Rib and Sea

Το σωσίβιο, το quick stop και η ζώνη σώζουν ζωές

Πώς δεν κόπηκαν οι λέξεις...

Του Νίκου Δήμου.

1. Πώς κόπηκε ο Αριστοτέλης.

Πριν καν γεννηθεί το δεύτερο παιδί της οικογένειας Γεωργίου ονομαζόταν Ελένη – επειδή οι γονείς του ελπίζανε πως θα ήταν κορίτσι. Είχαν ήδη ένα γιο δύο ετών. Όταν ο γιατρός τους είπε πως θα είναι αγόρι, δεν είχαν έτοιμο όνομα. Είχαν όμως έτοιμο νονό, τον φίλο τους κύριο Αριστόξενο που ήταν πρύτανης στο πανεπιστήμιο – και είχε ζητήσει να βαφτίσει το νέο απόκτημα της οικογένειας.

Ο νονός, σοφός καθηγητής της φιλοσοφίας, είχε μανία με τους αρχαίους φιλοσόφους – ιδιαίτερα με τον Αριστοτέλη. Όταν λοιπόν οι Γεωργίου του μίλησαν για τον δεύτερο γιο τους, αυτός είπε αμέσως: «Θα του δώσω ένα δοξασμένο όνομα! Θα τον ονομάσω Αριστοτέλη!».

 

Οι γονείς στραβομουτσούνιασαν λιγάκι. Η κυρία Σοφία περίμενε να έρθει η σειρά του πατέρα της που τον έλεγαν Γιάννη, μια και ο πρώτος της γιος είχε βαφτιστεί Γιώργος – το όνομα του άλλου παππού. Αλλά ο σοφός καθηγητής ήταν ανένδοτος: «Αριστοτέλης! Δεν υπήρξε μεγαλύτερο μυαλό στην ιστορία του ανθρώπου!». Έτσι βαφτίστηκε ο ήρωας της ιστορίας μας.

Οι γονείς του αποφάσισαν πως το Αριστοτέλης ήταν κάπως μεγάλο όνομα για ένα μικρό παιδάκι. Αποφάσισαν να το κόψουν. Έφυγε το Αριστο κι έμεινε το Τέλης. Ο Τέλης ήταν τότε πολύ μικρός ακόμα και δεν κατάλαβε την αλλαγή. Έμαθε από την αρχή πως το όνομά του ήταν Τέλης.

Όταν όμως πήγε στο νηπιαγωγείο, η δασκάλα διάβασε τον κατάλογο και φώναξε: «Αριστοτέλης Γεωργίου!» Κανείς δεν σάλεψε. «Ποιος είναι ο Αριστοτέλης;» ξαναρώτησε η δασκάλα. Ένα-ένα τα παιδάκια έλεγαν «δεν είμαι εγώ», μέχρι που έμεινε ο Τέλης. «Εσένα πώς σε λένε;» ρώτησε η δασκάλα. «Τέλης Γεωργίου» απάντησε ο φίλος μας. «Ε, τότε εσύ είσαι ο Αριστοτέλης!», είπε η δασκάλα.

Γυρίζοντας στο σπίτι ο Τέλης ρώτησε την μαμά του: «Εγώ είμαι ο Αριστοτέλης;» Η μητέρα του εξήγησε πως δεν έχει διαφορά – Τέλης και Αριστοτέλης είναι το ίδιο. Μόνο που είναι πιο εύκολο και πιο γρήγορο να χρησιμοποιούμε την μικρότερη λέξη. Έτσι κι αλλιώς και με το «Τέλης» όλοι καταλαβαίνουν «Αριστοτέλης».

Την άλλη μέρα ο Τέλης είδε από το παράθυρο ένα ελικόπτερο να περνάει στον ουρανό. «Κόπτερο!» είπε στην μαμά του. «Όχι κόπτερο – ελικόπτερο» τον διόρθωσε η μητέρα. «Μα γιατί;» διαμαρτυρήθηκε ο μικρός. «Έτσι κι αλλιώς και με το ‘κόπτερο’ όλοι καταλαβαίνουν ‘ελικόπτερο’».

Από εκείνη την ημέρα ο Τέλης άρχισε να κόβει τις λέξεις. Κάτι σαν παιχνίδι που άλλαξε αρκετά πράγματα στην ζωή του.

2. Ονόματα και λέξεις.

«Θέλω ένα ρίκοκο», είπε ο Τέλης. «Βερίκοκο», τον διόρθωσε η μητέρα. «Αφού κατάλαβες τι θέλω!» διαμαρτυρήθηκε ο Τέλης.

«Κοίτα, είναι όπως με τα ονόματα. Στο σχολείο έχουμε ένα αγόρι που το λένε Κωνσταντίνο και όλοι τον φωνάζουν Ντίνο. Έναν Αντώνη που τον ονομάζουν Τώνη. Κι άμα φωνάξω: ‘Άκης!’ θα έρθει ο Θανασάκης. Γιατί αυτό που γίνεται με τα ονόματα να μην γίνεται και με τα πράγματα;»

«Διότι», είπε ο μπαμπάς, που μέχρι τότε δεν είχε μιλήσει, «άμα πεις θέλω μία μάτα δεν θα ξέρουμε αν θέλεις ντομάτα ή γαλανομάτα». «Θα ξέρετε», απάντησε ο Τέλης. «Αν κάθομαι στο τραπέζι και πω μάτα θα καταλάβετε πως θέλω σαλάτα ντομάτα – και όχι γαλανομάτα».

