών, ενώ χρησιμοποιείται από αρχαιοτάτους χρόνους για την παρασκευή ιεροτελεστικών και καταπραϋντικών ποτών. Ανάλογοι με τα νησιά, η πόση του κάβα ακολουθείται από επίσημες ή απλές κοινωνικές συναντήσεις όχι πολύ διαφορετικές από το φιλικό τσακίρισμα που γνωρίζουμε στην Ευρώπη. Έως εδώ δεν είχαμε ποτέ την ευκαιρία να δοκιμάσουμε το παραδοσιακό ρόφημα και φυσικά δεν αφήσαμε την ευκαιρία να πάει χαμένη.
Οι ρίζες ευδοκιμούν στις πλαγιές του γειτονικού ηφαιστείου και οι άντρες του νησιού καταναλώνουν το ποτό όποτε τους δοθεί η ευκαιρία, κι όταν πρόκειται να εκβακχεύσουν δύο «παλάγκι», τότε το ευχαριστιούνται ακόμα περισσότερο! Στο κέντρο μιας καλύβας, σε μια μεγάλη και περίτεχνα σκαλισμένη γαβάθα, η σκόνη αναμειγνύεται με νερό και αφού «τραβήξει» για λίγη ώρα, αναδεύεται μ’ ένα φυτικό δίχτυ που σουρώνει το κατακάθι. Κατόπιν ο άρχοντας κερνάει τους παρακαθήμένους, χρησιμοποιώντας μια καρυδένια κούπα. Το βορβορώδες υγρό έμοιαζε με αλισίβα και αφού το δοκιμάσαμε, λυπηθήκαμε που δεν ήταν! Γρήγορα αισθανθήκαμε ένα μούδιασμα στη γλώσσα και στα χείλη, που δυστυχώς δεν μπόρεσε να σβήσει την απαίσια γεύση. Ανεξοικείωτοι στο δύσληπτο ρόφημα και μη θέλοντας να στεναχωρήσουμε την παρέα, είπαμε ότι είχαμε κάποια επείγουσα δουλειά και φύγαμε βιαστικά για την «Καλλίπυγο»!
Οι μέρες περνούσαν ευχάριστα, αλλά ο καιρός επέμενε νοτιάς. Πήραμε την απόφαση να σαλπάρουμε έστω κι αν αναγκαζόμασταν να διανύσουμε τα διακόσια μίλια ως το Βαβάου με κοντοβόλτια. Φαίνεται ότι ο Αίολος μας λυπήθηκε, γιατί τα ξημερώματα της 3ης Σεπτεμβρίου ο άνεμος γύρισε σε βροχερό γρεγολεβάντη. Χωρίς χρονοτριβή βάλαμε τάξη, βιράραμε την άγκυρα και αποπλεύσαμε. Σε λίγο το μικρό Νιουετοπουτάπου είχε χαθεί στο μουντό πρωινό ορίζοντα. Η πλαγιοδρομία, γρήγορη κι ευχάριστη, μας επέτρεπε να ελπίζουμε σε μια σβέλτη περαντζάδα, πριν πλησιάσει το επόμενο μέτωπο. Δυστυχώς, με τη νύχτα άρχισε η πτώση του βαρομέτρου, ενώ κόπαζε η ευνοϊκή πνοή.
4/9: Στη δύση συσσωρεύονταν ολοένα και περισσότερα σύννεφα και οι αλλεπάλληλοι όμβροι μάς επέβαλαν έναν αντίθετο στρογάρμπη. Κάνουμε το πρώτο κοντοβόλτι νοτιοανατολικά και ταξιδεύουμε το εξάρι κλειστά, όρτσα με φλόκο και δύο μούδες στη μαΐστρα. Το ανεμοτίμονο μας κρατάει σε σταθερή γωνία, παρακολουθώντας φάτσες και σιγόντα. Μεσημβρινό στίγμα: 17°32'Ν., 172°58'Δ. Η θάλασσα φούσκωσε αισθητά, ενώ τη νύχτα τουρτουρίζουμε. Στα μέρη αυτά ο νοτιάς αντλεί παγωμένες μάζες αέρα από την υπανταρτική περιοχή. Η ζωή εν πλω, με είκοσι μοίρες κλίση, χρειάζεται προσοχή, ιδίως για μαγείρεμα και τάβλι!
6/9: Η όστρια έσπασε, φέρνοντας σιγόντα. Ξεμουδάρουμε κά¬νοντας και καλύτερα όρτσα. Μεσημβρινό στίγμα: 18 ° 11'Ν., 173 °37'Δ. Το απόγευμα φάνηκαν οι βόρειες απόκρημνες ακτές του Βαβάου.
Ανατολικά του αρχιπελάγους λήγει η γεωτεκτονική πλάκα του δυτικού Ειρηνικού, δημιουργώντας ένα αβυσσαλέο ρήγμα βάθους έξι χιλιάδων μέτρων. Οι αργές κινήσεις προκάλεσαν την τοπική ανύψωση του πυθμένα κατά πενήντα μέτρα, υπερυψώνοντας τις υπάρχουσες κοραλλιογενείς δομές καθαρά πάνω από την επιφάνεια. Με τον τρόπο αυτό αναδύθηκαν τα θεμέλια της μεγάλης ατόλης, δημιουργώντας έτσι ένα πολύπλοκο σύμπλεγμα νήσων.
Σχετικά εύκολα θα καταπλεύσουμε νυχτιάτικα με αστρόφως, βυθόμετρο και τα ακριβή δορυφορικά στίγματα στο βαθύκολπο αρχιπέλαγος, που ορθώς ονομάζεται «Φιόρδ της Ωκεανίας». Για τουλάχιστον μιάμιση ώρα η Άννα Μαρία τιμονεύει στο δαίδαλο, ανιχνεύοντας το σκοτάδι, ενώ εγώ ιδρώνω στο τραπέζι με τους χάρτες, ελέγχοντας την πορεία μας. Όσο βολική κι αν είναι η πλοήγηση με όργανα, νιώθουμε ανακούφιση όταν επιτέλους φουντάρουμε μπροστά σε μια αμμουδερή παραλία.
