Rib and Sea

Το σωσίβιο, το quick stop και η ζώνη σώζουν ζωές

Η Καλλίπυγος στους πέντε ωκεανούς. Δυτική Σουμάτρα – Ινδικός ωκεανός (το τέλος του ταξιδιού).

Συνέχεια από το προηγούμενο : http://www.ribandsea.com/travels/2279-apo-to-bali-sti-sigkapoyri

Μια βδομάδα κιόλας στο ισλαμικό προπύργιο του Πουλάου Βε και διασκεδάζουμε με τις ινδονησιακές αντιθέσεις, αφού μετράμε λιγότερους φερετζέδες από τη γειτονική — φιλελεύθερη — Μαλαισία, ενώ νταραβεριζόμαστε καθημερινά με τις διεφθαρμένες τοπικές αρχές σε γραφεία διακοσμημένα με επιγραφές όπως «Όχι στην εμπορευματοποίηση του δημοσίου»! Δεν υπάρχει λόγος να θυμώσουμε με τους κακοπληρωμένους υπαλλήλους, ακολουθούν το παράδειγμα του δερβέναγα Σουχάρτο, εισπράττοντας τις μίζες και τις προμήθειες που φτάνουν στα χέρια τους.
Τελικά, έφτασε το πασαβάντι από την Τζακάρτα με τις πολυπόθητες σφραγίδες και χωρίς παρατράγουδα δρομολογήσαμε τον απόπλου.
24/3: Με ούριο λεβάντε αφήσαμε το λιμάνι του Σαμπάγκ, περιπλέοντας τα κρημνώδη νησιά που οριοθετούν τα βορειοδυτικά άκρα της Σουμάτρας και των Στενών της Μελάκα. Πανίσχυρα τα θαλάσσια ρεύματα στα πρόθυρα του Ινδικού ωκεανού. Καβαντζάροντας τις δίνες των τελευταίων ριζόβραχων, κολλήσαμε στην ακτή, αρχίζοντας την κάθοδο προς τον Ισημερινό.

Η μπουκαδούρα ξεψύχησε με τη δύση του ήλιου και συνεχίζουμε μηχανοκίνητοι, προσέχοντας τις ασθενείς γκαζόλαμπες των μεμονωμένων αλιευτικών. Γύρω στα μεσάνυχτα ο μπάτης μάς φέρνει μια σειρά καταιγίδων, ανατριχιαστικές εκκενώσεις ενέργειας και στήλες πυρός να εμβολίζουν παταγωδώς τη θάλασσα, λαμπαδιάζοντας τον μαύρο ορίζοντα. Λόγω της ιδιομορφίας της Σουμάτρας (υψηλά βουνά, χαμηλές πιέσεις και μόνιμες άπνοιες του διατροπικού μετώπου), γνωρίζαμε με βεβαιότητα ότι θα είχαμε εκνευριστικές συνθήκες σε όλη την περιοχή. Άλλωστε, οι μετεωρολογικές αντιξοότητες ήταν υπαίτιες για την απομόνωση των δυτικών ακτών του μεγάλου νησιού. Οι ατελείωτες νηνεμίες παρεμπόδισαν επί αιώνες τη ναυτιλία, ενώ οι ζούγκλες της υψηκόρυφης κεντρικής οροσειράς καθιστούσαν αδύνατες τις χερσαίες επικοινωνίες. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την επιβίωση μικρών αυτόνομων και περιθωριακών πολιτισμών, ενώ η υπόλοιπη Νοτιοανατολική Ασία δεχόταν αλλεπάλληλα αποδημητικά κύματα και επιρροές από την Κίνα και την Ευρώπη.
Νωρίς το πρωί, την ώρα που ανοίγονταν με τις τελευταίες πνοές του μπάτη τα μικρά ιστιοκίνητα αλιευτικά, καταπλεύσαμε στο Τσαλάγκ, το νοτιότερο λιμάνι της ισλαμικής επαρχίας του Ατσέ. Όπως μαρτυρούσε ο γκρεμισμένος μόλος, η κοιμισμένη πολίχνη με το μικροσκοπικό της όρμο είχαν χάσει οποιαδήποτε ναυτιλιακή σημασία, αλλά καταφέραμε να προμηθευτούμε τα απαραίτητα καύσιμα και φρούτα για το επόμενο δεκαπενθήμερο, που προβλέπαμε να περάσουμε στη μοναξιά των απόμερων νήσων. Νοτιότερα, βάλτοι και ύφαλοι αντικαθιστούσαν την αμμουδερή παράκτια πεδιάδα, ενώ στην ενδοχώρα οι σειρές των απόκρημνων ηφαιστείων συμπλήρωναν τα φυσικά σύνορα μεταξύ των μουσουλμάνων του Ατσέ και στους – τέως ελπίζουμε! - κυνηγούς κεφαλών Μπατάκ.
Ανίκανοι να ζυγώσουμε τις αφιλόξενες ακτές, βάλαμε πλώρη προς την αποτραβηγμένη νήσο Σιμπίγκο. Μετά ένα εικοσιτετράωρο, φανερώθηκε την αυγή το χαμηλό δεντρόφυτο νησί, αχνίζοντας τη βαριά υγρασία των νυχτερινών καταιγίδων. Κοντά στο βόρειο άκρο, προστατευμένος από σειρές κοραλλιογενών υφάλων, ανοιγόταν ένας μεγάλος φιλόξενος κόλπος. Προσπερνώντας το χωριουδάκι της μπούκας, φουντάραμε μακριά από τις βαλτώδεις όχθες. Πέραν του βουρκότοπου, απλώνονταν δάση κοκκοφοινίκων και μοσχόκαρφων, ενώ στα γκρίζα, ήσυχα νερά ψάρευαν ένα δύο μικρά μονόξυλα. Η εντύπωση της ερημιάς δεν διήρκεσε πολύ, αφού έπειτα από λίγη ώρα εμφανίστηκε ένας λαχανιασμένος σκυλοπνίχτης, γεμάτος φιλοπερίεργους ντόπιους. Σε χρόνο μηδέν στριμώχτηκαν στο κατάστρωμα της «Καλλίπυγου», παρέα με τους πρόκριτους του χωριού και την ακολουθία τους. Μας έβλεπαν σαν εξωγήινους, καθώς για πρώτη φορά, όπως μας εξήγησαν, τα τελευταία πενήντα χρόνια δέχονταν ευρωπαϊκή επίσκεψη και μ’ ένα πλοιάριο τόσο διαφορετικό από τα συνηθισμένα. Μοιάζαμε σαν τα όντα που γνώριζαν μόνο από τις τηλεοπτικές σαπουνόπερες και τα περιοδικά, αλλά δυσκολεύονταν να καταλάβουν γιατί έλειπαν σι υπηρέτες και τα υπόλοιπα επιδεικτικά σύμβολα του δυτικού πλούτου. Πολιτιστικό σοκ τόσο για τους ντόπιους όσο και για μας. Βρήκαμε μια ανθρώπινη παροικία, στα τέλη του 20ού αιώνα, χωρίς ρεύμα, δρόμους, τρεχούμενο πόσιμο νερό, ιατρική περίθαλψη. Η καλλιέργεια του μοσχόκαρφου, ο μοναδικός πόρος της κοινότητας, βρίσκεται στα χέρια του σατράπη Σουχάρτο, ο οποίος πληρώνει εξευτελιστικές τιμές στους παραγωγούς. Κατέφθασαν φυσικά και οι βαριεστημένοι χωροφύλακες για να ελέγξουν τα πολυσφραγισμένα μας πασαβάντια. Καίτοι άϋπνοι από το νυχτερινό ταξίδι, καταφέραμε να ικανοποιήσουμε τους μουσαφιρέους, υποσχόμενοι να ανταποδώσουμε το άλλο πρωί τη βίζιτα.
Με την αποχώρηση του κόσμου, προετοιμαστήκαμε για το βράδυ με δίχτυα, σπιράλ και απωθητικά κατά των ανωφελών κουνουπιών, φορέων της ελονοσίας. Με ψιλή βροχή αποβιβαστήκαμε την επομένη στον πρωτόγονο μόλο. Μας περίμενε η παρέα της προηγούμενης μέρας και ανηφορίζοντας το κεντρικό μονοπάτι, μας καθοδήγησε στο μοναδικό καπηλειό του χωριού, μια απλή ξύλινη παράγκα με τσίγκινη οροφή που αποτελούσε την καρδιά της μικρής κοινότητας μαζί με τα τέσσερα κουτσομάγαζα, το μικρό τζαμί και το σταθμό της χωροφυλακής. Μετά τον πατροπαράδοτα πικάντικο καφέ, σεριανίσαμε την περιοχή υπό την εποπτεία των αστυνομικών. Στα πρόθυρα της ζούγκλας και των βάλτων απλωνόταν το χωριό με τα μεμονωμένα ξύλινα κτίρια. Το μέρος μάς άφηνε ένα συναίσθημα θλίψης κι εγκατάλειψης, αν κι ο κοσμάκης επιζούσε αυτόνομα, μακριά από τις σκοτούρες της σύγχρονης Ινδονησίας. Δυο μέρες αργότερα μεθορμίσαμε 20 ν.μ. νοτιότερα, στη μέση του νησιού. Οι πάμπολλες ξέρες και τ’ απαγορευτικά βάθη μας ανάγκασαν να αγκυροβολήσουμε σ’ ένα υποβρύχιο κοραλλένιο πλάτωμα, σε σεβαστή απόσταση από τις ελώδης ακτές. Μαγκούφηδες στο μεγάλο όρμο, περάσαμε ένα διήμερο ψαρεύοντάς καλαμάρια, γράφοντας ή συντηρώντας το σκάφος, χωρίς να πατήσουμε πόδι στην αδιάβατη στεριά. Μέσα σ’ αυτή την απομονωμένη απεραντοσύνη, μονάχα το πέρασμα στον ορίζοντα μια κωπήλατης πιρόγας μας υπενθύμιζε την ανθρώπινη ύπαρξη.
Όπως στα υπόλοιπα νησιά της περιοχής, οι κάτοικοι της Σιμουλού δεν ήταν θαλασσινοί, αλλά στεριανοί λαοί κυνηγών και συγκομιδής καρπών που τους έδιωξαν πριν από τρεις χιλιετίες από τις εύφορες κοιλάδες της Σουμάτρας. Στην πλειονότητα ανιμιστές, επιβιώνουν σε πρωτόγονες κοινότητες της απρόσβατης ενδοχώρας, μακριά από το τρομακτικό πέλαγος, χρησιμοποιώντας μονόξυλα για να κινηθούν στους μικρούς ποταμούς, τις μόνες φυσικές οδούς της απάτητης ζούγκλας. Στα τέλη του 19ου αιώνα, χάρη στην ατμοκίνηση, πρωτοεμφανίστηκαν Ολλανδοί στρατιωτικοί κι έποικοι, ιδρύοντας εμπορικά κέντρα σε στρατηγικούς όρμους. Το σύγχρονο ινδονησιακό κράτος αντικατέστησε τους Ολλανδούς, εγκαθιστώντας κι αυτό τον έλεγχό του στα παράκτια ριζοχώρια. Με κάποιους ενδοιασμούς, ετοιμαστήκαμε ν’ αντιμετωπίσουμε πάλι τους Γιαβανέζους καρεκλοκένταυρους της πρωτεύουσας, μεθορμίζοντας στο νότιο άκρο του νησιού όπου θα βρίσκαμε τα απαραίτητα καύσιμα για το επόμενο σκέλος του ταξιδιού, έως τη Σιμπόλγκα, 300 ν.μ. νοτιότερα.
Μοναδικό πλεονέκτημα του υγρού κλίματος είναι η συχνή βροχή, χάρη στην οποία  συμπληρώναμε καθημερινά τις δεξαμενές νερού.
Ψιχαλίζει όταν καταπλέουμε και παρ’ όλο που φουντάραμε παράμερα του επίσημου λιμένα, δεν άργησαν να καταφθάσουν οι στρατιωτικές αρχές επιτάσσοντας μια λέμβο. Υπό το φοβισμένο βλέμμα του βαρκάρη, περάσαμε από Ιερά Εξέταση στα χέρια της στρατονομίας, όχι γιατί αμφισβητούσαν τη γνησιότητα των εγγράφων μας, αλλά μάλλον ως επίδειξη ισχύος. Προφανώς επειδή δεν είχαν συνεννοηθεί, έκαναν την εμφάνισή τους ύστερα από λίγο και οι υπόλοιπες Αρχές, επιβαίνοντας το επίσημο τραμπάκουλο της ακτοφυλακής, γεμάτοι περιέργεια και φιγουρατζίδικο ζήλο. Τεράστιος χαβαλές για το τίποτα, η εφιαλτική κρατική χαρτομηχανή πήρε μπρος για να αποδείξει την ύπαρξή της σ’ ένα ακριτικό ασύχναστο λιμάνι.
Ξεμπερδέψαμε αργά, αναβάλλοντας αναγκαστικά τα ψώνια για την επομένη. Σεριανίσαμε στα λασπερά σοκάκια, χαζεύοντας τα κινέζικα μαγαζάκια νεοτερισμών και τα φαγάδικα με τους θαμώνες καθηλωμένους μπρος στα γυάλινα κουτιά, μαγεμένους από τις άθλιες σαπουνόπερες, τα αθλητικά και τις προπαγανδιστικές εκπομπές.
Νωρίς το πρωί επισκεφτήκαμε το μπεζεστένι κι ετοιμαστήκαμε για τον απόπλου. Αξιοποιώντας τις ρέφλες, πότε με τα πανιά, πότε μηχανοκίνητα, φτάσαμε τα ξημερώματα, τέσσερις μέρες αργότερα, στον ευρύχωρο κόλπο της Σιμπόλγκα, έχοντας ενδιάμεσα προσορμίσει για διανυκτέρευση σ’ ένα μικρό δαιδαλώδες αρχιπέλαγος.
Έπειτα από τις συνηθισμένες νυχτερινές καταιγίδες, ρόδισαν με την αυγή οι τέλειοι μαύροι κώνοι της κεντρικής ηφαιστειοσειράς. Όρτσα με τον μπάτη καταπλεύσαμε στην τριτοκοσμική μητρόπολη, χωρίς όμως να καταφέρουμε να βρούμε κάποιο καθαρό και προστατευμένο αγκυροβόλιο με ασφαλές σημείο για αποβίβαση.
Σειρές μαχαλάδων βρίσκονταν στην παραλία. Τις διέκοπταν ανοιχτοί οχετοί που ξέρναγαν τα μεφιτικά τους αποβράσματα από το πυκνοκατοικημένο αλίπεδο. Μεταφερθήκαμε πιο βόρεια, όπου μια κρημνώδης και καταπράσινη ακτή αντικαθιστούσε το αποκρουστικό τοπίο, φουντάροντας τελικά μπροστά σε μια αγειτόνευτη ιεραποστολή. Υπολογίζεται ότι οι κάτοικοι της περιοχής, οι ορεσίβιοι Μπατάκ, μετανάστευσαν από τα βουνά της Ταϊλάνδης πριν από δύο χιλιάδες χρόνια, παραμένοντας απομονωμένοι στις εύφορες κοιλάδες της Κεντρικής Σουμάτρας έως το τέλος του 19ου αιώνα. Πολιορκημένοι από μουσουλμανικά κρατίδια, κατάφεραν να διατηρήσουν τον πολιτισμό τους — ένα μείγμα αρχαϊκής ινδουιστικής πίστης και κανιβαλισμού — έως την άφιξη των πρώτων Ευρωπαίων διαμαρτυρόμενων ιεραποστόλων, που με τη βοήθεια του ολλανδικού στρατού τιθάσευσαν τους «άγριους» Μπατάκ, ιδρύοντας συνάμα τη μεγαλύτερη ευαγγελική εξαρχία της Ανατολής.
Παράδοξα, ρεμετζάραμε μπροστά από την Καθολική Ξυλουργική Σχολή Άγιος Ιωσήφ. Αργότερα ο ηλικιωμένος Γερμανός αβάς (ή αρχιμαραγκός) μάς εξήγησε ότι μόνο στη μετα-αποικιακή περίοδο έγινε ανεκτός ο καθολικισμός στην Ινδονησία, χάρη στην πολιτική του Βατικανού να χειροτονεί συστηματικά ντόπια εκκλησιαστική ιεραρχία, πράγμα αδύνατον όσο κυριαρχούσαν οι ρατσιστές Ολλανδοί καλβινιστές.