Έτσι ο Τέλης συνέχισε το παιχνίδι του με τις λέξεις. Τα Χριστούγεννα ζητούσε ένα «κάρουνο» και «μπιέ» - και φυσικά όλοι καταλάβαιναν τι ήθελε. Πήγαινε «ρίπατο» με τον σκύλο της οικογένειας που ήταν «κόσκυλο». Υποστήριζε φανατικά τον «μπιακό» και του άρεσε να παίζει «νόπολυ».

Βέβαια, όταν προχώρησε στο Δημοτικό, βρήκε λίγο τον μπελά του όταν είπε ότι πρωτεύουσα της Δανίας είναι η Χάγη – γιατί αυτή είναι βέβαια η μισή Κοπεγχάγη, αλλά είναι μαζί και πόλη της Ολλανδίας.

Πάντως όλοι ήξεραν που πήγε στις διακοπές του, όταν τους είπε ότι επισκέφθηκαν τρεις πρωτεύουσες: Ρίσι, Δίνο και Λίνο.

Στην ιστορία έκανε τις μεγαλύτερες περικοπές. Είχαν και κάτι τεράστια ονόματα αυτοί οι παλιοί βασιλιάδες! Όμως, όταν έκοψε τον Αρταξέρξη του βγήκε ο Ξέρξης που ήταν άλλος. Αλλά πως μπορούσε να μην μικρύνει τον Ναβουχοδονόσορα! Ακόμα και ο Βέρντι τον έκανε Ναμπούκο.

3. Η γάτα Ρα.

Ο Τέλης έμενε στο ισόγειο μίας μικρής πολυκατοικίας (είχε μόνο τέσσερα διαμερίσματα σε τέσσερα πατώματα). «Παλιά έκαναν τέτοιες, πιο ανθρώπινες, πολυκατοικίες» έλεγε ο πατέρας. Γύρω τους οι άλλες ήταν τεράστιες, με επτά ορόφους και ρετιρέ.

Πίσω το σπίτι έβλεπε σε έναν ανοιχτό χώρο. Μπορούσες να τον πεις μεγάλο φωταγωγό ή μικρό κήπο. Είχε τρία δέντρα, λίγο γκαζόν και την άνοιξη μερικά λουλούδια. Εκεί είχε εμφανιστεί τελευταία μία μικρή αλλά πολύ πονηρή τρίχρωμη γάτα.

Ο πατέρας του Τέλη την ονόμασε Ρα, σύμφωνα με τον Αιγύπτιο θεό του ήλιου. «Και διότι στην αρχαία Αίγυπτο λάτρευαν τις γάτες σαν θεές – και για να δω πως θα κόψει ο Τέλης αυτό το όνομα» είπε γελώντας στην γυναίκα του.

Ο Τέλης δεν έκοψε το όνομα. Αγάπησε πολύ την γάτα γιατί ήταν όμορφη, κομψή και παιχνιδιάρα. Η παρουσία της εκνεύριζε πολύ το λυκόσκυλο που την γάβγιζε και την κυνηγούσε – αλλά χωρίς ελπίδα να την πιάσει, γιατί η Ρα …πετούσε.

Πραγματικά ήταν πάντοτε στα ψηλά: είτε καθόταν στο πρεβάζι του παραθύρου, είτε, όταν έμπαινε στο σπίτι (και ο Τέλης της άνοιγε συχνά) πήδαγε από ράφι σε ράφι, κούρνιαζε επάνω στις ντουλάπες ή στον ψηλό μπουφέ, ενώ ο σκύλος την κοιτούσε από κάτω γρυλίζοντας. Τον σκύλο τον έλεγαν Στραβίνσκι. Και διότι η μαμά του Τέλη, που έπαιζε πιάνο, αγαπούσε πολύ αυτόν τον μουσικοσυνθέτη αλλά και γιατί ήταν λίγο αλλήθωρος (και ο μπαμπάς, που είχε χιούμορ, διάλεξε αυτόν τον συνθέτη, αντί για τον Μπετόβεν). Φυσικά ο Τέλης τον φώναζε ‘Βίνσκι’.

Σιγά-σιγά ο Στραβίνσκι συνήθισε την Ρα – ή μάλλον, την πήρε απόφαση. Όταν ο Τέλης μελετούσε τα μαθήματά του, η Ρα ξάπλωνε επάνω στην οθόνη του κομπιούτερ (της άρεσε εκεί γιατί έβγαινε ζέστη – ήταν και ασφαλής) ενώ ο Στραβίνσκι κουλουριαζόταν στα πόδια του.

4. Τα κομμένα Γαλλικά.

Εκτός από τα μαθήματα του σχολείου, όπου μάθαινε και πολλά Αγγλικά, ο Τέλης έκανε και ιδιαίτερα μαθήματα Γαλλικών στο σπίτι. Ο πατέρας του είχε σπουδάσει γιατρός στην Γαλλία και ισχυριζόταν πως τα Γαλλικά είναι η γλώσσα της κουλτούρας. «Κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να θεωρείται μορφωμένος, αν δεν μιλάει Γαλλικά» έλεγε.

Έτσι, τρεις φορές την εβδομάδα, ερχόταν στο σπίτι η μαντάμ Κλεό, μία ψηλή αδύνατη Γαλλίδα, με τα βιβλία της. Στην αρχή ο Τέλης δεν τα χώνευε πολύ τα Γαλλικά. Μέχρι που έμαθε πως η Μαντάμ Κλεό ήταν στην πραγματικότητα Κλεοπάτρα – και πως οι Γάλλοι έκοβαν τα λέξεις περισσότερο κι από τον ίδιο.

