Σύνδεση με το προηγούμενο : http://www.ribandsea.com/main/index.php/travels/1325-i-kallipygos-stous-pente-okeanoys
Σαλπάρισμα.
Είπαμε σ' όλους, σαν πρωταπριλιάτικο αστείο, ότι φεύγουμε σήμερα. Τελικά, ο «καρεκλάτος» μαΐστρος, όπως τον λένε οι Μυκονιάτες, και η καθυστέρηση των ανταλλακτικών της μηχανής μας ανάγκασαν να αναβάλουμε την αναχώρηση για την επομένη. Άντε λοιπόν, ένα τελευταίο ούζο, έναν τελευταίο μεζέ και τα τελευταία ψώνια καλαματιανών «σπεσιαλιτέ». Νιώθουμε παράξενα, τα συναισθήματά μας είναι μπερδεμένα, κάτι σαν την τελευταία μέρα φυλακής ενός καταδίκου που έφτασε στο σημείο να φοβάται ν’ αντιμετωπίσει τον έξω κόσμο και την ελευθερία.
Τελικά, η οργή που μας προκάλεσαν οι «Αρχές» για την έξοδο από τη χώρα, με τη γνωστή τους θρασύτητα και ευθυνοφοβία, μας βοήθησε να νοιώσουμε λιγότερο άσχημα, να αισθανθούμε λύτρωση με τον απόπλου. Ύστερα από τόσους κόπους, ταλαιπωρίες και απογοητεύσεις, επιτέλους έφτασε η μεγάλη στιγμή: ΦΕΥΓΟΥΜΕ.
Έως τη Μάλτα θα έχουμε παρέα τον Τζίμι, έναν Καλαματιανό φίλο και ιστιοπλόο. Μαζί με τις αποσκευές του μας φέρνει μια νταμιτζάνα κρασί και έναν ντενεκέ λάδι. Στις δύσκολες στιγμές, όταν κατασκευάζαμε το σκάφος, πάντα έβρισκε τον τρόπο να μας τονώνει το ηθικό όπως και τώρα. «Μπράβο, Τζίμι φιρφιρή!» τον αποκαλούμε χαϊδευτικά.
Τελευταίες διαδικασίες, γεμίζουμε τα ντεπόζιτα νερού και χαιρετούμε τους φίλους που μαζεύτηκαν στη μαρίνα. Η μητέρα μου φωτογραφίζει συνεχώς για να κρύψει τη συγκίνησή της.
Βγαίνουμε αργά από το λιμάνι. Καθώς ορθοπλωρίζουμε για να βιράρουμε τη μαΐστρα, εμφανίζονται οι χιονοσκεπείς κορυφές του Ταϋγέτου σαν λευκά πανιά μες στο γαλάζιο ουρανό. Βάζω πλώρη για τον Κάβο Ακρίτα, το νοτιοδυτικότερο άκρο της Πελοποννήσου. Ο μαΐστρος έχει φρεσκάρει καλά και αγκυροβολούμε τρεις ώρες αργότερα κάτω από το ενετικό κάστρο της Κορώνης, περιμένοντας να κόψει ο αντίθετος άνεμος. Κατά την πρόγνωση της Ε.Μ.Υ., ο ισχυρός αυτός βορειοδυτικός γρήγορα θα κοπάσει και θα γυρίσει νοτιάς, που είναι ευνοϊκός για να πάμε στη Μάλτα. Τελικά, μέχρι το βράδυ ο αέρας παραμένει ο ίδιος και αποφασίζουμε να σαλπάρουμε νωρίς το πρωί. Η νύχτα περνάει ήσυχα, αν εξαιρέσουμε το θόρυβο της ρεστίας στην παραλία και όλους τους παράξενους ήχους ενός σκάφους που βρίσκεται σε ανοιχτό αγκυροβόλιο.