Με το σκάφος ασφαλισμένο, η Άννα Μαρία αποφάσισε να κάνει μια τριήμερη εκδρομή στο υψίπεδο της λίμνης Τόμπα, ενώ εγώ θα παρέμενα να εξερευνήσω την πόλη και την παραλία. Η Σιμπόλγκα όμως δεν παρουσίαζε κανένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
Κυριακή μεσημέρι εμφανίστηκε μια ταχύπλοη λάντζα με Κινέζους επιβάτες, κι αφού πήραν ευγενικά την άδειά μου, πλεύρισαν για να μ’ επισκεφτούν. Επιχειρηματίες της περιοχής που έκαναν τη βόλτα τους στον όμορφο κόλπο. Μετά τις συνήθεις συστάσεις, πολύ σοβαρά με ρώτησαν αν πουλούσα την «Καλλίπυγο»! Μεταξύ αστείου και σοβαρού τούς απάντησα ότι δεν μπορούσα να τους παραχωρήσω το σπίτι μου, κάτι που έκανε δύσπιστους τους συμπαθείς Ασιάτες, καθώς τους εξέπληξε η αντιφατικότητα της κατάστασης: μόνο οι χαμηλότερες κοινωνικές τάξεις ζουν σε πλωτές κατοικίες, ενώ μια «θαλαμηγός» δεν μπορεί παρά να αποτελεί ένα παιχνίδι για ράθυμους γιάπηδες! (Λέτε να ’χουν καταλάβει οι Κινέζοι και το δικό μας Υπουργείο Οικονομικών;) Πάντως, φαίνεται να τους στεναχώρησε η έλλειψη ψυγείου, κλιματισμού και χώρων ενδιαίτησης για το απαραίτητο προσωπικό.
Την επομένη εμφανίστηκε η Άννα Μαρία, γριπιασμένη προφανώς από τη διαφορά κλίματος, ανάμεσα στην παράκτια σάουνα και στην ψυχρή (έως παγερή) ατμόσφαιρα του υψιπέδου. Λόγω της ενδεχόμενης ελονοσίας έκανε μια, ευτυχώς αρνητική, ανάλυση αίματος στο τοπικό νοσοκομείο. Η ανάρρωση της διήρκεσε ένα τριήμερο και μου περιέγραψε τις εντυπώσεις της γι’ αυτή τη φημισμένη και τουριστική περιοχή της ενδοχώρας. Η πανέμορφη αρχιτεκτονική των παραδοσιακών κτιρίων και ένας διαγωνισμός χαρταετών, το αρχαίο αντρικό χόμπι των αγροτών της Μαλαισίας και της Σουμάτρας, της είχαν κάνει τη μεγαλύτερη εντύπωση.
17/4: Εγκαταλείπουμε τη βαθύκολπη Σιμπόλγκα με τη μηχανή. Δυτικά μας εμφανίζεται η αλίμενη νήσος Νίας, φημισμένη στους εθνολόγους του μεσοπολέμου για το μοναδικό παγανιστικό της πολιτισμό, τις πολεμοχαρείς φυλές και το μεγαλιθικό τοτεμισμό. Από τους αρχαιότατους χρόνους οι κάτοικοι της Νίας είχαν εποικήσει το νοτιότερο μικρό Αρχιπέλαγος Μπατού (Πέτρινο), όπου ελπίζαμε να βρούμε αγκυροβόλιο και να αναζητήσουμε τα ίχνη του αρχαϊκού πολιτισμού.
Ζαλισμένοι από τον ολονύκτιο βόμβο της μηχανής, ευλογήσαμε τον μπάτη που επιτέλους μας επέτρεψε ν’ απλώσουμε τα πανιά για να χαρούμε τον παράπλου στο Πουλάο Τέλο, την πρωτεύουσα του συμπλέγματος. Οι ντόπιοι ψαράδες καταλαμβάνουν το μοναδικό μουράγιο και δυστυχώς τα υπόλοιπα απάγκια παρουσιάζουν είτε ξέρες είτε υπερβολικά βάθη. Το όμορφο περιβάλλον του δαιδάλου κατάφυτων βραχονησίδων αρχίζει να γίνεται πονοκέφαλος. Πρέπει να βρούμε αγκυροβόλιο για τη νύχτα. Τελικά, βρίσκουμε να φουντάρουμε καταμεσής ενός διαύλου, ενάμισι μίλι από το χωριό.
Διάφορα μονόξυλα περνούν δίπλα μας το πρωί, προερχόμενα από το χωριό, κι αποφασίζουμε να τ’ ακολουθήσουμε. Δεν υπάρχουν βυθομετρήσεις στο χάρτη, αλλά κατορθώνουμε να περάσουμε χωρίς προβλήματα. Ανοίγεται μπροστά μας μια μεγάλη ειδυλλιακή ράδα, όπως θα τις φανταζόμασταν σε καρτ ποστάλ, με λευκή άμμο, κοκκοφοίνικες και, το σημαντικότερο, ομαλό αμμώδη βυθό. Σε λίγο, από τις παχιές φυλλωσιές εμφανίζονται μικρά κωπήλατα σκάφη και βρισκόμαστε στο επίκεντρο της περιέργειας των μικρεμπόρων και των απελπισμένων που κάπου άκουσαν ότι οι Ευρωπαίοι κατέχουν γιατρικά και ίσως τη φιλοσοφική λίθο!
Ως το βράδυ κουβεντιάζουμε, τα σπασμένα ινδονησιακά μας είναι περίπου του ίδιου επιπέδου με αυτά των ντόπιων. Έχοντας πάρει προφορική έγκριση να επισκεφτούμε το παρακείμενο χωριουδάκι, αποβιβαστήκαμε νωρίς την επομένη. Περνώντας το φοινικοδάσος, φτάσαμε στην πύλη της πολίχνης, οχυρωμένη πίσω από μια συστοιχία τετράγωνων ογκόλιθων. Μια δεύτερη εσωτερική πύλη οδηγεί στη μεγάλη πλατεία, την οποία περικυκλώνουν παρατεταγμένες ευρύχωρες πελάδες. Οι χωριανοί μαζεύτηκαν αμέσως γύρω μας, ρωτώντας εάν ήρθαμε να δούμε τις «μεγάλες πέτρες». Αφού συζητήσαμε για λίγη ώρα με το δήμαρχο, ένα τσούρμο πιτσιρίκια μάς καλοστράτησε στη δεύτερη πλατεία, όπου στέκονται δίπλα δίπλα μια σειρά πέτρινων βωμών και σκαλισμένων ανθρωπόμορφων στηλών, τα περιβόητα τοτέμ! Δύσκολο όμως να μάθει κανείς τη σχέση των νεοχριστιανών με την αρχαϊκή τους πίστη. Πάντως, δεν περιφρονούσαν τα είδωλα, σε αντίθεση με την τσίγκινη εκκλησία που είχε στηθεί πρόχειρα παράμερα στο δάσος!
Στις απόδιαβες μέρες συνεχίσαμε το διάπλου του μικρού υφαλόσπαρτου αρχιπελάγους και με ανακούφιση ξαναβρήκαμε το ανοιχτό πέλαγος, τραβώντας για το Παντάγκ, τη μεγαλύτερη πόλη των δυτικών ακτών της Σουμάτρας και πάλαι ποτέ πρωτεύουσα των ιδιότροπων μητριαρχικών ισλαμιστών Μιναγκαμπάου.
Αντίθετα με τα συνήθως πεντακάθαρα γραφικά χωριά, οι ινδονησιακές πόλεις χαρακτηρίζονται από τη βρόμα, τη δυσοσμία, την ομοιογενή κακόγουστη αρχιτεκτονική και φυσικά τα στρέμματα μαχαλάδων. Κάποια κρατικά μέλαθρα επιδεικνύουν την κλασική κερατόμορφη σκεπή, αλλά αυτό είναι όλο! Οι κυράδες κυκλοφορούν με την ισλαμική μαντίλα και μόνο τα μαγειρεία ξεχωρίζουν, παρουσιάζοντας μεγάλη ποικιλία πολύ πικάντικων μεζέδων και δικαιώνοντας τη φήμη του Παντάγκ ως της καυτερότερης κουζίνας της Νοτιοανατολικής Ασίας.
Ύστερα από μια εβδομάδα αρόδο στο βρόμικο κι άβολο εμπορικό λιμάνι, μεθορμίσαμε σ’ ένα γειτονικό κόλπο, έδρα της σύγχρονης ιχθυόσκαλας κι ενός ήσυχου μικρού οικισμού. Με βάση το ήρεμο Μπουγκούς αλωνίσαμε την περιοχή, χαιρόμενοι τις τελευταίες μέρες της παραμονής μας.
Είχε δέκα μέρες να βρέξει και η ανομβρία μαζί με τη σταδιακή άνοδο του βαρόμετρου ήταν χαρακτηριστικοί προάγγελοι των Ν.Α. αληγών. Καιρός λοιπόν ν’ αλλάξουμε ήπειρο.
Ναυλώνοντας το φορτηγάκι του αλιευτικού συνεταιρισμού, παλινδρομήσαμε μερικές φορές μεταξύ πόλης και όρμου, κουβαλώντας δεκαπέντε δοχεία των είκοσι λίτρων πόσιμου νερού και την τροφοδοσία για ενάμιση μήνα στο πέλαγος. Επίσης, δεν αμελήσαμε οτιδήποτε θεωρούσαμε δυσεύρετο ή ακριβό στον προορισμό μας, την τριτοκοσμική Ανατολική Αφρική, όπου υπολογίζαμε να περάσουμε το επόμενο πεντάμηνο. Με βυθισμένη την ίσαλο και φορτωμένοι με έναν τόνο εφόδια, αφήσαμε το Μπουγκούς και τις φιλόξενες ακτές της Σουμάτρας.
11/5: Τόσο κοντά στον Ισημερινό και στ’ απάγκιο της ογκώδους οροσειράς οι νοτιάδες παραμένουν ασθενείς. Έτσι μας συμφέρει να κερδίσουμε γρήγορα πλάτος, έως ότου πιάσουμε τους κακόφημους φρέσκους αληγείς του νοτίου Ινδικού. Βολικά τοποθετημένο στην πορεία μας στεκόταν το Αρχιπέλαγος των Παγκάι, που με τα πολύ ασφαλή αγκυροβόλια ενδεικνυόταν για αναμονή σε περίπτωση άπνοιας.
Πότε με τα πανιά, πότε με τη μηχανή πλησιάσαμε το νοτιότερο νησί με το μεγάλο όρμο και τις πάμπολλες αμμουδερές νησίδες. Ζυγώνοντας τη ράδα, παρατηρήσαμε το σταδιακό φρεσκάρισμα του σορόκου και την εμφάνιση των κλασικών μικρών σωρειτών στον ορίζοντα. Η πελώρια ωκεανική ρεστία έσκαγε μεγαλειωδώς στα ριζοβράχια, ορθώνοντας νέφη σταγονιδίων, υγρές εναέριες μάζες χρωματισμένες από αναρίθμητα ουράνια τόξα. Παραβλέποντας το ειδυλλιακό περιβάλλον των κρυσταλλένιων υδάτων και του παρδαλού κοραλλένιου πυθμένα, σαν μαγεμένοι από το κάλεσμα του μαέστρου Αιόλου, αφεθήκαμε στον ολοένα δυνατότερο αγέρα και οργώσαμε τον περουζένιο κόλπο, βάζοντας πλώρη για το πέλαγος.
Με τέλειες συνθήκες η «Καλλίπυγος» όρμησε προς το ανοιχτό πέλαγος. Τι ερεθιστικό να γνωρίζεις ότι στην πλώρη σου βρίσκονται μόνο οι μακρινές στεριές της Ανταρκτικής.
Φυσικά, τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν ακριβώς όπως τα οραματιζόμασταν, οι συσπάσεις της Διατροπικής Ζώνης Σύγκλισης που κυβερνούν τα όρια των αληγών μάς φιλοδώρησαν τις επόμενες μέρες με άστατο καιρό και σειρές καταιγίδων, μέχρι να πιάσουμε τη στρωτή πνοή του σορόκου, 600 ναυτικά μίλια πλέον από τον Ισημερινό.
Όπως στο νότιο Ειρηνικό έτσι κι εδώ η ένταση των αληγών αυξομειώνεται με το πέρασμα αεικίνητων αντικυκλώνων που κυκλοφορούν γύρω από τη Γη. Έτσι πολύ γρήγορα η αρχική αύρα μεταβάλλεται σ’ έναν ισχυρό αγέρα με τεράστιο πελαγίσιο κύμα.
Με δυο σταυρωμένους φλόκους και μουδαρισμένη μαΐστρα κρατούμε σταθερή ταχύτητα 6,5 κόμβων και την πρώτη βδομάδα στον ωκεανό συνηθίζουμε σταδιακά τη ζωή εν πλω, τη ρουτίνα της βάρδιας και του μαγειρέματος. Μοναδικοί συνδετικοί κρίκοι με την υπόλοιπη ανθρωπότητα και τον πολιτισμό τα δελτία ειδήσεων στο ραδιόφωνο και οι μεσημεριανές επαφές στα βραχέα με τον κόσμο των ραδιοερασιτεχνών. Με τον ήλιο να βομβαρδίζει τις φωτοβολταϊκές πλάκες και την ανεμογεννήτρια να ρονρονίζει μέρα νύχτα, δεν έχουμε ενεργειακό πρόβλημα για τις κουβέντες μας με τους μακρινούς ανταποκριτές, ενώ χαζεύοντας τα παιχνίδια των κυμάτων από το φινιστρίνι αναπτύσσω ιδιαίτερη φιλία με τον Αλβέρτο, το μαρκόνη που υποφέρει σαν έγκλειστος στην ατσάλινη μοναξιά ενός γκαζάδικου. Το ανεμοτίμονο κρατά σταθερά την πορεία δυτικά, σπάνια χρειάζεται να επέμβουμε, εκτός από κάποιο τιραμόλα στις σκότες ή μια σπάνια αυξομείωση ιστιοφορίας. Τίποτα το ιδιαίτερο δε συμβαίνει, ούτε ψάρια πιάστηκαν στη συρτή ούτε πουλιά ή βαπόρια δε συναντήσαμε. Η γάτα περιπολεί κάθε βράδυ την κουβέρτα, αναζητώντας χελιδονόψαρα για διασκέδαση και ποικιλία στην τροφή της (πολλές φορές επιτυχώς).
Τα πράγματα αλλάζουν όμως στα μέσα του ταξιδιού, όταν το τροπικό μέτωπο άρχισε πάλι να ενεργοποιείται, προκαλώντας πολύ άστατο καιρό με όμβρους, καταιγίδες και ισχυρές ριπές ανέμου. Ακολουθώντας  τη γνωστή τακτική, αλλάξαμε πορεία προς τον Ισημερινό για να τοποθετηθούμε μακριά από τη ζώνη των θυελλωδών ανέμων. Πολλαπλασιάζοντας τις ραδιοφωνικές επαφές τόσο με την αμερικανική ναυτική βάση του Ντιέγκο Γκαρσία όσο και με διάφορους άλλους σταθμούς ενημερωνόμαστε συνεχώς για τυχόν δυσάρεστες εξελίξεις. Τελικά, αυτό το σύστημα μας φιλοδωρεί επί τέσσερις ολόκληρες μέρες με ανώμαλες συνθήκες και πολλή δουλειά μέρα νύχτα στο τιμόνι και στα πανιά.