Έτσι το ψυγείο το έλεγαν frigo (αντί για réfrigérateur) το δίπλωμα του baccalauréat το ονόμαζαν bachot ή και bac. «Κάθε μέρα παίρνεις το Μετρό» του έλεγε η μαντάμ Κλεό. «Μάθε λοιπόν ότι και η λέξη Μετρό είναι Γαλλική, κομμένη από την λέξη Métropolitain, που έχει ελληνική καταγωγή: μητροπολιτικός σιδηρόδρομος».

Ο Βίνσκι κοίταγε με πολλή προσοχή την μαντάμ που έλεγε για τις κομμένες Γαλλικές λέξεις, ενώ η Ρα κοιμόταν χαλαρά επάνω στην οθόνη.

5. Η Mado στο Internet.

Από μικρός ο Τέλης είχε μάθει να μπαίνει στο Ίντερνετ. Εκεί έβρισκε παιχνίδια, στοιχεία για τις σχολικές εργασίες στην γεωγραφία, την φυσική ιστορία, την βοτανολογία. Σε chat rooms μιλούσε με παιδιά από την Ελλάδα και άλλες χώρες.

Μία φορά έπεσε επάνω σε μία μικρή Γαλλίδα που την έλεγαν Mado – όνομα κομμένο από το Madeleine όπως πληροφορήθηκε. Με την Μαντώ αλληλογραφούσαν Γαλλικά και όταν ο Τέλης της μίλησε για τις κομμένες λέξεις αυτή του έστειλε έναν ολόκληρο κατάλογο.

Πραγματικά οι Γάλλοι είχαν μανία με το πριόνισμα των λέξεων: τον καθηγητή δεν τον έλεγαν Professeur αλλά Prof. Τον ψυχίατρο από psychiatre τον έκαναν psy. Συνήθως δεν έκοβαν την αρχή των λέξεων – όπως έκανε μέχρι τότε ο Τέλης, αλλά την κατάληξη. Αυτό τον βοήθησε σε νέες εγχειρίσεις. Και βέβαια η μαντάμ Κλεό προβιβάστηκε αμέσως σε Prof!

Εκτός από την Μαντώ είχε και δύο συμμαθητές, τον Γρηγόρη και τον Περικλή, που έπαιζαν μαζί τις κομμένες λέξεις. Ο Γρηγόρης ήταν μαυριδερός και λιγνός, ενώ ο Περικλής, κοκκινομάλλης με φακίδες. Κάνανε διαγωνισμούς ποιος θα πει περισσότερα πράγματα με λιγότερα γράμματα. Το σημαντικό ήταν βέβαια να καταλαβαίνει ο άλλος τι θέλεις να πεις. «Δρομή στην Γόριανη με κίνητο και Νασσό νισμένο» σήμαινε: «Εκδρομή στην Αγόριανη με τετρακίνητο και Παρνασσό χιονισμένο».

Η Μαντώ, που είχε έρθει δύο φορές για διακοπές στην Ελλάδα με τους γονείς της, ήταν κατάξανθη με μάτια πιο γαλανά κι από τον πρωϊνό ουρανό. Γέλαγε με την μανία του Τέλη: «Εσύ, με τις κομμένες λέξεις, έχεις γίνει χειρότερος κι από τους Γάλλους» τον κορόιδευε.

6. Η περικοπή γίνεται επιστήμη.

Αργότερα στο Γυμνάσιο και στο Λύκειο οι τρεις συμμαθητές συνέχισαν να κόβουν συλλαβές: «Διάβασα μετρία, βρα και φορικό γισμό» σήμαινε φυσικά «διάβασα Γεωμετρία, Άλγεβρα και διαφορικό λογισμό».

Ο Τέλης ήταν τώρα ένα παλικάρι ψηλό, δεμένο, με ζωηρά μαύρα μάτια. Του άρεσαν τα σπορ, πήγαινε και στο γυμναστήριο κι έκανε βάρη, αλλά πιο πολύ είχε αγαπήσει τα μαθηματικά. «Να μία γλώσσα από την οποία δεν μπορείς να κόψεις τίποτα», σκεπτότανε.

Και κάποια στιγμή άρχισε να έχει δεύτερες σκέψεις γύρω από το παιδικό του παιχνίδι. Πώς θα ήταν, αναρωτιότανε, αν κόβαμε από τις λέξεις όλα αυτά που δεν χρειάζονται για την κατανόηση; Αν κάναμε την καθημερινή μας γλώσσα τόσο αποτελεσματική και γρήγορη όπως τα μαθηματικά; Πόσο χρόνο θα εξοικονομούσαμε, πόσο χαρτί, πόσο χώρο αποθήκευσης! Τώρα χρησιμοποιούμε λέξεις που κουβαλάνε μέσα όλη την ιστορία τους – ένα περιττό βάρος. Οι Γάλλοι την λέξη κινηματογράφος (cinématographe) την έκοψαν σε cinéma (που το χρησιμοποιούμε κι εμείς) και τελικά την έκαναν ciné σκέτο. Εμείς λέμε ακόμα: «πάμε στον κι-νη-μα-το-γρά-φο…». Γιατί λέμε υπολογιστής και όχι ‘πολό’ όπως αντί για φωτογραφία λέμε φωτό; Δεν είναι σιδηρόδρομος οι λέξεις ‘σιδηρόδρομος’ και ‘πεζόδρομος’; Γιατί δεν λέμε ‘σιδή’ και ‘πεζό’;

Τέτοιες σκέψεις έκανε πολλές ο Τέλης και κάποια μέρα τις εξομολογήθηκε στον καθηγητή των μαθηματικών. Εκείνος βρήκε την ιδέα πολύ ενδιαφέρουσα. «Θα μπορούσε» του είπε, «να γίνει κάποτε μία επιστημονική μελέτη για την απλοποίηση και συντόμευση της γλώσσας. Μπορούμε να φτιάξουμε και ένα πρόγραμμα στον υπολογιστή (ή πολό) που να αναλύσει κάθε λέξη φωνητικά και εννοιολογικά και να μας δείχνει πώς μπορεί να κοπεί».