Είναι οι πετεινοί του κοντινού αγροκτήματος που μας ξυπνούν, πριν ακόμα ξημερώσει. Με ελαφρύ μαϊστράλι περνάμε τον Ακρίτα, ενώ πίσω μας ροδίζει, μες στην αυγή, η Μάνη. Πέντε κοντοβόλτια μας οδηγούν ανάμεσα στη Σαπιέντζα και στη Σχίζα. Αυτά τα τελευταία ελληνικά νησιά χάνονται το μεσημέρι στον ανατολικό ορίζοντα. Συγχρόνως, ο μαΐστρος χάνει σταθερά την έντασή του καθώς απομακρυνόμαστε από τις στεριές και ξεφεύγουμε από την επίδραση της θαλάσσιας αύρας. Ξεμουδάρουμε και το απόγευμα αντικαθιστούμε το φλόκο με την τζένοα.
Από τη στιγμή που βρεθήκαμε στα ανοιχτά, εμπιστευτήκαμε το τιμόνι στο «Μάνο», τον ανεμοπιλότο. Κάνει τη δουλειά του περίφημα και μας αφήνει ελεύθερους να χαζέψουμε μια παρέα δελφινιών, να μαγειρέψουμε και να φάμε. Το μενού αποτελείται από σούπα, πατατοσαλάτα και λουκάνικα. Εν τω μεταξύ, η γάτα δείχνει κάπως ανήσυχη. Ίσως να νιώθει κι αυτή ότι άρχισε πραγματικά το μεγάλο ταξίδι...
Το βράδυ ο αέρας κόπασε τελείως και το βαρόμετρο είναι στα ύψη. Μάλλον πρέπει να περνάει πάνω μας το υψηλό βαρομετρικό, μετά το οποίο θα συναντήσουμε τους νοτιάδες που μας υποσχέθηκε η Ε.Μ.Υ. Όλη τη νύχτα ταξιδεύουμε με τη μηχανή, με αποτέλεσμα να μην κοιμηθούμε καλά και το πρωί να έχουμε πονοκέφαλο!
Ευτυχώς, γύρω στις 10 έφτασε το νοτιαδάκι, σταματάμε τη μηχανή και βιράρουμε το μπαλόνι. Με ήρεμη θάλασσα το τεράστιο (70 μ2) αυτό πανί μας δίνει την εντύπωση ότι «πετάμε» αθόρυβα σαν θαλασσοπούλια. Το δελτίο καιρού προβλέπει 6 έως 7 μποφόρ και καθώς αρχίζει να φρεσκάρει ο νοτιάς, μαϊνάρουμε το μπαλόνι και βιράρουμε την τζένοα. 'Έπειτα από πάρα πολύ καιρό ξαναπιάνω τον εξάντα στα χέρια μου για τις μεσημεριανές παρατηρήσεις. Δεν ξέρω κατά πόσο είμαι ακριβής, αλλά το στίγμα δείχνει σωστό, αφού μας θέτει 130 ναυτικά μίλια από την Πελοπόννησο. Ελπίζω να βρούμε τη Μάλτα και να μην πούμε «Μάλτα γιοκ...» ! Το βράδυ μαγειρεύουμε φακές, φρεσκάρει κι άλλο και παίρνουμε δύο μούδες.
Με τον Τζίμι κάναμε τη βλακεία να πιούμε καφέ. Δεν μπορώ να κοιμηθώ από τα νεύρα μου καθώς ο καιρός φρεσκάρει συνεχώς. Τα κύματα μεγαλώνουν και ξέρω ότι κινδυνεύω να γίνω ανίκανος από την κούραση για μανούβρες στο κατάστρωμα. Παίρνουμε από μια δραμαμίνη ο καθένας, σε λίγο επιδρά η σκοπολαμίνη και επιτέλους με παίρνει ο ύπνος.
Το πρωί ο αέρας έφτασε τα 6 μποφόρ, δοκιμάζουμε το ταξίδεμα μόνο με τζένοα. Η θάλασσα άρχισε να «σκάει» και για να καλυτερέψουμε την ανταπόκριση του τιμονιού, αλλάζουμε συνδυασμό ιστιοφορίας με δύο μούδες στη μαΐστρα και στο φλόκο. Ευτυχώς, το δελτίο προβλέπει ότι οι άνεμοι θα κοπάσουν, γιατί ο ρηχός βυθός γύρω από τη Μάλτα θα δημιουργούσε ακόμα πιο μεγάλο και χαώδη κυματισμό.