Έχοντας περάσει βόρεια των μεγάλων νησιών Μαουρίσιους και Ρεουνιόν, πριν πιάσουμε τη Μαδαγασκάρη έπρεπε να υπερνικήσουμε το υποβρύχιο εμπόδιο του πάγκου Μασκαρένιας, μια λωρίδα υφάλων που εκτείνεται επί 4.000 χιλιόμετρα από τις Σεϋχέλλες  ως το Μαουρίσιους. Όχι ότι κινδυνεύαμε άμεσα από τυχόν υφάλους, αλλά με το απότομο «ανέβασμα» δημιουργούνται αντίθετα ρεύματα, άτσαλος και μερικές φορές επικίνδυνος κυματισμός. Έπρεπε οπωσδήποτε να αποφύγουμε την περιοχή, εάν ο αέρας ξεπερνούσε τα έξι ή εφτά μποφόρ. Τι να κάνουμε όμως; Ο Αίολος μας φύλαγε εκπλήξεις, αφού έχοντάς μας σαγηνεύσει με σχετικά ήπιες συνθήκες, ξετίναξε τ’ ασκιά του την κρίσιμη μέρα. Επί ένα εικοσιτετράωρο «σαν το στραγάλι στη σφυρίχτρα» δεχτήκαμε τις άτσαλες κι απότομες κρούσεις των τρελών κυμάτων, καταμεσής ενός ασταμάτητου βρασίματος αφρού, ενώ βασίζαμε την επιβίωση μας στη μεγάλη πλευστότητα της «Καλλίπυγου», που ανέμελα αντιστεκόταν στις βίαιες επιθέσεις των μαινόμενων υγρών τειχών. Με το που απομακρυνθήκαμε από τη ζώνη των αβαθών, ο καιρός άρχισε να κοπάζει και να γαληνεύει η επιφάνεια. Σε δύο μέρες μονάχα η μεγάλη ρεστία είχε απομείνει ως ενθύμιο του εφιάλτη, ενώ το μεγάλο μπαλόνι αντικατέστησε το φλοκάκι στην έλκυση του σκάφους. Επωφελούμαστε από την ηρεμία για συντήρηση στις ραφές των βαριών πανιών και ετοιμάζουμε φουρνιστές λιχουδιές: ψωμί, πρασόπιτα και, μάλιστα, ένα κέικ. Σε είκοσι μέρες καταναλώσαμε μόνο το μισό απόθεμα σε νερό και μια φιάλη υγραερίου: Δεν υπάρχουν προβλήματα, αφού υπολογίζουμε να φτάσουμε σε λιγότερο από μια βδομάδα. Η Αφρική πλησιάζει. Μοναδικός σοβαρός μπελάς ως εδώ ήταν το σπάσιμο του άξονα απ’ όπου κρεμιέται η κουζίνα, αλλά καταφέραμε με το χειροτρύπανο, σε μικρό χρονικό διάστημα, να τρυπήσουμε τα ανοξείδωτα μάγουλα και να περάσουμε νέους πίρους, χωρίς τους οποίους δε θα μπορούσαμε να μαγειρέψουμε στο πέλαγος. Ο ερχομός ενός κρύου μετώπου, πρόδρομος ενός νέου αντικυκλώνα, μας έφερε ισχυρούς, παγερούς νοτιάδες όπως πλησιάζουμε τις δυτικές ακτές της Μαδαγασκάρης. Όταν μάβιασε ο δυτικός ορίζοντας και εμφανίστηκαν τα πρώτα θαλασσοπούλια, συνειδητοποιήσαμε ότι η ξηρά δεν ήταν μακριά. Ο αέρας αυξανόταν συνεχώς όσο ζυγώναμε το μεγάλο νησί, έτσι ώστε περάσαμε το βόρειο άκρο αμπασόμουδα και με φλόκο θυέλλης. Καβατζάραμε το σβηστό φανάρι του Κάβου Άμπρε στις τρεις το πρωί και, ορτσάροντας, εισχωρήσαμε στο υπήνεμο και ήσυχο κανάλι της Μοζαμβίκης, που χωρίζει τη Μαδαγασκάρη από τη Μαύρη Ήπειρο. Διανύσαμε 3.250 μίλια από την Ασία σε 25 ημέρες και για να ξαποστάσουμε, αποφασίσαμε να κάνουμε μια παράνομη στάση σε μια από τις όμορφες αμμουδερές σταβέντο παραλίες της κατά τα άλλα έρημης βορειοδυτικής ακτής.
Μόλις σιγουρευτήκαμε ότι το σίδερο είχε καρφωθεί στο βυθό, χαλαρώσαμε ζαλισμένοι από τον ξερό στεριανό αέρα και κοιτάξαμε το λαγκαδότοπο και τους ομαλούς κοκκινόχρωμους λόφους. Κραυγές από θαλασσοπούλια, φτερουγίσματα ψαραετών και σφυρίγματα των σπιλιάδων η μοναδική υπόκρουση στην επαφή μας με τη μυστηριώδη νήσο. Έχοντας καταβροχθίσει μια τεράστια ομελέτα με τα τελευταία ινδονησιακά αυγά, πέσαμε για το δεκάωρο ύπνο «των δικαίων», νανουρισμένοι από το ελαφρύ μπότζι.
Με το διάπλου του νοτίου Ινδικού δεν κάναμε τίποτε άλλο από το να ακολουθήσουμε τους ευνοϊκούς ανέμους στα χνάρια των Νοτιοασιατών, που πριν από κάποιες χιλιετίες είχαν αψηφήσει τον ωκεανό για να εποικήσουν την έως τότε ακατοίκητη Μαδαγασκάρη.
Η τεχνολογική ανωτερότητα των Ασιατών τούς επέτρεψε να μετατρέψουν την απάτητη ζούγκλα των υψιπέδων σε μια εύφορη νέα Ιάβα και συγχρόνως να ελέγξουν πολιτικά και στρατιωτικά τις ανίσχυρες φυλές που μετανάστευαν σποραδικά από τη γειτονική Αφρική. Εν τω μεταξύ, οι ναυτικές δυνάμεις της Ολλανδίας, της Γαλλίας και της Μεγάλης Βρετανίας είχαν αντικαταστήσει Ινδούς και Άραβες στον έλεγχο του θαλάσσιου εμπορίου των ασιατικών προϊόντων με τη μέθοδο της δωροδοκίας και επωφελούμενοι από τις εσωτερικές διαιρέσεις ξετίναξαν παντού τις υπάρχουσες δομές πολιτικής εξουσίας. Η έλλειψη καρυκευμάτων κι άλλων ακριβών φυσικών πόρων κράτησε τη Μαδαγασκάρη σχετικά ανέπαφη, αν εξαιρέσει κανείς τις επιδρομές ενάντια σε κρησφύγετα πειρατών και τις αποβάσεις για την αρπαγή σκλάβων έως το 19ο αιώνα. Με αφορμή μια συνθήκη προστασίας που υπογράφηκε με μια παράκτια φυλή, ένα γαλλικό εκστρατευτικό σώμα προχώρησε σε κατάληψη του κέντρου του νησιού, καταστρέφοντας τον αρχαίο ινδονησιακό πολιτισμό. Αυτός ο σφετερισμός είχε βαριές συνέπειες για το μέλλον, αφού διέκοψε τη «λογική» ροή της ιστορίας που μάλλον έτεινε στην αργή πολιτιστική μείωση των παράκτιων αφρικανικών φυλών από τους ορεσίβιους Ασιάτες. Οι Ασιάτες καλλιεργούν τις εύφορες κοιλάδες, συντηρώντας το περιβάλλον που τους αποδίδει τεράστιες ποσότητες τροφής, απελευθερώνοντας ανθρώπινο δυναμικό για άλλες τέχνες και ασχολίες. Αντίθετα, οι χαρακτηριστικές ημινομαδικές αφρικανικές μέθοδοι βασίζονται στη συστηματική αποτέφρωση του δάσους για γεωργική χρήση (έως ότου πτωχεύσει το έδαφος και προχωρήσει η φυλή σε παρθένα εδάφη, καίγοντας κι άλλο δάσος). Οι βροχές του τροπικού κλίματος διαβρώνουν γρήγορα τις αποψιλωμένες εκτάσεις, με αποτέλεσμα πλέον η χώρα να μην μπορεί να ταΐσει τον πληθυσμό της και ενώ κάποτε γίνονταν εξαγωγές πλήθους αγροτικών προϊόντων, τα ποτάμια σήμερα αποβάλλουν στη θάλασσα τόνους χώματος και ιζήματος.
Επιπρόσθετα προβλήματα, κοινωνικό χάος, δικτατορίες και διαφθορά συνετέλεσαν μέσα σε 30 χρόνια να ξετινάξουν οτιδήποτε είχε επιζήσει από την αποικιακή περίοδο. Μολονότι γνωρίζαμε ότι μπορούσαμε «ν’ αγοράσουμε» βίζες λαδώνοντας επιτόπου τις Αρχές, στο επόμενο λιμάνι προτιμήσαμε, μετά ένα εικοσιτετράωρο ανάπαυσης, να σαλπάρουμε για το γαλλικό νησί Μαγιότ, μόλις 250 μίλια ανατολικότερα, για να διεκπεραιώσουμε κατά τρόπο πιο συμβατικό τις γραφειοκρατικές διατυπώσεις.
Μετά τον φουρτουνιασμένο ωκεανό, ο διάπλους του Στενού της Μοζαμβίκης μάς φάνηκε απλή διαδικασία μεθόρμισης και χάρη στον καλό αέρα φτάσαμε σε μόλις δυο μέρες στο μικρό νησί (σαν την Κύθνο) και μοναδικό υπόλειμμα των πάλαι ποτέ τεράστιων γαλλικών αφρικανικών αποικιών. Το γιατί οι νησιώτες προτίμησαν να αγκαλιάσουν την υπηκοότητα των τέως αρχόντων τους ίσως εξηγείται από το γεγονός ότι το υπόλοιπο Αρχιπέλαγος των Κομόρρων ανεξαρτητοποιήθηκε μεταπολεμικά σαν Ισλαμική Σοσιαλιστική Δημοκρατία, με μηδενικό εθνικό προϊόν και κύρια απασχόληση την εξαγωγή πειναλέων μεταναστών. Μη νομίσει ο αναγνώστης ότι βλέπω την Αφρική με κακό μάτι. Απλώς πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι δεν μπορούμε να περιμένουμε από αυτή την ήπειρο να έχει σε λιγότερο από εκατό χρόνια την ωρίμανση (ή σάπισμα) που διάρκεσε μια χιλιετία στην Ασία και στην Ευρώπη.
Στη Μαγιότ αναπνέουμε γαλλική ατμόσφαιρα, τα πάντα λειτουργούν, οι Αρχές τυπικές κι (αποτελεσματικές, οι διατυπώσεις μηδενικές. Οι μαζικές επιχορηγήσεις από το Παρίσι συντηρούν μια τεχνητή οικονομία («άντε και του χρόνου στο δημόσιο»). Μόνο η λαϊκή αγορά με τα καρυκεύματα, τις πολύχρωμες πραμάτειες και τα καπνογόνα υπαίθρια σουβλατζίδικα μαζί με το μολυβένιο ήλιο και την πλειονότητα μελαψών διαβατών μάς υπενθυμίζουν ότι δε βρισκόμαστε στη Δυτική Ευρώπη. Απλησίαστες οι τιμές στα σούπερ μάρκετ, ναοί της κατανάλωσης απ’ όπου, κατά τον κ. Τριανταφυλλίδη, φεύγουμε με άδειες τσέπες, έχοντας ασπαστεί τις βιτρίνες και σταυροκοπηθεί προ των τιμολογίων!
Στο ήσυχο φουντάγιο του Ντζάουτζι θα παραμείνουμε λίγες μέρες, περιμένοντας τις βίζες, ξαναδιαβάζοντας την αλληλογραφία μας ή κάνοντας επαφές με τους ντόπιους ιστιοπλόους, πράτικοι της γειτονικής Μαδαγασκάρης, που μας κατατόπισαν για την ανατολική ακτή του μεγάλου νησιού. Υπήνεμα της κεντρικής οροσειράς, η κόστα αυτή παρουσιάζει αμέτρητους όρμους, εκατοντάδες κοραλλιογενή κι ακατοίκητα νησιά, προσφέροντας ατελείωτες δυνατότητες για εξερεύνηση και τρυφηλή κρουαζιέρα.
Παρ’ όλο τον εξευτελισμό μεγάλων εκτάσεων της Μαδαγασκάρης, πάμπολλες δύσβατες παραλίες έχουν παραμείνει ανέπαφες. Οι λιγοστοί απομονωμένοι κάτοικοι είναι έτοιμοι να ανταλλάξουν ντόπια προϊόντα έναντι, δυσεύρετων εισαγόμενων εμπορευμάτων, όπως αγκίστρια, ξηρές μπαταρίες, ξυραφάκια, σαπούνια κι οτιδήποτε άλλο τούς έχει στερήσει η καταστροφική πορεία της οικονομίας τους.
Με τα πανιά αλλά κυρίως με τη βοήθεια της μηχανής διασχίσαμε πάλι τα υπήνεμα του Στενού της Μοζαμβίκης. Από δω και πέρα οι μοναδικοί αέρηδες του νότιου χειμώνα θα ήταν τα θερμικά ρεύματα που προκαλεί η μεγάλη μάζα της Μαδαγασκάρης. Το διήμερο ταξίδι έληξε όταν εμφανίστηκαν στην πλώρη μας οι ομαλοί καταπράσινοι λόφοι του Νόζυ Μπε και της γύρω βαθύκολπης ακτής. Περιπλέοντας το σύμπλεγμα νήσων που προστατεύει τη ράδα, καταπλεύσαμε στο λιμενίσκο του Χέλβιλ.
Αφρική. Αρχαϊκές ιστιοκίνητες μαούνες, κωπήλατα βαρυφορτωμένα μονόξυλα, πολύχρωμος συνωστισμός στο σαραβαλιασμένο ντόκο, όπου πλαγιοδετούσαν σκουριασμένα μότορσιπ, σμήνη μυγών και μια έντονη μυρωδιά βόθρου. Φτάσαμε.
Μέχρι να τελειώσουμε τις μακροχρόνιες διαδικασίες, το χαρτοπόλεμο και τα ατελείωτα παζάρια με τους βολεμένους καρεκλοκένταυρους, μας βρήκε το απόγευμα. Έτσι χάσαμε τη λαϊκή αγορά και η αναβολή των απαραίτητων αγορών για το επόμενο πρωί μάς έδωσε την ευκαιρία να σεριανίσουμε στην πόλη.
Ασυντήρητοι δρόμοι, εγκαταλειμμένα πάρκα, βλογιοκομμένες αποικιακές επαύλεις και ετοιμόρροπα κτίρια μεταδίδουν μια τραγική κατάρρευση, κάτι σαν τη θέα ενός κάτισχνου ζητιάνου με κουρελιασμένο φράκο. Η εντύπωση του γενικού κατρακυλήματοος ενισχύθηκε όταν συναντήσαμε σε μπαράκια ηλικιωμένους λευκούς θαμώνες με αηδιαστική παρέα ανήλικων κοριτσιών, πράγμα που δε συναντήσαμε ούτε στην κακόφημη Ταϊλάνδη. Δεν μένει πια τίποτε άλλο παρά να υποχωρήσουμε στην πλωτή μας κατοικία για έναν καλό ύπνο. Ξημερώματα. Η ρόδινη αυγή και ο νυχτομπάτης εμψυχώνουν το λιμενίσκο, τα καΐκια πάνε κι έρχονται, σκουριασμένες ανεμότρατες ξεφορτώνουν αμέτρητα τελάρα γαρίδων, ενώ μονόξυλα αρματωμένα με ψάθες ξεφορτώνουν οπωροκηπευτικά από τα γύρω νησιά. Μικρόσωμοι βούβαλοι «ζέμπου» με τη χαρακτηριστική καμπούρα ποδοπατούν το καλντερίμι, ανηφορίζοντας προς το σφαγείο της αγοράς. Ακολουθούμε το συνοστισμό για να επωφεληθούμε από τη  δροσιά και την πρωινή ποικιλία στα προσφερόμενα είδη. Παλιές ταμπέλες στους δρόμους υπενθυμίζουν ότι τωρινά πακιστανικά πραματευτάδικα ήταν ελληνικής ιδιοκτησίας. Οι επαναστάσεις της τελευταίας εικοσαετίας, με λεηλασίες και εμπρησμούς, έδιωξαν τους Ρωμιούς επιχειρηματίες, αλλά η σημερινή κατάστικτη με τη φτώχεια και τη διαφθορά έχει φέρει επανειλημμένως τους Ασιάτες σε δυσκολία, κάθε φορά που εκρήγνυται η λαϊκή οργή και αποχαλινώνεται ο πεινασμένος όχλος. Τι να πει όμως κανείς ανακαλύπτοντας ότι τα διάφορα τυριά στις βιτρίνες έχουν φτιαχτεί με γάλα διεθνούς βοήθειας που προοριζόταν για τα υποσιτισμένα βρέφη; Όπου τεντώσουμε τ’ αυτιά μας ηχούν παρεμφερείς φρικαλέες ιστρίες, πραγματικά σκάνδαλα του χάους και της σαπίλας, που είναι μόνιμη σαν το ζουζούνισμα των πανταχού παρόντων μυγών.