«Δηλαδή», είπε ο Τέλης, που είχε πια πείρα στο θέμα, «θα αναλύει τις λέξεις για να δει πώς γίνεται να μικραίνουν – αλλά να αναγνωρίζονται. Άμα τις κόψεις πολύ, οι λέξεις αρχίζουν και μοιάζουν. Αν πω ‘ροδρόμιο’ είναι σίγουρα αεροδρόμιο – αλλά αν πω ‘δρόμιο’ μπορεί να είναι ποδηλατοδρόμιο, ή ελικοδρόμιο. Υπάρχει λοιπόν ένα κρίσιμο σημείο και αυτό μπορεί να το βρίσκει το κομπιούτερ συγκρίνοντας με αστραπιαία ταχύτητα όλες τις λέξεις του λεξικού για να βρει σε ποιο σημείο κοπής αρχίζουν και μοιάζουν».

Ο Τέλης είχε ενθουσιαστεί. Εκείνη την στιγμή αποφάσισε μαζί με τα μαθηματικά, που ήθελε να σπουδάσει, να πάρει και μαθήματα γλωσσολογίας για να μπορέσει να προχωρήσει την θεωρία του. Οι λέξεις, σκεπτόταν, είναι σημάδια, σαν τα σήματα Μορς στον τηλέγραφο. Εκεί μόνο με τελείες και παύλες, οι άνθρωποι επικοινωνούν θαυμάσια. Και τα κομπιούτερ λειτουργούν με δύο στοιχεία: 0 και 1. Αυτά είναι τα ψηφία, με τα οποία ψηφιοποιούνται οι λέξεις, οι ήχοι, τα χρώματα. Ένα compact disk μουσικής, η το DVD μίας ταινίας, δεν είναι άλλο από συνδυασμοί δύο ψηφίων. Αν λοιπόν με δύο ψηφία μπορείς να εκφράσεις τα πάντα, γιατί θέλουμε εικοσιτέσσερα γράμματα και τεράστιες λέξεις. Ονειρευόταν μία επανάσταση.

7. Σε ποιον ανήκουν οι λέξεις.

Ο καθηγητής των μαθηματικών μίλησε για τον Τέλη στο συμβούλιο των καθηγητών. Είπε πως έχει πολύ κοφτερό μυαλό και μεγάλη φαντασία. Έφερε για παράδειγμα και όλη την ιστορία με τις κομμένες λέξεις. Ο φιλόλογος, που ήταν και λίγο ποιητής, χαμογέλασε. «Μπράβο ιδέα!» μουρμούρισε. Και την άλλη μέρα κάλεσε τον Τέλη στο γραφείο του.

Ο Τέλης δεν είχε ιδέα τι θα μπορούσε να τον θέλει ο φιλόλογος. Στην έκθεση τα πήγαινε μάλλον καλά, αν και – όπως μπορεί να φανταστεί κανείς – οι εκθέσεις του ήταν πολύ σύντομες. Στα Νέα Ελληνικά μέτρια. Αρχαία δεν έκανε, αφού ήθελε να σπουδάσει μαθηματικά. Ο φιλόλογος λεγόταν Χατζηδημητρίου – όνομα που ο Τέλης είχε αμέσως περικόψει σε Τζηδήμ. Τώρα έκοβε τις λέξεις και από αρχή και από τέλος, όταν χρειαζόταν. Κι επειδή υπήρχε και άλλος καθηγητής που το όνομά του άρχιζε από Χατζή- εδώ έπρεπε να κάνει διπλή επέμβαση.

Ο Τζηδήμ κάπνιζε πίπα με ένα βαρύ, μυρωδάτο καπνό. Έμπαινες στο γραφείο του και σε ζάλιζε, όπως το λιβάνι στην εκκλησία. «Κάθισε», είπε στον Τέλη. «Τι είναι αυτή η ιστορία με τις κομμένες λέξεις;». Ο Τέλης του διηγήθηκε πως ξεκίνησε να κόβει τις λέξεις από μικρός, μέχρι που έφτασε στην ιδέα της «Λεκτικής Οικονομίας». Έτσι είχε αποφασίσει να βαφτίσει την θεωρία του.

Ο Τζηδήμ τον άκουγε προσεκτικά, κουνώντας το μεγάλο κεφάλι του. Όταν τελείωσε του είπε πως κακώς τόσον καιρό δεν του είχε μιλήσει για το θέμα. «Οι λέξεις είναι υπόθεση των φιλολόγων και όχι των μαθηματικών!» του είπε σαν να τον μάλωνε.

8. Λέξεις βαγόνια και λέξεις αστέρια.

«Να ξεκαθαρίσουμε τα πράγματα» είπε ο Τζηδήμ. «Εσύ βλέπεις τις λέξεις σαν βαγόνια που μεταφέρουν ένα νόημα. Κι όσο πιο μικρό είναι το βαγόνι, εφόσον μεταφέρει το νόημα, έχουμε μικρότερο κόστος μεταφοράς. Αν, αντί για ‘αλεξικέραυνο’, πω ‘ξικέ’ ο άλλος θα καταλάβει τι θέλω να πω, και έχω κάνει οικονομία περίπου εβδομήντα τα εκατό. Αντί για έξι συλλαβές, χρειάστηκα μόνο δύο». «Ακριβώς, κύριε καθηγητή» είπε ενθουσιασμένος ο Τέλης. Αυτή την ιδέα με τα βαγόνια δεν την είχε σκεφτεί ποτέ και τον βοηθούσε πολύ. «Οικονομία στην μεταφορά» - ακριβώς αυτό ήθελε να κάνει!