Η Άννα Μαρία ρυθμίζει το «Μάνο», ενώ έχω την πρώτη μου επαφή μέσω ραδιοτηλεφώνου με φίλους ραδιοερασιτέχνες στην Ελλάδα. Είναι η τρίτη μέρα εν πλω, τα σώματά μας έχουν πλέον συνηθίσει στις κινήσεις του σκάφους. Αρχίσαμε τις τετράωρες βάρδιες, διάβασμα, ειδήσεις, τα μετεωρολογικά δελτία, αστροναυτιλία και μαγείρεμα. Το τελευταίο είναι ιδιαίτερα σημαντικό, διότι αποφεύγουμε τα μεγάλα γεύματα, τρώγοντας λίγο σχεδόν κάθε ώρα. Το μεσημεριανό στίγμα μας δείχνει ότι ταξιδέψαμε πραγματικά γρήγορα το τελευταίο εικοσιτετράωρο. Μέση ταχύτητα 5,8 κόμβοι.
Βρισκόμαστε 280 ν.μ. από την Πελοπόννησο και μόλις 110 από το λιμάνι της Μάλτας, τη Βαλέτα. Απτόητη από το χοντρό κυματισμό, η Άννα Μαρία τραγουδάει παρακολουθώντας την πυξίδα και τα πανιά, ενώ εγώ προσπαθώ, όπως το στραγάλι στη σφυρίχτρα, να συγυρίσω την κουζίνα.
Η «Καλλίπυγος» έχει το χαρακτηριστικό, λόγω υλικού κατασκευής, να ενισχύει τους θορύβους της θάλασσας όπως η κάσα ενός μουσικού οργάνου. Το απόγευμα άρχισε να συννεφιάζει. Η νύχτα μας βρίσκει με άπνοια και πηγαίνουμε με τη μηχανή. Θα μπορούσαμε να περιμένουμε απλώς την επιστροφή του ανέμου, αλλά βιάζομαι να ζυγώσω τη Μάλτα, γιατί υποψιάζομαι ότι την επομένη ο αέρας θα είναι κατά πάσα πιθανότητα βορειοδυτικός, δηλαδή αντίθετος. Πού και πού ψιχαλίζει. Η βροχή φέρνει την κόκκινη άμμο της κοντινής ερήμου. Όλο το σκάφος φαίνεται λασπωμένο. Με τη σκέψη ότι αύριο φτάνουμε, όλοι κοιμηθήκαμε καλά.
Φτάνουμε στη Μάλτα.
6/4/92: Με την ανατολή του ήλιου εμφανίζεται το βοριαδάκι, ενώ η πηχτή συννεφιά αρχίζει να διαλύεται. Σβήνουμε τη μηχανή και συνεχίζουμε πλαγιοδρομία με τα πανιά. Η Βαλέτα δεν πρέπει να είναι μακριά, γύρω στα 15 ν.μ., αλλά με την άσχημη ορατότητα δε φαίνεται τίποτα ακόμα. Δεν υπάρχει ανησυχία γιατί το βυθόμετρο δείχνει 45 μέτρα και βλέπουμε ένα αγκυροβολημένο φορτηγό πλοίο. Άρα βρισκόμαστε στη «ράδα», βορειοανατολικά του νησιού. Σε λίγο φρεσκάρει ο αέρας, εμφανίζονται οι ακτές και στο βάθος τα ογκώδη οχυρά της Βαλέτας.
Η εισαγωγή ζώων απαγορεύεται στη Μάλτα, έτσι δώσαμε στη γάτα μας ένα υπνωτικό χάπι για να μείνει ήρεμη και να μην αρχίσει τις βόλτες από τις πρώτες μέρες. Στη συνέχεια θα τη βαφτίζαμε «Μαλτέζικο κεραμιδόγατο» και δε θα μπορούσε να μας πει κανείς τίποτα... Δυστυχώς, αντί να ηρεμήσει η γάτα έκανε νευρικούς σάλτους δεξιά κι αριστερά, σαν μεθυσμένη. Ευτυχώς, την επομένη συνήλθε κάπως και κατάλαβε ότι έπρεπε να μείνει στο εσωτερικό του σκάφους. Εν τω μεταξύ, (συναντήσαμε κάποιους γνωστούς που έμεναν στη Βαλέτα, οι οποίοι μας διαβεβαίωσαν ότι προβλήματα με τις Αρχές δε θα υπήρχαν, κι αν κάποιος μας ρώταγε για τη γάτα, να λέγαμε ότι μας την έδωσαν οι Μαλτέζοι φίλοι μας!