Τις επόμενες εβδομάδες σεριανίζουμε την ανατολική κόστα, διακόπτοντας πού και πού το σουλατσάρισμα στις ειδυλλιακές παραλίες για φτηνή τροφοδοσία στις κωμοπόλεις της ακτής. Τα παραδείσια τοπία εναλλάσσονται με τους σμαραγδένιους όρμους, που συναντούν την επικρεμάμενη ζούγκλα σε εκτυφλωτικά λευκές αμμουδιές. Η Αννα Μαρία δεν συγκινείται με την πολύχρωμη υποβρύχια ζωή, τον κόσμο των ιριδόχρωμων κοραλλιών και των παρδαλών ψαριών που συναντούμε στα ερημικά αγκυροβόλια, αντίθετα, λόγω της ορεσίβιας καταγωγής της, ενθουσιάζεται με τη ζούγκλα και τους ντροπαλούς κατοίκους της. Παρ’ όλη την περιβαλλοντική καταστροφή, έχουν σωθεί ορισμένοι δρυμοί στην ενδοχώρα της Μαδαγασκάρης, βιότοποι μιας μοναδικής πανίδας και των λεμούριων, είδος προπιθήκων. Ενώ στα δάση της υπόλοιπης υφηλίου επικράτησαν οι γνωστές και πιο εξελιγμένες μορφές τετράχειρων, η απομόνωση και η έλλειψη φυσικών εχθρών επέτρεψε την επιβίωση μιας ολόκληρης κατηγορίας χνουδάτων ζώων. Σε ορισμένα χωριά της ακτής είχαμε ήδη συναντήσει συμπαθέστατα και ημιεξημερωμένα πιθηκάκια με τα μεγάλα κόκκινα μάτια και τη χαρακτηριστική ραβδωτή ουρά. Απ’ ό,τι μας είχαν πληροφορήσει Γερμανοί βιολόγοι, οι ζούγκλες της ενδοχώρας κρύβουν δεκάδες διαφορετικά είδη αρχαϊκών πρωτευόντων και δεν περνάει έτος χωρίς να προστεθεί κάποια νέα υποδιαίρεση στην υπάρχουσα ταξινόμηση. Επίσης, εκτός από τους λεμούριους απαντώνται και αμέτρητα είδη ενδημικών χαμαιλεόντων. Έχοντας κατατοπιστεί για τον πλησιέστερο εθνικό δρυμό, η Άννα Μαρία πήρε τα βουνά για το φωτοσαφάρι της, ενώ εγώ παρέμεινα βατσιμάνης με τη γάτα στην «Καλλίπυγο», με κύρια απασχόληση να γιατρέψω την εξωλέμβιά μας που είχε αρχίσει ανησυχητικά να φέρεται γεροπαράξενα. Ήταν επόμενο ότι 2.500 ώρες λειτουργίας με τριτοκοσμικά καύσιμα δεν προμήνυαν ευγηρία και μάταια ξεψείρισα τη μηχανή, ψάχνοντας για ζημιές και τυχόν ανωμαλίες. Κάπως απογοητευμένος, το έριξα επιτυχώς στο ψάρεμα, εξασφαλίζοντας άφθονους μεζέδες που μοιράστηκα με την πάντα ορεξάτη γάτα μας.
Αναβάλλοντας έτσι τη διόρθωση των μηχανικών προβλημάτων ως την επιστροφή μας στη Γαλλική Μαγιότ, πέρασα αρκετές ώρες στην ξηρά κουβεντιάζοντας με ηλικιωμένους ντόπιους, οι μόνοι που μιλούσαν ακόμα γαλλικά. Ο συνδυασμός πληθυσμιακής έκρηξης (7 παιδιά ανά γυναίκα) και η καθίζηση της παιδείας οδήγησαν σε μια τριακονταετία στο μαζικό αναλφαβητισμό. Η αναλογία 450 παιδιών ανά δάσκαλο τα λέει όλα και δεν εκπλήσσομαι όταν ακούω στις ειδήσεις ότι μόνο 5% τελειώνουν το δημοτικό. «Άντε μετά να εξηγήσεις στη λαοθάλασσα των αγραμμάτων βασική υγιεινή ή νέες αγροτικές τεχνικές» μου εξήγησε μια φορά ένας Ευρωπαίος εθελοντής, συμπληρώνοντας άτι τη μεθοδική διάλυση των αρχαίων φυλετικών δομών από την αποικιακή εξουσία συνέχισαν οι επαναστάτες στρατιωτικοί. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα την πλήρη κοινωνική κραιπάλη, αφού από τότε δεν υπάρχουν πια τοπικοί αρχηγοί και οι σωτήριες παραδόσεις ξεχάστηκαν. Φυσικά, δεν προμηνύεται τίποτα το καλό για το μέλλον, αφού δεν υπάρχει μακροπρόθεσμη πολιτική θέληση για να σταματήσει η κατρακύλα. Αντίθετα, μοναδική απασχόληση των πολιτικών είναι να εξασφαλίσουν το ταχύτερο δυνατόν τετράπαχους τραπεζικούς λογαριασμούς στην Ελβετία.
Με ανάλογες πληροφορίες επέστρεψε και η Άννα Μαρία από τη βόλτα της στα ορεινά δάση, μόνο που μαζί με τις απελπιστικές παρατηρήσεις της μάζεψε και πολλές ωραίες στιγμές και εικόνες από την άγρια φύση στους εθνικούς δρυμούς. Οι ίδιες οργανώσεις δια¬χειρίζονται και επιβλέπουν τις περιοχές αυτές, εκπαιδεύοντας δασοφύλακες-οδηγούς και προστατεύοντας κακήν κακώς τα μοναδικά οικοσυστήματα από τους καταπατητές. Παρ’ όλη όμως την καλή θέληση, τα παρθένα εδάφη ολοένα μικραίνουν, αφού οι οικογένειες των νεολιθικών αγροτών προτιμούν να θυσιάσουν κάποια μέλη τους που θα καταλήξουν στις φυλακές για εμπρησμό, εφόσον θα έχουν στη διάθεσή τους για καλλιέργεια το αποτεφρωμένο δάσος.
Ενώ πλησίαζε προς το τέλος της η παραμονή μας στη Μαδαγασκάρη κι ετοιμαζόμασταν για τον απόπλου, άρχισε σταδιακά να μας δημιουργείται η εντύπωση ότι η γενική κατρακύλα στην οποία γινόμασταν μάρτυρες είχε σκοπό την ευημερία των ξένων συμφερόντων. Έτσι οι «δημοκρατίες» των εξευτελιστικά αγράμματων και υποσιτισμένων λαών της Αφρικής παραμένει μάλλον μια καλυμμένη πληγή στο μυαλό των προοδευμένων δυτικών χωρών.
Μοναδική αταίριαστη περίπτωση και με πιο αβέβαιο ακόμα μέλλον η «νέα» Νότια Αφρική, ο επόμενος προορισμός μας, με τις συναρπαστικές εξελίξεις και ιστιοπλοϊκά μια από τις δυσκολότερες περιοχές του ταξιδιού μας.
Τελευταία τρεξίματα στο Νόζυ Μπε, ψωνίζουμε κηπευτικά στο παζάρι και 30 λίτρα πολύ φτηνό ρούμι στο αποστακτήριο του εργοστασίου ζάχαρης. Δε μας έμενε παρά η εφιαλτική «κακιά σκάλα», το αναγκαστικό πέρασμα από τη σφηκοφωλιά των τοπικών αρχών για τον απόπλου. Παρ’ όλη την καλή θέληση και την υπομονή, απαγκιστρωθήκαμε μόνο όταν απειλήσαμε να απευθυνθούμε στην εισαγγελία, γλιτώνοντας έτσι το βαρυσήμαντο λάδωμα και τους μπελάδες.
Όταν τελειώσαμε, φυσούσε φρέσκια μπουκαδούρα και μεθορμίσαμε σε μια παραπλήσια ακατοίκητη αυλώνα, περιμένοντας το στεριανό νυχτομπάτη. Λόγω προβληματικής μηχανής είχαμε καταντήσει όπως οι ντόπιες ιστιοκίνητες φορτηγίδες, που με ράντες, ψάθες, καρτέρια και τέχνη πελαγοδρομούν το Στενό της Μοζαμβίκης. Χρειαστήκαμε τρία μερόνυχτα, κυνηγώντας τις ταρακουνημένες ρέφλες από τη ρεστία για να φτάσουμε στη Μαγιότ.
Με μεγάλη χαρά ξαναβρήκαμε τα γαλλικά πρότυπα και την ευρωπαϊκή πραότητα. Έχοντας παραλάβει την αλληλογραφία μας, βαλθήκαμε να επισκευάσουμε τη μηχανή, φέρνοντας μαστόρους και τον ειδικό επί εξωλέμβιων του τοπικού ΤΕΙ, χωρίς όμως κανένα αποτέλεσμα, αφού στο τέλος σήκωσαν όλοι τους τα χέρια ψηλά. Έπειτα από μια βδομάδα καταλάβαμε ότι θα πηγαίναμε χωρίς μηχανή στη Νότια Αφρική και εφόσον πλησίαζε η περίοδος μπουνάτσας και κυκλώνων δεν έπρεπε ν’ αργοπορήσουμε.
100% ιστιοκίνητοι πλέον ξεμπουκάραμε από το δύσκολο πέρασμα μεταξύ των κοραλλένιων υφάλων που οδηγούν στο πέλαγος και βάλαμε πλώρη για το νότο. Το μεγάλο αμφίγειο μεταξύ Μαδαγασκάρης κι Αφρικής είχε μεταμορφωθεί σε ρυτιδωμένη λίμνη και μόνο χάρη στο μεγάλο μπαλόνι καταφέρναμε να ολισθήσουμε 90 ναυτικά μίλια το 24ωρο. Την καυτερή ημερήσια αιθρία ακολουθεί η μαγική νύχτα, με το Σταυρό του Νότου να ξεπροβάλλει στο αδαμάντινο στερέωμα, υποδεικνύοντας τη ρότα. Μέσα σε τρεις μέρες προσεγγίσαμε τις ακτές της Μοζαμβίκης για να επωφεληθούμε από το ομώνυμο ισχυρό θαλάσσιο ρεύμα που τρέχει παράλληλα στις στεριές. Το απαλό βοριαδάκι εγκαταστάθηκε, προχωρούμε πλέον σταθερά τραβηγμένοι από το μεγάλο μπαλόνι, πάνω στο οποίο μάταια προσπαθούν να προσγειωθούν αφελή θαλασσοπούλια. Μια  βδομάδα εν πλω διανύσαμε μόλις 700 ν.μ. με την μπουνάτσα και η ρουτίνα του ευχάριστου ταξιδιού στο πέλαγος διακόπτεται όταν μας πλησιάζει ανησυχητικά ένα μεγάλο γκαζάδικο. Στα υπερβραχέα ρωτάω τις προθέσεις τους και μένουμε με το στόμα ανοιχτό, όταν η  βάρδια μάς αναγγέλλει ότι τους άρεσε το θέαμα ενός μπαλονάτου ιστιοφόρου και ζυγώνουν για να μας φωτογραφίσουν.
Την επομένη, στ’ ανοικτά της Μπεΐρα και οι 200 πλάτος, θα ζήσουμε το κλασικό νοτιοαφρικανικό μετεωρολογικό σενάριο, που ως μετρονόμος θα ρυθμίσει τον περίπλου της Μαύρης Ηπείρου. Στους κυκλώνες που σαρώνουν τον παγερό νότιο ωκεανό προστίθενται κρύα μέτωπα και θυελλώδεις νοτιοδυτικοί. Έτσι αναπόφευκτα μας βρήκε άσχημος γαρμπής, αντίθετος στην πορεία μας, που μας ανάγκασε σε όρτσα επιβίωσης 60° από την κατεύθυνση του ανέμου για να ταξιδέψουμε άνετα τα πεντάμετρα κύματα.
Επί δύο μέρες οργώναμε την γκρίζα θάλασσα, σκαμπανεβάζοντας τα υγρά όρη. Ευτυχώς σπάνια άκμαζε η αφροστεφής επιφάνεια, έτσι εμπιστευόμασταν τη λαγουδέρα στο ανεμοτίμονο και κρατούσαμε υπό έλεγχο τη μηδαμινή ιστιοφορία. Προχωρώντας σπιθαμή προς σπιθαμή στο μεγάλο κόλπο, σκεφτόμασταν τη συνταρακτική ιστορία της περιοχής, όπου από τον όγδοο κιόλας αιώνα επισκέπτονταν τακτικά τα αραβικά ντάχου, ανταλλάσσοντας εργαλεία, υφάσματα και χάντρες με χρυσάφι, ελεφαντοστούν και σκλάβους από το μυθικό βασίλειο της Ζιμπάμπουε. Κάτοχοι πυξίδων και οργάνων αστροναυτιλίας, τα μεγάλα λατίνια των εφοπλιστών του Ομάν και της Υεμένης κυριαρχούσαν ανενόχλητα από την Κίνα ως την Ανατολική Αφρική, μεταφέροντας μυθικές περιουσίες και θησαυρούς. Η κατάρρευση των χαλιφάτων της Ιβηρικής χερσονήσου σηματοδότησε την άνοδο νέων υπερδυνάμεων, που υλοποιήθηκε με την άφιξη του στόλου του Βάσκο ντα Γκάμα στη Σοφάλα και την Μπεΐρα, κοντά στις εκβολές του ποταμού Ζαμβέζη, το 1497. Διψασμένοι για τα πλούτη της Ανατολής, οι Πορτογάλοι καθιέρωσαν τη δική τους τάξη πραγμάτων.
Παραπλέαμε τις ακτές της Μοζαμβίκης, η τελευταία αφρικανική χώρα που έμελλε ν’ απελευθερωθεί από τον ζυγό της αποικιοκρατίας μαζί με τη δίδυμη αδερφή της Αγκόλα, για ν’ αυτοπυρποληθούν σ’ έναν εικοσαετή εμφύλιο πόλεμο. Απ’ ό,τι ξέρουμε, τα πράγματα κάπως είχαν ησυχάσει στο κατεστραμμένο κράτος. Ενώ όμως κάποια θέρετρα έχουν ξεκινήσει να λειτουργούν και πάλι, η ενδοχώρα παραμένει απελπιστικά ρημαγμένη και σπαρμένη με εκατομμύρια νάρκες. Μαθαίνοντας ότι πλησιάζει ένα δεύτερο απανωτό κρύο μέτωπο, αποφασίζουμε να προσορμίσουμε στ’ απάγκιο της νήσου Μπαζαρούτου, μόλις δέκα μίλια νότια του ιστορικού λιμανιού Σοφάλα, το οποίο αποφύγαμε.
Ευνοημένοι από το ρεύμα της άμπωτης, μεθορμίζουμε επιτέλους σ’ ένα προστατευμένο αγκυροβόλιο, χαρτογραφώντας τη νέα για μας ήπειρο: την Αφρική. Στο δυτικό ορίζοντα μόλις φαινόταν το αλίπεδο των μαγκρόβιων, η χαρακτηριστική ελόβια βλάστηση, ενώ ανατολικά προς τον ωκεανό ορθώνονταν οι χρυσόχρωμοι αμμόλοφοι του Μπαζαρούτου. Ένα μεγάλο νοτιοαφρικάνικο καταμαράν σαν να μας περίμενε στην καλά προστατευμένη ράδα, κι όπως μας ομολόγησε αργότερα το πλήρωμα, είχαν διαλέξει την απομονωμένη τοποθεσία για να αποφύγουν τις φασαρίες με τις Αρχές.
Τελικά, παραμένουμε μια βδομάδα κρυμμένοι στο Μπαζαρούτου, κολυμπώντας στα πράσινα νερά, συντηρώντας το σκάφος και παρακολουθώντας τις μετεωρολογικές εξελίξεις. Επόμενος στόχος μας το Ρίτσαρντ Μπέι, το πλησιέστερο νοτιοαφρικανικό λιμάνι, σε απόσταση 500 μιλίων. Όπως είχαμε ήδη διαπιστώσει, οι συνθήκες ολοένα χειροτέρευαν καθώς πλησιάζαμε το Ακρωτήριο της Καλής Ελπίδας, με αλλεπάλληλα «μπαταρίσματα» από θυελλώδεις γρέγους σε γαρμπινές λαίλαπες. Έτσι εξηγείται γιατί το νοτιότερο πορτογαλικό λιμάνι βρισκόταν στο Λορένσο Μαρκές (νυν Μαπούτο) της Μοζαμβίκης και όχι νοτιότερα! Δεν ήταν μόνο οι τρελοί αέρηδες τα φόβητρα της περιοχής, αλλά και οι απελπιστικοί κυματισμοί, αποτέλεσμα της σύγκρουσης του θαλάσσιου ρεύματος Αγκούλιας με την ογκώδη ρεστία του μαινόμενου νοτίου ωκεανού. Ανώμαλα κατακόρυφα κύματα είκοσι μέτρων δημιουργούνται συχνά, προκαλώντας τραγικά αύτανδρα ναυάγια στα πιο μεγάλα και σύγχρονα πλοία. Η μόνη τακτική για επιβίωση είναι η παρεκτροπή από την κύρια ροή του ρεύματος είτε πλησιάζοντας την ακτή, με κίνδυνο τα βράχια, είτε ταξιδεύοντας στ’ ανοιχτά.