Έχουμε πλέον φτάσει στο λίκνο των ναυτικών της Πολυνησίας, απ’ όπου οι απολυταρχικοί Τογκάνοι ηγεμόνες υπέταξαν τα γειτονικά αρχιπελάγη με τους πολεμικούς τους στόλους, Κατά την επίσκεψη του εξερευνητή Κουκ στη νότια πρωτεύουσα Τογκατάπου, ο πανούργος βασιλιάς των νησιών κατάλαβε τα σχέδια της βρετανικής υπερδύναμης και «απόκρυψε» το Βαβάου, ισχυριζόμενος ότι τα βόρεια νησιά δεν πρόσφεραν σίγουρα αγκυροβόλια. Οι Άγγλοι δεν είχαν άλλη επιλογή παρά να εμπιστευθούν τους ντόπιους πλοηγούς τους και σε μερικά χρόνια εγκατέστησαν ναύσταθμους σε όλο τον Ειρηνικό, παραλείποντας το Βαβάου, την πιο ευπρόσιτη, ευρύχωρη και ίσως ασφαλέστερη ράδα της περιοχής! Οι επόμενοι Ευρωπαίοι που την «έπαθαν» στα Τόγκα ήταν το πλήρωμα του «Μπάουντυ». Στο αγκυροβόλιο Χαπάι διαδραματίστηκε η ξακουστή ανταρσία, που οδήγησε τον ύπαρχο Κρίστιαν να καταλάβει το πλοίο για να επιστρέψει στην ειδυλλιακή Ταίτή.
Λιγότερη γνωστή είναι η συνέχεια του ταξιδιού για τον τέως καπετάνιο Μπλάι, ο οποίος παρέα με δέκα έμπιστους κατόρθωσε να διασχίσει τον υφαλόσπαρτο ωκεανό έως την Ινδονησία, διανύοντας 6.600 μίλια με μια ακούβερτη φαλαινίδα, πραγματοποιώντας μοναδικό άθλο χωρίς όργανα και χάρτες, σε ανεξερεύνητες εκτάσεις κατοικημένες από άγριες φυλές. Γιατί αν οι Πολυνήσιοι εφάρμοζαν σποραδικά την ιεροτελεστική ανθρωποφαγία, οι Μελανήσιοι των δυτικών νησιών συνήθιζαν να τρώνε τους... καλεσμένους και όποιος άκουγε: «Θα σου κάνω το τραπέζι» το έβαζε στα πόδια! Λίγα χρόνια αργότερα οι Τογκάνοι κατάφεραν να κουρσέψουν ένα... πειρατικό (!) πλοίο και αποτέλεσαν έτσι τους πρώτους Πολυνήσιους με πυροβολικό. Όταν άρχισαν να καταφθάνουν οι ιεραπόστολοι, προάγγελοι των αποικιακών υπερδυνάμεων που προσαρτούσαν το ένα μετά το άλλο τα νησιά της Ωκεανίας, ο βασιλιάς Ταόφα Αχάου Τόπου κατάλαβε ότι άρχιζε μια νέα εποχή για την Πολυνησία. Προλαβαίνοντας το κακό που κατέστρεψε πολιτικοκοινωνικά τις Σαμόες και την Ταϊτή, αγκάλιασε μεν το χριστιανισμό, αλλά έδιωξε όλους τους ξένους μισιονάριους. Παράλληλα, προκήρυξε γραπτό σύνταγμα όπου, μεταξύ άλλων, απαγόρευε σε αλλοδαπούς να αγοράζουν γη, προμηνύοντας τη λεηλασία της Χαβάης και της Νέας Ζηλανδίας. Η βρετανική αυτοκρατορία, που βρέθηκε προ τετελεσμένων γεγονότων, δεν είχε παρά να συνάψει συνθήκη «προτεκτοράτου» με το μικρό αλλά ενεργό βασίλειο. Η παράδοση πολιτικού αλωπεκισμού συνεχίζεται με το σημερινό τετράπαχο ηγεμόνα Τόπου τον Τέταρτο, που καταφέρνει παρ’ όλες τις δικαιολογημένες γκρίνιες να διαφυλάττει το απολυταρχικό καθεστώς του. Στο εξωτερικό, Αμερικάνοι κι Αυστραλοί έτρεχαν και δεν πρόφταιναν, λούζοντας το αρχιπέλαγος με οικονομική βοήθεια, όταν, εν μέσω Ψυχρού Πολέμου, υπέγραψε ξαφνικά συνθήκη φιλίας με την τότε ΕΣΣΔ!
Τα αμέτρητα μουράγια, ο σταθερός αέρας και οι ήρεμες φιδωτές πλωτές δίοδοι καθιστούν το αρχιπέλαγος πολυπόθητο προορισμό θαλάσσιων ταξιδιωτών. Το Βαβάου και η Ραγιατέα της Γαλλικής Πολυνησίας αποτελούν τα μοναδικά μέρη όπου οι τουρίστες μπορούν να νοικιάσουν σκάφη για ιστιοπλοΐα, ψάρεμα ή για να παρακολουθήσουν την ετήσια αποδημία των φαλαινών. Με άλλα λόγια, επικρατεί πολυκοσμία στο θαλάσσιο χώρο! Τις δύο εβδομάδες της παραμονής μας, η κύρια δυσκολία δεν ήταν να επιλέξουμε αγκυροβόλιο, αλλά να βρούμε κάποιο με ησυχία. Τουλάχιστον μας δόθηκε η ευκαιρία να ξανανταμώσουμε άλλους φίλους κρουαζιεράδες. Όσο για τους κατοίκους είχαν ψυχικά θωρακιστεί, αμυνόμενοι κατά της ξενόφερτης βαβούρας ή πέφτοντας με τα μούτρα στο κυνήγι του δολάριου με το να οργανώνουν «παραδοσιακά» συμπόσια και να πωλούν είδη χειροτεχνίας. Μάταια προσπάθησε η Άννα Μαρία να διεισδύσει σε απομονωμένα χωριά, κάνοντας «ότο στόπ». Όπου πήγε, βρήκε τους ντόπιους κουμπωμένους ή φευγάτους, καθώς, εν αγνοία της, εμφανίστηκε με το αμάξι των φοροεισπρακτόρων!
