Νικόλαος Γιαννάκος..... Νικόλαος Γιαννάκος..... Νικόλαος Γιαννάκος... Παπα Νικόλα μου γιατί δεν απαντάς; "Έφυγα, Ιωσήφ παιδί μου, έφυγα. Τα δίχτυα και η βάρκα με περίμεναν στο νησί, το ίδιο και το κτήμα, αλλά Εκείνος με διέταξε χθες να λύσω κάβους και να πάμε μαζί για τη μεγάλη καλάδα, και δεν κατάφερα βλέπεις να αρνηθώ..." Ηχούν αργά οι καμπάνες στα Ψαρά από χθες, μεσίστιες οι σημαίες κυματίζουν, η ολόμαυρη ράχη πενθεί κι' αυτή, καθώς τα πόδια σου δεν θα την ξαναπατήσουν. Δεν άντεξες να με περιμένεις άλλο παπα Νικόλα. Συνεχώς ανέβαλα τον ερχομό μου στο νησί, για το ταξιδιωτικό του περιοδικού, και τώρα που θα έρθω εσύ θα λείπεις... Η δική μου ολιγωρία κάνει τώρα τον πόνο μου διπλό...
Παραμιλώ απ' τη στιγμή που το έμαθα, κοιτάζω τις φωτογραφίες που βγάλαμε μαζί, το βίντεο που μας τράβηξε στο αγαπημένο σου νησί ο Κονιτσιώτης, καθώς με μάλλωνες γιατί... σου έμοιαζα, και αδυνατώ να πιστέψω ότι θα είμαι μόνος όταν φτάσω στα Ψαρά. Τα χέρια μου κοκκάλωσαν πάνω απ' το πληκτρολόγιο. Ξέχασα θαρρείς τα ελληνικά, τη σύνταξη, την ορθογραφία. Γράφω συνήθως με ευκολία περισσή, κατεβατά ολάκερα, και το ήξερες αυτό εσύ παπα Νικόλα. Ε, να τώρα που δεν μπορώ να γράψω ούτε δύο λέξεις χωρίς να κομπιάζω, χωρίς να ειρωνεύομαι τον εαυτό μου για την ανημπόρια μου να σε κατευοδώσω όπως σου αξίζει...
"Βρε Ιωσήφ μου, κάνε πως δεν καταλαβαίνεις", με νουθετούσες την τελευταία φορά που τα λέγαμε μπροστά στο καφενεδάκι, στο λιμάνι των Ψαρών. "Συγχώρησε όσους σε πίκραναν, και άσε να σε πλησιάσουν. Μην τους κρατάς κακία". Το ένοιωθα πως κατά βάθος δεν τα πίστευες αυτά, γιατί ήσουν σαν και μένα. Το παραδεχόσουν μάλιστα και χαμογελούσες με νόημα, όποτε σου θύμιζα δικά σου "καμώματα". Χαμογελούσε η καρδιά σου, τα μάτια σου, χαμογελούσες ολόκληρος. Απόλυτος στις Αξίες σου, αγέρωχος και σκληρός απέναντι στους ποταπούς και τους "μεγάλους", όπως η ολόμαυρη ράχη που συχνά περπατούσες, απτόητος και ανυποχώρητος όταν υπερασπιζόσουν την Αλήθεια σου. 'Επρεπε όμως να τα πεις στον φίλο σου δημοσιογράφο, και του τα έλεγες με αγάπη... "Σ' αγαπώ βρε", μου έλεγες στο τέλος, "σ' αγαπώ γιατί μου μοιάζεις. Είσαι το ίδιο αγύριστο κεφάλι σαν και μένα..."