Όταν σταθεροποιήθηκε ένας αντικυκλώνας στο νότιο Ατλαντικό, προσφέροντας αισιοδοξία για τις εξελίξεις των επόμενων ημερών, αποφασίσαμε να επωφεληθούμε από την αιθρία για να αποπλεύσουμε αμέσως. Σαν καλός οιωνός εμφανίστηκε ένα μικρό ψαράδικο λατίνι με μια καλαθιά αστακών, ό,τι έπρεπε για το ταξίδι. Στύβοντας το μυαλό μου για να θυμηθώ κάποια πορτογαλικά, καταφέρνω να γίνω κατανοητός και πετυχαίνουμε ν’ ανταλλάξουμε τρία μεταχειρισμένα μπλουζάκια μ’ έναν πεντάκιλο αστακό. Κατόπιν βιράρουμε την άγκυρα και με δύο σύντομα κοντοβόλτια ανοιχτήκαμε στο πέλαγος, τραβώντας πάλι προς το νότο. Πλαγιοδρομώντας με την μπουκαδούρα, η «Καλλίπυγος» σκίζει την ωκεανική ρεστία, ενώ εμείς καταπιανόμαστε με τη μαγειρική. Φτηνός ο αστακός θα μου πείτε, αλλά μου έκανε εντύπωση η χαρά των ημίγυμνων ψαράδων όταν άρπαξαν τα παλιά μπλουζάκια.
Στον ρυθμό των θερμικών αέρηδων παραπλέουμε την αμπάσα αφρικανική κόστα, απολαμβάνοντας επιπλέον το γοργό ρεύμα. Την επομένη διασχίζουμε τη νοητή γραμμή του Αιγόκερου, λέγοντας αντίο στους αισθησιακούς τροπικούς. Οι ασθενείς ευνοϊκοί άνεμοι συνεχίζουν και εύκολα ξαναβρίσκουμε τη ρουτίνα του ταξιδιού. Εκτός από τις συνήθεις ραδιοεπαφές με την Ελλάδα, πιάνουμε κουβέντα και με το περιβόητο ναυτιλιακό δίκτυο της Νότιας Αφρικής, που με τις μετεωρολογικές παρατηρήσεις και συμβουλές ολοκληρώνει βολικά τα επίσημα δελτία. Απ’ αυτούς τους εθελοντές θα ειδοποιηθούμε εγκαίρως για την εμφάνιση ενός μικρού αλλά πολύ ενεργού χαμηλού βαρομετρικού, που άρχισε να σαρώνει με θυελλώδεις ανέμους την περιοχή νοτίως του Ντέρμπαν. Προφανώς, δεν προλαβαίνουμε να φτάσουμε έως το Ρίτσαρντ Μπέϊ, έτσι αλλάζουμε πορεία ποδίζοντας προς την Ινιάκα, το μεγάλο νησί που κλείνει τη ράδα του Μαπούτο. Τρίτη μέρα ταξίδι από το Μπαζαρούτου, ο γαλανός ουρανός γεμίζει με απειλητικές χνουδωτές ψαροκοκαλιές, οι προάγγελοι της κακοκαιρίας, ενώ τσουλάμε μπαλονάτοι προς την αμμουδερή βόρεια πούντα της Ινιάκα.
Μόλις καβατζάραμε το φανάρι, άρχισε το φυσομάνημα. Τελικά, αναγκαζόμαστε να πλησιάσουμε το μουράγιο με φλόκο και τρεις μούδες στη μαΐστρα. Μας έκανε εντύπωση η απότομη σφοδρότητα του γαρμπινού, θυμίζοντάς μας τις συνθήκες του Ακρωτηρίου Χορν. Μόλις 200 οργιές σταβέντο της ακτής ορθώθηκε ένα μέτρο αφρισμένο κύμα, ζορίζοντας και τεζάροντας σαν χορδή κιθάρας το σιδερόσκοινο. Φουντάραμε όλα τα 80 μέτρα του εκτάματος, για περισσότερη σιγουριά όμως αφαιρούμε από την κουβέρτα οτιδήποτε αυξάνει την αντίσταση στο μαινόμενο αγέρα. Τα άγρια χοροπηδήματα και το ούρλιαγμα δείχνουν ότι θα συνεχίσουν όλη νύχτα, αλλά αφού δεν παρατηρήσαμε ξέσυρμα στον ομαλό αμμουδερό βυθό τις δύο πρώτες ώρες, χαλαρώνουμε καταβροχθίζοντας ένα κοκκινιστό από τα «σπιτικά» μας φαγητά και πέφτουμε για ύπνο.
Την επομένη το πρωί ο γαρμπινός λιγόστεψε κι ακολούθησε μπουνάτσα. Πάμε από τη Σκύλλα στη Χάρυβδη, διότι η άπνοια αποκλείει τον απόπλου. Έτσι δε μας μένει παρά να κάνουμε υπομονή. Αν και σ’ αυτά τα πλάτη οι καιροί αλλάζουν γρήγορα, τα 1.700 μίλια από τις Κομόρρες έως τη Νότια Αφρική αρχίζουν να παίρνουν διαστάσεις Οδύσσειας. Τουλάχιστον έχουμε αρκετά εφόδια, οπότε προσέχουμε μόνο το ηθικό. Σε αυτό βοηθάει το ευχάριστο περιβάλλον, οι φανταχτερές αποχρώσεις του δύοντος αφρικάνικου ήλιου και το άφθονο ρούμι.
Περνάμε τις επόμενες μέρες συντηρώντας τα βίντσια και τις βραδιές ακούγοντας νοτιοαφρικάνικους σταθμούς στ’ αγγλικά ή αναλύουμε τις ειδήσεις βάσει των στοιχείων που αποκτήσαμε διαβάζοντας την επίκαιρη ιστορική νουβέλα του Μίτσενερ και το βιογραφικό του Νέλσον Μαντέλα.

 

Νότια Αφρική έως Αζόρες.

Οι μέρες περνούσαν στην εξοχή και ανυπόμονα περιμέναμε το κατοπινό «παράθυρο» όπως αποκαλούν εδώ την περίοδο ανάμεσα σε δύο κρύα μέτωπα και στη γνώριμη καιρική μεταβολή. Πράγματι, ένα πρωί, ακολουθώντας ένα σφοδρότατο γαρμπινό, ο αγέρας άρχισε να κοπάζει γυρίζοντας στην όστρια, οπότε σαλπάραμε αμέσως. Το πρώτο εικοσιτετράωρο αναπλέαμε με κοντοβόλτια την αφιλόξενη έρημη ακτή, μέχρις ότου επανήλθε ο ούριος γρέγος, επιτρέποντάς μας να πλησιάσουμε ταχύτατα στον προορισμό μας.
Μετά τη συσκοτισμένη Μοζαμβίκη, μας εντυπωσίασε η φωτοχυσία της Νότιας Αφρικής και η μεγάλη ναυτιλιακή κίνηση. Φυσικά, όλες οι παράκτιες σπίθες λειτουργούσαν σαν να μας έκλειναν σπλαχνικά το μάτι, συγχαίροντάς μας για την επιτυχή περαντζάδα.
Μέσα στη βαριά συννεφιά και στα μπουρίνια διακρίναμε την κιτρινοπορτοκαλιά ανταύγεια των βιομηχανικών εγκαταστάσεων του Ρίτσαρντ Μπέι, ενώ στην πλώρη μας πύκνωναν οι φανοί αγκυροβολιάς και οι προβολείς καταστρώματος των φορτηγών πλοίων της ράδας. Βιράροντας και τη μουδαρισμένη μαΐστρα, πλαγιοδρομήσαμε προς την μπούκα, έχοντας πάρει έγκριση από το λιμεναρχείο. Μεγαλύτερο «καρβουνιάρικο» λιμάνι στον κόσμο, κομμένο και ραμμένο στα μέτρα των γιγαντιαίων μινεραλάδικων, δε μας επιφύλασσε καμιά δυσκολία, έστω και με τα αμέτρητα κοντοβόλτια που χρειάστηκαν για να φτάσουμε ως το λεμβοστάσιο και να πλαγιοδετήσουμε σε μια παροπλισμένη λάντζα.
Σάββατο πρωί και τοπική ώρα πέντε, ειδοποιηθήκαμε ραδιοφωνικά από το λιμεναρχείο ότι οι Αρχές θα έρχονταν να μας πρατικάρουν γύρω στις δέκα. Καλωσήρθαμε στην αγγλοσαξονική Αφρική.
Παρ’ όλους τους καφέδες και την ένταση της άφιξης, ρίξαμε αμέσως έναν ανακουφιστικό υπνάκο, που διέκοψαν λίγες ώρες αργότερα οι τυπικότατοι Ζουλού του τελωνείου, υγειονομικής υπηρεσίας και της αστυνομίας διαβατηρίων. Καλοδιάθετοι και φιλότιμοι μας ξεμπέρδεψαν ταχύτατα από τις στοίβες εντύπων και ύστερα από λίγο βαλθήκαμε να τακτοποιήσουμε το σκάφος.
Όλα καινούρια στο νέο λιμάνι του Ρίτσαρντ Μπέϊ. Σκαμμένο μόλις πριν από δεκαπέντε χρόνια σε μια εκτενή λιμνοθάλασσα, με νέους ντόκους, βιομηχανικές εγκαταστάσεις, δρόμους, οικισμούς και έναν ολοκαίνουριο ναυτικό όμιλο που βάλθηκε να γίνει πρωτεύον αγκυροβόλιο στην περιοχή, προσφέροντας δωρεάν ελλιμενισμό για ένα μήνα μαζί με καλόκαρδη φιλοξενία. Δεν θα αφήναμε να πάει χαμένη παρόμοια φιλότιμη προθυμότητα και έτσι, ρυμουλκούμενοι από μια βάρκα, μεθορμίσαμε στην αποβάθρα του ομίλου.
Δεν σκοπεύαμε ν’ αρχίσουμε τον περίπλου του Ακρωτηρίου της Καλής Ελπίδας πριν από τον Γενάρη, το κατακαλόκαιρο του νοτίου ημισφαιρίου. Έτσι είχαμε αρκετό καιρό μπροστά μας για να επισκεφτούμε τα ενδιαφέροντα της χώρας, να επισκευάσουμε τη μηχανή και γενικά να προετοιμάσουμε το σκάφος για την δύσκολη περαντζάδα γύρω από τον Κάβο των Θυελλών όπως τον ονόμαζαν οι παλιοί γεμιτζήδες.
Την πρώτη βδομάδα μάθαμε τα κατατόπια και απολαύσαμε τη φτήνια χάρη στο πολύ υποτιμημένο ραντ. Συγχρόνως όμως αρχίσαμε ν’ αναρωτιόμαστε πού ήταν οι μαύροι, διότι εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις μόνο λευκούς αντικρίζαμε. Δεν είχε λήξει η παρανοϊκή πολιτική του διαχωρισμού; Ο Μαντέλα ήταν πλέον αρχηγός του κράτους; Πού κρύβονταν, πού κατοικούσε άραγε το 80% του πληθυσμού; Ξέραμε ότι Αφρικανοί επάνδρωναν όλες τις βιομηχανίες και τελικά δεν αργήσαμε ν’ ανακαλύψουμε ότι στη «Νέα» Νότια Αφρική οι παλιές συνήθειες επιζούσαν ακόμα. Πράγματι, η λευκή μειονότητα και οι επιχειρήσεις τους συνεχίζουν να ελέγχουν το 90% της γης και σοκάρεται κανείς θωρώντας την αντίφαση μεταξύ πληθωρικών αγροκτημάτων με τις περιποιημένες φυτείες ή τα παχιά βοσκοτόπια και με τους διαβρωμένους λαγκαδότοπους, τους οικισμούς μαχαλάδων, τα σκουπίδια και τους ανοιχτούς οχετούς. Που αλλού παρά στη Νότια Αφρική θα μπορούσε ένας απλός δημόσιος υπάλληλος ή ένας υδραυλικός να έχουν δυο αυτοκίνητα, να κατοικούν σε μονοκατοικίες-επαύλεις με πισίνες, κηπουρούς και υπηρέτες;
Με το σύστημα του απαρτχάιντ, ασχέτως εκπαίδευσης, στην πλειονότητα του λαού επιτρεπόταν η πρόσβαση μόνο σε υποτακτικές χοντροδουλειές. Ο παραλογισμός κατάντησε το προπύργιο του καπιταλιστικού φιλελευθερισμού (όπως αρέσκονταν να τον αποκαλούν οι λευκοί εθνοπατέρες), επιδείκνυε έναν υδροκέφαλο δημόσιο τομέα που έλεγχε το 60% της οικονομίας, ώστε να εξασφαλίζονται θέσεις για τα λευκά βουτυρόπαιδα. Η μεταπολίτευση έφερε την αναθεώρηση των κεκτημένων των λευκών, που συνειδητοποίησαν με δυσπιστία την κατάργηση των προνομίων τους μαζί με την εισοδηματική ισοπέδωση. Η αναδιάρθρωση των προϋπολογισμών παιδείας και υγείας συντέλεσε στην κατάρρευση του βιοτικού επιπέδου τους, χωρίς όμως να αποφέρουν άμεσες αλλαγές στη δυστυχία των μαύρων, συντελώντας αναμφισβήτητα στην έκρηξη της εγκληματικότητας.
Σε μια τόσο ανομοιογενή κοινωνία, εδραιωμένη με τον τρόμο και τη βία, πώς η απελευθέρωση από τους ζυγούς της στρατιωτικής αστυνόμευσης και η ολική αμφισβήτηση των θεσμών να μην επέφερε την τρομακτική έκρηξη βίας με το παγκόσμιο ρεκόρ των 70 φόνων ανά 24ωρο; Μόνο στο Κέϊπ Τάουν, όπου οι διάφορες φυλές έχουν μάθει τουλάχιστον να συζούν αρμονικά χωρίς μεγάλες προστριβές, δεν συναντιέται τόσο έντονα αυτή η παράνοια του μίσους. Όπου αλλού πήγαμε βρήκαμε την καχυποψία και το φθόνο να υπονομεύει τις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων. Ζουλού, Νκόζα, Ινδοί, αγγλόφωνοι ή ολανδόφωνοι λευκοί, όλοι εναντίον όλων, αλληλοσφάζονται σ’ ένα καθημερινό λουτρό αίματος. Ενώ συνήθως η τακτική μας συνιστούσε να μη δίνουμε ποτέ στόχο, μοιάζοντας μάλιστα όσο το δυνατόν περισσότερο με τους ντόπιους, συγχρόνως έπρεπε να φαινόμαστε παντελώς ξένοι, ως μη συμμετέχοντες στην τρελοκατάσταση.
Κάπου φαίνεται ότι πέτυχε η παραλλαγή μας, γιατί ναι μεν δεν ενοχληθήκαμε ποτέ, αλλά μας επιτράπηκε να συναντήσουμε πάμπολλους ανθρώπους και ν’ ακούσουμε ισάριθμες απόψεις γύρω από την εξέλιξη του τόπου. Έτσι μας δόθηκε η ευκαιρία να γνωρίσουμε σε μια ουρά ταμείου σούπερ μάρκετ έναν ξεναγό που έψαχνε απελπισμένα άτομα να συμπληρώσει ομάδα για ένα φωτοσαφάρι. Με πέντε χιλιάδες δραχμές την ημέρα ήταν πραγματική ευκαιρία που φυσικά δεν την αφήσαμε να πάει χαμένη. Ο ξεναγός, γερμανικής καταγωγής και φυσιολάτρης, ήξερε καλά τη δουλειά του, κι έτσι χαρήκαμε για ένα διήμερο τις ομορφιές και τη σπάνια άγρια πανίδα στη θαμνοζούγκλα του δεύτερου μεγαλύτερου εθνικού πάρκου της χώρας. Πολλές φορές, περπατώντας, συναντήσαμε τα άγρια ζώα που ως τώρα γνωρίζαμε μόνο από εικονογραφημένα βιβλία. Τι πιο εντυπωσιακό από το να αντικρίσει κανείς στην παρυφή μιας λόχμης τους όγκους μιας αγέλης ρινόκερων ή ελεφάντων; Παρ’ όλη την τέλεια προσαρμογή τους στο περιβάλλον και την αναμφισβήτητη προσφορά τους στο οικοσύστημα, τα παχύδερμα αυτά βρίσκονται στα πρόθυρα της εξαφάνισης και σώζονται μόνο στα καλά αστυνομευμένα πάρκα της Νοτίου Αφρικής. Αυτό ισχυρίζονται οι ντόπιες αρχές και δυστυχώς φαίνεται ότι έχουν δίκιο. Οι περιβαλλοντικές ανησυχίες αποτελούν πολυτέλεια σε τριτοκοσμική χώρα...
