Όταν μπήκα στα "χωρικά ύδατα" της Ερείκουσας και των Οθωνών, το πράγμα άρχισε να αγριεύει και να με προειδοποιεί. Το βιολί μου όμως εγώ! Είχα μουλαρώσει στην ιδέα ότι εγώ ο "μεγάλος θαλασσοπόρος" δεν θα καταφέρω να περάσω ένα άνοιγμα 46 ναυτικών μιλίων, όση ήταν δηλαδή η απόσταση από τους Οθωνούς μέχρι τον κάβο Santa Maria di Leuca της Ιταλικής μπότας. Εσύ ήσουνα που το είπες και καυχήθηκες; Μέσα σε ελάχιστο χρόνο ήρθαν τα πάνω κάτω! Είδα και έπαθα να ανακρούσω πρύμνη, όπως λένε. Μου φάνηκε πως είδα τον Ποσειδώνα αυτοπροσώπως, να ορθώνει το ανάστημά του μπροστά μου και να μπήγει την τρίαινά του στην πλώρη του άτυχου "Joker"! Η βροχή, που δεν έλεγε να κοπάσει, ανακατεύτηκε με τον ιδρώτα της αδρεναλίνης που είχε αρχίσει να με μουσκεύει κάτω απ' τη νιτσεράδα. Τα κύματα έμοιαζαν με τις μαγικές φιγούρες κάποιου θρίλλερ... καρτούν που πάσχιζαν θαρρείς να καταπιούν εμένα και το "Κάρμα" μαζί! Το πανί της τέντας του Μάκη οδηγούσε την πλώρη του σκάφους προς άγνωστες κατευθύνσεις, αναγκάζοντας την πρύμνη να ακολουθεί χορεύοντας στον ρυθμό ενός θεότρελλου πεντοζάλη! Τώρα που ξαναφέρνω στο μυαλό μου εκείνες τις στιγμές, θεωρώ τον εαυτό μου πολύ τυχερό που δεν έγινε κάτι χειρότερο από το να βάλω απλώς την ουρά στα σκέλια και να επιστρέψω όπως όπως στην Ηγουμενίτσα...
Έφθασα στην Αθήνα την ίδια μέρα και έπεσα στα μαύρα πανιά. Δεν ήθελα να μιλήσω σε κανένα. Ντρεπόμουν να τηλεφωνήσω στον Μπούμπουκα και να του πω τα καθέκαστα. Τηλεφώνησα όμως στον Πεσσάχ και στον Ευσταθίου και τους είπα ότι η πρώτη μου προσπάθεια απέτυχε. Επέστρεψα μάλιστα τα χρήματα στον Ευσταθίου. Ήταν τότε που κτύπησε το τηλέφωνό μου. "Τι έγινε Παπαδόπουλε, δεν πήγες στη Γένοβα;", ακούστηκε η φωνή του Βίκτορα Λεβή απ' την άλλη άκρη της γραμμής. Τον είχε ενημερώσει ο φίλος του ο Πεσσάχ και τηλεφώνησε για να μάθει λεπτομέρειες. "Άσε με ρε Βίκτορα, μη μου κάνεις πλάκα κι' εσύ", του απάντησα χωρίς να έχω διάθεση για περισσότερη κουβέντα...
Δεν είχε περάσει ούτε μισή ώρα, όταν ο Βίκτορας κτύπησε την πόρτα του γραφείου μου! "Θέλεις να προσπαθήσουμε μαζί;" γύρισε και μου είπε. Δεν χρειάστηκε να το σκεφτώ και πολύ. Στο κάτω κάτω, ούτε άλλη εναλλακτική λύση υπήρχε, ούτε χρόνος. Ο Βίκτορας ήταν γνωστός για το κουράγιο του άλλωστε, παρ' όλα τα σωματικά προβλήματα που αντιμετώπιζε. Πότε ετοιμάστηκε εκείνος, πότε πήγα εγώ στον Ευσταθίου και ξαναπήρα τα χρήματα, πότε κοτσάραμε και πάλι το τρέϊλερ στο αυτοκίνητο, πότε βρεθήκαμε στην Ηγουμενίτσα, ούτε που το κατάλαβα!