Εάν ευχαριστηθήκαμε την ιστιοπλοΐα και τις καταπληκτικές τογκάνικες παραλίες σε σύγκριση με την υπόλοιπη Πολυνησία, βρήκαμε το αρχιπέλαγος απογοητευτικό. Χωρίς μεγάλο ενδιαφέρον η κωμόπολη Βαβάου, άχαρη η λαϊκή της αγορά, μονάχα οι πανταχού παρόντες χοίροι έδιναν κάποια γραφικότητα στους απρόσωπους, σκονισμένους δρόμους.
Επόμενο σταθμό αποτελούσαν τα νησιά Φίτζι. Αφήσαμε την Πολυνησία για να μπούμε στη Μελανησία. Θα συναντήσουμε αλλιώτικους λαούς, με διαφορετική ιστορία και πολιτισμό. Μεταξύ Τόγκα και Φίτζι βρίσκεται το Αρχιπέλαγος των Λάου, μια στιχάδα κοραλλένιων νήσων και ατολών που κατοικείται από τους νεγροειδείς Μελανήσιους, υποτελείς ως τον περασμένο αιώνα των βασιλέων της Τόγκα. Δυστυχώς για μας και ευτυχώς γι’ αυτούς η περιοχή θεωρείται κλειστή σε αλλοδαπούς, αφού χρειάζεται πρώτα κανείς μια «κατ’ εξαίρεση άδεια» από το Υπουργείο Δημοσίας Τάξης της Σούβα, πριν επισκεφθεί τα νησιά. Κρίμα, καθώς το αρχιπέλαγος βρίσκεται σε βολική θέση για ενδιάμεσο σταθμό και για να εκτιμηθούν οι πολιτιστικές διαφορές ανάμεσα σ’ αυτούς τους γειτονικούς λαούς.
Μελανησία.
22/9: Σαλπάρουμε νωρίς το πρωί, μόλις τελειώσαμε τις διατυπώσεις. Για τα 400 μίλια έως τη Λεβούκα, λιμάνι εισόδου στα Φίτζι, ο καιρός προβλέπεται καλός. Με πρυμιό λεβάντε πετάει η «Καλλίπυγος», ενώ εμείς ευχαριστιόμαστε τις ωραίες συνθήκες θωρώντας τους λόφους του Βαβάου να χάνονται στην πρύμνη. Το βραδινό δελτίο καιρού αναφέρει τον ερχομό ενός πολύ έντονου κρύου μετώπου, βρίσκεται όμως μακριά και θα ’χουμε ήδη φτάσει στον προορισμό μας πριν ζυγώσει, ή έτσι νομίζαμε.
Την επόμενη μέρα, 23 Σεπτέμβρη, ο άνεμος γρεγάρησε. Τα πράγματα σοβάρεψαν, αφού το πρωινό δελτίο μάς πληροφόρησε ότι το μέτωπο επιτάχυνε βαθαίνοντας. Κινείται πλέον με 50 κόμβους. Μια ματιά στο χάρτη μάς προβληματίζει, αφού υπολογίζουμε τη συνάντηση με το σύστημα για την επομένη το μεσημέρι, όταν θα βρισκόμαστε καταμεσής του υφαλόσπαρτου Αρχιπελάγους Λάου. Ενώ προσπαθούμε να εκπονήσουμε την ασφαλέστερη τακτική, λαμβάνουμε από άλλη πηγή δεύτερο δελτίο που επιβεβαιώνει τη συνεχή επίσπευση της κακοκαιρίας. Λίγες οι εναλλακτικές λύσεις: να καταπλεύσουμε παράνομα σε μια από τις προκείμενες βραχονησίδες, να κάνουμε αντιμονή ή να επιστρέφουμε στο Βαβάου 70 μίλια πίσω. Χωρίς χρονοτριβή, κάνοντας τακ, κατευθυνόμαστε προς τα νησιά Τόγκα.
Λογαριάζουμε την άφιξη γύρω στα μεσάνυχτα. Το ψυχολογικό βαρόμετρο πέφτει ραγδαία όπως και το μετεωρολογικό! Τελικά, πριν βραδιάσει, και ενώ επανεμφανίστηκαν οι μεμονωμένοι κώνοι των ηφαιστείων, μας προλαβαίνει η κακοκαιρία. Με το ένα ραγάνι πίσω από το άλλο μαίνεται ο γαρμπής, αναγκάζοντάς μας να ταξιδέψουμε αμπάσο μούδα. Αποδεδειγμένα το σύστημα επιταχύνθηκε, αφού συμπεραίνουμε ότι κινείται με 60 κόμβους! Πλέοντας στ’ ανοιχτά δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος και σκεφτόμαστε σοβαρά να ξαναπάρουμε κατεύθυνση για τον αρχικό μας προορισμό. Έχοντας όμως ένα καλό μουράγιο μόλις λίγα μίλια μπροστά μας, διαλέγουμε να ξαποστάσουμε στο αγκυροβόλιο και να σαλπάρουμε νωρίς την επομένη.
