Επιμέλεια - Φωτογραφίες : Ιωσήφ Παπαδόπουλος.
Κάθε τόπος, εκτός από τη ντοπιολαλιά, τις παραδόσεις και τα έθιμά του, έχει τα δικά του προϊόντα, τις δικές του, θα έλεγε κανείς, γαστριμαργικές ιδιαιτερότητες. Η Κάσος, το ακριτικό αυτό νησί της νοτιοανατολικής Δωδεκανήσου, όχι μόνο δεν αποτελεί εξαίρεση σ' αυτόν τον κανόνα, αλλά κατέχει τα δικά της πρωτεία στον τομέα των παραδοσιακών φαγητών και των γαλακτοκομικών προϊόντων. Η σιτάκα κατέχει κυρίαρχη θέση σ' αυτόν τον κατάλογο, με μια ιστορία που χάνεται στα βάθη του χρόνου. Πρόκειται γι' αυτό που μένει στο καζάνι μετά από το βράσιμο και την συνεχή ανάδευση του γάλακτος επί ώρες. Η σιτάκα ισορροπεί μεταξύ του βουτύρου και του μαλακού τυριού, με μια υφή και γεύση που δύσκολα μπορεί κανείς να περιγράψει, ιδίως όταν περιχύνουν μ' αυτήν τις μακαρούνες και τις στολίζουν με τσιγαρισμένο κρεμμύδι!
Θα θυμάστε τον αειθαλή Μίμη Μόντε, τον λαϊκό ποιητή της Ζακύνθου, από την συζήτηση που είχε μαζί μου πέρυσι το καλοκαίρι : http://www.ribandsea.com/face/588-2011-10-15-14-29-10.html
Aνατρέχοντας λοιπόν στη βιντεοθήκη μου βρήκα μια σύντομη συνομιλία που είχε αυτός ο εκπληκτικός Ζακυνθινός με τον Μπάμπη Κωνσταντάτο και την αφεντιά μου κατά την διάρκεια της παραμονής μας στη Ζάκυνθο το Πάσχα του 2009. Απολαύστε την!
Έχετε δει κάποια πλατεία, κάποιο δρόμο με το όνομα του Στέλιου Κυριακίδη; Όχι, θα μου πείτε. Θα έπρεπε, όμως. Διαβάστε να πάθετε σοκ :
Ο Στέλιος Κυριακίδης γεννήθηκε στην Πάφο, στις 4 Μαϊου 1910. Πάνω από έναν αιώνα πια. Φτωχόπαιδο ήταν και κάποια στιγμή ξεκίνησε τον αθλητισμό στην Λεμεσό. Του άρεσε να τρέχει από πιτσιρίκι. Κατάφερε, μάλιστα, να πάρει μέρος ως δρομέας με την ελληνική εθνική ομάδα στους Ολυμπιακούς αγώνες του 1936!
Αγροτόπαιδο, με έρωτα για τον αθλητισμό και ταλέντο, από το 1934 τα μαζεύει και μετακομίζει στο Χαλάνδρι. Έπιασε δουλειά στην ΔΕΗ (τότε Ηλεκτρική Εταιρεία) και πήγαινε να μετράει τα ρολόγια στα σπίτια του κόσμου για να βγάλει το μεροκάματο. Τα έμπλεξε ο πόλεμος μετά. Υπέφερε ο κόσμος. Έτσι κι αυτός, έτσι και η οικογένειά του. Το 1940 έκοψε το τρέξιμο και κοίταξε μόνο να ζήσει. Πείνα! Έβλεπε τους παλιούς του συναθλητές, εκείνη την μεγάλη ομάδα του 1930, να λιμοκτονούν ή να τους σκοτώνει ο γερμανικός κατοχικός στρατός.
Μια συζήτηση του πλοιάρχου Διαμαντή Παπαγεωργίου με τον Ιωσήφ Παπαδόπουλο.
Πρόσχαρος, προσιτός, επικοινωνιακός, καλαμπουρτζής, ενθουσιώδης, μυημένος στα μυστικά των δύσκολων καραβιών, τολμηρός, ιδιαίτερα αγαπητός στο πλήρωμά του, και ιδίως στους αξιωματικούς της γέφυρας, οι οποίοι αναγνωρίζουν στο πρόσωπό του τον δάσκαλο και φίλο που δεν θα τους κρύψει αυτά που πρέπει να μάθουν για να τον βάλουν "στόχο" και να προσπαθήσουν να τον ξεπεράσουν στο μέλλον. Πρόθυμος να συνταξιοδοτηθεί, όπως λέει ο ίδιος, όταν αντιληφθεί ότι οι μαθητές του τον ξεπέρασαν. Οι ακρίτες στην Ανάφη, την Κάσο και το Διαφάνι τον λατρεύουν, καθώς το πλοίο, μ' αυτόν καπετάνιο, προσεγγίζει πάντοτε στα δύσκολα λιμάνια των νησιών τους. Ξέρει να λέει τα πράγματα με το όνομά τους, δεν μασάει ποτέ τα λόγια του, γνωρίζει τα σημεία στα οποία υπερτερεί και, δικαίως ίσως, πιστεύει πως η χωρίς λόγο μετριοπάθεια είναι το άλλοθι των μετρίων.