Μείναμε 16 μέρες στη Μάλτα και τις μισές τουλάχιστον τις αφιερώσαμε σε επισκέψεις ιστορικών μνημείων αυτού του μικρού κράτους. Τα νησιά Μάλτα και Γκότσο κατοικούνται από τη Νεολιθική Εποχή και οι πιο αρχαίοι ναοί - αφιερωμένοι στις θεές Γη ή εκείνη της γονιμότητας - χρονολογούνται από το 3800 π.Χ.
Τα πιο εντυπωσιακά κτίρια είναι εκείνα των ιπποτών του Αγίου Ιωάννη. Αυτοί κατάφεραν να αντισταθούν με ελάχιστα μέσα στην τουρκική εισβολή και κυριολεκτικά οχύρωσαν όλα τα σημαντικά σημεία των νησιών με δύο ή τρεις σειρές τειχών και σωρείες προπυργίων.
Τη δεύτερη βδομάδα πήγαμε στο σχετικά πράσινο νησί Γκότσο και στο λιμανάκι του Μπιτζάρ. Δεμένοι πλάι στις γραφικές πολύχρωμες μαλτέζικες βάρκες, χαρήκαμε την ησυχία που τόσο μας έλειπε. Όσο παράδοξο κι αν ακούγεται, η αναχώρησή μας από την Ελλάδα ήταν η κορύφωση ενός ολόκληρου χρόνου υπ’ ατμόν. Το ταξίδι ως τη Μάλτα, όπως και η παραμονή στην πολυπληθή και κοσμική Βαλέτα, δε μας άφησαν να ηρεμήσουμε. Επιτέλους, βρήκαμε το ρυθμό μας. Αρχίσαμε αμέσως να εξοικειωνόμαστε με το περιβάλλον. Όσο στη Μάλτα τα πάντα φαίνονταν επίπεδα, ξερά, σκονισμένα, με κυρίαρχο χρώμα αυτό των οικισμών, των βράχων και της μαλτεζόπετρας, τόσο η μικρή νήσος Γκότσο έδειχνε ορεινή, πράσινη και περιποιημένη με τα χωράφια και τους μπαξέδες της.
Μας δόθηκε η εντύπωση ότι οι άνθρωποι ήταν ντροπαλοί και εσωστρεφείς, η νυχτερινή ζωή ελάχιστη, οι ταβέρνες ανύπαρκτες. Τελικά, συναντήσαμε κάποιους συμπαθητικούς ντόπιους και χάρη στο περιεχόμενο μερικών μπουκαλιών άρχισαν να μας μιλάνε για τους ίδιους, τον κόσμο, το νησί τους. Παράξενος λαός οι Μαλτέζοι όπως και η γλώσσα τους: σικελοαραβικό μείγμα με αγγλικές εκφράσεις...
Μόλις ο καιρός έδωσε δείγματα αλλαγής και φάνηκε να γυρίζει προς τον ευνοϊκό νοτιά, ετοιμαστήκαμε για αναχώρηση: τα τελευταία ψώνια, χαιρετισμούς στη διεθνή παρέα των κότερων και, τέλος, η επίσημη, ολιγόλεπτη αυτή τη φορά, επίσκεψη στις Αρχές για τον απόπλου. Στις 23 Απριλίου το πρωί βάλαμε πλώρη για τη δυτική Σικελία. Ο ούριος άνεμος κράτησε έως αργά τη νύχτα και μετά έκοψε τελείως. Με τη μηχανή πλέον φτάσαμε την άλλη μέρα στη Μαρσάλα.
Στο επόμενο : Δυτική Σικελία και σαλπάρισμα για Ισπανία. http://www.ribandsea.com/main/index.php/travels/1340-i-kallipygos-stous-pente-okeanoys-dytiki-sikelia-aktes-ispanias