Πολλές προκαταλήψεις μας διαλύθηκαν στη Νότια Αφρική. Πρώτη και ίσως κυριότερη η έννοια του «λευκού πολιτισμού». Αποκομμένοι από τα διανοητικά ρεύματα των υπόλοιπων ηπείρων, οι λευκοί έποικοι υποβιβάστηκαν πολιτιστικά επί δύο αιώνες, με αποτέλεσμα να συγκροτήσουν μια μοναδικά βάρβαρη, ολοκληρωτική και βίαιη κοινωνία. Η πανίσχυρη πυγμή της αφρικανικής φύσης μετέβαλε τις ανάγκες και τον τρόπο ζωής τους, έως ότου προέκυψε η «αφρικάνικη λευκή φυλή». Από την άλλη πλευρά συγχρόνως, διαλύθηκαν οι μύθοι του Ρουσσό περί του «αγαθού αγρίου», αν αντιληφθεί κανείς τη βιαιότητα των αφρικάνικων εθνών που αποδήμησαν προς το νότιο άκρο της ηπείρου. Ίσως τελικά εκεί να βρίσκεται το κλειδί για να αντιληφθεί κανείς την κατάσταση που χαρακτηρίζεται από τη βία και την εκμετάλλευση ως  την τελική εξόντωση ή την ειλωτοποίηση της ανταγωνιζόμενης φυλής.
Οι ιδιαιτερότητες και η τραχύτητα της φύσης επηρέασαν φυσικά και εμάς τους ίδιους, καθώς με δέος αγναντεύαμε τις λαίλαπες που έδερναν την αλίμενη ακτή. Τελικά, ύστερα από ενάμιση μήνα βρεθήκαμε πλέον υλικά και ψυχικά πανέτοιμοι ν’ αντιμετωπίσουμε ένα από τα δυσκολότερα σκέλη του ταξιδιού, το πέρασμα από τον Ινδικό στον Ατλαντικό ωκεανό. Παίζοντας κρυφτούλι με τα πολικά χαμηλά και τα κρύα μέτωπα, θα ακολουθούσαμε την ίδια τακτική όπως στο Στενό της Μοζαμβίκης, δηλαδή να επωφεληθούμε από τους πρόσκαιρους ευνοϊκούς και ισχυρότατους γρέγους για να διανύσουμε το γρηγορότερο δυνατόν τα 200 μίλια που χώριζαν αυτά τα λιμάνια της Νότιας Αφρικής.
Ντέρμπαν, Ιστ Λόντον, Πορτ Ελίζαμπεθ, Μοσσέλ Μπέϊ αποτέλεσαν τους σταθμούς στην κάθοδό μας προς τον παγερό ωκεανό, τα 1.000 διαβολικά μίλια έως το Κέϊπ Τάουν. Όπως στην πτώση με αλεξίπτωτο, το άγχος και η ψυχολογική πίεση μεταμορφώνονταν σε ευεξία όταν καβαλάγαμε το ζεστό ρεύμα Αγκούλιας και δαμάζοντας τους 35 κόμβους του γρεγολεβάντε πετυχαίναμε πρωτόγνωρες ταχύτητες. Η ορμητική ροή των υδάτων, η άγρια ακτή και οι τεράστιοι κυματισμοί ήταν τα καθημερινά σκηνικά, έως όπου πλησιάσαμε το Μοσσέλ Μπέϊ, μόλις 100 μίλια από το κακόφημο ακρωτήριο.
Ανεμοδαρμένα, αμμώδη παράλια, ομίχλη και δίνες κρύων, γκρίζων υδάτων αντικατέστησαν το γνώριμο υποτροπικό περιβάλλον. Είχαμε αποκτήσει τέτοια εμπιστοσύνη στην «Καλλίπυγο», που δεν διστάσαμε να την πρεσάρουμε ιστιοπλοϊκά και μεγιστοποιώντας την ταχύτητά της να φτάσουμε το γρηγορότερο δυνατόν στο επόμενο ασφαλές λιμάνι.
Τρία χρόνια μετά τη Χιλή ξανασμίξαμε με την παγερή ανάσα του Νότου και τις απάνθρωπες συνθήκες του, όπου η επιβίωση μετατρέπεται σε μανιώδη πάλη και αντίσταση προς τα εχθρικά και αδιάφορα στοιχεία της φύσης.
Προάγγελος του γκρίζου κόσμου είναι για μια ακόμη φορά η γνώριμη και συναρπαστική ανταρτική πανίδα (οι παιχνιδιάρικες φώκιες, οι γελωτοποιοί πιγκουΐνοι, τα ασουλούπωτα πετρέλ και τα μεγαλοπρεπή άλμπατρος). Ξαφνικά αναδύθηκαν και τα κήτη: ένα περίεργο κοπάδι δεκάμετρων μίνκι μάς περιεργαζόταν σχεδόν εξ επαφής υπό την αδιάφορη εποπτεία ενός ζευγαριού φυσητήρων. Σαν παιχνιδιάρικα δελφίνια, τα χαριτωμένα μίνκι, περνούσαν ασταμάτητα κάτω από το σκάφος, θωρώντας προβληματισμένα πότε τις καρένες, πότε τα τιμόνια, πότε την αρματωσιά, σχολιάζοντας την πρωτότυπη γάστρα με δυνατούς ήχους και με κινήσεις πάντα ρευστές και απίστευτα κομψές παρ’ όλο τον όγκο τους. Περιττό να πω ότι μαγεμένοι από το καταπληκτικό θέαμα, δεν ανησυχήσαμε ποτέ ούτε φοβηθήκαμε τυχόν σύγκρουση. Μετά λύπης παραδεχτήκαμε την παράφωνη αγαρμποσύνη, όταν αναγκαστήκαμε να βάλουμε μπρος τη μηχανή για να ζυγώσουμε το φυσικό ψαρολίμανο του Μόσσελ Μπέϊ.
Πρώτο αγκυροβόλιο των Πορτογάλων στο νότιο Ινδικό, το αρχαίο καραβοστάσι γιόρταζε την επέτειο των 500 χρόνων από τότε που ο Ντιάζ κατάφερε - πρώτος Ευρωπαίος - να υπερνικήσει το Ακρωτήριο των Θυελλών, καβατζάροντας το νοτιότερο σημείο της αφρικάνικης ηπείρου. Το σημείο αυτό, σήμερα ονομάζεται Ακρωτήριο Αγκούλιας (Βελόνων), παρ’ όλη τη γεωγραφική του σημασία δεν χαίρει της φήμης του γειτονικού αλλά βορειότερου Ακρωτηρίου της Καλής Ελπίδας. Ο λόγος; Τον ανακαλύψαμε μια βδομάδα αργότερα, όταν παροτρυμένοι από ευνοϊκές μετεωρολογικές προβλέψεις σαλπάραμε για τον Ατλαντικό.
Στις 27/2/97 με γρεγαλάκι και λιακάδα αρχίζουμε το τελευταίο μπράτσο του ταξιδιού προς το νότο και τα ξημερώματα της επομένης παραλλάσσουμε επιτέλους την πούντα Αγκούλιας, μηχανοκίνητοι λόγω μπουνάτσας και τεράστιας ρεστίας, με συνοδεία μια φάλαινα και πάμπολλες φώκιες. Ως συνήθως σ’ αυτές τις περιοχές οι συνθήκες αλλάζουν συνέχεια. Έτσι, έχοντας προειδοποιηθεί για επικείμενη θύελλα, προτιμήσαμε να φουντάρουμε προσωρινά σ’ ένα αλιευτικό καταφύγιο. Βρισκόμασταν πλέον τυπικά στα «πάτρια ύδατα» του Ατλαντικού και με βορειοδυτική ρότα δεν κινδυνεύαμε πλέον από αντίθετους ανέμους. Παρ’ όλα αυτά, η περιοχή ήθελε ακόμα προσοχή, όπως μας επιβεβαίωναν οι πρατικοί ψαράδες που μας πληροφορούσαν για τις ιδιαιτερότητες της περιοχής.
Όπως συμβαίνει και στις απότομες ακτές της Ελλάδας, σε όλη την περιοχή του Κέϊπ Τάουν, με τα ψηλά βουνά, οι ήδη ισχυροί επικρατούντες άνεμοι υπόκεινται τρομερές επιταχύνσεις, κατηφορίζοντας τις σταβέντο πλαγιές. Έτσι μετριούνται συχνά σπιλιάδες άνω των 150 χμ. την ώρα! Έτσι μόνο εξηγείται η κακή φήμη του Ακρωτηρίου της Καλής Ελπίδας.
Για πρώτη φορά ύστερα από ένα τρίμηνο θα περνάγαμε μια νύχτα στην άγκυρα και παρ’ όλη την πείρα μας, αισθανόμασταν λίγο ανήσυχοι ως προς την ποιότητα του βυθού και την τυχόν ύπαρξη τάπητος φυκιών κελπ, καθώς κλυδωνιζόταν η αρματωσιά με τις απότομες σπιλιάδες. Φυσικά, δεν υπήρχε περίπτωση να ρίξω μια ερευνητική βουτιά παρέα με τις παιχνιδιάρικες φώκιες και τους πιγκουΐνους στο παγωμένο νερό. Ξημερώματα μειώθηκε σαφώς η ένταση του σορόκου και με την επιβεβαίωση από την τοπική μετεωρολογική υπηρεσία ότι δεν προβλεπόταν να ξεπεράσει τους 30 κόμβους, σαλπάραμε για το τελευταίο σκέλος της νοτιοαφρικάνικης κρουαζιέρας μας, το Κέϊπ Τάουν. Δευτερόπρυμα ανοιχτήκαμε ταχύτατα και σε λίγο μάς αγκάλιασε η τεράστια ωκεάνια ρεστία. Χωρίς υπερβολή, τα κύματα πλησίαζαν τα έξι μέτρα. Σερφάροντας τις υδάτινες πλαγιές, πολλές φορές αντηνέμωναν τα πανιά, όταν φτάναμε στο βαθύτερο σημείο των θαλασσίων κοιλάδων.
Νωρίς το απόγευμα παραλλάξαμε το άλλο ορόσημο της ιστιοπλοϊκής μας «καριέρας», το επιβλητικό Ακρωτήριο της Καλής Ελπίδας. Τυλιγμένο μέσα σ’ ένα μυστηριώδες αιθέριο πέπλο από το θαλάσσιο πιτσίλισμα με τους τρελούς στροβιλισμούς, το ακρωτήριο αυτό ενώνει τον ωκεανό με τα σύννεφα. Η νυχτερινή μας άφιξη αποτέλεσε και την προειδοποίηση ότι το ταξίδι μας έφτανε στο τέλος του. Έτσι γευτήκαμε αργά τη μαγεία της άφιξης σ’ ένα μυθικό ξένο τόπο. Ευσυνείδητα αναγνωρίζαμε ότι για τελευταία φορά ζούσαμε το μεθυστικό «κολομβιανό» συναίσθημα της ανακάλυψης, όπου με το κέντρισμα του πόθου για τη στεριά συγκρούονται μύθος και πραγματικότητα. Νυχτιάτικα μεθορμίσαμε υποδειγματικά, ψιθυρίζοντας παραγγέλματα της παραβολής στον ντόκο του ναυτικού ομίλου.
Επί ένα δεκαπενθήμερο αλωνίσαμε την αρχαιότερη πόλη της χώρας, με το σχεδόν μεσογειακό της κλίμα, τη βαβυλώνια παράδοση ανάμειξης πολιτισμών, τους αμπελώνες, τα κλασικά κτίρια, την ιδιοφυή μουσική της σκηνή, με φόντο τα συναρπαστικά σκηνικά πράσινων βουνών και θάλασσας. Φυσικά, δεν έλειπαν τα παρατράγουδα, όπως οι απέραντες εκτάσεις μαχαλάδων, οι κάμποι της απελπισίας όπου στοιβάζονται μέσα σε παράγκες και στα σκουπίδια εκατομμύρια ανθρώπων, περιμένοντας μάταια τα οφέλη που τους υποσχέθηκαν η αλλαγή καθεστώτος και η άφιξη στην εξουσία του ήρωα Νέλσον Μαντέλα.
Διανύσαμε πάμπολλα χιλιόμετρα από τα τελωνεία στα μουσεία, από τα τζαζ-μπαράκια στα σούπερ μάρκετ, από τη βιομηχανική περιφέρεια ως τα πολυτελή παραθαλάσσια προάστια, πότε για αναψυχή, πότε για δουλειές του σκάφους, γευόμενοι πάντα την κοσμοπολίτικη ατμόσφαιρα αυτής της εξωτικής χώρας. Αδιάφορο πάτημα των Πορτογάλων προς τον Ινδικό ωκεανό, ύστερα ναυτιλιακό προπύργιο της ολλανδικής θαλάσσιας αυτοκρατορίας και γρήγορα βολικός σταθμός ανεφοδιασμού στην καραβογραμμή Ινδονησίας-Ευρώπης. Οι θρησκευτικοί πόλεμοι, έχοντας καταλύσει τη μικρή Ολλανδία, οδήγησαν χιλιάδες καλβινιστές πρόσφυγες από Γερμανία και Γαλλία προς την αφρικανική «δυσμενή μετάθεση» για να καλλιεργήσουν τα ευρωπαϊκά προϊόντα (ιδίως αμπέλια), που αναζητούσαν τόσο οι αποικίες αλλά και τα εξασθενημένα πληρώματα των ποντοπόρων πλοίων. Οι νομάδες αυτόχθονες που αντιστάθηκαν στην ολοένα μεγαλύτερη αποίκηση εξοντώθηκαν, ενώ προστέθηκαν στον υποτελή πληθυσμό της παροικίας σκλάβοι και πολιτικοί κρατούμενοι από τη Νοτιοανατολική Ασία. Η Εταιρεία των Ανατολικών Ινδιών διαχειριζόταν το καραβοστάσι και τις υπηρεσίες ανεφοδιασμού χωρίς να ενδιαφερθεί για την αχανή και εμπορικά άκαρπη ενδοχώρα όπου ολοένα διέφευγαν «περιθωριακοί» Ευρωπαίοι. Οι τελευταίες λίγες γενιές αποκόπηκαν πλήρως πολιτισμικά. Παράλληλα με τον παραδοσιακά αυστηρό προτεσταντισμό τους αγκάλιασαν και ένα modus vivendi παραδόξως εφάμιλλο με αυτό των αφρικανικών ημινομαδικών φυλών, που κι αυτές συνέκλιναν προς τις κεντρικές πεδιάδες, με τον επακόλουθο ανταγωνισμό και τις αιματηρές σύγκρουσης. Συγχρόνως, στην παρυφή του εύφορου Κάπστατ αναπτυσσόταν μια κοινωνία μιγάδων, ιθαγενών, Ινδονήσιων, Αφρικανών και Ευρωπαίων, σχηματίζοντας την εργατική τάξη που ανθούσε υπό το αδιάφορο βλέμμα των Ολλανδών εμποροαριστοκρατών. Οι ναπολεόντειοι πόλεμοι έφεραν τους Εγγλέζους στα ηνία της μικρής αποικίας, οπότε και το Κέιπ Τάουν προστέθηκε στη συλλογή προπυργίων της βρετανικής αυτοκρατορίας με ρόλο αναβαθμισμένο, μόλις ανακαλύφθηκαν ο χρυσός και τα διαμάντια του Χίντερλαντ.
Ο 20ός αιώνας έφερε τον οργανωμένο ρατσισμό, με κορύφωμα το εγκληματικό απαρτχάιντ, απομονώνοντας κι άλλο τη μοναδικότητα του πολιτισμού των «μιγάδων» (όπως αποκαλούνται), δίνοντάς τους μια ασυνήθιστη μορφή γηγενούς πολιτισμού με καταπληκτικές ικανότητες στις τέχνες, χαρίζοντας συνάμα στην περιοχή του ακρωτηρίου το ιδιαίτερό του χρώμα.