24/9: Παίρνουμε πάλι πορεία προς τη δύση. Αυτή τη φορά δεν αντιμετωπίζουμε κανένα πρόβλημα, αφού με όλη την ιστιοφορία και ελαφρύ σορόκο καβατζάρουμε μέσα σε δύο μέρες τις αμπασαδούρες και τους κοραλλένιους υφάλους της στιχάδας των Λάου, λίγα μίλια μόνο από τη μια ξέρα στην άλλη και ολοένα ελέγχουμε την έκπτωση λόγω των δυνατών ρευμάτων στα στενά. Στην παρυφή του αντικυκλώνα ο άνεμος παραμένει ελαφρύς αλλά ούριος. Έτσι συνεχίζουμε μπαλονάτοι μες στη νύχτα, σκίζοντας την ακύμαντη επιφάνεια. Κατά τις δύο το πρωί κάνουμε τσίμα. Επιστρέφοντας στη χαβούζα, παρατηρούμε ένα μόνιμο κι ανεξήγητο αφροστεφές κύμα που μας ακολουθεί φωσφορίζοντας στο γαλατένιο αστρόφως. Με αμηχανία και αναστάτωση συνειδητοποιούμε ότι ρυμουλκούμε ένα μεγάλο ψάρι στην άκρη του τεζαρισμένου παρκετόσκοινου της συρτής. Με δυσκολία ανελκύσαμε στην πρύμνη έναν εικοσάκιλο «κιτρινόπτερο» τόνο, ενάμισι μέτρο μήκος! Με τη γάτα να χοροπηδάει ενθουσιασμένη μες στα πόδια μας, άρχισε η αιματηρή διαδικασία του γδαρσίματος και του φιλεταρίσματος. Γεμίσαμε έντεκα γυάλες συνολικά, τις οποίες η Άννα Μαρία πρώτα αποστείρωσε στις χύτρες πίεσης και τον υπόλοιπο τον κόψαμε λεπτές λωρίδες για λιαστό.
Με την ταχύτητά μας υπολογίσαμε τον κατάπλου την επομένη στις δύο το πρωί. Έτσι «κόψαμε δρόμο», αντικαθιστώντας μπαλόνι με τζένοα. Χωρίς δυσκολίες, χάρη στο σταθερό λεβάντε και στην καλή σήμανση, περιπλεύσαμε κοραλλένιες λωρίδες και νησόπουλα, ανατολικά εμπόδια που προστατεύουν τη νήσο Οβαλάου, και ξημερώματα της 28ης μπουκάραμε στο κοραλλένιο στενό της ράδας. Μέρα Κυριακή, ο λιμενάρχης μάς υπέδειξε από το ραδιοτηλέφωνο ένα αγκυροβόλιο, τονίζοντας ότι έπρεπε να περιμένουμε την επομένη, εργάσιμη, για να βγούμε στη στεριά και να πρατικάρουμε. Τόσο το καλύτερο, αφού γλιτώναμε τις υπερωρίες των Αρχών και μπορούσαμε να ρίξουμε ένα σοβαρό ύπνο. Το απογευματάκι με τον καφέ χαζέψαμε την καταπράσινη κι απότομη ακτή, με τα πολλά νεοκλασικά κτίρια στην παραλία. Νότια διακρίναμε τους λιμενίσιους ντόκους και το μεγάλο κονσερβοποιείο, ενώ στ’ ανατολικά οι αφρόεσσες ξέρες διέκοπταν την πελαγίσια ρεστία. Με τα κιάλια παρατηρήσαμε, από τις επιγραφές, ότι σχεδόν όλοι οι μαγαζάτορες ήταν Ινδοί.
Εξετάζοντας τους περαστικούς, αντιληφθήκαμε πως τα φανταχτερά σάρια ξεχώριζαν από τις λιτές αμφιέσεις των Μελανησιών. Ήταν πλέον φανερό, απομακρύνόμασταν από την καρδιά του Ειρηνικού, ζυγώνοντας σταδιακά προς την Ασία. Αλλοεθνείς μέτοικοι, οι Ινδοί υποχρεώθηκαν σε μετανάστευση, με σύμβαση, από τους Εγγλέζους αποικιοκράτες για να δουλέψουν σαν γεωργοί στους μεγάλους ζαχαροκαλαμώνες. Όχι ότι από τα νησιά έλειπε το εργατικό δυναμικό, αλλά απλώς γιατί οι φιλοτάραχοι Φιτζιανοί αρέσκονταν στην ίδια αμεριμνησία και φυγοπονία όπως οι υπόλοιποι λαοί της τροπικής Ωκεανίας! Οι Βρετανοί βρήκαν την απλή λύση να μισθώσουν τη γη από τους Μελανήσιους για να παραμείνουν οι ντόπιοι χορτάτοι και ήσυχοι στα χωριά τους, ενώ οι μετανάστες Ινδοί καλλιεργούσαν τις φυτείες. Με την πάροδο του χρόνου και την αποαποίκηση οι Φιτζιανοί αποδείχθηκαν ικανότατοι πολιτικοί και τα μελανησιακά στρατεύματα έγιναν αναντικατάστατα κατά το Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο και στις ζούγκλες της Μαλαισίας το 1960.
Από την πλευρά τους, οι Ινδοί έπαιζαν ολοένα και μεγαλύτερο ρόλο στην οικονομία, ελέγχοντας πλέον βιομηχανία, εμπόριο και τράπεζες. Οι δύο εθνότητες παρέμειναν αναφομοίωτες και σε συνεχή διάσταση λόγω των κοινωνικών, θρησκευτικών και οικονομικών διαφορών. Με όμοια ποσοστά πληθυσμού ήταν επόμενο οι Ινδοί να αναδειχθούν και νικητές στις εκλογές το 1987, αφού δελέασαν αρκετούς Μελανήσιους χάρη στα σοβαρά και βιώσιμα οικονομικά προγράμματα. Την επομένη κιόλας των εκλογών έγινε πραξικόπημα, ο συνταγματάρχης Ραμπούκα επανέφερε τους Φιτζιανούς στον πολιτικό έλεγχο, αφήνοντας στους Ινδούς την εναλλακτική λύση ή να παραμείνουν στα νησιά για «άρμεγμα» ή να σηκωθούν να φύγουν. Τα χρόνια πέρασαν, αδιέξοδο κι εκβιασμός παρέμειναν στη νωχελική τροπική καθημερινότητα. Η χώρα σκισμένη στα δύο από την ασάφεια των σχέσεων μεταξύ κοινοτήτων, ταλαντεύεται ανάμεσα στην αδιαφορία και στην ανοιχτή αντιπαράθεση. Τα υπάρχοντα προβλήματα οξύνθηκαν και από την αναμενόμενη διαφθορά που μαστίζει όλες τις εύκρατες περιοχές.
