Μέρος τρίτο. Το πέρασμα από την Σικελία στη Σαρδηνία.
Αφήσαμε πίσω μας το στενό της Μεσσήνας και ακολουθήσαμε την ακτογραμμή της βόρειας Σικελίας, έχοντας ένα φρέσκο γραιγολεβάντε να σπρώχνει την πρύμνη μας. Θέλαμε να μικρύνουμε το άνοιγμα που μας χώριζε από το νότιο άκρο της Σαρδηνίας, που ήταν και ο επόμενος σταθμός μας. Έτσι αποφασίσαμε να πιάσουμε για λίγο στο Παλέρμο, ώστε και οι ακτές της Σαρδηνίας να «έρθουν» πιο κοντά, και να μην είμαστε συνεχώς στο όριο με τα καύσιμα.
Στ’ αριστερά μας παρήλαυναν μεσαιωνικά χωριουδάκια. που ισορροπούσαν πάνω σε απόκρημνους βράχους, με παλιά καστρόσπιτα και κρεμασμένες μπουγάδες να αιωρούνται πάνω απ’ τη θάλασσα. Ελληνική επαρχία του ’50 θύμιζε όλο εκείνο το σκηνικό, που ήταν, θαρρείς, βγαλμένο από κάποια θεατρική παράσταση. Καθώς χάζευα το παραθαλάσσιο κρεσέντο σπιτιών, βράχων και θάλασσας, έχοντας συγχρόνως την προσοχή μου στραμένη στην επόμενη «λακκούβα» για να μην καρφωθούμε, σκεφτόμουνα πως όλες αυτές τις φορές που είχα την τύχη να πάρω μέρος σε τέτοια ταξίδια, δεν υπήρχε ποτέ ελεύθερος χρόνος για να βγω και να περιπλανηθώ σε ό,τι τραβούσε την προσοχή μου. Να δέσω στη μικρή μαρίνα, να χαθώ στα στενά σοκάκια του χωριού, να γίνω ένα με τον κόσμο. Όταν όμως έχεις ένα σκοπό, όταν «πρέπει» να διασχίσεις τη Μεσόγειο απ’ άκρη σ’ άκρη και να επιστρέψεις όσο το δυνατόν πιο σύντομα εκεί από όπου ξεκίνησες επειδή οι «δουλειές» περιμένουν, τότε τέτοιου είδους «πολυτέλειες» δεν μπορείς, δυστυχώς, να τις απαιτήσεις. Εμένα πάντως σε όλα εκείνα τα μεγάλα ταξίδια, μου αρκούσε που ρουφούσα εμπειρίες και χόρταινα τις αισθήσεις μου με ήχους, γεύσεις, μυρωδιές, εικόνες και αγγίγματα. Γιατί το ταξίδι είναι τελικώς αυτό που μετράει...
Μπήκαμε στο μεγάλο λιμάνι του Παλέρμο και κουρνιάσαμε αριστερά, εκεί όπου ήταν δεμένα τα σκάφη αναψυχής. Το μάτι μου έπεσε στην αντλία της βενζίνης, σε μια βρύση με τρεχούμενο νερό και σε ένα κοντινό καραβόσκαρο με ωραίες μαξιλάρες! Οι συνειρμοί, βλέποντας αυτές τις «ευκολίες», ήταν αναμενόμενοι, ενώ το παζλ είχε ήδη ολοκληρωθεί μέσα στο μυαλό μου. Είχαμε ήδη εξασφαλίσει εύκολο ανεφοδιασμό σε καύσιμα, μπουγάδα στο χέρι, για να συνεφέρουμε τα λερωμένα τ’ άπλυτα και, επιπλέον, κρεββάτι κάτω απ’ τ’ άστρα για τον νεαρό βραδυνό μετανάστη του πληρώματος...
Έκανα μια μικρή βόλτα στην πόλη αλλά, αν με ρωτήσετε μετά από 23 χρόνια να σας πω τι θυμάμαι, θα σας απαντήσω : Τίποτε! Οι εικόνες έτρεχαν με τέτοια ηλιγγιώδη ταχύτητα, τα τοπία εναλάσσονταν τόσο γρήγορα το ένα μετά το άλλο, που το μυαλό δεν πρόλαβαινε να συγκρατήσει λεπτομέρειες. Μόνο ό,τι μού έκανε ιδιαίτερη εντύπωση θυμάμαι. Όπως, ας πούμε, η σκέψη ότι βρισκόμουνα και περπατούσα στην γενέτειρα της... μαφίας!