Ο κόλπος με τη φυσική του προστασία στους καλοκαιρινούς επικρατούντες σορόκους μάς υπενθύμιζε καθημερινά ότι σε λίγο θα αναχωρούσαμε για το ατλαντικό μας σεριάνι. Περίπου 6.000 ν.μ. μάς χώριζαν από το ευρωπαϊκό Αρχιπέλαγος των Αζορών, 60 μέρες περίπου στο πέλαγος, μακριά από κάθε δυνατότητα υποστήριξης.
Υπήρχε το αλίμενο νησί της Αγίας Ελένης στη μέση του νότιου Ατλαντικού, αλλά πέρα από νερό ξέραμε ότι δεν είχε τίποτ’ άλλο να προσφέρει. Ελέγχαμε τα πάντα και με ατέλειωτα τσεκ λιστ προσπαθούσαμε να προβλέψουμε τα πάντα, από φάρμακα έως λάμπες κι από τα γατο-εμβόλια μέχρι φρέσκες αστρονομικές εφημερίδες. Κύριό μας όπλο φυσικά δεν ήταν τόσο η απεριόριστη προμήθεια ανταλλακτικών όσο η ικανότητά μας ν’ αντεπεξέλθουμε σε τυχόν αβαρίες με κατάλληλα υλικά και τεχνογνωσία. Στο μέτωπο της τροφοδοσίας επισκεφθήκαμε τα σούπερ μάρκετ, αυτούς τους σύγχρονους καταναλωτικούς ναούς, αναζητώντας ευκαιρίες και συγκρίνοντας τιμές. Λόγω του κατά πολύ υποτιμημένου ραντ, τα τυποποιημένα προϊόντα διατροφής κόστιζαν το ένα τρίτο σε σχέση με την Ευρώπη, οπότε, σκεφτόμενοι και την επιστροφή στην ακριβή Μεσόγειο, ψωνίσαμε σχεδόν για ένα εξάμηνο, βυθίζοντας κι άλλο την ίσαλο. Τελευταίο μας μέλημα, μόλις φάνηκε να εδραιώνεται ένας ασθενής αντικυκλώνας (εγγύηση ήπιων αληγών), ήταν να παραγγείλουμε από τον γειτονικό μανάβη φρέσκα λαχανικά κι αυγά που να μην έχουν ούτε πλυθεί ούτε γνωρίσει ψυγείο — η δοκιμασμένη λύση για τη μακρά ατμοσφαιρική συντήρηση φρέσκων τροφίμων.
Μελετώντας το χάρτη του ωκεανού, μαζί με τα στατιστικά στοιχεία που είχαμε στη διάθεσή μας, η επιλογή της πορείας στηριζόταν στη θέση των τριών κύριων μετεωρολογικών στοιχείων του κεντρικού Ατλαντικού: ο αντικυκλώνας της Αγίας Ελένης, αυτός των Αζορών και η μεταξύ τους διαχωριστική γραμμή, η περιβόητη «Διατροπική Ζώνη Σύγκλισης» (ΙΤCΖ). Προς την ζώνη αυτή φυσούν οι εκατέρωθεν αληγείς. Υπολογίζοντας 3.200 ν.μ. πρύμα στο νότιο ημισφαίριο και 2.500 ν.μ. όρτσα στο βόρειο, θα παρεκκλίναμε μεν από τη θεωρητικά κοντύτερη ευθεία, αλλά θα αποφεύγαμε την πλατύτερη ζώνη ταραχών στον Ισημερινό και μια οξύτερη πορεία προς τις στρατηγικές Αζόρες.
20/3: Συννεφιά και βαριά καρδιά. Συμπληρώνουμε για τελευταία φορά τα ντεπόζιτα νερού κι αποχαιρετούμε τους φίλους του ναυτικού ομίλου, που ήρθαν να μας λύσουν τους κάβους. Μ’ ένα τακ απομακρυνόμαστε από τις ξέρες κι ανοιγόμαστε. Πλαγιοδρομώντας τον μέτριο γαρμπή, πετυχαίνουμε ικανοποιητική ταχύτητα, επιτρέποντας συγχρόνως την χρήση του ανεμοτίμονου.
Το χαρακτηριστικό πεπλατυσμένο όρος του Κέϊπ Τάουν ξεκαπελώθηκε σαν χαιρετισμός, ενώ οι φώκιες έβγαζαν τη σκυλίσια μουτσούνα τους από την γκρίζα επιφάνεια λες και τους κάναμε έκπληξη. Η πρώτη νύχτα απαιτεί συγκέντρωση λόγω της διαγώνιας ρότας μας προς τις δύο καραβογραμμές (ακτοπλοϊκή και ωκεανοπλοϊκή) που παραλλάσσουν το ακρωτήριο.
Τελευταία διόπτευση της Αφρικής.
21/3: Πυκνές νεφώσεις, φουσκοθαλασσιά και λιγοστός αέρας. Συμπεριλαμβανομένης και της γάτας, το πλήρωμα αρχίζει να μπαίνει στη ρουτίνα και να συνηθίζει στη μόνιμη κίνηση. Είμαστε πλέον μόνοι στο πέλαγος.
22/3: Πήραμε πορεία για την Αγία Ελένη. 1.515 ν.μ. με πορεία Δ.- ΒΔ., δηλαδή δώδεκα μέρες βόλτα. Έπειτα από τρεις μήνες είχαμε την πρώτη άμεση ραδιοεπαφή με τους ραδιοερασιτέχνες φίλους στην Ελλάδα. Σύντομη επαφή, γιατί η συννεφιά δεν επέτρεψε την πλήρη λειτουργία των φωτοβολταϊκών.
Παράλληλα με τον απαραίτητο ηλεκτρονικό αυτόματο πιλότο χρησιμοποιούμε τον ενεργοβόρο πομποδέκτη για τη λήψη μετεωρολογικών φαξ. Για δελτία καιρού και ειδήσεις διαθέτουμε ένα οικονομικό «τρανζίστορ» παγκόσμιας λήψης.
23/3: Συννεφιά και σορόκος λιγοστός. Κάπως ήρεμη η θάλασσα και βιράρουμε για λίγο το μπαλόνι. Κατόπιν πάλι φρεσκάρει, σταυρώνουμε τζένοες κι αρχίζει η «μεγάλη τσουλήθρα» των αληγών.
24/3: Ανεβοκατεβαίνουμε τη ρεστία μεταξύ γκρίζου πελάγους και ουρανού. Απελευθερωμένοι από τις κακές συνήθειες της στεριάς, βυθίζεται αργά μέσα μας η χαρά της μοναξιάς. Το σκαφάκι μας τρέχει ασταμάτητα και υπάκουα, ενώ η γάστρα κελαρύζει το καθησυχαστικό της άσμα.
25/3: Κρεμάσαμε δυο συρτές αρματωμένες με λαστιχένια καλαμάρια, το ένα πράσινο και το άλλο γαλάζιο. Αμέσως αναλαμβάνει βάρδια επιτήρησης η βαριεστημένη γάτα. Το απόγευμα, κεραυνός εν αιθρία, κόβονται τα πριτσίνια της μάπας που συγκρατεί ένα από τα σπινακόξυλα στο άλμπουρο, χωρίς όμως περαιτέρω ζημιές. Λίγο αργότερα η βλάβη αποκαταστάθηκε.
26-27/3: Ρουτίνα. Μοναχικά άλμπατρος και πετρέλ έρχονται κι αυτά να ελέγξουν τις άκαρπες συρτές. Τις δυο τελευταίες μέρες πετύχαμε 145 ν.μ. χωρίς καμιά προσπάθεια.
28/3: Μεσάνυχτα περάσαμε τη νοητή γραμμή του Τροπικού του Αιγόκερου. Τα αυστηρά άλμπατρος εξαφανίστηκαν, τα αντικατέστησε  ένα «φαίθων», το λευκό τροπικό θαλασσοπούλι με τη μακριά, άσπρη ουρά.
29/3: Εξασθενίζουν οι αληγείς και για πρώτη φορά από το Κέϊπ Τάουν λιαζόμαστε στο κόκπιτ, χαιρόμενοι την μπαλονάδα. Μ’ έναν ξαφνικό γδούπο σκάει το ράουλο του μπαλονομάνταρου. Σώζουμε το πανί και αρχίζουμε να σχεδιάζουμε πατέντες. Λίγο αργότερα, καταβροχθίζοντας μια γιορταστική φασολάδα, περνάμε τον Μεσημβρινό του Γκρίνουιτς.
30/3: Η αίθρια και ομαλή ρεστία μάς ενθαρρύνει να δοκιμάσουμε την αναρρίχηση στο άλμπουρο και την αντικατάσταση της τροχαλίας. Παρά το εντυπωσιακό μπότζι η επιχείρηση πετυχαίνει. Ο Αίολος όμως φαίνεται ν’ ακολουθεί τον νόμο του Μέρφυ, καθώς φρεσκάρει, αμέσως, αποκλείοντας έτσι την χρήση του μπαλονιού!
31/3-1/4: Στην παρυφή του αντικυκλώνα δεχόμαστε εναλλαγές αιθρίας και μπουρινιών, αλλά χάρη στο σταθερό τράβηγμα από τις δύο σταυρωμένες τζένοες προχωρούμε ακάθεκτοι, χωρίς παρατράγουδα. Εμπνευσμένη από το «σελφ σέρβις» των χελιδονόψαρων που προσγειώνονται στο κατάστρωμα, η γάτα μας αποφασίζει να ξεσκίσει και το τσουβάλι ξηράς γατοτροφής!
2/4: Ξημερώματα. Την ώρα που έψαχνα αριστερά μας τα ηφαιστειογενή όρη της Αγίας Ελένης, πιάνεται ένας μικρός κυνηγός στη συρτή. Μέχρι να τον λεβάρω και να τον φιλετάρω, υλοποιήθηκαν οι καστανές κρημνώδεις ακτές. Η Άννα Μαρία επισημαίνει τη διαφορά με τα προηγούμενα ταξίδια, όταν εξαρτιόμασταν από την ακριβή χρήση του εξάντα για να φτάσουμε στον προορισμό μας. Στην εποχή των δορυφόρων και του GPS προφανώς και οι πιο άναυτοι πετυχαίνουν τον στόχο τους! Καβατζάροντας το βόρειο άκρο του μικρού νησιού, που έχει το μέγεθος της Αίγινας, συμπληρώσαμε δεκατρείς μέρες και με τον έντονο πειρασμό των στεριανών ηδονών συζητήσαμε αν και γιατί θα έπρεπε να σταματήσουμε. Τελικά, στον αντίλογο κερδίζει το επιχείρημα του νερού. Καταναλώσαμε 80 λίτρα νερού και θα ’ταν σωστό να τα αναπληρώσουμε πριν ανοιχτούμε για τις μακρινές Αζόρες, οπότε παρεκκλίνουμε ορτσάροντας προς το ανοιχτό αγκυροβόλιο της ράδας του Τζέϊμς Τάουν.
Μια βρετανική σημαία κυματίζει πάνω από το οχυρωμένο λευκό προεδρείο της σκάλας. Καλωσήρθατε στην αποικία της Αγίας Ελένης, μας απαγγέλλει ο τελώνης από τη λάντζα που υποδεικνύει το αγκυροβόλιο με φόντο τη χαράδρα και τα μαύρα βότσαλα. Σε λίγα λεπτά πρατικάραμε σε μια από τις τελευταίες βρετανικές αποικίες. Κατά τον τελώνη, οι κάτοικοι, απόγονοι Αφρικανών και Ινδών σκλάβων, αποζητούν την ένταξη των μικρού νησιού στην Ευρώπη.
Στο νησί αυτό, το άκρον άωτον της άγονης γραμμής, αλίμενο, χωρίς αεροδρόμιο και σε απόσταση δύο χιλιάδων χιλιομέτρων από την πλησιέστερη στεριά, οι τρεις χιλιάδες κάτοικοι επιζούν με ό,τι τρυγούν από το ισχνό οροπέδιο και τις λίγες ώρες που αφιερώνουν όλοι στο δημόσιο. Όπως επιβεβαιώσαμε κατά την πενθήμερη παραμονή μας, χωρίς τις πενιχρές επιδοτήσεις από το Ηνωμένο Βασίλειο οι κάτοικοι θα είχαν πεθάνει από ασιτία. Την κουκκίδα αυτή στη μέση του ωκεανού την επισκέπτεται μια φορά το μήνα το «βασιλικό ποστάλι», που μελαγχολικά υποδέχονται οι κάτοικοι. Οι Βρετανοί υπήκοοι χρειάζονται βίζες για να επισκεφθούν την Αγγλία και στην ουσία παραμένουν φυλακισμένοι όπως ο Ναπολέων που εξορίστηκε εδώ ως το θάνατό του.
Εκτός από τους ορειβατικούς περιπάτους και τις βραδινές επισκέψεις στα παμπ, το νησάκι δεν μας προσέφερε πολλά, αντίθετα μας τρέλανε το ασταμάτητο μπότζι που σάρωνε τα πάντα και μας ανάγκαζε να κοιμηθούμε εγκάρσια στην πλωριά κουκέτα της «Καλλίπυγου». Έτσι ήταν επόμενο να συμπληρώσουμε βιαστικά νερό και υγραέριο, να προμηθευτούμε κάποια λίγα κηπευτικά από τους αγρότες και να επιταχύνουμε τις διαδικασίες του απόπλου.
8/4: Σαλπάρουμε τα ξημερώματα, τεντώνοντας τα πανιά για να προλάβουμε το τρένο των αληγών. Υπάκουα το σκαφάκι ξαναπαίρνει το σταθερό ρυθμό του με τις χαρακτηριστικές απαλές κινήσεις του στα πρύμα. Το μεσημέρι, η Αγία Ελένη χάθηκε στα απόνερα κι αποτελεί μόνο μια ονειρική ανάμνηση. Πάντως, ο σταθμός αποδείχθηκε βολικός, αφού παρεκκλίναμε μόλις 5 μίλια από την αρχική μας πορεία. Τώρα καταλαβαίνουμε πόσο χρήσιμο ήταν στις νηοπομπές της Βρετανικής Εταιρείας των Ανατολικών Ινδιών που εφοδιάζονταν εδώ με νερό και φρέσκα φρούτα, πριν αντιμετωπίσουν τις αβέβαιες συνθήκες του Ισημερινού.
Στοχεύοντας ν’ αλλάξουμε ημισφαίριο γύρω στον 25ο Μεσημβρινό, υπολογίζουμε 1.500 ν.μ. ακόμα με γρήγορα πρύμα ή μια δεκαριά μέρες αναπαυτικής πλεύσης. Μετά; θα δούμε... Λογικά το εύρος της ζώνης σύγκλισης δεν πρέπει να ξεπερνάει τα 300 ν.μ. για τα οποία σε περίπτωση άπνοιας διαθέτουμε υπεραρκετά καύσιμα. Οι πρώτες δέκα μέρες περνούν ομαλά, χωρίς ιδιαίτερα συμβάντα. Κάνουμε ελάχιστες ρυθμίσεις στα πανιά, ο καιρός διατηρείται συνεχώς αίθριος, με σταθερό σορόκο 4 μποφόρ, κοιμόμαστε επαρκώς και χαιρόμαστε γεύματα εμπλουτισμένα από τα πελαγίσια ψάρια που επισκέπτονται συστηματικά τις συρτές μας. Ιδιαίτερα χαιρόμαστε τις γλυκές τροπικές βραδιές, όπου μ’ ένα ποτηράκι κρασί στο χέρι απολαμβάνουμε την ξαστεριά και το σπάνιο θέαμα ενός κομήτη στη δύση, παρατηρώντας την αργή βύθιση του Σταυρού και την ανάλογη ανάδυση της Μεγάλης Άρκτου.
19/4: Ο καιρός συνοφρυώθηκε και πύκνωσαν τα μπουρίνια, μεταβάλλοντας έντονα την ταχύτητα και την κατεύθυνση του ανέμου. Αναγκαζόμαστε σε συχνές επεμβάσεις στα πανιά. Το βαρόμετρο πατώνει σταθερά, επιβεβαιώνοντας τη διαπλάτυνση του τροπικού μετώπου. Μεσάνυχτα διασχίζουμε τη νοητή γραμμή του Ισημερινού.