Με κάποια ανησυχία ατενίσαμε την πρώτη μας μέρα στη Λεβούκα. Είχαμε ακουστά για το ζήλο των Φιτζιανών επισήμων και για την αυστηρότητα, λόγω χούντας, με την οποία λειτουργούσαν. Γρήγορα όμως αντιληφθήκαμε ότι στην κωμόπολη η τροπική ρουτίνα είχε πάλι πάρει το πάνω χέρι. Πόσο άκαμπτος μπορεί να παραμείνει κανείς όταν τον χαϊδεύουν οι αληγείς και τον υπονομεύει η γλυκιά νησιώτικη απραξία; Ναι μεν αντιμετωπίσαμε έναν καταιγισμό εντύπων και εγγράφων προς συμπλήρωση εις τριπλούν και τετραπλούν, αλλά χωρίς φασαρίες και παρατράγουδα. Ύστερα από λίγες ώρες ήμασταν ελεύθεροι να κινηθούμε κατά βούληση στην παλιά πρωτεύουσα των Φίτζι.
Ο τόπος έχει μια ιδιαίτερη προσωπικότητα. Είναι ανοιχτός προς το πέλαγος και ταυτόχρονα απλωμένος στους πρόποδες της δρυμώδους βουνοπλαγιάς. Οι άνθρωποι είναι χαμογελαστοί. Ένα μείγμα Μελανησιών, Ινδών, Πολυνησίων και Ευρωπαίων τονίζει την ιστορικότητα. Οι πρόγονοι των σημερινών Φιτζιανών αποδήμησαν γύρω στο 1000 μ.Χ. από τη Νέα Γουινέα. Οι ψηλόσωμοι νεγροειδείς Μελανήσιοι δεν ήταν τόσο επιδέξιοι ναυτικοί όσο οι Πολυνήσιοι και παρέμειναν ορεσίβιοι, αφοσιωμένοι στη γη, αναπτύσσοντας εξελιγμένες μορφές γεωργίας και κτηνοτροφίας. Επίσης, επιδείκνυαν μοναδικές στρατιωτικές ικανότητες σε χερσαίους πολέμους. Οι διαστάσεις μεταξύ των φεουδαρχών και οι συνεχείς προσπάθειές τους να επιβληθούν ο ένας επί του άλλου οδήγησαν σε μόνιμη εμπόλεμη κατάσταση, ενώ οι ανατολικές περιοχές, ελεγχόμενες από τις πολυνησιακές ναυτικές δυνάμεις, παρέμεναν υποτελείς των βασιλέων της Τόγκα. Η βαναυσότητα των εχθροπραξιών έφτανε σε απίστευτα όρια, αφού οι αντίπαλοι κατακρεουργούσαν αιχμαλώτους, έσφαζαν γυναικόπαιδα, διαμέλιζαν νεκρούς και στη συνέχεια τους έψηναν σε φούρνους. Τα δε κρανία των επωνύμων εχθρών τα διατηρούσαν ως λάφυρα και τα μεταχειρίζονταν σαν ιεροτελεστικές κούπες. Η θηριωδία δεν περιοριζόταν στις εκστρατείες. Στις ειδικές τελετές, όπως η βάφτιση ενός νέου πλοίου, χρησιμοποιούσαν αιχμαλώτους σαν κατρακύλια για την καθέλκυση.
Εκτός από την ανθρωποφαγία οι Φιτζιανοί έκαναν επίσης αρκετή χρήση χιούμορ, αφού — όπως καταγράφηκε — έκοψαν το χέρι ενός εν ζωή αιχμαλώτου, τον τάισαν ένα κομμάτι και τον ρώτησαν αν του άρεσε... το κοψίδι! Εύκολα συμπεραίνει κανείς τι έγινε όταν αποβιβάστηκαν οι πρώτοι ιεραπόστολοι και οφείλουμε την καλύτερη περιγραφή στον Όσκαρ Ουάιλντ, που δίκαια επέμενε ότι οι μισιονάριοι αποτελούσαν θεία παροχή τροφής για απόρους κι υποσιτισμένους κανίβαλους!
Την ίδια εποχή, αρχές του 19ου αιώνα, ενώ γίνονταν γνωστά τα διάφορα περάσματα μέσα από τα υφαλόσπαρτα πελάγη των Φίτζι, άρχισαν να κάνουν την εμφάνισή τους Ευρωπαίοι και Αμερικάνοι έμποροι που αντάλλασσαν το πολύτιμο - και ενδημικό - σανταλόξυλο με πυροβόλα όπλα. Οι εχθροπραξίες τότε έφτασαν στην αποκορύφωση, με την επικράτηση του αρχηγού των ανατολικών περιοχών, φύλαρχου Θακαμπάου. Η συνεχής πίεση των αποικιακών υπερδυνάμεων για παραχωρήσεις και προνόμια οδήγησε τον Θακαμπάου να ενδώσει στις απαιτήσεις των εμπόρων, παρέχοντας την ευπρόσιτη Λεβούκα ως ελεύθερο λιμάνι. Οι κομπίνες και οι εκβιασμοί δε σταμάτησαν όμως, κι έτσι σε λίγα χρόνια τα Φίτζι έγιναν αποικία της βρετανικής αυτοκρατορίας.