Η επόμενη μέρα ήταν μεγάλη. Ο καιρός γύρισε και έπρεπε να "ανέβουμε" τα 220 περ. μίλια μέχρι τις ακτές της νότιας Σαρδηνίας αυθημερόν. Δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Το σκάφος στα πρύμα και με τον καιρό στο πλάϊ, κάτι «έλεγε». Στα όρτσα, δεινοπαθούσε αυτό, υποφέραμε εμείς. Είχαμε και το μυαλό μας στο καύσιμο αλλά και στα λάδια που έπρεπε να συμπληρώνουμε κάθε τόσο. Τα καπάκια που είχε επινοήσει ο Μπουζάκης βοηθούσαν πάντως πολύ. Μόλις άδειαζε ένα εξηντάλιτρο, μεταφέραμε απλώς το "μαγικό" καπάκι σε ένα άλλο γεμάτο. Δεν ήθελα ούτε να σκεφτώ τι θα κάναμε αν έπρεπε να κάνουμε μετάγγιση στο πέλαγος! Οι ώρες περνούσαν αργά και βασανιστικά, με το 5.60 να ανεβοκατεβαίνει στα κύματα και μαζί μ’ αυτό και οι σβέρκοι μας! Είχε βραδιάσει κι’ εμείς ακόμη βολοδέρναμε στο πέλαγος. Κάποια στιγμή, μέσα στο σκοτάδι φάνηκαν φώτα. Πλησιάσαμε, αλλά δεν βλέπαμε τίποτε! Είμασταν στη Σαρδηνία, αυτό ήταν βέβαιο, αλλά πού ακριβώς; Σύμφωνα με τις πληροφορίες που μας έδινε ο Δημητριάδης, από αυτά που έβλεπε στην οθόνη του ραντάρ, βρισκόμασταν κάπου στον κόλπο Teulada, δυτικά του Cavo Spartivento της Σαρδηνίας...
Πλησιάσαμε ακόμη περισσότερο και με προσοχή μέσα στα μαύρα σκοτάδια, μέχρις ότου διαπιστώσαμε ότι δεν πήγαινε άλλο! Το 5.60 είχε... κωλοκάτσει σε αμμουδερό βυθό! Βγάλαμε τα παντελόνια και μπήκαμε στο νερό μέχρι τα γόνατα, αφού πήραμε και το σχοινί της βάρκας μαζί, για κάθε ενδεχόμενο. Βγήκαμε περπατώντας μέχρι τη στεριά, που απείχε περί τα 50 μέτρα, και περπατήσαμε σε μια απίστευτη αμμουδερή παραλία! Στο βάθος διακρίνονταν κάποια φώτα και ίχνη ανθρώπινης δραστηριότητας. Πού κέφι όμως και δύναμη για νυκτοπερπατήματα. Κατάκοποι καθώς είμασταν, πήγαμε και πάλι στη βάρκα, πήραμε τους υπνόσακκους και ξαναβγήκαμε στην παραλία. Η υγρασία έσπαγε κόκκαλα! Φόρεσα το μάλλινο σκούφο που μου είχε πλέξει η καπετάνισα. Το πρόβλημά μας ήταν η βάρκα. Έτσι όπως ήταν καθισμένη στα ρηχά δεν είχε πρόβλημα. Αν όμως ερχόταν η παλίρροια το βράδυ τι θα γινόταν; Σκέφτηκα λοιπόν κάτι «πρωτοποριακό». Ξάπλωσα φαρδύς πλατύς στην εκπληκτική αμμουδιά, μπήκα μέσα στον υπνόσακκο και στη συνέχεια έδεσα το σχοινί της βάρκας στο πόδι μου! Ο Τάσος και ο Σίμος γέλασαν, αλλά βρήκαν την ιδέα μου καλή. "Κοίτα μη σε πάρει μαζί της", είπαν γελώντας, και μπήκαν κι’ αυτοί στούς υπνόσακκους...
Συνεχίζεται... http://www.ribandsea.com/memo/266-2010-02-12-13-07-23.html