«Όμως», συνέχισε ο καθηγητής, «οι λέξεις δεν είναι μόνο βαγόνια. Είναι και αστέρια. Λάμπουνε με δικό τους φως. Είναι και μουσική, με τον δικό τους ήχο. Ας πούμε το ‘ξικέ’ είναι άσκημη και κακόηχη λέξη. Δεν έχει την ίδια μεγαλοπρέπεια όσο το αλεξικέραυνο. Με τις έξι συλλαβές, χορταίνει το στόμα σου. Με αυτές αντιμετωπίζεις ένα κεραυνό – άλλη ωραία λέξη. Το ξικέ’ νομίζεις ότι δεν θα τα βγάλει πέρα με το αστροπελέκι.»

«Βέβαια», συνέχισε ο Τζηδήμ «όταν λέω ‘Η ώρα είναι οκτώ’ οι λέξεις μου είναι μόνο βαγόνια – μεταφέρουν μία πληροφορία. Αν πω ‘Το τραίνο φεύγει στις οκτώ'» είναι πάλι μία πληροφορία – αλλά μπορεί να είναι και αρχή ενός ωραίου τραγουδιού. Το ξέρεις;» «Ναι», απάντησε ο Τέλης, που του άρεσε πολύ αυτό το τραγούδι. «Και στο τραγούδι δεν μπορείς να κόψεις τις λέξεις. Ακόμα πιο δύσκολα γίνονται τα πράγματα για την θεωρία σου, όταν είσαι ερωτευμένος και θέλεις να στείλεις ένα ποίημα στην κοπέλα σου; Κάτι σαν και αυτό».

Και ο καθηγητής έγειρε πίσω το μεγάλο κεφάλι, έκλεισε τα μάτια και άρχισε να απαγγέλλει:

Επειδή σ’ αγαπώ και στην αγάπη ξέρω
Να μπαίνω σαν Πανσέληνος
Από παντού, για το μικρό το πόδι σου μες τ’ αχανή σεντόνια
Να μαδάω γιασεμιά – κι έχω την δύναμη
Αποκοιμισμένη να φυσώ, να σε πηγαίνω
Μες από φεγγερά περάσματα και κρυφές της θάλασσας στοές
Υπνωτισμένα δέντρα με αράχνες που ασημίζουνε.

Υπνωτισμένος ένιωθε ο Τέλης ο ίδιος. Κάτι η μυρωδιά του καπνού, κάτι ο ρυθμός από τους παράξενους στίχους – ένιωθε περίεργα. Ο καθηγητής σταμάτησε την απαγγελία σήκωσε το κεφάλι και τον κοίταξε. «Τώρα, αυτό, πώς θα μπορούσες να το περικόψεις;» είπε και τα μάτια του έπαιξαν.

«Τι ήταν αυτό;» ρώτησε ο Τέλης. «Στίχοι από ένα ερωτικό ποίημα, ίσως το ωραιότερο που γράφτηκε στην ελληνική γλώσσα μετά από την Σαπφώ. Έστω, ο Ελύτης, που το έγραψε, ήταν και συμπατριώτης της. Επιγράφεται ‘Το Μονόγραμμα’. Να σου πω λίγο ακόμα;». Έγειρε πάλι το κεφάλι πίσω και έκλεισε τα μάτια:

Πάντα εσύ το αστεράκι και πάντα εγώ το σκοτεινό πλεούμενο
Πάντα εσύ το λιμάνι και εγώ το φανάρι το δεξιά
Το βρεμένο μουράγιο και η λάμψη επάνω στα κουπιά
Ψηλά στο σπίτι με τις κληματίδες
Τα δετά τριαντάφυλλα, το νερό που κρυώνει
Πάντα εσύ το πέτρινο άγαλμα και πάντα εγώ η σκιά που μεγαλώνει
Το γερτό παντζούρι εσύ, ο αέρας που το ανοίγει εγώ
Επειδή σ’ αγαπώ και σ’ αγαπώ
Πάντα εσύ το νόμισμα κι εγώ η λατρεία που το εξαργυρώνει.EM>

Ο Τέλης δεν ήταν σίγουρος πως καταλάβαινε όλα όσα έλεγε το ποίημα, αλλά τον είχε μεθύσει σαν μουσική. Δυνατός που ήταν ο καπνός της πίπας! Ο Τέλης, εκείνη την στιγμή ένιωσε και κάτι άλλο: πως ήταν ερωτευμένος!

Από καιρό αισθανόταν περίεργα όταν αντίκριζε την Μαριάννα, μία όμορφη, ψηλή συμμαθήτριά του. Και τώρα κατάλαβε πως, χωρίς να το ξέρει, ζούσε όλα όσα έλεγε το ποίημα, πως θα ήθελε να της τα πει, να της τα γράψει. «Το γερτό παντζούρι εσύ, ο αέρας που το ανοίγει εγώ» να, αυτό θα ήθελε να είναι οι δυο τους.

«Λοιπόν, πως θα έκοβες ΑΥΤΕΣ τις λέξεις, κύριε Τέλη;». Αλλά ο Τέλης ήταν αλλού. Μουρμούρισε μία δικαιολογία και έφυγε βιαστικός.

9. Ξεχνώντας την θεωρία.