Στις αρχές του 20ού αιώνα, μια σειρά καταστρεπτικών κυκλώνων οδήγησαν τους Άγγλους να εγκαταλείψουν τη Λεβούκα, ιδρύοντας τη νέα πρωτεύουσα στον ευρύχωρο όρμο της Σούβα. Από τότε το Οβαλάου έπεσε σταθερά σε λήθαργο. Τα νεοκλασικά μέγαρα και κτίρια μούχλιασαν ή σάπισαν και μόνο χάρη στο κονσερβοποιείο παρέμειναν αρκετοί κάτοικοι για να χαρακτηρίζεται ακόμα η Λεβούκα «πόλη».
2/10: Έπειτα από μερικές ήσυχες ημέρες στο κοιμισμένο Οβαλάου, σαλπάραμε για τη μητρόπολη του νότιου Ειρηνικού, τη σφύζουσα από ζωή και κοσμοπολίτικη Σούβα. Αναχωρώντας ξημερώματα, περιπλεύσαμε τις εσχατιές των υφάλων νότια κι ανατολικά των ακτών της Φιτζιλέβου. Την ώρα που η δύση κοκκίνιζε τις δασερές παραλίες, ζυγώσαμε την πυκνοκατειλημμένη ράδα. Μες στο σκοτάδι βρήκαμε αγκυροβόλιο κοντά στο ναυτικό όμιλο, ανάμεσα σε εξήντα άλλα ιστιοφόρα! Την επομένη αποβιβαστήκαμε στον όμιλο όπου συνωστίζονταν οι Αγγλοσάξονες της Σουβά, πίνοντας παγωμένες μπίρες γύρω από το μεγάλο μαονένιο μπαρ με τα λάβαρα και τις ναυτικές γκραβούρες.
Νότια και παράλληλα στους ντόκους της λιμενικής ζώνης απλώνονταν τα αποικιακά κτίρια της πρωτεύουσας. Μια πραγματική Βαβυλωνία κινέζικων, ινδικών και ευρωπαϊκών μαγαζιών, με λαβυρινθώδη σοκάκια και στριμωγμένα πλήθη. Με τις αισθήσεις μας αμβλυμένες τόσον καιρό στις γαστρονομικές αγεψιές του Ειρηνικού, λιγουρευτήκαμε τα μπαχαρικά και, «ρινηλατώντας», μπουκάραμε σ’ ένα ινδικό καπηλειό όπου περιδρομιάσαμε καυτερές αμβροσίες! Εκτός από εξαίρετοι μάγειροι οι Ινδοί αποδεικνύονται και επιχειρηματικοί δαίμονες. Έτσι μας δόθηκε η ευκαιρία να ξεσκουριάσουμε τη ρωμαϊκή τέχνη του παζαριού για να προμηθευτούμε σε πολύ συμφέρουσες τιμές από χρώματα έως παπούτσια.
Γρήγορα όμως βαρεθήκαμε τη διεθνή πολυκοσμία του αγκυροβολιού και την έλλειψη ντόπιου ρυθμού στη μεγαλούπολη και μεθορμίσαμε λίγα μίλια παράμερα, στη μικρή αβάλη Λάμι. Εκεί πραγματοποιήσαμε αρκετές τσάρκες, απολαμβάνοντας τη νησιώτικη φιλοξενία. Ένα ξαφνικό κρύο μέτωπο μας χάλασε κάποια σχέδια εκδρομών, φέρνοντας καταρρακτώδεις βροχές, αλλά μας επέτρεψε να γεμίσουμε τις δεξαμενές και τα δοχεία νερού χωρητικότητας 340 λίτρων σε τριάντα ώρες, χάρη στην ειδική πλαστική τέντα τριών τετραγωνικών μέτρων. Ας σημειωθεί πόσο επίκαιρη παραμένει αυτή η παλιά ναυτική τέχνη περισυλλογής βρόχινου νερού, ιδίως όταν βρίσκεται κανείς σε μέρη όπου το πόσιμο νερό είναι αμφιβόλου ποιότητος. Αφού προμηθευτήκαμε τις απαραίτητες άδειες, εγκαταλείψαμε τη Σουβά και φτάσαμε στη Λαουτόκα μετά τέσσερις ημερήσιους πλόες. Ο φρέσκος λεβάντες μάς έσπρωχνε ταχύτατα από το ένα μουράγιο στο άλλο, προσορμίζοντας νωρίς τα απογεύματα στο κάθε κοραλλένιο απάγκιο. Φουντάροντας πάντα μακριά από τα διάφορα χωριά, πετυχαίναμε τη διαφύλαξη της «κοινής ησυχίας» και συνάμα αποφεύγαμε γελοίες τελετές «κάβα» με τους κατά τόπους φυλάρχους.
Με μπουκαδουρίτσα καταπλεύσαμε στη Λαουτόκα. Στην οικονομική πρωτεύουσα της νήσου όλα κινούνται με τους Ινδούς. Οι αεικίνητοι Ασιάτες είναι παντού. Το ενδιαφέρον μας όμως βρισκόταν μακριά από τις βρομερές τσιμινιέρες των χημικών εταιρειών, τους καμένους ζαχαροκαλαμώνες ή τις αστικές χαρές του κέντρου. Σταβέντο των υψηλών βουνών της Φιτζιλέβου επικρατούν αιθρία και θερμικοί άνεμοι έξι μήνες το χρόνο. Τέλειες συνθήκες για κρουαζιέρα ανάμεσα στα πάμπολλα νησόπουλα της σμαραγδένιας κοραλλιογενούς λιμνοθάλασσας. Απεριόριστες δυνατότητες βόλτας ή αγκυροβολήματος στα 1.000 τετραγωνικά μίλια της ρηχής περουζένιας λεκάνης, που αποτελούν ασφαλώς ένα από τα καλύτερα «ιστιοπλοϊκά» πεδία στον κόσμο. Δυστυχώς, πληρώσαμε ακριβά τη λόρδα που μας έσπρωχνε από τη μία λοκάντα στην άλλη, αφού αρπάξαμε μια βαρβάτη ίωση που μας καθήλωσε στις κουκέτες. Έτσι αντί να περάσουμε σε ναυτικό παράδεισο την τελευταία μας βδομάδα στα Φίτζι, τη βγάλαμε κλινήρεις με αντιβίωση και φιδέ!