Δεύτερο πέρασμα στην Κέρκυρα και διανυκτέρευση στο σπίτι ενός εξαδέλφου του Βίκτορα αυτή τη φορά, στο κέντρο της πόλης. Ο καιρός επέμενε όμως! Είχε στοιχηματίσει θαρρείς ο Αίολος κι' ο Ποσειδώνας πως δεν θα μ' αφήσουν να περάσω με το "Κάρμα" στην Ιταλία! Μαζέψαμε λοιπόν για δεύτερη φορά τα βρεμένα μας και πάλι στην Αθήνα! Ο χρόνος πίεζε πια ασφυκτικά. Είχαν μείνει ελάχιστες μέρες μέχρι να κλείσει η έκθεση στη Γένοβα και πολύ λίγες μέχρι την γενική συνέλευση του Ο.Φ.Σ.Ε. Ένα αρκετά σεβαστό ποσό, από αυτά που είχα πάρει από τους χορηγούς, το είχα ήδη ξοδεύσει στις δύο αποτυχημένες προσπάθειές μου. Και πάνω που σκεφτόμουν να τα παρατήσω και να επιστρέψω και πάλι τα χρήματα, οριστικά αυτή τη φορά, ο Βίκτορας πέταξε τη "φωτοβολίδα". "Θα πάμε ως την Πάτρα, θα μπούμε στο καράβι με το αυτοκίνητο και το τρέϊλερ και θα ρίξουμε το φουσκωτό σε κάποια ακτή της δυτικής Ιταλίας". Ας πάμε κι' ας είναι κι' έτσι, σκέφτηκα. Δεν είναι ντροπή. Στο κάτω κάτω οφείλω σ' αυτούς που με εμπιστεύθηκαν και μου έδωσαν τα χρήματα, να παρουσιάσω το σκάφος στη Γένοβα. Θα περιγράψω μετά στο περιοδικό πώς έγινε το ταξίδι. Δεν μπορέσαμε να τα βάλουμε μαζί Της, θα καταλάβουν...
Φτου κι' απ' την αρχή λοιπόν, σε ρυθμούς απίστευτα γρήγορους όμως αυτή τη φορά, μια και έπρεπε να πάρει συνάλλαγμα και να βγάλει πολύπτυχο και ασφάλεια ο Βίκτορας για το δικό του αυτοκίνητο. Δεν μπορούσαμε να πάρουμε το φορτηγάκι, γιατί η ρυμούλκυση ήταν παράνομη και η ΕΛΠΑ δεν εξέδιδε πολύπτυχο, ούτε ασφάλεια! Το ίδιο βράδυ, αφού πρώτα η θετή μητέρα του Βίκτορα μας έλουσε με αγιασμό και... ξόρκια, για να διώξει το κακό, φορτώσαμε το Audi και το τρέϊλερ στο καράβι, ενώ ο νοτιάς στην Πάτρα λυσσομανούσε ακόμη...
Στο καράβι ο Βίκτορας είχε δεύτερη "φαεινή" ιδέα. "Και τι θα γίνει δηλαδή αν δεν πούμε ότι περάσαμε στην Ιταλία με το καράβι;" Τον κοίταξα έκπληκτος! "Τι λες τώρα ρε Βίκτορα; Δεν γίνονται αυτά! Υπάρχει λόγος να πούμε ψέματα;" του απάντησα. Εκείνος όμως επέμεινε. "Έλα τώρα, ποιος μας είδε και πού ξέρει ποιοι είμαστε και πού πηγαίνουμε;" "Ρε συ θα με τρελλάνεις;", άρχισα να φωνάζω, "ένα μάτι αν μας δει, θα γίνουμε ρόμπα! Έχουμε αφήσει και την τέντα πλεύσης στη θέση της να "φωνάζει". Pireo - Genova -Pireo γράφει, όχι Pireo - Patraso - Bari με το καράβι! Τίποτε δεν μένει κρυφό άλλωστε! Ντροπή είναι να πούμε την αλήθεια; Ας έρθουν αυτοί που θα μας κατηγορήσουν να πάνε μ' αυτόν τον καιρό στην Ιταλία! Άσε που αν μαθευτεί δεν θα με ξεπλένει μετά ούτε το ρέμα της Καλλιρόης! Μην ξεχνάς πως έχω και την δέσμευση να γράψω στο περιοδικό...", είπα του φίλου μου και έκοψα εκεί την κουβέντα. Εκείνος όμως δεν έλεγε να ησυχάσει! Αν μπορούσα να τον μιμηθώ και να σας δείξω πώς κατάφερε στο τέλος να με "πείσει", δεν θα το πιστεύετε! Δεν λέω βεβαίως ότι ευθύνεται εκείνος για ό,τι έγινε. Κάθε άλλο! Η ευθύνη ήταν όλη δική μου, μιας και εγώ θα έγραφα στο περιοδικό, εγώ είχα πάρει την χορηγία, εγώ ήμουν ο καπετάνιος. Και καπετάνιος πρέπει να είναι κανείς όχι μόνο στα καλά, αλλά και στα άσχημα. Αν δηλαδή ο Βίκτορας μου έλεγε να πέσω να πνιγώ, θα έπρεπε να τον ακούσω;