20-21-22/4: Οι συνθήκες έχουν γίνει δυσάρεστες. Επικρατεί αφόρητη ζέστη και τρομακτικές καταιγίδες με ισχυρότατες σπιλιάδες από το γρέγο. Όποτε επικρατεί άπνοια, δεν διστάζουμε να χρησιμοποιήσουμε τη μηχανή για να βγούμε το γρηγορότερο από την ταραγμένη ζώνη. Τουλάχιστον προχωράμε βόρεια και οι νεροποντές μάς επέτρεψαν να περισυλλέξουμε άφθονο νερό. Περιττό να πω πόσο λίγο κοιμηθήκαμε τελευταία.
23/4:16η μέρα. Μια ιδιαίτερα περιποιημένη μετωπική καταιγίδα, ξεπερνώντας τους σαράντα κόμβους, ξεσήκωσε έναν απελπιστικά χαώδη κυματισμό, αναγκάζοντάς μας σε μια τρίωρη αντιμονή με φλόκο θυέλλης και τέσσερις μούδες. Μεγάλες γαλακτερές κηλίδες πλαγκτόν αντικατοπτρίζουν τις οριζόντιες ηλεκτρικές εκκενώσεις που συνδέουν το φαντασμαγορικό δειγματολόγιο νεφώσεων, το οποίο θα κοσμούσε οποιοδήποτε σοβαρό μετεωρολογικό γραφείο. Μετά το βίαιο ξέσπασμα ακολουθεί μια νωχελική γκρίζα αυγή, ο κυματισμός ηρεμεί και σταδιακά ξυπνάει ο γρέγος. Επιτέλους, οι πολυπόθητοι αληγείς μάς καλωσορίζουν στο βόρειο ημισφαίριο. Τους καλοδεχόμαστε με όρτσα, 20° κλίση και με κάθε δεύτερο κύμα να σαρώνει την κουβέρτα. Το νερό είναι αρκετά χλιαρό για να τ’ αψηφούμε γυμνοί στις αλλαγές πανιών, αλλά μας αναγκάζει να κλείσουμε όλα τα φινιστρίνια. Ταξιδεύουμε πλέον δεξίνεμοι, το ανεμοτίμονο κρατάει ακούραστα ακριβώς 40 μοίρες γωνία προς το φαινόμενο άνεμο. Αυτή η γρήγορη πορεία, όχι υπερβολικά κλειστή, μας οδηγεί 300 ν.μ. περίπου δυτικά από τα νησιά του Πράσινου Ακρωτηρίου.
24/4: Αν και ηπιότερα τα μπουρίνια συνεχίζουν, δεν ξέρουμε όμως για πόσο ακόμα, διότι βρισκόμαστε σε μια περιοχή με ανεπαρκή μετεωρολογική κάλυψη! Σταδιακά συνηθίζουμε στο μόνιμο κουπαστάρισμα. Ύπνος, φαΐ, ναυτιλία, ραδιοεπαφές, δουλειά στην κουβέρτα παραμένουν στο ημερήσιο πρόγραμμα. Το μόνο που αρχίσαμε να βαριόμαστε είναι η... λαχανοσαλάτα!
26/4: Έπειτα από 18 μέρες ταξίδι καταγράψαμε 12 αυγά, 3 μήλα, 4 πορτοκάλια, 12 λεμόνια, 1 αγγούρι, 3 ντομάτες, 2 κολοκύθες, 2  καρότα, 1/2 λάχανο (ευτυχώς!), 3 σκόρδα, 5 κιλά πατάτες και 3 κιλά κρεμμύδια. Αρκετές προμήθειες για 15 μέρες, ενώ τα απομείναντα 200 λίτρα νερού φτάνουν για ένα μήνα. Οι πολυπόθητες Αζόρες βρίσκονται μόλις 1.700 ν.μ. μπροστά μας! Για πρώτη φορά μετά την Αγία Ελένη συναντούμε ένα μοναχικό βαπόρι.
1/5: Στίγμα 20°β., 33°Δ. Αφήνουμε σταδιακά τους τροπικούς, ο άνεμος εξασθενεί και σιγοντάρει, η θερμοκρασία πέφτει. Η γαλανόλευκη σαφήνεια των μικρών σωρειτών μεταβλήθηκε σ’ ένα γκριζωπό ουράνιο τέλμα. Οι ραδιοερασιτέχνες φίλοι μας στην Ελλάδα αρχίζουν να δυσπιστούν. Πώς δεν φτάσαμε ακόμα;
7/5: Στίγμα 30°Β., 31 °Δ. Ακολουθούμε πλέον βορειοανατολική πορεία. Όπως αναμενόταν, οι άνεμοι στράφηκαν βορειοδυτικοί και απέμειναν μόλις 500 ν.μ. Ύστερα από 14 μέρες όρτσα ο δρόμος άρχισε να μας φαίνεται μικρός. Φυσικά οι βάρδιες γίνονται πλέον με νιτσεράδες και η κουκέτα χρειάζεται κουβέρτα. Συναντάμε όλο και πιο πολλά πλαστικά σκουπίδια στη θάλασσα — πλησιάζει η Ευρώπη και ο πολιτισμός της.
Πλέουμε αριστερίνεμοι, ανοιχτά όρτσα και με δυσπιστία βλέπουμε τα αριστερά έξαλα καλυμμένα από πράσινα «φύτρα». Όπως κάθε βδομάδα η Άννα Μαρία ζυμώνει 3 κιλά «μαύρο» ψωμί, γιορτή των αισθήσεων, επιπλέον μου αφήνει μια χούφτα ζυμάρι για μια πίτσα στο ζεστό φούρνο.
11/5: Μπουνάτσα και αναγκαίος βόμβος από τη μηχανή. Ο περιβόητος αντικυκλώνας των Αζορών άπλωσε τα πλοκάμια του. Τα καύσιμα δεν φτάνουν ως το Σαν Μιγέλ, αλλά ευελπιστούμε ότι θα βρεθεί κάποιο αεράκι για να βολευτούμε. Εν τω μεταξύ, η νυχτερινή θερμοκρασία φτάνει τους 16 βαθμούς. Κάνουμε ανασκαφές κάτω από την πρυμιά κουκέτα για να βγάλουμε τον θερμομονωτικό ρουχισμό μας.
13/5: Το βοριαδάκι έκανε τελικά την αναμενόμενη εμφάνισή του, αλλά πλησιάζουν ένα έντονο χαμηλό παρέα μ’ ένα κρύο μέτωπο. Καιρός να φτάσουμε. Πριν από την ανατολή φάνηκε η ανταύγεια της Πόντα Ντελγάδα, πρωτεύουσα των Αζορών, και η φωτεινή σκούπα του φάρου της. Με την ημέρα υλοποιούνται μπροστά μας οι μαύρες ηφαιστιογενείς πλαγιές του Σάο Μιγέλ. Ζυγώνοντας, παρατηρούμε τους κατάλευκους οικισμούς και τα παχιά πράσινα λιβάδια. Με έντονη συγκίνηση παραλλάσσουμε το μακρύ κυματοθραύστη του εμπορικού λιμένα. Διακρίνουμε τα ασπρόμαυρα μπαρόκ μέγαρα της παλιάς πόλης, με τις πορτογαλικές και ευρωπαϊκές σημαίες να ανεμίζουν νευρικά στις σπιλιάδες του μαΐστρου.
Έπειτα από 34 μέρες και 4.100 ν.μ. επιστρέψαμε στην Ευρώπη. Πλαγιοδετούμε στον ντόκο των Αρχών για το πρατικάρισμα. Οι έλεγχοι τηρούνται αυστηρά και ευγενικά (Σέγκεν γαρ), έχει χαθεί όμως η παροιμιώδης καλόβολη λουζιτανική φιλοξενία. Επιστροφή λοιπόν στην κρύα ευρωπαϊκή αποτελεσματικότητα. Παντού παρόντες υπολογιστές με έγχρωμες οθόνες, καθαριότητα άγνωστα καινούρια μοντέλα αυτοκινήτων, βρεθήκαμε ξαφνικά αντιμέτωποι με τον «πρώτο κόσμο». Λίγο αργότερα μεταφερόμαστε στην προβλήτα του ντόπιου ομίλου.
Το παράμερο Σαν Μιγέλ δεν γνωρίζει τη μεγάλη κοτερίσια κίνηση της Φαγιάλ, 200 ν.μ. βορειοδυτικότερα, και με την αλμυρή της εμφάνιση αμέσως η μικρή «Καλλίπυγος» κινεί το ενδιαφέρον των ντόπιων ιστιοπλόων.
-Από πού ήρθατε;
-Από το Κέϊπ Τάουν.
-Χριστός και Παναγιά, παραείσαστε ζουρλοί!
Το γέλιο σπάει τον πάγο, οι απορίες εκσφενδονίζονται, ακολουθούν οι απαντήσεις μας πάντα λίγο εικονοκλαστικά προβοκατόρικες, ακολουθεί μεσογειακός χαβαλές, οι νησιώτες παραμένουν νησιώτες, ιδίως όταν είναι απομονωμένοι στη μέση του πολυκύμαντου βόρειου Ατλαντικού. Κατά παράδοση ναυτικός λαός, οι Αζορινοί πληροφορούνται για επείγουσες ανάγκες από τυχόν βλάβες. Διαθέτουμε φυσικά ένα πηχυαίο κατάλογο εργασιών, αποκατάστασης μικροζημιών, συντήρησης και μοναδική επείγουσα αβαρία αποτελεί ένας διαβρωμένος καυστήρας στην κουζίνα, θέμα που κλείνει αμέσως με μια σύντομη επίσκεψη σ’ ένα γειτονικό σιδηρουργείο.
Νιώθαμε πάλι άνετα και οικεία. Το κύκνειο άσμα του επιτυχημένου πενταετούς μας περίπλου (και όχι Οδύσσειας, αφού ο ήρωας του Ομήρου σερνόταν από ναυάγιο σε καταστροφή) μας άφηνε να διαλυθούμε στον ετήσιο καταιγισμό των ευρωπαϊκών διακοπών, με την απλή ταύτιση των τρόπων ζωής. Μπορεί ένας Τσιγγάνος να ταυτιστεί μ’ ένα σκηνίτη; Θέμα φιλοσοφίας και επιλογών κι ο  Ροβινσόνας ένας ναυαγημένος έποικος που προσπαθούσε μανιωδώς να επιβάλει μεθοδολογία του κατεστημένου σε μια παρθένα φύση. Αναθυμιάσεις αρχετύπων και τι είμαστε τι κάνουμε, πού πηγαίνουμε; Τι προσκόμισε ο γύρος μας των ωκεανών; Μήπως μια τρύπα στο νερό; Επιστρέφουμε στον ίδιο φαύλο κόσμο της αναζήτησης, της μίμησης, του εντυπωσιασμού; Και, γιατί παρακαλώ όλα αυτά; Ποιο το όφελος; Μήπως η ηδονή της «επιτυχίας»; Ίσως.
Το να θέτεις ένα στόχο και να τον πετυχαίνεις αποτελεί ασφαλώς προσωπικό κατόρθωμα, αλλά τώρα, έχοντας έντεχνα αποφύγει υφάλους και λοιπές καταστροφές, κινδυνεύαμε να ναυαγήσουμε στη στεριά. Ασκητές και λωτοφάγοι, της ιστιοπλοΐας, πώς άραγε θα εισαχθούμε στις τσιμεντουπόλεις του νέφους και του άγχους, της ακοινωνησίας και των εντυπώσεων, των υλικών οραμάτων και των κωδικοποιημένων σχέσεων, εκεί όπου ενώνονται παραίσθηση και πραγματικότητα;
Στο σταυροδρόμι των Αζορών, εκεί όπου συναντούνται πέλαγος και πολιτισμός, παρ’ όλο το επιφανειακό μας νταραβέρι με τις καθημερινές και συνήθεις ασχολίες μάς υπονόμευε ο πειρασμός. Ισοδύναμα μας δελέαζαν η άνετη επιστροφή στη Μεσόγειο με το δυσανάγνωστο μέλλον, ταμπουρωμένοι, στις επάλξεις της στεριανής ζωής ή... στον ωκεάνιο νομαδισμό, συνέχεια της πελαγίσιας αναζήτησης, φιλοξενούμενοι του αμείλικτου υγρού στοιχείου.

ΕΠIΜΕΤΡΟ

Ο Γιώργος και η Άννα Μαρία έφυγαν σαν χθες, και σαν χθες τούς περιμέναμε στον ίδιο κόλπο να τους προϋπαντήσουμε με τον ίδιο τρόπο που τους αποχαιρετήσαμε. Τότε ήταν Ιανουάριος του 1992 και τώρα Οκτώβριος του 1997. Το τι έκαναν εκείνοι τόσα χρόνια το ξέραμε λίγο από τις ανταποκρίσεις στα περιοδικά, λίγο από τις κάρτες και τα γράμματα που έστελναν σε φίλους, λίγο από τους ραδιοερασιτέχνες που διατηρούσαν την επαφή. Τώρα ξέρουμε ακόμη περισσότερα χάρη σε τούτο εδώ το βιβλίο. Εμείς όμως τι κάναμε τόσα χρόνια; Πώς γεμίσαμε ασφυκτικά τις ημέρες, τις ώρες και τα δευτερόλεπτα ακόμη με πράγματα που σήμερα δεν θυμόμαστε; Πόσες στιγμές άραγε από τα πεντέμισι αυτά χρόνια αποτυπώθηκαν ανεξίτηλα στη μνήμη μας και πόσες θα άξιζε να τυπωθούν στο χαρτί;
Σε έναν κόσμο πλούσιο σε επιτεύγματα, εκκεντρικότητες και παλικαριές είναι εύκολο να παρεξηγηθεί το ταξίδι, εάν κανείς το ανακατέψει με την καθημερινή ειδησεογραφία. Ο Γιώργος και η Άννα Μαρία πάντως δεν έσπασαν κανένα ρεκόρ ταχύτητας, ούτε κατέκτησαν κάποιο βαρύτιμο έπαθλο σε διεθνείς αγώνες. Κανείς πάλι δεν θα μπορούσε να τους χαρακτηρίσει εκκεντρικούς, γιατί στις μέρες μας υπάρχουν χιλιάδες ζευγάρια, οικογένειες, παρέες και μοναχοί που ζουν σε σκάφη, ταξιδεύοντας άλλοι πιο κοντά και άλλοι πιο μακριά. Τέλος, δεν έκαναν καμιά παλικαριά, δεν δοκίμασαν το θάρρος και την αντοχή τους, απλώς τόλμησαν να αναχωρήσουν για το μεγάλο ταξίδι. Όσοι είναι ναυτικοί ή ξέρουν από θάλασσα γνωρίζουν βέβαια ότι δεν ήταν και μικρό κατόρθωμα το ταξίδι αυτό, ούτε εύκολα τα περάσματα και η παραμονή σε τόπους παροιμιώδεις για την αφιλοξενία τους και τους κακόφημους ναυτοφάγους. Και όσοι είναι ναυτικοί θα αναγνωρίσουν στον Γκρίτση τις υψηλότερες αρετές της ναυτοσύνης. Ωστόσο, πιο σημαντική κι από το κατόρθωμα είναι η στάση ζωής που προτείνει το πλήρωμα της «Καλλίπυγου».
Ο Γιώργος και η Άννα Μαρία έχουν ξεκάθαρη άποψη για τη ζωή και για το πώς πρέπει να τη ζει κανείς, μια άποψη που πηγάζει από το σεβασμό. Καταρχήν σέβονται τη Γη, όλη τη Γη, κι ο σεβασμός αυτός τους οδηγεί να την ταξιδεύσουν ευλαβικά, χωρίς να αφήνουν σπιθαμή που να μην προσκυνήσουν. Σέβονται τη φύση, γι’ αυτό κι εκείνη τους επιτρέπει να επιστρέφουν πάντα από τα ταξίδια τους. Σέβονται τους ανθρώπους, γι’ αυτό ακούν τις ιστορίες και τις συμβουλές όσων συναντούν στην πορεία τους. Εάν το καλοσκεφτεί κανείς, θα καταλάβει ότι αυτός ο σεβασμός τούς κάνει πιο ελεύθερους από εμάς τους υπόλοιπους.
Όταν βγήκαμε με τα σκάφη σημαιοστολισμένα μέχρι τις Φλέβες για να τους προϋπαντήσουμε, η «Καλλίπυγος» έλαμπε σαν να μην είχε περάσει μέρα από την αναχώρησή της. Κι ενώ το πλήρωμά της κουβαλούσε την αλμύρα και τον αέρα ενός περίπλου της Γης, εμείς νιώθαμε σαν να μην είχαμε ζήσει μέρα από την αναχώρησή της.

Φαίδων Ταμβακάκης