Όταν συνήλθαμε κάπως, έληγε η άδεια παραμονής μας και ετοιμαστήκαμε για το επόμενο σκέλος του ταξιδιού, την περαντζάδα των 1.600 ν.μ. ως την Αυστραλία. Η ρότα περνούσε σύρριζα από το κακόφημο νότιο άκρο της Νέας Καληδονίας, που μας πρόσφερε στην ανάγκη τη δυνατότητα να ξαποστάσουμε. Χάρη στις καθημερινές επαφές στα βραχέα, οι Ελληνοαυστραλοί φίλοι ραδιοερασιτέχνες παρακολουθούσαν τον αργό αλλά σταθερό ερχομό μας προς τη νέα τους πατρίδα.
2/11: Με την πρωινή φυρονεριά επωφεληθήκαμε από τον μπάτη και το ευνοϊκό ρεύμα για να βγούμε γρήγορα από τη λιμνοθάλασσα. Σε μόλις δυο ώρες ανοιχτήκαμε αρκετά για να δεχτούμε τους αληγείς και το σοροκολεβάντε. Δευτερόπρυμα με μικρή τζένοα και μουδαρισμένη μαΐστρα πλέουμε γοργά προς τα νοτιοδυτικά. Με την πάχνη της ζέστης σβήνουν στην πρύμνη μας τα τελευταία στεριανά σημάδια. Αρματώνουμε μια τεντούλα στη χαβούζα για να χαρούμε τη σταθερή πορεία στο δροσερό ίσκιο. Σε λίγες ώρες βρισκόμαστε μονάχοι στο πέλαγος κι αναπολούμε τις μέρες που περάσαμε στο τελευταίο ωκεάνιο αρχιπέλαγος, αναλύοντας τις αναμνήσεις μας. Όσο φιλικοί κι αν ήταν οι κάτοικοι, νιώθαμε έντονα τη βεβήλωση του «πρωτόγονου» πολιτισμού από τη διαφθείρουσα αποικιακή επιρροή. Με τα τόσα συμφέροντα στη μέση, πώς να επιζήσουν οι αρχαϊκές δομές; Το βράδυ μάς ξαναπιάνει πυρετός.
Τις τρεις επόμενες μέρες συνεχίζουμε με τον ίδιο ταχύ ρυθμό και την πελαγίσια ρουτίνα. Εκτός από τις βάρδιες και τυχόν εναλλαγές πανιών, ο πυρετός με κρατάει στην κουκέτα, η Άννα Μαρία ανέλαβε όλες τις υπόλοιπες ευθύνες. Καθώς η ξεκούραση δε φέρνει καμία εμφανή βελτίωση στην υγεία μου, αποφασίζουμε να σταματήσουμε στη Νέα Καληδονία για έναν ιατρικό έλεγχο. Ο αέρας στράφηκε ελαφρύς λεβάντες και μας αναγκάζει να ταξιδέψουμε μπαλονάτοι τις δύο τελευταίες μέρες. Τέλειες συνθήκες αν δεν ήμουν ασθενής. Πρώτη φορά που αρρωσταίνει εν πλω ένας από μας και στην αγωνία προστίθεται η δαμόκλειος σπάθη ενός τροπικού χαμηλού, κυκλώνας σε ανάπτυξη που σιγοβράζει 800 ν.μ. βόρεια μας, κοντά στα νησιά Βανουάτου.
7/11: Η μπουνάτσα άπλωσε το πέπλο της και με τη μηχανή ζυγώνουμε την κοκκινωπή οροσειρά της Νέας Καληδονίας. Επειδή δεν προλαβαίνουμε την παλίρροια για να μπούμε στη δυτική λιμνοθάλασσα όπου βρίσκεται η πρωτεύουσα Νούμεα, ειδοποιούμε ραδιοφωνικά το τελωνείο και καταπλέουμε στο μικρό όρμο Γιάτε. Ύστερα από λίγες ώρες ύπνου επισκεπτόμαστε το τοπικό κέντρο υγείας, όπου ο νεαρός Γάλλος γιατρός δε βρίσκει τίποτα το ύποπτο και με παραπέμπει για αναλύσεις στην πρωτεύουσα. Στο μικρό χωριό συνειδητοποιούμε την ένταση που επικρατεί μεταξύ λευκών και Μελανησίων. Μόλις δέκα χρόνια έχουν περάσει από τις αιματηρές συγκρούσεις, όταν οι νησιώτες επαναστάτησαν εναντίον των Γάλλων εποίκων, οι οποίοι, είναι αλήθεια, φέρονταν άθλια στον ντόπιο πληθυσμό. Γαλλική αποικία από τα μέσα του 19ου αιώνα, το μεγάλο νησί προσφέρει στους λευκούς τεράστια κέρδη χάρη στα μυθώδη αποθέματα νικελίου, ενώ μέχρι πρότινος οι Μελανήσιοι δεν είχαν την παραμικρή πρόσβαση ούτε δικαιώματα στον ορυκτό πλούτο της ίδιας τους της χώρας. Τα πράγματα άλλαξαν. Δυστυχώς οι νησιώτες δεν αποτελούν πλέον την πλειονότητα και ο απλός νόμος των αριθμών παρεμποδίζει τη λειτουργία της δημοκρατίας. Με άλλα λόγια, συναντάμε μια παρόμοια κατάσταση με τα Φίτζι. Φυλετική πόλωση και επικράτηση μιας μικρής πλειοψηφίας χάρη στη στρατιωτική βία...