Το επίγειο ταξίδι που ακολούθησε, μέχρι να διασχίσουμε καθέτως την Ιταλική μπότα και να βγούμε στη δυτική ακτή της Ιταλίας, δεν ήταν περίπατος. Κάθε άλλο μάλιστα! Με συνολικές διαστάσεις αυτοκινήτου και τρέϊλερ που υπερέβαινε σε μήκος τα δέκα μέτρα και έφτανε σε πλάτος σχεδόν τα δυόμισυ, τα βρήκαμε σκούρα προσπαθώντας να ακολουθήσουμε τους στενούς επαρχιακούς δρόμους που κατηφόριζαν απ' τα βουνά της νότιας Ιταλίας στα λιμανάκια, τα ψαροχώρια και τις κωμοπόλεις της δυτικής ακτής ψάχνοντας για το καταλληλότερο σημείο να ρίξουμε το σκάφος στη θάλασσα και να ασφαλίσουμε το τρέϊλερ. Κάποια στιγμή μάλιστα σφηνώσαμε σε μια στροφή, με ένα πούλμαν που ερχόταν απ' την αντίθετη πλευρά του δρόμου! Είδαμε και πάθαμε μέχρι να βγούμε από κει ατσαλάκωτοι, μιας και δεξιά μας ήταν το βουνό, αριστερά μας οι λαμαρίνες του πούλμαν σε απόσταση δύο μόλις εκατοστών, και πιο κει ο γκρεμός και η θάλασσα!
Τι παράξενο πάντως. Όταν ταξιδεύει κανείς με το φουσκωτό, τα θυμάται όλα! Κάβους, μαρίνες, αποστάσεις, χρόνους. Έτσι όπως πήγαμε όμως εμείς, δεν θυμάμαι σχεδόν τίποτε! Ούτε πού ακριβώς ρίξαμε τη βάρκα στη θάλασσα! Νομίζω ότι ήταν στο Viareggio. Σημασία έχει ότι κάποια στιγμή φτάσαμε εν πλω στη Γένοβα, αφού περάσαμε πρώτα απ' τα γραφικά παραλιακά θέρετρα της Ιταλικής Ριβιέρας Portovenere, Portofino και Santa Margherita για να αποθανατίσουμε το τοπίο. Πώς θα διακοσμούσαμε το... ψέμα μας χωρίς φωτογραφίες;
Στις δύο το απόγευμα της Τετάρτης 17 Οκτωβρίου φτάσαμε στη Γένοβα και αγκυροβολήσαμε στη μικρή μαρίνα της έκθεσης, εκεί όπου συνήθως ελλιμενίζονται τα μεγάλα φουσκωτά σκάφη των εκθετών. Ένοιωθα πολύ περίεργα. Ντρεπόμουν! Ήταν η πρώτη φορά που φόρτωνα ένα φουσκωτό σε καράβι, γιατί δεν μπόρεσα να φθάσω στον προορισμό μου πάνω σ' αυτό και, το κυριώτερο, η πρώτη φορά που θα έλεγα ψέματα! Και να σκεφτεί κανείς ότι απεχθάνομαι το ψέμα όσο τίποτε άλλο, έχοντας πληρώσει πολύ ακριβό τίμημα για να λέω πάντοτε τα πράγματα με το όνομά τους. Άσε που επρόκειτο για μια εντελώς ανούσια και χαζή πράξη, η οποία ούτε πιο πολλά χρήματα μου έδωσε ούτε πιο διάσημο με έκανε! Ο Βίκτορας φαινόταν πιο ψύχραιμος. "Άντε πάλι, φίρμα σ' έκανα!" μου είπε κάποια στιγμή γελώντας με την καρδιά του. "Έχουμε να φάμε τόσο ξύλο, όταν μας πάρουν χαμπάρι, που δεν θα ξέρουμε πού να το βάλουμε" του απάντησα, κουνώντας το κεφάλι μου. Η αμηχανία μου κτύπησε πάντως κόκκινο, όταν ο κ. Aiello της "Joker", συνοδευόμενος από φωτογράφους και αρθρογράφους ιταλικών περιοδικών, μας υποδέχθηκαν λίγο αργότερα λες και έβλεπαν "ήρωες"! Πού να ήξεραν οι άνθρωποι...