Παπα Νικόλα, θα πουν κάποιοι ότι έζησες αρκετά. Δεν έφυγες νέος. Έφτασες τα ογδόντα δύο χρόνια. Καλά σου ήταν, θα πουν. Για μένα όμως ήταν λίγα, ελάχιστα, γιατί ήσουν πολύ νέος στην ψυχή, στα κουράγια. Δεν μπορούσες να ζήσεις άλλο τόσο μπας και σε προλάβω; Βιράρισε βιαστικά την άγκυρα ο Μάκης, δυο χρόνια πριν, και τον ζήλεψες φαίνεται, καθώς τον είδες ν' αρμενίζει στη μπουνάτσα τ' ουρανού. Τον θυμάσαι τον φίλο μου τον Μάκη, δεν τον θυμάσαι; Εκείνος ο χαμογελαστός "Βίκινγκ" ήταν, με τα ξανθά μακριά μαλλιά και τα μούσια, που πρωτογνώρισες όταν επιστρέφαμε από Κωνσταντινούπολη με το φουσκωτό και τις καπετάνισές μας, και δέσαμε να ξαποστάσουμε λίγο στον ίσκιο της ολόμαυρης ράχης, τον Οκτώβρη του 1990. Εκεί στο ντόκο σε βρήκαμε, ντυμένο με τα ράσα, να νετάρεις τα δίχτυα σου. Και μείναμε εκεί να σε κοιτάζουμε αποσβολωμένοι. Πέρασε κάμποση ώρα μέχρι να νοιώσουμε πως έπρεπε να μιλήσουμε μαζί σου. Κι' εκεί άρχισαν θαρρείς όλα...
Κάτι σ' έπιανε, το ξέρω, κάθε που ξεμπάρκαραν στο νησί οι επίσημοι και οι λιμοκοντόροι, για να φανούν απλώς, να κλέψουν καμμιά ψήφο. Κάτι σ' έπιανε, καθώς έβλεπες το ιερατείο να ασχημονεί, να υποκρίνεται, να σε κάνει να ντρέπεσαι που είσαι κι' εσύ παπάς. Σ' ευγνωμονεί το μικρό ηρωϊκό νησί του Αιγαίου, το νησί σου, που ευτύχησε να έχει τέτοιο Ιερέα, τέτοιο Άνθρωπο, τέτοιο Φίλο. Ένα σύγχρονο Παπαφλέσσα, έτοιμο να δώσει την ψυχή του, αν χρειαστεί, για τον ιερό βράχο του Αιγαίου. Τυχερά τα παιδιά σου, τα αδέλφια σου, οι φίλοι σου, οι Ψαριανοί, που ήσουνα δικός τους. Σ' ευγνωμονεί η ακριτική και ξεχασμένη Ελλάδα, γιατί την αγάπησες και την τίμησες με την παρουσία σου και την παρρησία των λόγων σου. Σ' ευχαριστώ κι' εγώ που μού έκανες την τιμή να λέω πως υπήρξα φίλος σου. Σ' ευχαριστώ, ακόμη και αν η απουσία σου μου αφήνει ένα κενό απίστευτο. Σ' ευχαριστώ γιατί με έκανες να νοιώσω πως δεν ήμουνα μόνος, πως δεν είμαστε μόνοι.
Καλό σου ταξίδι παπα Νικόλα, φίλησέ μου τον Μάκη και κράτησέ μου μια θέση στη μαρίνα του Παράδεισου να δέσω δίπλα σας...
Ιωσήφ Παπαδόπουλος.
Είχα την τύχη, μια απ' τις πολλές εκείνες αξέχαστες συζητήσεις που είχα με τον αείμνηστο παπα Νικόλα, να βιντεοσκοπηθεί από τον φίλο μου Νίκο Κονιτσιώτη. Ήταν τον Μάϊο του 2005, όταν σταματήσαμε στο νησί των Ψαρρών επιστρέφοντας με τα φουσκωτά μας σκάφη απ' την Κωνσταντινούπολη. Ιδού τώρα εκείνη η συζήτηση. Του μοντάζ επιμελήθηκε ένας άλλος καλός μου φίλος, ο Γιώργος Μισετζής από τη Χίο.