Τις επόμενες μέρες ο Τέλης ήταν τόσο αφηρημένος, που οι φίλοι του άρχισαν να του κάνουν πλάκα. Όταν του έλεγαν φράσεις με κομμένες λέξεις, αυτός απαντούσε με ολόκληρες. Έψαξε και βρήκε τα ποιήματα του Ελύτη, διάβαζε και ξαναδιάβαζε το «Μονόγραμμα» με την ίδια προσήλωση που άκουγε και ξανάκουγε έναν αγαπημένο δίσκο. Δεν είχε κέφι για τα παιχνίδια και τα γαυγίσματα του γέρο Βίνσκυ – μόνο με την Ρα έκανε παρέα. Εκείνη κουλουριαζόταν στα γόνατά του, όταν διάβαζε και γουργούριζε.

Τελικά έγραψε ένα μακρύ email στην Μαντώ και της εξομολογήθηκε τον πόνο του. Όχι μόνο είχε εγκαταλείψει την θεωρία του για τις κομμένες λέξεις (μάλιστα τον ενοχλούσε τώρα η ιδέα) αλλά ήταν ερωτευμένος και απελπισμένος. Δεν ήξερε πώς να πλησιάσει την Μαριάννα. Είχε τόσα πολλά να της πει που φοβόταν πως μόλις άρχιζε να μιλάει οι χιλιάδες λέξεις θα κολλούσαν στο στόμα του – σαν μποτιλιάρισμα.

Η Μαντώ, αν και συνομήλική του, είχε στα δεκαεπτά πολύ περισσότερη πείρα από ερωτικές καταστάσεις. «Αν της αρέσει η ποίηση» του έγραψε, «βάλε τον Ελύτη να μιλήσει για σένα. Αν είναι τόσο ωραίο το ποίημα, όπως μου γράφεις, θα την συγκινήσει σίγουρα. Όσο για την θεωρία της Λεκτικής Οικονομίας, μην μπλέκεσαι. Όπως είπε ο καθηγητής σου, αφορά τις λέξεις-βαγόνια. Αλλά το ενενήντα τα εκατό από τις φράσεις που χρησιμοποιούμε, είναι τέτοιες. Μόνο στην λογοτεχνία δεν ισχύει αυτό. Εκεί, και ιδιαίτερα στην ποίηση, η λέξη δεν είναι μέσο, είναι σκοπός.

Εκεί οι λέξεις είναι ιερές – ούτε να τις κόβουμε μπορούμε ούτε να τις πειράζουμε. Αρκεί να βλέπουμε την λάμψη τους και να ακούμε την μουσική τους». Το γράμμα της Μαντώ ήταν αποκάλυψη για τον Τέλη. Πώς δεν το είχε σκεφθεί! Και βέβαια άρεσε η ποίηση στην Μαριάννα – ήταν και η πρώτη στα Νέα Ελληνικά. Ο Ελύτης θα τον έσωζε. Αντέγραψε με προσοχή και καλλιγραφικά γράμματα το «Μονόγραμμα» (ευτυχώς δεν ήταν πολύ μεγάλο) βάζοντας στην αρχή και το δικό της μονόγραμμα – που ήταν ίδιο με εκείνο του ποιήματος: ΜΚ.

10. Η κομμένη απάντηση.

Έβαλε τον φάκελο στην τσάντα της μία στιγμή που την βρήκε ανοιχτή. Επάνω στον φάκελο είχε γράψει: «Για την Μαριάννα, από τον Τέλη». Δύο μέρες μετά, βρήκε στην τσάντα του ένα μικρό φακελάκι. Απέξω έγραφε: «Από Μ για Τ». Μέσα σε ένα χαρτάκι διάβασε τα εξής: «Νόγραμμα χρο μένο – συ, όχι. Μένη με κλή».

Δεν ήταν δύσκολο να διαβάσει ο δημιουργός της Λεκτικής Οικονομίας το σύντομο μήνυμα: «Το Μονόγραμμα χρόνια αγαπημένο – εσύ, όχι. Ερωτευμένη με Περικλή». Ώστε με το φίλο του τον Περικλή τα είχε η Μαριάννα. Αυτό εξηγούσε και το πώς ήξερε για τις κομμένες λέξεις. Που τις χρησιμοποίησε για να τον κόψει και αυτόν!

Μαύρη μαυρίλα τύλιξε τον Τέλη. Όταν είδε τον Περικλή, άλλαξε δρόμο. Εκείνος παραξενεύτηκε και τον κυνήγησε. «Έλα δω, τι συμβαίνει;» ρώτησε. Με τα πολλά ο Τέλης του πέταξε κάτι πόντους για την Μαριάννα. «Ιδέα δεν έχω!» αντέδρασε αυτός. «Μα τι λες τώρα – θα τα είχαμε φτιάξει και δεν θα το ήξερα; Ούτε έχω μιλήσει μαζί της τον τελευταίο καιρό! Όσο για τις κομμένες λέξεις, αυτές τις ξέρει όλη η τάξη».

Αν όμως ο «κλης» δεν ήταν ο Περικλής – ποιος ήταν; Κάποιος από άλλη τάξη – ή έξω από το σχολείο; Αλλά τι σημασία είχε τώρα; Το σημαντικό ήταν το – εσύ όχι!

Δυστυχία! Ο Τέλης, για να ξεχάσει τον πόνο του, αποφάσισε να το ρίξει στο διάβασμα.

11. Εξετάσεις και φροντιστήρια.