Την Παρασκευή 19 Οκτωβρίου λύσαμε κάβους, αποχαιρετήσαμε την Γένοβα και επιστρέψαμε στην Αθήνα, με τον ίδιο τρόπο που πήγαμε βεβαίως, για να προλάβω την γενική συνέλευση του Ο.Φ.Σ.Ε., που ήταν προγραμματισμένη για τις 25 Οκτωβρίου. Λίγες ημέρες αργότερα έγραψα το καλύτερο ίσως... μυθιστόρημα της ζωής μου στο περιοδικό "Θάλασσα και Γιώτιγκ", νοιώθοντας πως έπρεπε να ξεπληρώσω την "ηθική υποχρέωση" που είχα απέναντι στους χορηγούς μου, αλλά και να δικαιώσω την ικανότητα που έχουν οι ψεύτες να καλύπτουν με πειστικό τρόπο τα ψέματά τους! Στη συνέχεια κλείστηκα στον εαυτό μου. Όλα μου έφταιγαν. Μέχρι που στις 10 του Γενάρη του 1990, συνηγορούντων και κάποιων άλλων δυσάρεστων περιστατικών (τα οποία ήδη περιέγραψα στα άρθρα μου με τίτλο "τα χαμένα αρχεία του Ο.Φ.Σ.Ε."), υπέβαλα την παραίτησή μου απ' το δ.σ. του Ο.Φ.Σ.Ε. για προσωπικούς λόγους. Μπορεί να είχα χάσει προσωρινώς την αξιοπρέπειά μου (τότε το γνώριζα μόνο εγώ), μου είχαν μείνει όμως σαν παρακαταθήκη λίγα ψίχουλα ευθιξίας...
Η αποκάλυψη.
Πέρασαν μερικοί μήνες χωρίς να υπάρξει ενόχληση, αν κι' εμένα κάτι με "έτρωγε". Τον Νοέμβριο του 1990 έγραψα ένα άρθρο στο "Θάλασσα και Γιώτιγκ" με τίτλο "Υποβρύχιο ψάρεμα - Οι αγώνες και η επώδυνη αλήθεια". Ήταν η αρχή του τέλους! Κάποιοι ενοχλήθηκαν από τις σοβαρές καταγγελίες μου, για όσα περίεργα συνέβαιναν τότε στους αγώνες ψαροντούφεκου (υποθέτω ότι συνεχίζουν να συμβαίνουν και σήμερα) και θέλησαν να με φιμώσουν κάνοντας υπονοούμενα για "αναξιόπιστους" δημοσιογράφους οι οποίοι δεν έχουν το δικαίωμα να κρίνουν τους άλλους! Πρωταγωνιστής της επίθεσης ο Λυκούργος Παπαγιαννόπουλος, που μου το φύλαγε μάλλον "μανιάτικο" επειδή σε μια απ' τις εκδηλώσεις του Ο.Φ.Σ.Ε. με χορηγό την "ΕΒΓΑ", δεν του είχα επιτρέψει να μοιράσει στους συμμετέχοντες δικά του παγωτά! Την ίδια ώρα έκαναν την εμφάνισή τους και οι πρώτες πληροφορίες, που είχαν συγκεντρώσει οι Μπάμπης Κωνσταντάτος και Τάσος Καραγεώργης, σχετικώς με τον τρόπο που ταξιδεύσαμε στη Γένοβα. Είχα δύο επιλογές. Ή να κάνω το "παγώνι" και να συνεχίσω να επιμένω πως πήγαμε εν πλω στη Γένοβα με το φουσκωτό (έτσι κάνουν κατά κανόνα οι "original" ψεύτες) ή να γράψω την αλήθεια. Προτίμησα το δεύτερο, αφού πρώτα έκλαψα με την καρδιά μου μπροστά στον Πεσσάχ, ο οποίος προσπαθούσε ματαίως να με καθησυχάσει...