Στα Βανουάτου ξέσπασε κακοκαιρία, αφού προβιβάστηκε σε κυκλώνα με το όνομα Βάνα. 600 ν.μ. πιο πέρα, μεθορμίζουμε στη Νουμέα, διαπλέοντας την πανέμορφη λιμνοθάλασσα με αιθρία και μπουκαδούρα. Κύρια χαρακτηριστικά των ακτών οι πορφυρές κρημνώρειες και οι συστοιχίες πανύψηλων ελάτων, ένα είδος μοναδικό στον κόσμο. Πανάκριβη η ζωή στην πρωτεύουσα, όλα εισάγονται από την Ευρώπη και φυσικά οι μαρίνες είναι απλησίαστες. Βρίσκουμε ένα ασφαλές αγκυροβόλιο και αφού εκτελούμε τον επίσημο κατάπλου στη Γαλλία, σέρνομαι για πλήρες «τσεκάπ» στο κρατικό νοσοκομείο. Χάρη στη μεγάλη ιστιοπλοϊκή αδελφότητα συναντώ έναν ειδικό σε τροπικές ασθένειες, που προσφέρεται να μελετήσει τα αποτελέσματα των αναλύσεων. Καθώς πλησιάζει σταδιακά ο κυκλώνας, μου συνιστά ξάπλα στο σκάφος και συχνή επαφή μέσω VHF.
Σαράντα οκτώ ώρες αργότερα ο καιρός άρχισε να χαλάει: βαριά συννεφιά, όμβροι και σοροκάδα οχτώ μποφόρ, ενώ οι προβλέψεις δήλωναν ότι την επομένη ο άνεμος θα έπιανε τους ογδόντα κόμβους και θα γύριζε μαΐστρος. Όλη η ράδα αρχίζει πυρετώδεις προετοιμασίες. Τα μεγάλα σκάφη και τα πλοία ανοίγονται άρον άρον στο πέλαγος (η ασφαλέστερη τακτική), ενώ τα μικρά κρύβονται όπου το δυνατόν καλύτερα. Επωφελούμενοι από το μηδαμινό μας βύθισμα, χωνόμαστε σε έναν κοντινό βάλτο, αρματώνοντας κάβους κι αλυσίδες σ’ ένα πυκνό δάσος μαγκρόβιων. Τα αειθαλή δέντρα του γένους ριζοφόρα αγκυροβολούν τις ατελείωτες εναέριες ρίζες τους βαθιά στην παλιρροϊκή λάσπη, προσφέροντας πολλαπλά σημεία πρόσδεσης, ενώ οι πυκνές φυλλωσιές καλύπτουν το μεγαλύτερο μέρος της αρματωσιάς από τους δυνατούς αγέρηδες. Κατάκοποι από την εξαντλητική προσπάθεια μέσα στο βούρκο και φαγωμένοι από τα κουνούπια, ακούμε τα άγρια σφυρίγματα των σπιλιάδων στα δέντρα και στην κορυφή του άλμπουρου. Ανά τέσσερις ώρες αναμεταδίδονται μετεωρολογικά δελτία και νέες προβλέψεις για τις επόμενες κινήσεις του συστήματος, που φαίνεται να σταθεροποιείται μόλις 100 ν.μ. βορειοανατολικά. Προφανώς, στο πλάι των 20° η ακόμα χαμηλή θερμοκρασία της θάλασσας εμποδίζει την περαιτέρω ανάπτυξη του συστήματος. Η επόμενη καλή είδηση προέρχεται από το VHF, όπου ο γιατρός φίλος μας μου ανακοινώνει ότι όλες οι εξετάσεις είναι αρνητικές και επομένως δεν έχω... τίποτα. Μου συνιστά ξάπλα και κανένα... κλύσμα όπως στον «κατά φαντασία ασθενή» του Μολιέρου!
Θα περάσουμε μια μέρα παραπάνω στο βάλτο παρέα με άλλα τρία ιστιοφόρα μικρού βυθίσματος, έως ότου κοπάσει η θύελλα και σιγουρευτούμε ότι πράγματι ξεφούσκωσε ο κυκλώνας. Με την επιστροφή μας στη Νουμέα, ετοιμαζόμαστε εκ νέου για απόπλου. Από τις πολλές... ξάπλες (πρέπει να είναι θέμα χαρακτήρα!) νιώθω καλύτερα και ο πυρετός μειώθηκε στο ελάχιστο.
22/11: Έχοντας αποχαιρετήσει το γιατρό και την ιστιοπλοϊκή παρέα, ξεμπουκάρουμε από τη λιμνοθάλασσα με πορεία για το Μπρίσμπαν. Τις δύο πρώτες μέρες επικρατεί καλωσύνη, κυνηγάμε τις ρέφλες με το μπαλόνι. Κατόπιν μας βρίσκει ένα κρύο μέτωπο, φέρνοντας φάτσες και φρέσκια όστρια. Κλειστή πλαγιοδρομία με δύο μούδες και φλοκάκι απολαμβάνουμε την ξέφρενη ολίσθηση από το ένα κύμα στο άλλο, διαβάζοντας, μαγειρεύοντας και ακολουθώντας αυστηρώς την ιατρική συνταγή ως προς τις ξάπλες! Μεθαύριο φτάνουμε στην Αυστραλία. Μας περιμένουν μια νέα ήπειρος, νέες φιλίες, νέες εμπειρίες.
Στο επόμενο το ταξίδι συνεχίζεται στην Αυστραλία... http://www.ribandsea.com/travels/2059-i-kallipygos-stous-pente-okeanoys-paratherismos-stin-afstralia