Τον επόμενο καιρό ο Τέλης δεν είχε χρόνο να σκεφθεί ούτε την Μαριάννα (μέσα του είχε μείνει μία πίκρα, που δάγκωνε, όταν την αντίκριζε) ούτε την θεωρία της Λεκτικής Οικονομίας. Ήταν τώρα στην δεύτερη Λυκείου και είχε αρχίσει ο αγώνας για τις εξετάσεις στα ΑΕΙ. Σχολείο, φροντιστήριο, Γαλλικά (πάντα η μαντάμ Κλεό) και το μόνο που προλάβαινε, ήταν να βγάζει καμία βόλτα τον Βίνσκυ η να χαϊδεύει λίγο την Ρα.

Μία φορά αποφάσισε να ξεδώσει και πήγε στο πάρτι που έκανε ένα συμμαθητής του. Εκεί έπεσε επάνω στην Μαριάννα. Του χαμογέλασε γλυκά (αχ, τι μαχαιριά ήταν αυτή μέσα του) και τον ρώτησε: «Αγαπάς ακόμα το Μονόγραμμα;».

Και το Μονόγραμμα και σένα, σκέφθηκε ο Τέλης – αλλά είπε μόνο ένα ξερό «ναι».

«Έλα να χορέψουμε», είπε η Μαριάννα και τα μάτια της έβγαλαν μία σπίθα. Χορέψανε ένα αργό κομμάτι. Η μυρωδιά της Μαριάννας ήταν μεθυστική – σαν το ποίημα του Ελύτη ή τον καπνό του Τζηδήμ. Μετά βγήκαν στην βεράντα. Ο Τέλης άκουγε τους χτύπους της καρδιάς του πιο δυνατά από την μουσική που έπαιζε μέσα.

«Γιατί δεν μου απάντησες στο γράμμα μου;» ρώτησε η Μαριάννα. «Τι να σου απαντήσω. Αφού μου είπες όχι. Και ότι είσαι ερωτευμένη με κάποιον Περικλή!».

«Α – έτσι το διάβασες; Δεν είναι λοιπόν σόϊ, αυτές οι κομμένες λέξεις. Ή ίσως δεν ξέρω εγώ την μέθοδο περικοπής. Δεν σου είχα γράψει αυτό».

«Αλλά τι;» (η καρδιά χτυπούσε πιο δυνατά κι από τα ντραμς του τέκνο).

«Έγραψα: ‘Μονόγραμμα χρόνια διαβασμένο – εσύ όχι. Απασχολημένη με Περικλή’. Εννοούσα πως το μονόγραμμα το είχα διαβάσει από χρόνια, ενώ εσύ δεν το ήξερες. Θυμάμαι, όταν ο Χατζηδημητρίου μας μίλησε για τον Ελύτη και ρώτησε ποια ποιήματα ξέρουμε, εσύ είπες μόνο το Άξιον Εστί. Άρα, το γνώρισες τελευταία. Όσο για τον Περικλή – πρόκειται για τον αρχαίο. Εκείνη την εποχή έγραφα μία εργασία για τον Επιτάφιο». «Δηλαδή» ψιθύρισε ο Τέλης, «δεν είσαι ερωτευμένη με άλλον;».

«Όχι» απάντησε καθαρά η Μαριάννα, και τον κοίταξε στα μάτια.

Ο Τέλης με κόπο κατάφερε να μη λιποθυμήσει επί τόπου.

12. Η ιστορία με το Μονόγραμμα.

Ο Τέλης ήταν ευτυχισμένος. Έβλεπε συχνά την Μαριάννα, διάβαζαν μαζί (αυτή θα πήγαινε για αρχιτέκτονας) και μοιράζονταν πολλά πράγματα. Και πιο πολύ τα ποιήματα του Ελύτη, που τους είχαν φέρει κοντά.

Έχω κάτι να πω, διάφανο και ακατάληπτο
Σαν κελαηδητό σε ώρα πολέμου

Να, κάτι τέτοιο ήταν η ποίηση, σκεπτόταν ο Τέλης. Κάτι πολύ ωραίο και αταίριαστο με την καθημερινή ζωή και για αυτό τόσο πολύτιμο. «Δώρο, ασημένιο ποίημα» όπως έγραφε αλλού ο Ποιητής.

Για την Λεκτική Οικονομία, ούτε λέξη πια. Κατάλαβε ότι, τελικά, ακόμα και στην πρόχειρη επικοινωνία, οι λέξεις χρειάζονται όλες τους τις συλλαβές. Και τότε ακόμα συμβαίνουν παρεξηγήσεις – πόσο μάλλον όταν κόβονται. Το γράμμα της Μαριάννας ήταν η οριστική αντίκρουση, διάψευση και ανασκευή της θεωρίας του.

Διάβαζαν πολύ ποίηση και η Μαριάννα, που είχε μελετήσει τους Έλληνες ποιητές, του εξηγούσε διάφορα. Μια μέρα, που κάθονταν στον μικρό κήπο, με την Ρα και τον Στραβίνσκι (μετά την κατάρρευση της θεωρίας είχε ξαναπάρει το πλήρες του όνομα) ο Τέλης την ρώτησε: «Μα ήταν πραγματικά ερωτευμένος ο Ελύτης όταν έγραφε το ‘Μονόγραμμα’;».

«Πάρα πολύ. Με μία όμορφη νέα κοπέλα, που είχε όνομα πολύ κοντά στο δικό μου».

«Και τι έγινε;»

«Όταν τελείωσε ο έρωτας, εκείνη έφυγε για μιαν άλλη χώρα. Η μάλλον έπλασε μίαν άλλη χώρα για να πάει εκεί».

«Πώς την έπλασε, δηλαδή;».

«Με λέξεις. Με μουσική. Με εικόνες. Μια χώρα όπου λευκοί ελέφαντες πετούσαν ψηλά, φτερωτά φίδια τραγουδούσαν με χρυσή φωνή και γυάλινα νησιά έλαμπαν στο φεγγαρόφωτο».