Κάποιοι φίλοι μου θεώρησαν πως το άρθρο - καταγγελία μου για το αγωνιστικό ψαροντούφεκο ήταν η "σπίθα" που έβαλε φωτιά στο "λάδι" που παρασκηνιακώς έχυναν παντού κάποιοι "παλιόφιλοι". Όσο κι' αν κατηγορώ τον εαυτό μου όμως για κείνο το ταξίδι (που είπα πως έκανα, ενώ δεν έκανα με τον τρόπο που είπα πως το έκανα) δεν κατάφερα ποτέ να βρω το κοινό σημείο που έχουν τα... κουκιά και οι... πατάτες. Δεν μπόρεσα ποτέ να καταλάβω, ας πούμε, γιατί ο Λυκούργος Παπαγιαννόπουλος αναφέρθηκε στο άρθρο μου για το αγωνιστικό ψαροντούφεκο αφού σκοπός του ήταν να μιλήσει για το ταξίδι της Γένοβας! Δεν ήθελα να υποτιμήσω την άποψή του περί της αναξιοπιστίας μου. Ήταν σαφές άλλωστε, μετά μάλιστα την αυτοκαταγγελία μου, ότι αναξιοπιστία υπάρχει εκεί όπου υπάρχουν και τα διαπιστευτήριά της! Αυτό εγώ το κατάλαβα πλήρως, το έζησα! Ήμουν όμως μόνος άραγε στη λίστα των αναξιόπιστων;
Δεν είχα τέλος την παραμικρή αμφιβολία ότι η δημοσίευση εκείνης της εξομολόγησης θα στόλιζε πολλών τα πρόσωπα με ένα "αδιόρατο" χαμόγελο χαιρεκακίας. Άλλοι ίσως θα πανηγύριζαν πάνω απ' την πεσμένη "δρυ". Άλλοι πάλι θα λυπόντουσαν επειδή τους στερούσα την ηδονή του τελευταίου κτυπήματος! Πολλοί σίγουρα θα ξαφνιάζονταν, ενώ ήλπιζα ότι και κάποιοι θα κατανοούσαν το δράμα που παιζόταν μέσα μου. Ήταν χαρακτηριστικό το σχόλιο που έκανε ο καλός μου φίλος Γιώργος Λαζάρου όταν διάβασε την αυτοκαταγγελία μου στο περιοδικό. "Ρε συ Ιωσήφ, σ' εκτιμούσα προτού πας στη Γένοβα, τώρα όμως σ' εκτιμώ περισσότερο. Θέλει κότσια για να πατήσει κανείς τον εαυτό του δημοσίως όπως τον πάτησες εσύ".
Οι λόγοι που με ανάγκασαν να φορτώσω το "Κάρμα" στο καράβι στάθηκαν λίγοι πάντως για να χορτάσουν τις Ερινύες και τους διώκτες μου, οι οποίοι ξεχνώντας ό,τι προσέφερα στον χώρο του φουσκωτού και της θάλασσας, ξεχνώντας τα μεγάλα ταξίδια μου, δεν χάνουν ευκαιρία, ακόμη και σήμερα, να μου υπενθυμίζουν εκείνη τη μαύρη σελίδα μου. Με κανένα τρόπο δεν μπόρεσε όμως να με πονέσει ο ρεβανσισμός κάποιων, περισσότερο από όσο με πόνεσε ο ίδιος μου ο "καθρέφτης". Δεν υπάρχει άλλωστε αυστηρότερος κριτής και δριμύτερος κριτής για τα λάθη μας από τον ίδιο μας τον εαυτό. Και αυτός, μάρτυς μου η Θάλασσα, με πόνεσε πολύ...
Ο,τι από αυτά πάντως και αν συνέβη, το βέβαιο είναι ότι ο "καθρέφτης" μου χαμογελά από τότε με ανακούφιση. Το φουσκωτό της Γένοβας το έλεγαν "Κάρμα"...