13. Το Πέλαγος των Ποιημάτων.

Η Μαριάννα ήξερε τόσα ποιήματα! Άλλα «παραδοσιακά» με μέτρο και ρίμα και άλλα μοντέρνα σε ελεύθερο στίχο. Αλλά όλα ήταν ζωντανά και μαγικά. Μερικά ο Τέλης δεν τα καταλάβαινε αλλά η Μαριάννα του έλεγε: «Δεν πειράζει. Άκου την μουσική. Σιγά-σιγά το ποίημα θα περάσει μέσα σου, θα σε ποτίσει και κάποια στιγμή θα το καταλάβεις. Έχει την δική της γλώσσα η ποίηση – κι ο κάθε ποιητής πάλι την δική του διάλεκτο. Πώς μαθαίνεις μία ξένη γλώσσα;».

Είμαι άλλης γλώσσας, δυστυχώς, και Ηλίου του Κρυπτού ώστε
Οι όχι ενήμεροι των ουρανίων να μ’ αγνοούν.

Αυτούς τους στίχους του Ελύτη τους είχε πει ο Χατζηδημητρίου στο σχολείο, εξηγώντας πως «οι όχι ενήμεροι των ουρανίων», ήταν αυτοί που δεν ήξεραν την γλώσσα της ποίησης.

Το ίδιο ποίημα τέλειωνε με τους στίχους:

Αυτά στην γλώσσα την δική μου, Κι άλλοι άλλα σ’ άλλες. Άλλ’ η αλήθεια μόνον έναντι θανάτου δίδεται.

«Ο ποιητής, αλλά και κάθε άνθρωπος,» έλεγε ο φιλόλογος, «πρέπει να ατενίσει κατάματα τον θάνατο για να φτάσει στην αλήθεια.

Ο θάνατος ήταν πολύ μακριά για τα δύο νέα παιδιά που κοιτάζονταν στα μάτια. Αλλά η ποίηση ήταν κοντά τους. Ο πατέρας χάρισε στον Τέλη ένα τόμο με όλα τα ποιήματα του Ελύτη. Έψαχναν και ψάρευαν στίχους μέσα από ένα ολόκληρο πέλαγος.

Βρήκαν την «Μαρία Νεφέλη» και την διάβαζαν μαζί: εκείνη ως Μαρία, εκείνος στον ρόλο του Αντιφωνητή. Τι όμορφα που αρχίζει αυτό το ποίημα:

Περπατώ μες στ’ αγκάθια, μες στα σκοτεινά
Σ’ αυτά που είναι να γίνουν και στ’ αλλοτινά
Κι έχω για μόνο μου όπλο μόνη μου άμυνα
Τα νύχια μου τα μωβ σαν τα κυκλάμινα.

Η Μαρία Νεφέλη είναι μία νέα κοπέλα, σαν κι εμένα, έλεγε η Μαριάννα. Σπουδάζει, ερωτεύεται, χορεύει, γλεντάει και επαναστατεί. Είναι η πιο τίμια επαναστάτισσα γιατί δεν κοροϊδεύει τον εαυτό της με ιδεολογίες και δόγματα. Έχει χιούμορ και σαρκασμό. Ζητάει «πήδημα τίγρισσας μες στις ιδέες». Και βρίσκει την αλήθεια της ζωής μέσα στην ίδια την ζωή:

Ότι μια μέρα θα δαγκάσεις μες το νέο λεμόνι
και θ’ αποδεσμεύσεις τεράστιες ποσότητες ήλιου από μέσα του.

Με την Ρα στην αγκαλιά της η Μαριάννα, διάβαζε στον Τέλη. Είχε μία βαθιά, ζεστή φωνή. Μερικά ποιήματα μάλιστα τα ήξερε απέξω. Όπως ο Χατζηδημητρίου.

«Ξέρεις πως τελειώνει το ‘Μονόγραμμα’;»

Στον Παράδεισο έχω σημαδέψει ένα νησί
Απαράλλαχτο εσύ κι ένα σπίτι στην θάλασσα

Με κρεβάτι μεγάλο και πόρτα μικρή
Έχω ρίξει μες στ’ άπατα μιαν ηχώ
Να κοιτάζομαι κάθε πρωί που ξυπνώ

Να σε βλέπω μισή να περνάς στο νερό
Και μισή να σε κλαίω μες τον Παράδεισο.

Και μετά το ποίημα άκουγαν μουσική, γιατί είναι δύσκολο να κάνεις κάτι άλλο όταν ακόμα αντηχούν μέσα σου οι μαγικές λέξεις της ποίησης. Και μένανε εκεί, αθεράπευτα ερωτευμένοι, έξω από τον χρόνο, σε μία αιωνιότητα που μόνο η ποίηση, η μουσική και ο έρωτας μπορούν να χαρίσουν.

14. Έτσι δεν κόπηκαν οι λέξεις.

Εδώ τελειώνει η ιστορία του Τέλη με τις κομμένες λέξεις. Τι συνέβη παρακάτω δεν το ξέρω ούτε εγώ – γιατί τα τελευταία που σας έγραψα έγιναν μόλις τώρα και ό,τι άλλο είναι να γίνει, θα γίνει στο μέλλον. Το μέλλον το γνωρίζουν μονάχα οι προφήτες κι εγώ προφήτης δεν είμαι.

Αυτό πάντως που ξέρω είναι πως οι λέξεις δεν κόπηκαν σε κομμάτια. Κι αυτό γιατί βοήθησαν ένας μεγάλος ποιητής, ένας καθηγητής φιλόλογος και μία ωραία κοπέλα που την έλεγαν Μαριάννα.